24 Ιουλίου 2000
1.Η συζήτηση για τις εργασιακές σχέσεις που εντάθηκε τις τελευταίες ημέρες δεν πρέπει να μας κάνει να λησμονήσουμε πως ένα από τα πιο σημαντικά κεκτημένα της περιόδου 1994-2000 είναι η διαμόρφωση και η διαφύλαξη ενός κλίματος εργασιακής ειρήνης. Το κλίμα αυτό έχει τη δική του ουσιώδη συμβολή στην επίτευξη των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών προϋποθέσεων για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
2. Από την άποψη αυτή είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός πως βασική και ευθεία επιδίωξη της συζήτησης για τις εργασιακές σχέσεις και το νομικό τους καθεστώς δεν είναι η περαιτέρω μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (καθώς ως προς τη διάσταση αυτή έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδηματικά μερίδια), αλλά η αύξηση της απασχόλησης και η μείωση του ποσοστού ανεργίας. Όλα είναι, φυσικά, συνδεδεμένα μεταξύ τους, έχει όμως σημασία το ποιος στόχος προτάσσεται.
3. Άρα το ζητούμενο είναι πρωτίστως η δημιουργία νέων πλήρων θέσεων εργασίας και όχι η ανακατανομή ή η κατάτμηση υφισταμένων θέσεων. Είναι βέβαια προφανές ότι η διατήρηση των υφισταμένων συνολικά θέσεων εργασίας είναι πάντοτε στόχος εξίσου κρίσιμος με τη δημιουργία νέων θέσεων.
4. Το πρώτο, συνεπώς, συμπέρασμα είναι ότι το πρόβλημα της ανεργίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ εργαζομένων και ανέργων ούτε ως πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών που κινούνται στην αγορά εργασίας, αλλά σε διαφορετικούς εν πολλοίς τομείς ούτε μόνον ή κυρίως ως πρόβλημα νομικής οργάνωσης της αγοράς εργασίας με την τεχνική έννοια του όρου. Έχει άρα σημασία να τονιστεί ότι ο κοινωνικός διάλογος για τα ζητήματα αυτά δεν γίνεται μεταξύ εργαζομένων και κράτους, αλλά μεταξύ των παραγωγικών και κοινωνικών εταίρων, υπό την αιγίδα και τη ρυθμιστική παρέμβαση όπου χρειάζεται του κράτους.
5. Το πρόβλημα της ανεργίας είναι πρωτίστως ζήτημα αναγόμενο στο μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, η συγκρότηση του οποίου γίνεται ακόμα πιο επιτακτική μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και στη λεγόμενη «πρώτη ταχύτητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μοντέλο άλλωστε αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική οικονομία θα επιδιώξει να ενταχθεί πλήρως και με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους στην ευρωπαϊκή οικονομία και στον παγκόσμιο καταμερισμό μέσα στις συνθήκες της λεγόμενης «νέας οικονομίας».
Είναι, συνεπώς, προφανές ότι ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την απασχόληση (γύρω από το οποίο γίνεται τα τελευταία χρόνια σημαντική προσπάθεια) δεν μπορεί παρά να είναι τμήμα του γενικότερου σχεδίου μας για την εθνική ανταγωνιστικότητα ή, μάλλον, να διαπερνά εγκάρσια το γενικότερο αυτό σχέδιο. Στο πλαίσιο αυτό, μεταβολές στη νομική οργάνωση της αγοράς εργασίας έχουν νόημα μόνο αν συνδυασθούν με την ανάδειξη των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, τη λειτουργία του συστήματος της αρχικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης, τα γνωστά φορολογικά και κοινωνικοασφαλιστικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις, τον τρόπο διάθεσης των κονδυλίων του Γ' ΚΠΣ στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες κ.ο.κ. Ο εκσυγχρονισμός, για παράδειγμα, του πρωτογενούς τομέα και η αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, που φαίνεται να βρίσκεται κάπως μακριά από τη συζήτηση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, επηρεάζει βαθύτατα το ζήτημα της ανεργίας, καθώς ακόμη και μια μικρή ετήσια μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στη γεωργία αρκεί για να εξουδετερώσει πολλές και μεγάλες προσπάθειες μείωσης του ποσοστού ανεργίας.
6. Άλλωστε το ζήτημα της απασχόλησης ως κρίσιμης διάστασης του συνολικού μοντέλου ανάπτυξης είναι πάντοτε ζήτημα σχέσεων και εντάσεων, μεταξύ του συντελεστή «κεφάλαιο» και του συντελεστή «εργασία», άρα ζήτημα κατανομής του κόστους προσαρμογής και εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ζήτημα κατανομής του κοινωνικού πλεονάσματος. Η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων είναι συνεπώς πάντοτε διευθέτηση μεταξύ αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων ακόμη και τώρα που το νοητικό κεφάλαιο και οι δεξιότητες είναι παράμετροι πιο σημαντικοί ίσως από το χρηματικό κεφάλαιο και τα κεφαλαιουχικά αγαθά.
Η διαμόρφωση, άρα, συναινετικών λύσεων με προοπτική και η διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης μπορεί να βασιστεί μόνο στη διορατικότητα των κοινωνικών εταίρων. Για να γίνει αυτό και εδώ έγκειται ο κρίσιμος ρόλος του κράτους οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να πεισθούν ότι έτσι εξυπηρείται μακροπρόθεσμα τόσο το δικό τους συμφέρον όσο και μια ευρύτερη αποδεκτή αντίληψη για το γενικό συμφέρον και τη συνοχή της κοινωνίας συνολικά.
7. Σε αυτά προστίθεται και μία άλλη σημαντική παράμετρος, η σχέση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα καθώς μια ενιαία ή πάντως συγκρίσιμη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των αντίστοιχων επιχειρήσεων, τουλάχιστον στους τομείς όπου η αγορά είναι πλήρως ή, εν πολλοίς, απελευθερωμένη. Άτυπες διευθετήσεις εργασιακών σχέσεων δύσκολα ή πάντως δυσκολότερα μπορούν να γίνουν στον δημόσιο τομέα.
8. Χρειάζεται συνεπώς μια συνολική προσέγγιση που να ανάγεται στο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Επιπλέον, όμως, χρειάζεται και μια προσέγγιση που δεν περιορίζεται στο ζεύγμα «χρόνος εργασίας - αποδοχές», αλλά θα λαμβάνει υπόψη της σφαιρικότερα το πρόβλημα της σχέσης χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου, το ευρύτερο περιβάλλον και την ποιότητα των συνθηκών εργασίας κ.ο.κ. Η ποιότητα ζωής είναι ένα σύνθετο κριτήριο που επανατοποθετεί τον εργαζόμενο ως πολίτη, ως πρόσωπο και ως κοινωνικό όν.
9. Η διεθνής εμπειρία (αμερικανικό μοντέλο, εφαρμογή του 35ώρου στη Γαλλία κ.λπ.) έχει πάντοτε μεγάλη σημασία. Κύρια, όμως, σημασία έχει η αξιόπιστη καταγραφή και η κατανόηση της πραγματικής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική αγορά εργασίας και των πραγματικών αναγκών των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδίως των μικρών και μικρομεσαίων όπου και εδρεύει ο μεγάλος όγκος της απασχόλησης. Τα μεγέθη του πρωτογενούς τομέα, ο μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων, το εύρος και η ευρηματικότητα της παραοικονομίας, η ιδιαίτερη σημασία του τουρισμού είναι μερικά προφανή παραδείγματα από την άποψη αυτή.
Ας μην ξεχνούμε ότι η συζήτηση για τις εργασιακές σχέσεις και την «ευελιξία» τους γίνεται σε μια χώρα κατά παράδοση ευέλικτη, όπου άνθησαν τα «πολυσθενή» οικονομικά υποκείμενα και οι άτυπες σχέσεις. Από την άποψη, βέβαια, αυτή η τυποποιημένη ευελιξία είναι λιγότερο «ευέλικτη» από την άτυπη.
10. Βασική, επίσης, προϋπόθεση για μια συζήτηση γύρω από τις εργασιακές σχέσεις είναι η εμμονή στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης ανά κλάδο ή ακόμη και ανά επιχείρηση και η αποφυγή κάθε ιδεοληπτικής ή συνθηματολογικής αντιμετώπισης που μπορεί να φαίνεται ριζοσπαστική ή ρηξικέλευθη, αλλά μπορεί να διαταράξει την εργασιακή ειρήνη χωρίς λόγο και αιτία και κυρίως χωρίς πρακτικά αποτελέσματα. Αν, για παράδειγμα, σε κάποιον κλάδο όπως ο τραπεζικός υπάρχει ανάγκη να αντιμετωπισθούν μια σειρά από ζητήματα, έχει μεγάλη πρακτική σημασία αυτό να γίνει μέσα στα συμφραζόμενα του κλάδου αυτού. Κατά τον τρόπο αυτό μπορούν να διαμορφωθούν ικανοποιητικές ισορροπίες και να βρεθούν εφαρμόσιμες λύσεις. Η αναζήτηση και πολύ περισσότερο η επιβολή γενικών και ομοιόμορφων λύσεων, χωρίς αυτό να είναι παντού και πάντοτε πρακτικά αναγκαίο, είναι κατ' εξοχήν αντίθετο προς τη λογική της ευελιξίας.
11. Κατά τη λογική αυτή, ορισμένα νέα σχήματα μπορούν να δοκιμαστούν σε επιλεγμένους τομείς στους οποίους υπάρχει αυξημένη πιθανότητα και προοπτική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Τέτοιοι τομείς θα μπορούσαν, π.χ., να είναι το ηλεκτρονικό εμπόριο και ο λεγόμενος κοινωνικός εθελοντισμός που συνδυάζει την δωρεάν προσφορά υπηρεσιών με επαγγελματικού χαρακτήρα θέσεις εργασίας. Οι τομείς αυτοί έχουν ιδιαίτερη σημασία και ως προς το «μαλακό υπογάστριο» του όλου θέματος που είναι η ανεργία των νέων, των γυναικών και ιδίως των νέων πτυχιούχων.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ θέτει ως στόχο για την επόμενη τετραετία τη δημιουργία 300.000 νέων ευκαιριών ένταξης στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων αμειβόμενης κατάρτισης (80.000), καθώς και των θέσεων μαθητείας (100.000) που, ούτως ή άλλως, χαρακτηρίζονται από μεγάλη «ευελιξία».
12. Το κρισιμότερο όμως σημείο είναι το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο γίνεται η προσέγγιση των θεμάτων αυτών. Έχει επομένως ζωτική σημασία να τονίζεται διαρκώς ως αυτονόητο το γεγονός πως η όλη συζήτηση γίνεται μέσα στο πλαίσιο ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους και μιας σύγχρονης «κοινωνίας της ασφάλειας» που θεωρεί την ανεργία όχι προσωπικό ατύχημα του ανέργου, αλλά κοινωνικό πρόβλημα που μας αφορά ευθέως όλους.
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στα ΝΕΑ, 24 Ιουλίου 2000