1 Ιουλίου 2000
Οι νέες ανακαλύψεις και οι πρακτικές τους εφαρμογές αφορούν βεβαίως τα εθνικά συντάγματα, τους διεθνείς οργανισμούς, τις κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών που εμπλέκονται αμεσότερα στις σχετικές έρευνες και προβληματίζουν φιλόσοφους, θεολόγους, γενετιστές και νομικούς. Το ζήτημα που υφέρπει είναι όμως παλιό και κλασικό: Η σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία με διακύβευμα το άτομο και την ιδιωτική του σφαίρα και μάλιστα ως προς τα πιο θεμελιώδη βιολογικά της χαρακτηριστικά.
Μία απάντηση βασισμένη στον απλοϊκό οικονομικό φιλελευθερισμό θα σήμαινε π.χ. ότι τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί των νέων γενετικών φαρμάκων μπορεί να οδηγήσουν στον έλεγχο του ρυθμού εισόδου τους στη διεθνή αγορά με οικονομικά και όχι ιατρικά κριτήρια. Θα σήμαινε ακόμη ότι η αναζήτηση και η διαχείριση των γενετικών πληροφοριών θα βρισκόταν ανεξέλεγκτα στα χέρια μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, στα χέρια π.χ. της ασφαλιστικής αγοράς.
Αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ότι οι ίδιες οι μακροπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς και φυσικά το θεσμικό και πολιτισμικό κεκτημένο της ανθρωπότητας, που είτε το θέλουμε είτε όχι, ανταποκρίνεται σε μία δυτική αντίληψη οργάνωσης του κράτους και της κοινωνίας, επιβάλλουν παρεμβάσεις. Παρεμβάσεις πολιτικές και άρα νομικές που θα προστατεύσουν σε διεθνές και εθνικό επίπεδο το κάθε άτομο, αλλά εν τέλει και την ίδια την αγορά. Αποδεικνύεται στο πιο κρίσιμο θέμα που είναι η βιολογική ταυτότητα του ανθρώπου, ότι χωρίς θεσμικούς και πολιτικούς διακανονισμούς βασισμένους σε θεμελιώδεις ηθικές και ιδεολογικές παραδοχές, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα πιο μεγάλα ίσως από τα προβλήματα της ανθρωπότητας: όπως η ζωή και ο θάνατος.
Οι νέες ηγετικές αποκαλύψεις –περισσότερο ίσως από άλλες τομές στην εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης– προκαλούν ένα αγώνα δρόμου για το ποιος θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Είναι από την άποψη αυτή θετικό το γεγονός ότι η ανακοίνωση του νέου αυτού βοηθήματος προβλήθηκε και εμφανίστηκε ως πολιτικό και όχι μόνον ως επιστημονικό ή επιχειρηματικό γεγονός.
Μπορεί να διαφωνεί κανείς σε πολλά ή και σε όλα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας ή τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, η συμμετοχή τους όμως στη διεθνή παρουσίαση των νέων αυτών αποκαλύψεων υποδηλώνει ότι όλοι αντιλαμβάνονται την κοινωνική και άρα πολιτική σημασία του πράγματος.
Προτιμώ την εικόνα αυτή ενός κάποιου πολιτικού ελέγχου –έστω από τους λίγους ισχυρούς του πλανήτη– παρά την εικόνα μιας αμιγώς επιχειρηματικής ή επιστημονικής ακόμη πρωτοβουλίας.
Τώρα όμως πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να ξαναβρεί το χαμένο κύρος του και μία ουσιαστική και πραγματική αποστολή ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Πρέπει να γίνει αμέσως το δυναμικό forum μιας διεθνούς νομοθεσίας γύρω από τα ζητήματα αυτά. Κατά τον τρόπο αυτό μπορεί να υπάρξει μια πολυμερής διεθνής σύμβαση, διορατική και εφαρμόσιμη. Η συμμόρφωση όλων των χωρών είναι προφανές ότι συνιστά σοβαρό πρόβλημα διεθνούς πολιτικής και διεθνούς νομιμότητας.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβάλει ή να καθοδηγήσει τις λύσεις. Δεν χρειάζεται, όμως, να παρακολουθεί ως απλός θεατής. Η φωνή μας έχει τη σημασία της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης και όλους τους άλλους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους μετέχουμε. Αρκεί βέβαια να τη χρησιμοποιούμε.
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στην Ημερισία, 1 Ιουλίου 2000