24 Ιουνίου 2000
Η κοινή πολιτιστική αυτοσυνειδησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον βαθμό που υπάρχει, φοβούμαι ότι οφείλεται σήμερα λιγότερο στην αίσθηση της κοινής ιστορικής διαδρομής και του κοινού πεπρωμένου και περισσότερο στην κοινή πρόσληψη μεγάλου αριθμού παραστάσεων από το αμερικανικό πολιτισμικό παράδειγμα.
Στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών, με μεγαλύτερη άνεση κυκλοφορούν αμερικανικά πολιτιστικά προϊόντα παρά ελληνικά ή φινλανδικά. Αυτά τα προβλήματα δύσκολα αντιμετωπίζονται με μεθόδους, όπως π.χ., η εισαγωγή της ρήτρας της «πολιτιστικής εξαίρεσης» στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ο ευρωπαϊκός τρόπος πρόσληψης του αμερικανικού πολιτιστικού προϊόντος συμπεριλαμβανομένων των αντιδράσεων που αυτό προκαλεί είναι ίσως η πιο πρόσφορη βάση για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης μεταβιομηχανικής και ψηφιακής αντίληψης περί ευρωπαϊκού πολιτισμού
1 Η συγκρότηση και λειτουργία της ΟΝΕ συνιστά ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς ως προς τα βασικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά δεν συνιστά μια πλήρη οικονομική και πολύ περισσότερο μια πλήρη κοινωνική πολιτική. Η Ελλάδα πέτυχε την ένταξή της ως αποτέλεσμα μιας συντονισμένης συλλογικής προσπάθειας. Η προσπάθεια όμως αυτή προϋπέθετε μια σειρά από σοβαρές και υπεύθυνες πολιτικές αποφάσεις ως προς την κατανομή του κόστους και του οφέλους που συνεπάγεται η αντιστροφή της τάσης του δημοσίου χρέους και η μετατροπή της από ανοδική σε πτωτική, η δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η πρωτοφανής και εντυπωσιακή συμπίεση του πληθωρισμού και η πτώση των επιτοκίων. Όπως λοιπόν η πολύμηνη προσπάθεια ένταξης τοποθετήθηκε μέσα σε κάποια ευρύτερα, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, έτσι και η περίοδος μετά την ένταξη στην ΟΝΕ θα έχει τα δικά της συμφραζόμενα.
2 Τα συμφραζόμενα αυτά εξακολουθούν να είναι σαφέστερα σε ένα επίπεδο πάνω και σε ένα επίπεδο κάτω από την ΟΝΕ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας και στο επίπεδο του εθνικού κράτους. Τόσο η νέα παγκόσμια οικονομία, στο σύνολό της, όσο και το εθνικό κράτος, ιδίως με τη μορφή κάθε εθνικής οικονομίας και αγοράς χωριστά, έχουν ίσως προφανέστερους προσανατολισμούς από την ΟΝΕ ως τέτοια. Μάλιστα, η ΟΝΕ, ως μια από τις πιο βασικές μορφές ενισχυμένης συνεργασίας δώδεκα τώρα κρατών, αναδεικνύει με πιο έντονο τρόπο το πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης. Η πρόσφατη καμπύλη που διέγραψε το ευρώ σε σχέση με το δολάριο, αλλά και γιεν, βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Η πολιτική αντίδραση της Ευρώπης άργησε να έλθει, και όταν ήλθε βελτίωσε τη θέση του ευρώ αποδεικνύοντας ότι ακόμη και στο σκληρό πεδίο των νομισματικών και συναλλαγματικών επιλογών η πολιτική έχει ακόμη λόγο ύπαρξης. Μπορεί να προβληθούν σοβαρότατες ενστάσεις ως προς τη μακροπρόθεσμη σκοπιμότητα ή την ορθότητα μιας πολιτικής παρέμβασης, αλλά πάντως πολιτική παρέμβαση και προκλήθηκε και ζητήθηκε και φάνηκε να αποδίδει κάποια, συγκυριακά και βραχυπρόθεσμα έστω, αποτελέσματα.
3 Η προοπτική της ΟΝΕ, αλλά και η καθημερινή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, απαιτεί συνεπώς σαφείς και επαρκείς απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν κυρίως το πώς διασφαλίζεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα, αλλά και η συνοχή μιας ευρωπαϊκής μεταβιομηχανικής κοινωνίας της πληροφορίας. Μιας κοινωνίας που βασίζεται στην ψηφιακή οικονομία της γνώσης, αλλά και στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό μοντέλο, βασικό στοιχείο του οποίου είναι το κοινωνικό κράτος και το δίκτυο παροχών που συνδέονται ιστορικά με αυτό. Ανεξάρτητα από το ποιο ακριβώς μοντέλο από τα πολλά ευρωπαϊκά προτιμά κανείς και ανεξάρτητα από το πώς απαντά στη χρονίζουσα δημοσιονομική κρίση του κοινωνικού κράτους, υπάρχουν ορισμένες βασικές αξιακές παραδοχές που σχετίζονται με τη μήτρα και την εξέλιξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Αυτές οι αξιακές παραδοχές βρίσκονται τώρα στο επίκεντρο της συζήτησης για τη «Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων» των Ευρωπαίων πολιτών που διεξάγεται παράλληλα με την τρέχουσα διακυβερνητική διάσκεψη για την εκ νέου τροποποίηση και συμπλήρωση των ιδρυτικών συνθηκών και για τη ρύθμιση των «υπολοίπων», που άφησε η νωπή ακόμη Συνθήκη του Άμστερνταμ.
Αυτή η αντίληψη για το κοινωνικό κράτος βασίζεται στην παραδοχή πως κάθε σύγχρονη κοινωνία είναι μια κοινωνία κινδύνου, και άρα αλληλεγγύης απέναντι στο «ζημιογόνο» συμβάν που μπορεί να είναι το γήρας, η ασθένεια, η ανεργία, η φτώχεια κ.ο.κ. Όλα αυτά έχουν παύσει να θεωρούνται στην Ευρώπη το λιγότερο εδώ και έναν αιώνα προσωπικά ατυχήματα ή πταίσματα και έχουν αναγορευθεί σε κοινωνικά προβλήματα, δηλαδή σε ζητήματα συλλογικού ενδιαφέροντος που απαιτούν μια ευρύτατη διασπορά κόστους προκειμένου να αντιμετωπισθούν. Καμία δε διασπορά δεν είναι ευρύτερη από αυτή που μεταφέρει, σε κάποιο βαθμό, το κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό ως μηχανισμό συλλογής δημοσιονικών εσόδων και κατανομής κρατικών δαπανών. Μπορεί να διεξάγεται μια έντονη συζήτηση για το πώς πρέπει να εστιάζεται κάθε κοινωνική παραδοχή, προκειμένου να διασφαλίζεται η ουσιαστική αναλογική ισότητα, και όχι μια τεχνητή ισοπεδωτική ισότητα που αναπαράγει βαθύτερες ανισότητες, μπορεί να διεξάγεται μία εξίσου έντονη συζήτηση για το πού πρέπει να στρέφονται οι μεταβιβαστικές πληρωμές (επιδόματα ανεργίας, προνοιακά βοηθήματα, κτλ.), αλλά ο πυρήνας του κοινωνικού κράτους εξακολουθεί να παραμένει ο ίδιος. Τα ερωτήματα αυτά δεν αφορούν όμως μόνο τις δημόσιες παροχές σε τομείς όπως η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση και η πρόνοια. Αφορούν και το μείζον ερώτημα, αν εξακολουθεί να έχει νόημα και προοπτική ο στόχος της πλήρους απασχόλησης.
Για την ευρωπαϊκή Αριστερά, υπό την πιο ευρεία εκδοχή του όρου, ο κεϋνσιανικής αντίληψης στόχος της πλήρους απασχόλησης ήταν για δεκαετίες ολόκληρες ίσης πολιτικής και ιδεολογικής αξίας με την προσήλωση στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και με το βαθύτερο ουμανιστικό περιεχόμενο της πίστης στην κοινωνία αλληλεγγύης και συνοχής. Τώρα, η απασχόληση ιδίως μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβώνας αποκτά, ρηματικά τουλάχιστον, μια θέση ισότιμη με την ανταγωνιστικότητα, την ευελιξία, την προσαρμογή στα δεδομένα της ψηφιακής οικονομίας.
5 Όλα αυτά θέτουν, με άλλα λόγια, επί τάπητος το ερώτημα, αν εξακολουθεί στη «μετά ΟΝΕ» εποχή και σε ευρωπαϊκό επίπεδο να έχει νόημα η διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Η απάντηση σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το αν θα διασφαλισθεί θεσμικά η δυνατότητα να αποφασίζονται και να εφαρμόζονται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πολιτικές με ιδεολογική ταυτότητα και με βάση όχι μόνο διακρατικούς, αλλά και κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Βέβαια, υπάρχουν για λόγους παράδοσης και κοινωνικής και οικονομικής διαδρομής και συγκρότησης ευρωπαϊκά κράτη, που είναι, με βάση τις πάγιες θέσεις τους, πιο «αριστερά» και άλλα που είναι πιο «δεξιά». Κατά την ίδια λογική, υπάρχουν στιγμές στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης που είναι πιο «αριστερές» (π.χ. η Λισαβώνα) και άλλες που είναι πιο «δεξιές», ή έστω πιο μονεταριστικές (π.χ. το Μάαστριχτ). Σημασία όμως έχει να διαμορφώνεται το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει να σχηματίζεται η, αναγκαία σε κάθε δημοκρατική διαδικασία, διάκριση μεταξύ μιας πλειοψηφίας που αποφασίζει και μιας μειοψηφίας που αντιτείνει και ελέγχει.
Το λιγότερο πάντως που πρέπει να γίνει είναι να προστατευθούμε και εμείς και οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί από τον κίνδυνο της δήθεν φιλοευρωπαϊκής δημαγωγίας. Είναι παράδοξο, για παράδειγμα, να θεωρείται ουσιαστική στήριξη της ομοσπονδιακής προοπτικής της Ευρώπης η σχετικά πρόσφατη ομιλία του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, όταν η χώρα του συνευθύνεται για το γεγονός πως ο κοινοτικός προϋπολογισμός βρίσκεται καθηλωμένος στο ένα περίπου τοις εκατό και όταν υπάρχει τόσο σθεναρή αντίδραση σε κάθε πρόταση χρηματοδότησης κοινοτικών δράσεων και πολιτικών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόγραμμα «Πολιτισμός 2000», ο προϋπολογισμός του οποίου είναι κωμικά μικρός. Φοβούμαι ότι «θεαματικές» προτάσεις αυτού του είδους δεν στοχεύουν παρά στον αποκλεισμό των μεσαίων ή μικρότερων χωρών από τα όργανα που ασκούν την εκτελεστική εξουσία στη μελλοντική διευρυμένη Ένωση των πολλών επιπέδων και των πολλών επάλληλων κύκλων συνεργασίας. Το γεγονός πως μπορεί μεμονωμένες προσωπικότητες της μιας ή της άλλης εθνικής προέλευσης να κατέχουν σημαντικά αξιώματα ως άτομα δεν σημαίνει τίποτε για τον βαθμό συμμετοχής των ευρωπαϊκών κρατών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας.
6 Σε κάθε πάντως περίπτωση, το μέλλον της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, γενικότερα, εξαρτάται όχι μόνο από τη θέση της Ευρώπης στο διεθνή καταμερισμό σε σχέση με άλλους πόλους, όπως οι ΗΠΑ, αλλά και από το αν η συνολική ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα μέσα στη νέα παγκόσμια ψηφιακή οικονομία θα εξασφαλίζει ταυτόχρονα την ισόρροπη ανάπτυξη των κρατών - μελών, τη σύγκλιση των πραγματικών επιπέδων ανάπτυξής τους και το ευρωπαϊκό μοντέλο ζωής.
Συνεπώς, η έννοια της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας στην Ευρώπη πρέπει να είναι πάντα συνδεδεμένη με μια αντίληψη για την ποιότητα ζωής και τον πολιτισμό της καθημερινότητας. Αλλιώς, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν έχουν λόγο να αποδώσουν σημασία και αξία στην ΟΝΕ και στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, το θέμα θα είναι πάντα η μείωση του χρόνου εργασίας και η αύξηση του ελεύθερου χρόνου.
Αν το θέμα πάψει να είναι αυτό και προταχθεί, π.χ., το ζήτημα της κατάτμησης των θέσεων πλήρους ποιοτικά και χρονικά απασχόλησης σε θέσεις μερικής απασχόλησης ή σε περισσότερες θέσεις κατώτερης ποιοτικά απασχόλησης, τότε μπορεί να επιτευχθεί η μείωση του μισθολογικού και μη κόστους εργασίας, αλλά θα έχει διαρραγεί το ευρωπαϊκό μοντέλο ζωής. Το κρισιμότερο όμως είναι ότι, αν συνέβαινε αυτό, θα έστρεφε την αναζήτηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας στη μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή σε λάθος κατεύθυνση, καθώς στο γήπεδο αυτό η Ευρώπη θα μειονεκτεί διαρκώς σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη. Αντιθέτως, στο επίπεδο της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της ποιότητας, η ευρωπαϊκή υπεροχή είναι αποδεδειγμένη, και πάντως επιτεύξιμη.
7 Οι κοινωνικές, όμως, προκλήσεις της νέας τεχνολογίας και της νέας οικονομίας κατά τη μετά ΟΝΕ εποχή συνδέονται άμεσα και με τις πολιτιστικές προκλήσεις. Δύο από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά επιτεύγματα της Ευρώπης τους τελευταίους αιώνες είναι το εθνικό κράτος, ως βασική πολιτική, αλλά και πολιτιστική μονάδα, και ο σεβασμός της πολυπολιτισμικότητας και της πολυφωνίας υπό κάθε δυνατή εκδοχή. Καμία θεσμική και οικονομική εξέλιξη δεν μπορεί να πιέσει πέραν ενός ορίου τα δεδομένα αυτά. Κάθε βήμα προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση πρέπει να είναι και ώριμο και συναινετικό. Άλλωστε οποιαδήποτε μαξιμαλιστική πολιτική ευρωπαϊκής ομογενοποίησης (και όχι απλώς ολοκλήρωσης) θα αποτύγχανε, μεταξύ των άλλων και γιατί θα είχε ασύμφορα υψηλό πολιτικό, αλλά και δημοσιονομικό κόστος, λόγω των αντιδράσεων. Θα μπορούσαμε να επικαλεσθούμε πολλά παραδείγματα, αρκεί, όμως, νομίζω, η αναφορά στο κόστος της γερμανικής ενοποίησης, στους οικονομικούς και αναπτυξιακούς χειρισμούς που απαιτεί διαρκώς η σχέση Ισπανίας / Καταλωνίας και στη λεπτότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται ορισμένα ζητήματα, όπως το Ιρλανδικό ή αυτό των Βάσκων.
8 Υπάρχει όμως κάτι άλλο πολύ
απλούστερο και προφανέστερο, που αφορά όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όλες τις ευρωπαϊκές περιφέρειες. Η κοινή πολιτιστική αυτοσυνειδησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον βαθμό που υπάρχει, φοβούμαι ότι οφείλεται σήμερα λιγότερο στην αίσθηση της κοινής ιστορικής διαδρομής και του κοινού πεπρωμένου και περισσότερο στην κοινή πρόσληψη μεγάλου αριθμού παραστάσεων από το αμερικανικό πολιτισμικό παράδειγμα. Στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών, με μεγαλύτερη άνεση κυκλοφορούν αμερικανικά πολιτιστικά προϊόντα παρά ελληνικά ή φινλανδικά. Αυτά τα προβλήματα δύσκολα αντιμετωπίζονται με μεθόδους όπως π.χ. η εισαγωγή της ρήτρας της «πολιτιστικής εξαίρεσης», στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ο ευρωπαϊκός τρόπος πρόσληψης του αμερικανικού πολιτιστικού προϊόντος συμπεριλαμβανομένων των αντιδράσεων που αυτό προκαλεί είναι ίσως η πιο πρόσφορη βάση γα τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης μεταβιομηχανικής και ψηφιακής αντίληψης περί ευρωπαϊκού πολιτισμού.
9 Στο πλαίσιο αυτό, όρος επιβίωσης για την Ελλάδα είναι η αποβολή κάθε είδους πνευματικού επαρχιωτισμού. Η Ευρώπη δεν είναι αλλού, αλλά εδώ. Η ευρωπαϊκή αυθεντικότητά μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στην ελληνική αυθεντικότητά μας. Η «ελληνικότητα» είναι ιστορικό και πολιτιστικό συστατικό της «δυτικότητας», δηλαδή κατ' εξοχήν της «ευρωπαϊκότητας». Αυτό μπορεί να φαινόταν παράδοξο κατά τη μακρά βιομηχανική εποχή, λόγω και των υστερήσεων που εμφάνιζε η Ελλάδα σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης. Τώρα, όμως, στο πλαίσιο ενός μετανεωτερικού μοντέλου ανάπτυξης, που βασίζεται εν πολλοίς στην «ευελιξία» και στο «νοητικό κεφάλαιο» (δηλαδή, σε δύο στοιχεία πολύ οικεία για την ελληνική περίπτωση), τα πράγματα είναι πολύ προσφορότερα για την Ελλάδα και την ελληνική κοινωνία.
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στα ΝΕΑ, 24 Ιουνίου 2000.Το άρθρο αποδίδει την εισήγησή του Ευ. Βενιζέλου στο συνέδριο που οργανώθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο Ζάππειο, 15 και 16.6.2000 με την ευκαιρία της επίσημης ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ.