Μάιος 2023
Ευάγγελος Βενιζέλος
Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα και οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας
Ο μακαριστός Γέρων Μητροπολίτης Περγάμου καθηγητής Ιωάννης Ζηζιούλας είναι ο ανανεωτής της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, ο βασικός εκφραστής της θεολογίας του προσώπου και ο θεμελιωτής της οικολογικής θεολογίας. Η καθοριστική συμβολή του στα τρία αυτά πεδία τον είχε αναδείξει εδώ και πολλές δεκαετίες ως τη διεθνώς εμβληματική μορφή της ορθόδοξης θεολογίας. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας δεν ασχολήθηκε συστηματικά και αναλυτικά με το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας αλλά αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του σε τρία πεδία ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα για τη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σεβόμενοι τις πηγές και τη ροή της θεολογικής του σκέψης οφείλουμε να εστιάσουμε στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία καθώς αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμη στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη θεολογία του Ζηζιούλα η εκκλησία είναι η ευχαριστιακή κοινότητα, η σύναξη των πιστών γύρω από το κοινό ποτήριο, με προεστώτα τον επίσκοπο. Η εκκλησία, αν αντιλαμβάνομαι ορθά την εκκλησιολογία του Ζηζιούλα, είναι πρωτίστως λατρευτική κοινότητα. Ως τέτοια είναι (διεκδικεί να είναι και δικαιούται να είναι) πρωτίστως συλλογικό υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας και μάλιστα της πιο συγκεκριμένης όψης της που είναι η ελευθερία της λατρείας και μάλιστα της συλλογικής, αυτής που έχει ως περιεχόμενο την τέλεση της θείας ευχαριστίας. Από τη χριστιανική και μάλιστα την ορθόδοξη οπτική γωνία αυτός ο εκκλησιολογικός αυτοπροσδιορισμός είναι προφανώς στοιχείο και μάλιστα θεμελιώδες της θεολογικής ταυτότητας των επιμέρους ατομικών υποκειμένων της θρησκευτικής ελευθερίας που συγκροτούν μέσω της σύναξής τους το συλλογικό υποκείμενο της τοπικής αλλά και της παγκόσμιας εκκλησίας, τη «μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» του άρθρου 9 του Συμβόλου της Πίστεως, της δογματικής σύνοψης και του αυτοπροσδιορισμού του χριστιανού και της εκκλησίας του.
Η εκκλησία της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας στο «σύμπαν» της έννομης τάξης, κρατικής, ενωσιακής και διεθνούς, τοποθετείται συνεπώς στο πεδίο του άρθρου 13 Σ., του άρθρου 18 του ΔΣΑΠΔ, του άρθρου 9 ΕΣΔΑ, του άρθρου 13 ΧΘΔΕΕ. Η ίδια εκκινεί από το forum internum των μελών της τα οποία όταν μετέχουν στην ευχαριστιακή σύναξη συγκροτούν ομάδα, συλλογικό υποκείμενο. Το εκκλησιαστικό φαινόμενο κινείται συνεπώς και στο πεδίο της κοινωνίας με την κοινωνιολογική και πολιτειολογική έννοια του όρου. Η σχέση της με το κράτος (στη συνέχεια με τη διεθνή κοινότητα, τους διεθνείς οργανισμούς και τη διεθνή έννομη τάξη, αργότερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη δική της αυτοαναφορική έννομη τάξη) είναι αυτή που (πρέπει να) προκύπτει από τον σεβασμό και την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και μάλιστα της ελευθερίας της λατρείας.
Αυτή είναι προφανώς μια αφαίρεση, με βάση το σημερινό επίπεδο αναγνώρισης και προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα της ελευθερίας της λατρείας. Πρόκειται όμως για μια αφαίρεση που δεν λειτουργεί αναδρομικά καθώς πριν φτάσουμε ή μάλλον για να φτάσουμε στο σημερινό επίπεδο προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την ευρωπαϊκή ή έστω τη δυτική αντίληψη, έχουμε διέλθει από ποικίλα φαινόμενα θρησκευτικής βίας, από σκληρές εμφύλιες ή διεθνείς πολεμικές συγκρούσεις πραγματικού ή προσχηματικού θρησκευτικού χαρακτήρα. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα μέχρι σήμερα σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ακόμη και μέσα στα γεωγραφικά όρια της ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Κατά την ευχαριστιακή εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα, η εκκλησία διέπεται όμως από εσωτερική τάξη, έχει μια εσωτερική ιεραρχία που απορρέει από την εσωτερική «ιεραρχία» της Αγίας Τριάδος, από τον Πατέρα ως «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς», σε σχέση με «τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα» και το Άγιον Πνεύμα « το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Η εκκλησία έχει συνεπώς εσωτερικούς κανόνες, κανονικό δίκαιο. Το ερώτημα είναι αν θέλει να έχει τη θεσμική υπόσταση που ούτως ή άλλως της προσδίδει το κρατικό και στη συνέχεια το διεθνές και, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, το ενωσιακό δίκαιο. Ως ευχαριστιακή σύναξη και κοινότητα και ως υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας και πρωτίστως της ελευθερίας της λατρείας, η εκκλησία γίνεται ούτως ή άλλως αντιληπτή ως μαρτυρία και ρυθμίζεται από το θύραθεν δίκαιο όλων των επιμέρους έννομων τάξεων. Αυτό συμβαίνει ακόμη και όταν η ίδια δεν εντάσσει ρητά στην εκκλησιολογία της, δηλαδή στην αυτοαναφορική / θεολογική πρόσληψη του εαυτού της, το ζήτημα των σχέσεων της με το κράτος και την έννομη τάξη του καθώς και με τη διεθνή ή την ενωσιακή έννομη τάξη.
Το πρακτικά κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ευχαριστιακή εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα συνάδει με τη συνταγματική «εκκλησιολογία», δηλαδή με την περί εκκλησίας αντίληψη που απηχεί το άρθρο 3 του ελληνικού Συντάγματος. Θεωρώ δεδομένο για τις ανάγκες αυτού του μικρού δοκιμίου ότι γίνεται αποδεκτή η ερμηνεία του άρθρου 3 Σ. που δεν θεμελιώνει σε αυτό περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας, κινείται στο πλαίσιο των πορισμάτων της νομολογίας του ΕΔΔΑ και δεν φέρνει το άρθρο 3 σε αντίθεση με το άρθρο 13 Σ. και με το πλέγμα των κανόνων του διεθνούς ( πρωτίστως τα άρθρα 18 ΔΣΑΠΔ και 9 ΕΣΔΑ ) και του ενωσιακού (πρωτίστως το άρθρο 13 ΧΘΔΕΕ) δικαίου.
Κατά την πρώτη «εκκλησιολογική» αλλά, ως συνταγματική, εξ ορισμού πολιτειοκρατική παραδοχή και επιταγή του άρθρου 3 Σ : «H Oρθόδοξη Eκκλησία της Eλλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις.»
Θεμελιώδες στοιχείο της ίδιας της συνταγματικής υπόστασης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας είναι συνεπώς η αναπόσπαστη δογματική ένωσή της, δηλαδή η αδιατάρακτη κοινωνία της με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Χωρίς την κοινωνία αυτή δεν «υπάρχει». Η κοινωνία αυτή ως υποστατική προϋπόθεση επεκτείνεται και σε κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία που και αυτή προφανώς (πρέπει να) βρίσκεται σε κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο αναγνωρίζεται ως η πρώτη ομόδοξη εκκλησία. Μάλιστα η αναφορά του άρθρου 3 Σ. σε «ομόδοξες» εκκλησίες του Χριστού συνεπάγεται τη συνταγματική παραδοχή ότι υπάρχουν και μη ομόδοξες εκκλησίες του Χριστού.
Επιπλέον το άρθρο 3 Σ. θέτει ως προϋπόθεση η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας να τηρεί, όπως η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, και μάλιστα απαρασάλευτα, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Πίστη, παραδοχή και υποταγή που δηλώνει κάθε εψηφισμένος επίσκοπος πριν τη χειροτονία του, αλλά εδώ η υποχρέωση τήρησης καθίσταται στοιχείο της συνταγματικά αναγνωριζόμενης ταυτότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρίνεται πολιτειοκρατική, αλλά θεολογικά / εκκλησιολογικά, στο πλαίσιο συνεπώς της θρησκευτικής ελευθερίας και του άρθρου 13 Σ. καθώς και των συναφών διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος.
Αξίζει να αναλογιστούμε αν τώρα μετά την παραχώρηση του τόμου της αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και την εκ μέρους του Πατριαρχείου Μόσχας μονομερή διακοπή της κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις ορθόδοξες εκκλησίας που μνημονεύουν στα δίπτυχα τον μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο ως πρόεδρο αυτοκέφαλης εκκλησίας, τίθενται σε δοκιμασία τα εκκλησιολογικά κριτήρια του άρθρου 3 Σ. Η κοινωνία πάντως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το ορατό και εύκολα ελεγχόμενο συνταγματικό κριτήριο του χαρακτηρισμού μιας εκκλησίας ως ομόδοξης. Από την άποψη αυτή το άρθρο 3 Σ. προφανώς αντιλαμβάνεται την κάθε τοπική εκκλησία ως μέρος ενός δικτύου τοπικών εκκλησιών που σχηματίζουν την παγκόσμια, οικουμενική, καθολική εκκλησία. Μπορούμε ενδεχομένως να παρατηρήσουμε ότι η αντίληψη αυτή παρότι αναφέρεται σε ομόδοξες εκκλησίες πατριαρχικής αξίας ή πάντως αυτοκέφαλες, δηλαδή σε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες πολύ ευρύτερες της ενορίας και της τοπικής εκκλησίας που συγκεντρώνεται για τη θεία ευχαριστία υπό τον τοπικό επίσκοπο, εκκινεί από την ευχαριστιακή εκκλησιολογία ή έστω πρέπει να στρέφεται σε αυτήν για να αποκτούν εκκλησιολογικό νόημα οι συνταγματικές προδιαγραφές. Αυτό πάντως επιτάσσει η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 3 σε αρμονία με το άρθρο 13 Σ. και τη θρησκευτική ελευθερία, πρωτίστως ως ελευθερία της λατρείας.
Στην εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα ο επίσκοπος ως προεστώς της θείας ευχαριστίας είναι το σημείο αναφοράς της τοπικής εκκλησίας. Η θέση των πρεσβυτέρων, των διακόνων και βεβαίως του λαού είναι κορυφαίο ζήτημα, εν προκειμένω όμως, καθώς κινούμαστε εντός του γραμματικού και ερμηνευτικού πεδίου του άρθρου 3 Σ., το κρίσιμο ερώτημα είναι αν συνάδει με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία του Ζηζιούλα η επόμενη πρόβλεψη της διάταξης αυτής που ορίζει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας: «Eίναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Iερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.»
Τοπική εκκλησία ως ευχαριστιακή σύναξη υπό τον επίσκοπο δεν σημαίνει προφανώς ότι αυτή είναι αυτοκέφαλη, οι αυτοκεφαλίες όμως και οι πατριαρχικές αξίες ρυθμίστηκαν σε οικουμενικό επίπεδο. Οι δε αποστολικοί κανόνες ρυθμίζουν τη δικαιοδοσία του επισκόπου και τις σχέσεις του με τους άλλους επισκόπους, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους, με πλέον χαρακτηριστικό τον ΛΔ ´ που προβλέπει: « Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαοτον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα.»
Η ευχαριστιακή σύναξη ως λατρευτική προφανώς δεν «διοικείται», η εκκλησία όμως ως ιεραρχική δομή και ως θεσμός διοικείται. Το ζήτημα είναι ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνοντας τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραπέμπει στον Τόμο του 1850 ως κατάληξη των περιπετειών της ελλαδικής αυτοκεφαλίας και στην Πράξη του 1928 ως κατάληξη των περιπετειών του εκκλησιαστικού καθεστώτος των λεγόμενων νέων χωρών και επιβάλλει το συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος (της αυτοκέφαλης που ασκεί επιτροπικώς τη διοίκηση των μητροπόλεων των Νέων Xωρών και αποτελείται πλέον από δυο επιμέρους οντότητες ). Προστατεύεται κατά τον τρόπο αυτό ένα σύστημα διοίκησης με τη συμμετοχή μόνο επισκόπων (και μάλιστα μόνο «εν ενεργεία αρχιερέων», με την έννοια αυτή να καταλήγει να αποδίδει τους ποιμαίνοντες μητροπόλεις αρχιερείς) στα δυο συνοδικά επίπεδα (αυτό της Συνόδου της Ιεραρχίας και αυτό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου).
Η εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα προφανώς εναρμονίζεται με τη συνταγματική και συνεπώς εξ ορισμού πολιτειοκρατική προστασία της νομικής θέσης (στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς) του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εκδηλώνεται όχι μόνο στο άρθρο 3 αλλά και στο άρθρο 105 Σ. περί Αγίου Όρους). Υπάρχουν όμως και άλλες διαστάσεις του άρθρου 3, υπάρχουν οι αποχρώσεις και οι λεπτομέρειες.
Λυπάμαι γιατί αποχαιρετήσαμε τον διεθνώς μείζονα ορθόδοξο θεολόγο και υπερασπιστή της κανονικής θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιωάννη Ζηζιούλα χωρίς να προλάβουμε να του ζητήσουμε να κάνουμε μαζί, θεολόγοι και νομικοί, την άσκηση μιας πλήρως εναρμονισμένης με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία αλλά και με τη θρησκευτική ελευθερία αναδιατύπωσης του άρθρου 3 Σ. Αυτό το δοκίμιο ας εκληφθεί ως ελάχιστο μνημόσυνο της εξέχουσας ακαδημαϊκής και εκκλησιαστικής προσωπικότητας του Ιωάννη Ζηζιούλα και ως αίτηση συγγνώμης γιατί δεν οργανώσαμε εγκαίρως αυτή τη διεπιστημονική συζήτηση . -
*Δημοσιεύεται:
Ευ. Βενιζέλος, Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα και οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας, Νομοκανονικά, έτος ΚΑ΄, Τεύχος 1, Μάιος 2023, σελ 25-30 [PDF]