22 Μαρτίου 2004
Κάθε εκλογικό αποτέλεσμα είναι πρόσφορο αντικείμενο για αναλύσεις κάθε μορφής. Όταν όμως κερδίζεις δεν έχεις χρόνο γι' αυτό. Αντιθέτως, η ήττα σε κάνει πάντα πιο στοχαστικό. Υπάρχει και ο χρόνος αλλά και η ανάγκη για μια όσο γίνεται βαθύτερη κατανόηση των λόγων που οδήγησαν στο συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα.
Αυτό εξηγεί, ώς έναν βαθμό, το γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν κατανόησε επαρκώς το αποτέλεσμα των εκλογών του Απριλίου του 2000, εκλογών που κέρδισε με μικρή διαφορά. Αυτή είναι και η πρώτη - κατά τη γνώμη μου - εξήγηση της ήττας της 7ης Μαρτίου 2004. Όλα όσα οδήγησαν στο πρόσφατο αποτέλεσμα καταγράφηκαν εν πολλοίς τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Τότε φάνηκε ανάγλυφα, στην ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση του εκλογικού σώματος, ο διχασμός ανάμεσα σε μία «κοινωνία της ασφάλειας» που εκφράστηκε κατά προτίμηση από το ΠΑΣΟΚ και μία «κοινωνία της ανασφάλειας» που εκφράστηκε κατά προτίμηση από τη Νέα Δημοκρατία.
Αυτός ο «συντελεστής ανασφάλειας», παρ' ότι τελικά το ΠΑΣΟΚ βελτίωσε τη σχέση του με ευαίσθητες και κρίσιμες κοινωνικές ομάδες, όπως οι αγρότες, οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι άνεργοι, λειτούργησε και το 2004 σε βάρος του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας βασίστηκε στην καλλιέργεια των αντανακλαστικών της κοινωνικής ανασφάλειας. Όλες οι δυσλειτουργίες του διοικητικού μηχανισμού του κράτους, που είναι στη συνείδηση των πολιτών ο διαχειριστής κάθε είδους κρίσης, μεγάλης ή μικρής, ακόμη και ατομικής ή οικογενειακής, έγιναν το όχημα για τον πλήρη αποχωρισμό των δύο επιπέδων στα οποία κινείται και δοκιμάζεται κάθε κυβερνητική πολιτική: Οι επιτυχίες του ΠΑΣΟΚ στο επίπεδο της διεθνούς θέσης και της γενικής πολιτικής της χώρας, στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας και των υποδομών δεν μεταφέρθηκαν στο επίπεδο της καθημερινής ζωής μεγάλων κατηγοριών πολιτών. Πολλοί είναι αυτοί που δεν αισθάνθηκαν να συμμετέχουν στα πλεονεκτήματα της ανάπτυξης η οποία δεν αρκεί να καταγράφεται με αριθμητικούς δείκτες, αλλά πρέπει να μετατρέπεται σε προσωπικό βίωμα.
Σε αυτή την απλή διαπίστωση θεμελίωσε η Νέα Δημοκρατία τη βασική στρατηγική επιλογή της, να εμφανιστεί ως κόμμα της λαϊκής Δεξιάς, ακόμα και ως μια διαφορετική, πιο «αγνή» και αποτελεσματική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ.
H φιλολαϊκή ρητορεία της Νέας Δημοκρατίας ήταν άλλωστε το ομόλογο φαινόμενο ενός κυβερνητικού λόγου του ΠΑΣΟΚ που καθ' όλη την περίοδο 2000-2004 φαινόταν να δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση και σημασία σε έννοιες και αξίες όπως τα «έργα», η «ανάπτυξη», η «ευθύνη», η «ανταγωνιστικότητα», ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» και όχι τόσο σε έννοιες και αξίες όπως ο «σεβασμός του πολίτη», η «ανακατανομή του κοινωνικού πλεονάσματος», η «αλληλεγγύη», η «συνοχή» κ.ο.κ. Ανάμεσα στην «υπόσχεση» της Νέας Δημοκρατίας και την «πειθαρχία» του ΠΑΣΟΚ είναι προφανές ότι πολλοί είναι αυτοί που θα επιλέξουν την πρώτη, ακόμη και αν αντιλαμβάνονται ότι η δεύτερη μπορεί να αποδώσει μακροπρόθεσμα πολύ σημαντικότερα και σταθερότερα αποτελέσματα προς όφελός τους.
Εξίσου σημαντικός όμως είναι και ο «συντελεστής πολιτικής ηγεμονίας» που ενώ το 2000 λειτούργησε εν τέλει υπέρ του ΠΑΣΟΚ, το 2004 λειτούργησε υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Ο συντελεστής αυτός περιλαμβάνει, κατά τη γνώμη μου, την αίσθηση που διαμορφώνουν τα δυναμικότερα κοινωνικά στρώματα γύρω από την ικανότητα ενός κόμματος και μιας ομάδας στελεχών να διαχειριστούν την ευθύνη της οικονομίας, της κοινωνίας και της χώρας συνολικά μ' έναν τρόπο που να διασφαλίζει σταθερότητα και ταυτόχρονα πρόοδο και έτσι ανοίγει νέες ευκαιρίες. Στο επίπεδο της εκλογικής κοινωνιολογίας αυτός ο συντελεστής νομίζω ότι πρέπει να εντοπιστεί κυρίως στην εκλογική συμπεριφορά των μορφωτικά ανώτερων στρωμάτων, των ελεύθερων επαγγελματιών, των μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Στο δε επίπεδο της εκλογικής γεωγραφίας, η χαρακτηριστική ένδειξη για τη λειτουργία αυτού του κριτηρίου είναι η υπεροχή ενός κόμματος σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες.
H υστέρηση συνεπώς του ΠΑΣΟΚ και στον συντελεστή κοινωνικής ανασφάλειας και στον συντελεστή κοινωνικής ηγεμονίας, είναι κατά τη γνώμη μου η βασική εξήγηση του εκλογικού αποτελέσματος της 7ης Μαρτίου. Μία εξήγηση που αναζητά τις βαθύτερες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας και δεν αρκείται σε μία ροή γεγονότων που σίγουρα είναι πολύ καθοριστικά αλλά που λειτουργούν απλώς ως καταλύτες για την ενεργοποίηση αυτών των συντελεστών. Θα μπορούσε σίγουρα η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος να καταγράψει ως κρίσιμες στιγμές της τετραετίας τη διαμάχη για τις ταυτότητες, την κρίση του Χρηματιστηρίου ή την πρώτη απόπειρα ρύθμισης του Ασφαλιστικού. Κατά την ίδια λογική θα μπορούσαν να καταγραφούν ως κρίσιμες στιγμές της προεκλογικής περιόδου η τροπολογία για το Πόρτο Κάρρας, η συνεργασία με τους κ.κ. Μάνο και Ανδριανόπουλο, ο τρόπος οργάνωσης του τηλεοπτικού διαλόγου των πολιτικών αρχηγών, ο χειρισμός του αντιδεξιού λόγου τις τελευταίες 10 ημέρες.
Πιστεύω όμως ότι μια τέτοια σημειακή καταγραφή μάς εγκλωβίζει σε μια «ειδησεογραφική» και επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων και δυσκολεύει την κατανόηση των βαθύτερων τάσεων της ελληνικής κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ δεν δικαιούται να γίνει ένα κόμμα εσωστρεφές που συζητά για το πώς κατανέμονται και προσωποποιούνται οι ευθύνες της ήττας. Ανεξάρτητα από λάθη και παραλείψεις, το έργο των κυβερνήσεων Σημίτη είναι τεράστιο, ενώ η πρώτη αυτή φάση της παρουσίας του Γιώργου Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ κόμισε ήδη πολύ σημαντικές καινοτομίες και στον πολιτικό λόγο και στην οργάνωση και λειτουργία του κόμματος. Αυτό που χρειάζεται είναι η κατανόηση των βαθύτερων αιτίων της ήττας ως βάση ενός νέου σχεδιασμού για την ανασυγκρότηση της σχέσης του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνία.
Αυτό σημαίνει ότι το πιο ανώδυνο ίσως από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ μετά τις 7 Μαρτίου είναι η στενά εκλογική και πολιτική διάσταση της ήττας. H απώλεια περίπου τριών ποσοστιαίων μονάδων μετά από τόσα χρόνια παραμονής στην εξουσία και η συγκέντρωση ενός ποσοστού 40,6 μονάδων δεν μπορεί να θεωρηθεί κακή αφετηρία για ένα κόμμα που ναι μεν απομακρύνεται από την εξουσία, εξακολουθεί όμως να παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα συγκρινόμενο ακόμη και με κόμματα που μετέχουν σε κυβερνητικά σχήματα.
Το μείζον, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα είναι η κοινωνική και ιδεολογική διάσταση της ήττας. Όταν συμπίπτει να λειτουργεί αρνητικά και ο συντελεστής κοινωνικής ανασφάλειας και ο συντελεστής πολιτικής ηγεμονίας, τότε όλα τα επιμέρους στοιχεία, όλα τα λάθη ή οι ατυχίες τόσο της κυβερνητικής τετραετίας όσο και της προεκλογικής περιόδου τείνουν να προσλάβουν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και αυτό είναι που πρέπει να αποφευχθεί με τις μετεκλογικές μας πρωτοβουλίες.
H κοινωνική διάσταση της ήττας είναι προφανές ότι αφορά τη διάρρηξη ή τη διαταραχή των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με κρίσιμες κοινωνικές ομάδες που φυσιολογικά θα έπρεπε να έχουν προνομιακούς δεσμούς μαζί του, όχι μόνο επειδή το ΠΑΣΟΚ είναι ένα ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα, αλλά ιδίως γιατί έχει μία καταγωγικού χαρακτήρα σχέση με το ρευστό και αόριστο, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά δυναμικό και ευρύ κοινό των «μη προνομιούχων», σύμφωνα με την έκφραση της δεκαετίας του '80. Μία έκφραση που αποδίδει πολύ εύγλωττα την πολιτική δυναμική που εκλύεται από την επιθυμία πολλών κοινωνικών ομάδων που ώς τότε ένιωθαν υποεκπροσωπούμενες πολιτικά να εκφραστούν με έναν πιο αυθεντικό και άμεσο τρόπο μέσα από ένα πολιτικό κόμμα. Το ίδιο που ισχύει για αυτό το τμήμα της κοινωνίας ισχύει και για το τμήμα εκείνο που διαμόρφωσε προνομιακές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '90 επειδή του αναγνώρισε την ικανότητα να ασκεί αποτελεσματικά την πολιτική διεύθυνση της χώρας μέσα στις νέες ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες. H ανακαίνιση των σχέσεων αυτών είναι όρος επιβίωσης για ένα κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ που θέλει να είναι ταυτόχρονα προοδευτικό, πολυσυλλεκτικό και πλειοψηφικό.
Κατά την ίδια λογική, ο ιδεολογικός λόγος του ΠΑΣΟΚ πρέπει να έχει νεωτερικό χαρακτήρα, εύρος, αλλά και καθαρότητα προκειμένου να εκφράζει και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά: προοδευτικότητα, πολυσυλλεκτικότητα και πλειοψηφική ροπή. Κυρίως δε προκειμένου να διατηρηθεί το μείζον στρατηγικό πλεονέκτημα της κατοχής από το ΠΑΣΟΚ του κέντρου του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος.
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στα ΝΕΑ, 22 Μαρτίου 2004