22 Φεβρουαρίου 2004
Πολλοί πιστεύουν ότι η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διαμόρφωση του νέου διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων σηματοδότησε το οριστικό τέλος των κλασικών πολιτικών ιδεολογιών που κυριάρχησαν τον 20ό αιώνα: του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού. Η αλήθεια είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο εκλεπτυσμένη.
Η βασική τομή γίνεται πλέον ανάμεσα αφενός μεν στις πολιτικές ιδεολογίες που έχουν ορθολογική θεμελίωση και προβάλλουν ακριβώς τον πολιτικό τους χαρακτήρα, αφετέρου δε στις πολιτικές ιδεολογίες που προβάλλουν τη θεολογική και εθνικιστική τους θεμελίωση.
Στην πρώτη κατηγορία συνυπάρχουν τώρα, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές τους, οι επιμέρους εκδοχές τόσο της σοσιαλιστικής όσο και της φιλελεύθερης αντίληψης για την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία και τον κόσμο. Και η μία και η άλλη αντίληψη έχουν άλλωστε γίνει τις τελευταίες δεκαετίες πολύ πιο μετριοπαθείς και πολύ πιο σχετικιστικές απ' ό,τι στο παρελθόν.
Υφίστανται άλλωστε και οι δύο μια ακόμη ισχυρή πίεση στο εσωτερικό του δυτικότροπου πολιτικού συστήματος: αυτή που προέρχεται από το μονοθεματικό κοινωνικό ακτιβισμό σε πεδία όπως π.χ. η οικολογία που εδώ και καιρό διεκδικεί πλέον τα χαρακτηριστικά μιας ολιστικής πολιτικής αντίληψης με θέση για όλα τα ζητήματα.
Από αυτήν συνεπώς την οπτική γωνία, σήμερα πλέον, ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός έχουν ως κοινά σημεία αναφοράς τον πολιτικό και ορθολογικό τους χαρακτήρα και το σχετικισμό που επιβάλλει η κατ' ανάγκην πολυσυλλεκτική λειτουργία των αντίστοιχων κομμάτων. Επιπλέον αυτές και οι δύο ιστορικά αντίπαλες αντιλήψεις μοιράζονται τη δημοκρατική τους νομιμοφροσύνη και το σεβασμό προς το πλαίσιο του δυτικού πολιτικού πολιτισμού.
Πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί ότι όταν γίνεται λόγος για φιλελευθερισμό δεν εννοούμε τον πολιτικό φιλελευθερισμό, δηλαδή τον απόλυτο σεβασμό της πολιτικής πολυφωνίας, των πολιτικών ελευθεριών, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, αλλά τον οικονομικό φιλελευθερισμό που τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζεται με την πιο επιθετική όψη της νεοφιλελεύθερης σκέψης.
Το τονίζω αυτό γιατί στο βασικό και ισχύοντα ιδεολογικό αστερισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής αριστεράς, ο πολιτικός φιλελευθερισμός κατέχει θέση εξίσου σημαντική με το κοινωνικό κράτος και την αναδιανεμητική και αναπτυξιακή του λειτουργία.
Αν αυτές είναι οι ενδιαφέρουσες συνάφειες μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, οι διαφορές εξακολουθούν να είναι θεμελιώδεις και καθοριστικές: ο σύγχρονος ευρωπαίος σοσιαλιστής γνωρίζει πολύ καλά ότι η αγορά είναι πολύ πιο έξυπνη από το κράτος, δεν μπορεί όμως από μόνη της να διασφαλίσει ούτε την ισόρροπη ανάπτυξη ούτε τη συνοχή της κοινωνίας.
Γνωρίζει επίσης -όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο- ότι το κράτος, δηλαδή η πολιτική κοινωνία είναι εντέλει ένα πεδίο πολύ πιο προοδευτικό και πολύ πιο ασφαλές για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα απ' ό,τι η ιδιωτική κοινωνία. Οπως δείχνει το χαρακτηριστικό παράδειγμα των ΗΠΑ, στις ρατσιστικές ή ξενοφοβικές ροπές και πρακτικές της κοινωνίας αντιτάσσεται η πολιτική αποφασιστικότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, του Κογκρέσου και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η δημοκρατία, ο πολιτικός ορθολογισμός και ο σεβασμός του δυτικότροπου πολυφωνικού πολιτικού πολιτισμού είναι συνεπώς οι κοινές σημερινές παραδοχές της σοσιαλιστικής και της φιλελεύθερης αντίληψης.
Αντιθέτως οι διαφωνίες για τα όρια της αγοράς και το ρόλο του κοινωνικού κράτους είναι πάντοτε τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα ανάμεσα στις δύο αυτές αντιλήψεις.
Οι διαφορές αυτές, όταν η συζήτηση μεταφέρεται στο επίπεδο της συγκεκριμένης και πρακτικής πολιτικής μπορεί άλλοτε να οξύνονται και άλλοτε να αμβλύνονται. Το ενδιαφέρον είναι όμως ότι υπάρχουν και τροφοδοτούν έναν πολιτικό διάλογο που, ευτυχώς για την ανθρώπινη ιστορία, ακόμη διεξάγεται.
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22 Φεβρουαρίου 2004