1 Νοεμβρίου 2006

Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση επί των άρθρων 32, 43 και 44 του Συντάγματος.



1. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα

H Ελλάδα διαθέτει, αν όχι το απλούστερο και το πιο λειτουργικό κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ευρώπη, ένα από τα απλούστερα και καλύτερα. Στη συνείδηση όμως των πολιτών το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας πάσχει. Υπάρχει ένα έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσης της κοινωνίας. Η κοινωνία ασφυκτιά και υποαντιπροσωπεύεται. Υπάρχουν προβλήματα κρίσης της πολιτικής, ηθικής έκπτωσης των πολιτικών προσώπων και διαδικασιών. Αλλά αυτά δεν είναι θέματα θεσμικά, είναι θέματα αμιγώς πολιτικά και κοινωνικά. Δεν φταίει το Σύνταγμα για τα προβλήματα αυτά.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα της χώρας μας ολοκληρώθηκε και εξομαλύνθηκε με την Αναθεώρηση του 1986. Τότε καταργήθηκαν οι αντικοινοβουλευτικές και αντιπλειοψηφικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και από το 1986 έως σήμερα όλοι συνομολογούν ότι το πολίτευμα λειτουργεί άψογα, ακόμη και υπό δύσκολες συνθήκες, όπως φάνηκε την περίοδο 1989-1990. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μακρά αναθεωρητική διαδικασία του 1995-2001 η Νέα Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα της Αναθεώρησης του 1986, που επέβαλε τον αμιγή κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.

2. Η συναινετική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας

Οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας έχουν λειτουργήσει, σεβόμενοι το ρόλο τους, ως ρυθμιστές του πολιτεύματος, σύμβολα ενότητας του έθνους και της κοινωνίας και απέκτησαν υψηλό ηθικό κύρος. Το μοντέλο της Προεδρίας Στεφανόπουλου και το μοντέλο της Προεδρίας Παπούλια, όπως εξελίσσεται, είναι, νομίζω, ιδεώδεις εκδοχές της ερμηνείας και της εφαρμογής του Συντάγματος. Όλες οι διαδικασίες εκλογής του Προέδρου, πλην αυτής του 1990 που οδήγησε συμφωνημένα για πολιτικούς λόγους σε διάλυση της Βουλής, ευδοκίμησαν. Εκλέχθηκαν οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας με 180 ψήφους στην πρώτη Βουλή.

Εκκρεμεί, βεβαίως, το ζήτημα της διάλυσης της Βουλής, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτή η πλειοψηφία. Και πράγματι υπάρχει ένα τέτοιο θέμα θεωρητικά, εάν δεν συμφωνήσουν τα κόμματα. Απεδείχθη ότι τα κόμματα συμφωνούν εύκολα. Είναι πολύ πιο υπεύθυνα, από ό,τι φημολογείται και διαδίδεται, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, είτε βρίσκονται στην Κυβέρνηση είτε βρίσκονται στην Αντιπολίτευση.

Άρα κατά τη γνώμη μου δεν τίθεται κανένα ζήτημα αλλοίωσης του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος και αλλαγής της νομιμοποιητικής βάσης του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να εκλέγεται έμμεσα από τη Βουλή και άμεσα δημοκρατικά νομιμοποιημένο όργανο πρέπει να είναι μόνον η Βουλή και διά της Βουλής η Κυβέρνηση που εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της.

Και μόνη η αλλαγή του τρόπου εκλογής, χωρίς να αλλάξει κάποια τυπική αρμοδιότητα του Προέδρου αρκεί για να αλλοιώσει τις νομιμοποιητικές βάσεις των οργάνων και να προσδώσει όχι στις τυπικές αρμοδιότητες, αλλά στον πολιτικό λόγο του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρεμβατικές διαστάσεις, οι οποίες θα είναι ζημιογόνες για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Άρα η εκλογή του Προέδρου πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι έμμεση.

Υπάρχουν κοινοβουλευτικά συστήματα στην Ευρώπη, που προβλέπουν άμεση εκλογή του Προέδρου για δύο λόγους: Είτε γιατί επρόκειτο για συστήματα ημιπροεδρικά, στα οποία αφυδατώθηκε σταδιακά ο ρόλος του Προέδρου, αλλά παρέμεινε η άμεση εκλογή, όπως η Φινλανδία και η Πορτογαλία, είτε γιατί πρόκειται για χώρες που διατυμπανίζουν την υπόστασή τους -ως σύμβολο συνταγματικού πατριωτισμού- με την άμεση εκλογή Προέδρου, όπως είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και η περίπτωση της Αυστρίας σε σχέση με τη Γερμανία.

Η Ελλάδα έχει άλλες ιστορικές εμπειρίες, άλλες καταβολές. Δεν μπορούμε να θέσουμε εν αμφιβόλω αυτό το κεκτημένο, το θεσμικό και πολιτικό. Μπορούμε να συμφωνήσουμε στο ότι δεν θα πηγαίνουμε ούτε σε διάλυση Βουλής, διότι και οι εκλογές αποκτούν συγκρουσιακό χαρακτήρα ενίοτε και μπορεί να ακυρώνουν το συναινετικό χαρακτήρα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας; Ναι, το είχαμε προτείνει και το 2001, αλλά δεν το δέχτηκε η Νέα Δημοκρατία. Αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, λοιπόν, αλλά πάντα με τουλάχιστον εκατόν ογδόντα ψήφους, πάντα με τουλάχιστον τα 3/5. Μπορεί αυτό να ευτελίσει τη διαδικασία; Δεν το πιστεύω. Τα κόμματα θα αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους και κυρίως η Αντιπολίτευση, γιατί αν δεν υπάρχει Πρόεδρος, λόγω θανάτου ή αδυναμίας εκτέλεσης καθηκόντων, τον αναπληρώνει ο Πρόεδρος της Βουλής και ο Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται με την απλή πλειοψηφία. Άρα υπάρχει πίεση να διαμορφωθεί συναίνεση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Αν, λοιπόν, χρειαστεί να κάνουμε κάποια αλλαγή και συγκεντρωθούν εκατόν ογδόντα ψήφοι υπέρ της ανάγκης αυτής, μόνο αυτό μπορεί να γίνει: να είναι μεγάλος ο αριθμός των ψηφοφοριών, αλλά ακατέβατα τα 3/5.

Συναινετικός ο χαρακτήρας της εκλογής και πάντα κοινοβουλευτική η διαδικασία.

3. Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας

Κατά την ίδια λογική τώρα, της πολιτικής κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνίας, πρέπει να δούμε και το ζήτημα των θεσμών άμεσης δημοκρατίας στη χώρα μας. Είμαστε εξαιρετικά φοβικοί και διστακτικοί στην αξιοποίηση θεσμών άμεσης δημοκρατίας. Δεν έχει να φοβηθεί σε τίποτα η Βουλή και το αντιπροσωπευτικό σύστημα από τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Δεν βλάπτουν τα δημοψηφίσματα και οι θεσμοί λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Χρειάζεται αναζωογόνηση και έλεγχο της επαφής της με το εκλογικό σώμα και την κοινωνία η Βουλή και η εκάστοτε κυβέρνηση και η εκάστοτε αντιπολίτευση. Η δημοκρατία πρέπει να γίνει σιγά-σιγά μεταντιπροσωπευτική, πρέπει να κρατήσει τον κορμό των αντιπροσωπευτικών θεσμών, αλλά πρέπει να προσθέσει στοιχεία που αναζωογονούν τη λειτουργία και εμπεδώνουν τη σχέση της με την κοινωνία και τους πολίτες.

Άρα, καλώ τη Νέα Δημοκρατία να συμπράξει και αυτή στην αναζωογόνηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με την ενίσχυση τόσο του θεσμού του δημοψηφίσματος, στο άρθρο 44, όσο και του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, που θα τον δούμε στις διατάξεις για την άσκηση νομοθετικού έργου από τη Βουλή.

Δεν είναι λογικό να μην έχουμε κάνει ποτέ ούτε ένα δημοψήφισμα ούτε καν για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα, για τίποτα, επί τριάντα δύο χρόνια μεταπολιτευτικού βίου. Δεν είμαι οπαδός των εύκολων δημοψηφισμάτων και μπορεί στο δημοψήφισμα να εμφανιστούν φαινόμενα άκρατου λαϊκισμού, δημαγωγίας και απλούστευσης. Η απλούστευση είναι ο σκληρός πυρήνας του λαϊκισμού και της ολιστικής προσέγγισης των θεμάτων, που είναι επικίνδυνη, αλλά όταν θέτουμε σωστά τα ερωτήματα, όταν ενημερώνουμε τον κόσμο, όταν οργανώνουμε σωστά την αντιπαράθεση γύρω από ένα δημοψήφισμα, τότε βεβαίως και μπορούμε να δώσουμε ώθηση και οξυγόνο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Κατά ποία λογική, λοιπόν, για ένα εθνικό θέμα είναι εύκολη η προσφυγή στο δημοψήφισμα, αν το θέλει η πλειοψηφία, ενώ για ένα κοινωνικό θέμα πρέπει να συμπράξει και η Αντιπολίτευση; Να εξισωθούν οι πλειοψηφίες, να μειωθούν οι απαιτούμενες πλειοψηφίες, να διευκολυνθεί η προκήρυξη δημοψηφίσματος και να επιτρέπεται να τεθεί το θέμα στη Βουλή και με πρωτοβουλία πολιτών, που αθροίζουν, για παράδειγμα, το 5% του εκλογικού σώματος. Ο νόμος θα τα ρυθμίσει όλα αυτά, όπως ο Δημοτικός Κώδικας ρυθμίζει τα τοπικά δημοψηφίσματα. Και να σας πω και κάτι; Τα εθνικά δημοψηφίσματα ενέχουν λιγότερους κινδύνους από τα τοπικά δημοψηφίσματα, γιατί δεν έχουμε σύγκρουση τοπικών ή περιφερειακών συμφερόντων.

4. Οι νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις και οι αρμοδιότητες της Τ.Α.

Δυο λέξεις θα πω σε ό,τι αφορά τη νομοθετική εξουσιοδότηση και το άρθρο 43. Είχαμε κάνει με τη συμφωνία των κομμάτων το 2001 μια ριζοσπαστική και θαρραλέα αναθεώρηση του άρθρου 102 για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Προβλέψαμε ότι και κρατικές, κατά τη φύση τους, αρμοδιότητες, αρμοδιότητες που συνιστούν συνταγματική αποστολή του κράτους, όπως οι πολεοδομικές ρυθμίσεις, ή η εκπαίδευση, μπορούν να ανατεθούν σε όργανα οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όμως εις πείσμα των διατυπώσεών μας, που επαναλάμβαναν τα πορίσματα της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η δικαστική εξουσία που διέπεται από μια συντηρητική, γιακωβίνικη αντίληψη για το κράτος ανακόπτει την ολοκλήρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σ΄ ένα σωρό ζητήματα που συνιστούν αποστολή του κράτους κατά το Σύνταγμα: πολεοδομικές ρυθμίσεις, θέματα παιδείας, θέματα πρόνοιας, θέματα καταπολέμησης των ναρκωτικών, θέματα απασχόλησης και ανεργίας, θέματα τρίτης ηλικίας, θέματα μεταναστευτικής πολιτικής. Δεν είναι δυνατόν ο νόμος να μην μπορεί να οργανώσει τη σχέση μεταξύ κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Διότι έρχεται μια συντηρητική νομολογία και το ανακόπτει αυτό μη αναγνωρίζοντας κανονιστική αρμοδιότητα στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

Γι’ αυτό ή στο άρθρο 43 ή στο άρθρο 102 πρέπει να προβλέψουμε ρητά το εύρος των κανονιστικών αρμοδιοτήτων, που πρέπει να αναγνωρίζονται στα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών. Αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε την περιφερειακή οργάνωση της χώρας και τους θεσμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Όμως σας προετοιμάζω για το αντίστοιχο κεφάλαιο: Ό,τι και να βάλουμε ως ουσιαστική διάταξη του Συντάγματος, αν δεν θέσουμε το δάχτυλό μας εις τον τύπον των ήλων, ως προς την οργάνωση της συνταγματικής δικαιοσύνης, τελικά -και όπως διδάσκει ο αμείλικτος νομικός ρεαλισμός- «Σύνταγμα θα είναι ό,τι ο δικαστής νομίζει ότι είναι», εφόσον η τελική αρμοδιότητα ερμηνείας ανήκει σ΄ ένα δικαστή. Και αυτό κρατείστε το, θα μας φανεί πολύ χρήσιμο, όταν μιλήσουμε για το άρθρο 100 του Συντάγματος, όπου θα δούμε πως σχετίζεται το ζήτημα αυτό με την ολοκλήρωση των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την αποκέντρωση του κράτους και την περιφερειακή του οργάνωση, με τις πολιτικές γης και με τις σχέσεις εθνικού δικαίου και ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου. Τρία μεγάλα θέματα.

5. Και πάλι για το άρθρο 29

Και θα ήθελα να κλείσω με την υπενθύμιση της θέσης που ανέπτυξα την προηγούμενη εβδομάδα, σε σχέση με το άρθρο 29. Το άρθρο 29, όπως το διαμορφώσαμε με ευρυτάτη πλειοψηφία το 2001 είναι επαρκέστατο. Δεν μας φταίει το άρθρο 29. Μπορεί ο νόμος και η πρακτική να λύσουν όλα τα προβλήματα. Μπορεί ο νόμος να θέλει να προβλέψει και πρέπει να προβλέψει μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση, αυστηρότερους ελέγχους, μεγάλη διαφάνεια, να απαγορεύσει ακριβές και περιττές δραστηριότητες, προεκλογικές ή και άλλες, στις οποίες κακώς τα κόμματα ξοδεύουν τα χρήματα του δημοσίου και των μελών τους, γιατί ο πολιτικός διάλογος πρέπει να γίνεται πρωτίστως μέσα από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης με χρόνο που παρέχεται δωρεάν. Αρχής γενομένης, όπως είπα, από την υποδειγματική οργάνωση του τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής, που δεν δίνει καλό και επαρκές υπόδειγμα στους άλλους σταθμούς, κρατικούς και ιδιωτικούς.

Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται σοβαρά, αλλά από το μεικτό όργανο που προβλέπει το άρθρο 29. Δεν νοείται να αναθέσουμε τον έλεγχο του «πόθεν έσχες» του πολιτικού δυναμικού της χώρας στο δικαστικό Σώμα, που είναι υπόλογο γιατί πολλά μέλη του δεν υπέβαλαν τα δικά τους «πόθεν έσχες». Ε, νομίζω ότι αυτό αρκεί για να αντιμετωπίσουμε με θεσμική σοβαρότητα το ζήτημα αυτό.

 


*Βλ. σχετικά Ευ. Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, 2002, σελ. 54 επ. του ίδιου, Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή αναθεωρητικός οίστρος;, 2006, σελ. 35 επ., 69 επ.