Αθήνα, 9 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης στη συζήτηση για τα άρθρα 87-120
«Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο αυτό, ενός κυβερνητικά οργανωμένου, ελεγχόμενου και διατυμπανιζόμενου πολιτικά, παραδικαστικού δικτύου, το οποίο, βεβαίως βασίζεται στα πρόθυμα, συντηρητικής καταγωγής, «συνεργεία» που εφάπτονται με το βαθύ κράτος, έχουν προσφέρει παλαιότερα τις υπηρεσίες τους αλλού, τις προσφέρουν τα τελευταία τέσσερα χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ και είναι πάντα πρόθυμα να προσφέρουν και στο μέλλον υπηρεσίες, αλλά θέλω να ελπίζω ότι αυτές δεν θα γίνουν δεκτές, γιατί το φαινόμενο αυτό θα παταχθεί αλύπητα.»
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, είναι πολύ πλούσια η θεματολογία αυτής της ενότητας, θα κάνω ορισμένες επιλεκτικές αναφορές. Ξεκινώ από τις Ανεξάρτητες Αρχές. Δεν θα επαναλάβω αυτά που ειπώθηκαν το 2001, ήταν έντονος ο προβληματισμός για τον θεσμό των Ανεξάρτητων Αρχών. Είναι προφανές ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας έχει ως βασική αποστολή τον έλεγχο επί των Κοινοβουλευτικών Αρχών, η δε ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ να απαιτείται νόμος αυξημένης πλειοψηφίας για τη σύσταση νέας Ανεξάρτητης Αρχής, πέραν των προβλεπομένων στο Σύνταγμα, είναι μία σωστή ιδέα. Είναι εσφαλμένο, όμως, να περιορισθεί η αναγκαία πλειοψηφία στη Διάσκεψη των Προέδρων, τρία πέμπτα στη διάσκεψη των Προέδρων σημαίνει μόνον η κυβερνητική πλειοψηφία. Αντιθέτως, η μεταφορά της αρμοδιότητας σε κανονική Κοινοβουλευτική Επιτροπή θα επέτρεπε να έχουμε πλειοψηφία 3/5 στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή που έχει σύνθεση ανάλογη με τη δύναμη των κομμάτων. Η διάσκεψη δεν έχει σύνθεση ανάλογη με τη δύναμη των κομμάτων.
Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου
«Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ)*
Ευχαριστώ όλες και όλους σας για την παρουσία σας εδώ. Θέλω και εγώ να μνημονεύσω ιδιαιτέρως τους πρώην πρωθυπουργούς, τον Αντώνη Σαμαρά, τον Παναγιώτη Πικραμένο. Θέλω να μνημονεύσω τους πρώην Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρώην Αντιπροέδρους που μας τιμούν με την παρουσία τους, τους είμαι βαθύτατα υπόχρεος και ελπίζω, με έναν μεταφυσικό τρόπο, ότι θα ήθελαν να είναι παρόντες εδώ και μη ζώντες τώρα Πρόεδροι που διηύθυναν το δικαστήριο. Θα αναφέρω αυτούς επί των ημερών των οποίων άσκησα ενεργό δικηγορία, ο Θεμιστοκλής Κουρουσόπουλος, ο Βάσσος Ρώτης, ο Βασίλης Μποτόπουλος. Θέλω επίσης να μνημονεύσω την παρουσία της πρώην Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, της κ. Ευτέρπης Κοτζαμάνη, και να ευχαριστήσω θερμά όλους τους συναδέλφους μου στη Βουλή, τους συναδέλφους μου στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο Παρασκευάς Αυγερινός νομίζω ότι είναι το πρόσωπο που συμβολίζει το χώρο της δημοκρατικής παράταξης και ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης το χώρο, θα λέγαμε, της συντηρητικής παράταξης, αν και ο ίδιος έχει μετακινηθεί προς πολύ προοδευτικότερες θέσεις και θέλω να πιστεύω ότι θυμάται με συμπάθεια και φιλία τη συνύπαρξή μας, επί σειρά ετών, ως γενικών εισηγητών για την αναθεώρηση του 2001, αυτός εκ μέρους της τότε αντιπολίτευσης και εγώ εκ μέρους της πλειοψηφίας. Αλλά είναι κοινή η προσπάθεια που κάναμε και συναινετικό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το αποτέλεσμα.
Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση για τα άρθρα 51-86
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, σε σχέση με την δέσμη που συζητείται, προσπάθησα να κάνω μία ταξινόμηση η οποία δυστυχώς δεν μπορεί να συμπυκνώσει τις διατάξεις σε λιγότερες από επτά ενότητες. Οι κρισιμότερες είναι οι δύο πρώτες.
Η πρώτη ενότητα αφορά το εκλογικό σύστημα, όπου έχουμε συγκρουόμενες προτάσεις, του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας. Η βασική ιδέα βεβαίως, είναι να υπάρξει συνταγματική πρόβλεψη, λεπτομερέστερη και ειδικότερη της ισχύουσας, ως προς την ουσία του εκλογικού συστήματος.
Η αντίρρησή μου αφορά αυτό το ζήτημα. Δεν θεωρώ ότι χρειάζεται τα Συντάγματα να προσδιορίζουν ειδικότερα τους κανόνες διεξαγωγής των εκλογικών αναμετρήσεων. Πρέπει να έχει ο κοινός εκλογικός νομοθέτης ευρεία ει δυνατόν ευχέρεια, η οποία ούτως ή άλλως περιορίζεται από τις γενικές αρχές που διέπουν το πολίτευμά μας.
Για να το πω δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, η ίδια η δημοκρατική αρχή και ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος αποκλείουν ,κατά τη γνώμη μου, τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, τα οποία καθίστανται αντισυνταγματικά. Απορρέει από τις θεμελιώδεις αρχές και διατάξεις του Συντάγματος.
Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018
Ευάγγελος Βενιζέλος
Συνταγματική Αναθεώρηση και Δικαιοσύνη*
Ευχαριστώ τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για την πρόσκληση και όλους τους παρισταμένους για την συμμετοχή τους.
Α. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω από μια όσο γίνεται πιο επιγραμματική, υπενθύμιση του κεκτημένου της Αναθεώρησης του 2001, της τελευταίας που ασχολήθηκε με θέματα του κεφαλαίου περί Δικαστικής Εξουσίας. Με την Αναθεώρηση του 2001 συντελέστηκαν πάρα πολλές αλλαγές στο κεφάλαιο της Δικαστικής Εξουσίας, τις οποίες φαίνεται ότι τις έχουμε λησμονήσει. Δεν δικαιολογείται διαφορετικά το γεγονός ότι έχουν μείνει αναξιοποίητα τεράστια αποθέματα κανονιστικής ύλης του Συντάγματος στα θέματα τα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Θυμίζω, λοιπόν, ότι το 2001, στον πυλώνα της οργάνωσης και λειτουργίας της Δικαιοσύνης και της ενίσχυσης της εσωτερικής ανεξαρτησίας της, τροποποιήθηκε η διάταξη για την επιλογή στις κορυφαίες θέσεις με την επιβολή μέγιστης, τετραετούς, θητείας στους επιλεγομένους για τις θέσεις των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των γενικών επιτρόπων. Διεξήχθη πολύ μεγάλη συζήτηση επί πολλά χρόνια, από το 1995 έως το 2001, για την αλλαγή του συστήματος επιλογής. Εξετάστηκαν διεξοδικά όλες οι πιθανές λύσεις.
Αθήνα 18 Δεκεμβρίου 2018
Ευάγγελος Βενιζέλος
Η συνταγματική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ως αντικείμενο της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος*
Η αναθεώρηση είναι μία διαδικασία εξαιρετικά επικίνδυνη, είναι μια στιγμή επιβεβαίωσης και διακινδύνευσης ταυτόχρονα του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος. Η περίοδος της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι, μία περίοδος «ηρτημένου» του αυστηρού συντάγματος, του γραπτού και τυπικού Συντάγματος της χώρας. Όταν ανοίγει κανείς αυτή την πόρτα, της επικοινωνίας του Συντάγματος με την Ιστορία, με τον μακρύ ιστορικό χρόνο, πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Η θεμελιώδης προϋπόθεση, είναι η αναθεωρητική συναίνεση, η οποία δεν είναι εθελοντική, είναι μια συναίνεση αναγκαστική λόγω των μεταπλειοψηφικών εγγυήσεων, που προβλέπει το άρθρο 110 του Συντάγματος. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί χωρίς την αναγκαία αναθεωρητική συναίνεση, στενεύει το εύρος αποδοχής του Συντάγματος. Το Σύνταγμα γίνεται πεδίο σύγκρουσης, ενώ πρέπει να είναι πεδίο συνύπαρξης και σύνθεσης των απόψεων. Γιατί το Σύνταγμα πρέπει να είναι ευρύχωρο, δεν πρέπει να είναι ούτε αριστερό, ούτε δεξιό, ούτε προοδευτικό, ούτε συντηρητικό, πρέπει να είναι το πλαίσιο που μακροχρονίως διασφαλίζει τη λειτουργία του κράτους, της κοινωνίας, των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών δυνάμεων.
Αθήνα, 17 Δεκεμβρίου 2018
Ευάγγελος Βενιζέλος
«Πολιτεία- Εκκλησία: Οι εκκρεμότητες μιας περίπλοκης σχέσης»*
Όπως τεκμηρίωσε με φωτογραφίες ο Γιάννης Ιωαννίδης, έχουμε ξαναβρεθεί πριν δεκατρία χρόνια στον ίδιο χώρο, και έχουμε πει τα ίδια λίγο πολύ πράγματα ως αφετηρία. Θα δούμε τι έχει μεσολαβήσει.
Νομίζω κι εγώ, συμφωνώντας με τους περισσότερους από τους ομιλητές της πρώτης συνεδρίασης, ότι η πρόταση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η νομοτεχνικά καταστρωμένη, αναδεικνύει τη διαφορά των δύο επιπέδων: των ζητημάτων συνταγματικού επιπέδου και των ζητημάτων νομοθετικού επιπέδου, και αποδεικνύει ότι τα περισσότερα θέματα που αφορούν όχι τη σχέση κράτους – εκκλησίας, αλλά την ολοκλήρωση και την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής ισότητας είναι ζητήματα κοινού δικαίου. Μπορεί ο απλός νομοθέτης να τα ρυθμίσει.
Βεβαίως υπάρχει το ενδεχόμενο οι νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες να καταστούν στη συνέχεια αντικείμενο ενός εντατικού ή εσφαλμένου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Από την άποψη αυτή, πράγματι, τα ζητήματα συνταγματικού επιπέδου είναι κρίσιμα, αλλά με αυτή τη φορά των πραγμάτων.
Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης κατά τη συζήτηση για τον ΠτΔ και τα δημοψηφίσματα (άρθρα 28-49)
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, έχουμε αναρωτηθεί τι είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το μονοπρόσωπο όργανο του αρχηγού του κράτους και γιατί χρειάζεται; Είναι ο ιστορικός διάδοχος της μοναρχίας, είναι το πρόσωπο που προσωποποιεί και συμβολίζει την εξουσία, το κράτος, είναι το πρόσωπο το οποίο λειτουργεί με δύο σώματα, όπως έχει ειπωθεί σε ένα από τα πιο κλασικά έργα, είναι το σύμβολο της εθνικής ενότητας, ο ρυθμιστής του πολιτεύματος –αλλά όχι ο εγγυητής του, που είναι ο ίδιος ο λαός– και ο διεθνής παραστάτης της χώρας. Μετέχει τυπικά της νομοθετικής λειτουργίας, μετέχει τυπικά, ασκώντας κυρίως έλεγχο νομιμότητας, της εκτελεστικής εξουσίας και έχει ελάχιστες δικαστικές αρμοδιότητες.
Ο τρόπος εκλογής του, όπως είχε διαμορφωθεί στο Σύνταγμα του 1975, αυτός που οδηγούσε σε διάλυση της Βουλής και άρα σε μεσολάβηση του εκλογικού σώματος, διότι η τελική ψηφοφορία διεξαγόταν στη δεύτερη Βουλή, συνδυαζόταν με τις τότε λεγόμενες ενισχυμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτές που καταργήθηκαν το 1986. Οι αρμοδιότητες αυτές δεν ήταν θεσμικά αντίβαρα, ήταν αρμοδιότητες αντιπλειοψηφικού χαρακτήρα, αρμοδιότητες που είχαν ως επίκεντρο τη λεγόμενη αντιπλειοψηφική διάλυση της Βουλής, τη διάλυση της Βουλής παρά τη θέληση ή εναντίον της θέλησης της κυβέρνησης που είχε την εμπιστοσύνη της Βουλής. Και, βεβαίως, οι αρμοδιότητες ήταν αυξημένες και σε σχέση με τη διαδικασία διορισμού της κυβέρνησης, είχε πολύ μεγάλες διακριτικές ευχέρειες.
Δεκέμβριος 2018 - Οκτώβριος 2022
Ευάγγελος Βενιζέλος
«Η αναθεώρηση του Συντάγματος: Κολυμβήθρα του Σιλωάμ ή λάκκος των λεόντων;»*
Το θέμα μου είναι διατυπωμένο με κάπως παράδοξο τρόπο. Θέτω το ερώτημα αν η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ ή λάκκος των λεόντων; Θα εξηγήσω στη συνέχεια σε τι συνίσταται η αντιδιαστολή και το δίλημμα.
Ξεκινώ λέγοντας ότι η αναθεώρηση είναι μια μεγάλη αλλά και αντιφατική στιγμή[1], μια στιγμή σεβασμού αλλά και ρητής αμφισβήτησης της αυστηρότητας του ισχύοντος Συντάγματος, του γραπτού και αυστηρού Συντάγματος. Το εισαγωγικό συνεπώς ερώτημα είναι αν η αναθεώρηση, όπως την ορίζουμε, δηλαδή η ρητή, η γραμματική, τροποποίηση, αντικατάσταση, κατάργηση ή αυθεντική ερμηνεία διάταξης του εθνικού Συντάγματος[2], διατηρεί τη σημασία της και υπό συνθήκες διαμοιρασμένης ή περιορισμένης κυριαρχίας[3]. Υπό συνθήκες όχι εθνικού, κυρίαρχου, βεστφαλικού κράτους, αλλά «κράτους μέλους» πλέον που μετέχει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ως εκ τούτου πρέπει να δώσουμε μια απάντηση για το πόσο μέρος της σημασίας της διατηρεί η αναθεώρηση του εθνικού Συντάγματος παρά την αμφισβήτηση περί της υπεροχής (ή, κομψότερα, της προτεραιότητας εφαρμογής) που υπάρχει και εξελίσσεται, επί δεκαετίες τώρα, μεταξύ αφενός μεν του εθνικού Συντάγματος, αφετέρου δε του ευρωπαϊκού ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου.
Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση για τα άρθρα 4-25 (ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα)
"Πρέπει να κάνουμε το γενναίο βήμα της ορθολογικής και έντιμης αναθεώρησης του άρθρου 16, εάν και η πλειοψηφία της σημερινής Βουλής θέλει να υπάρχει αναθεώρηση γενικώς"
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι βουλευτές,
στον κατάλογο των συνταγματικών δικαιωμάτων, των ατομικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης και των κοινωνικών δικαιωμάτων, δηλαδή στο κεφάλαιο των άρθρων 4 έως και 25 δεν χρειάζεται καμία απολύτως αλλαγή στο ισχύον Σύνταγμα της χώρας.
Το ελληνικό Σύνταγμα είναι ένα από τα πληρέστερα ευρωπαϊκά συντάγματα στον τομέα αυτό. Εάν χρειαζόταν μια και μόνη προσθήκη αυτή θα ήτανε ερμηνευτικού χαρακτήρα: ότι οφείλουμε να ερμηνεύουμε και να εφαρμόζουμε όλες τις επιμέρους διατάξεις σε αρμονία με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα πρόσθετα πρωτόκολλά της και την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οποιαδήποτε άλλη αλλαγή είναι είτε περιττή είτε επικίνδυνη. Διότι μπορεί να μειώσει το επίπεδο προστασίας και να δημιουργήσει τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα ιδίως όταν οι προτεινόμενες αναδιατυπώσεις αυτών των διατάξεων επί τη βάση των οποίων ασκείται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, δεν τελούν σε ανοιχτή συνομιλία με τη νομολογία. Μπορεί να δημιουργηθούν τεράστιες παρεξηγήσεις, ανατροπές και τελικά υποβάθμιση του επιπέδου προστασίας.
Αθήνα, 29 Νοεμβρίου 2018
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης για τα άρθρα 2 και 3 του Συντάγματος
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
η διάταξη του άρθρου 3 που προέρχεται από τη διάταξη του άρθρου 1 προγενέστερων ελληνικών συνταγματικών κειμένων, έχει μια πολύ γνωστή προϊστορία.
Το επαναστατημένο έθνος προσδιόρισε την εθνική του ταυτότητα με βάση τη χριστιανική πίστη, όχι το ορθόδοξο δόγμα μόνον, αλλά γενικότερα τη χριστιανική πίστη. Φυσικά αυτά συνέβαιναν σε άλλες εποχές και αυτό εξηγεί την παραμονή του προοιμίου με την επίκληση της Αγίας Τριάδος που υπάρχει και σε άλλα συντάγματα, όπως το Ιρλανδικό για παράδειγμα, βαθιά καθολικό. Αλλά σε μας το προοίμιο δεν έχει ένα θρησκευτικό, δογματικό περιεχόμενο. Είναι υπόμνηση της επικεφαλίδος του προοιμίου της διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του Έθνους. Όταν το Ελληνικό Έθνος διακήρυξε την πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία.
Το άρθρο 3 στο Σύνταγμα του 1975, έχει ένα αισθητά διαφοροποιημένο περιεχόμενο σε σχέση με το περιεχόμενο που είχαν οι αντίστοιχες διατάξεις στα προγενέστερα ελληνικά συντάγματα. Καταρχάς το άρθρο 3 εντάσσεται στο περιβάλλον ενός συντάγματος που κατοχυρώνει πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία, ενός θρησκευτικά φιλελεύθερου συντάγματος.