Σάββατο, 26 Νοεμβρίου 2011
Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στο Money Show 2011 στη Θεσσαλονίκη
Κυρίες και κύριοι, κύριοι συνάδελφοι στη Βουλή, κύριοι Πρόεδροι του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, του Ελληνοϊταλικού Επιμελητηρίου, του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι.
Χαίρομαι πολύ γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω αυτές τις παρουσιάσεις του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας γιατί ως αποκλειστικός ή ως βασικός μέτοχος των εταιρειών αυτών το Ελληνικό Δημόσιο δια του Υπουργού των Οικονομικών οφείλει να έχει γνώση καθώς καλείται να λάβει όλες τις στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις που το βασικό εταιρικό τους όργανο, η Γενική Συνέλευση των Μετόχων, λαμβάνει.
Βεβαίως, επειδή όλα αυτά συνδέονται με διάφορες πτυχές της πολιτικής μου διαδρομής, τις οποίες δεν χρειάζεται τώρα ούτε να αναψηλαφήσω ούτε να αναφέρω, θέλω να σας πω ότι το μεγάλο στοίχημα της Θεσσαλονίκης είναι πολιτικό. Όλα αυτά τα έχουμε ακούσει και τα έχουμε ξανακούσει, τα έχουμε φανταστεί, τα έχουμε ονειρευτεί, τα έχουμε σχεδιάσει. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που εξήγγειλα ως Υπουργός Ανάπτυξης τη Ζώνη Καινοτομίας με τον Θανάση Τσαυτάρη τότε Γενικό Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ασχοληθήκαμε με το να γίνει το «ΝΟΗΣΙΣ». Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που φανταστήκαμε τον πρώτο προβλήτα ως πολιτιστικό, με τις υποδομές της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Πέρασαν πολλά χρόνια ανοιχτής και ατελέσφορης συζήτησης για το μέλλον της Έκθεσης.
Το πρόβλημα λοιπόν της Θεσσαλονίκης είναι πολιτικό. Είναι ζήτημα αυτοσυνειδησίας, αυτοπεποίθησης και τοπικής αποφασιστικότητας. Αυτό το σχήμα, που απευθυνόμαστε στην εκάστοτε κυβέρνηση να βρει τις λύσεις, έχει μία σημασία. Αναμφίβολα, η εκάστοτε κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει γενναίες, δραστικές και ριζοσπαστικές αποφάσεις. Αλλά η Θεσσαλονίκη έχει ένα μέγεθος τέτοιο που της επιτρέπει να σχεδιάζει, να αποφασίζει, να εκτελεί και να προσφέρει στον εαυτό της τις ευκαιρίες που της δίνει η ιστορία και ο τόπος.
Ο τόπος, το ανάγλυφο της περιοχής, έχει δώσει στο λιμάνι την προέχουσα θέση σε οποιοδήποτε αναπτυξιακό μοντέλο της Θεσσαλονίκης. Η ιστορία έχει αναδείξει τη Θεσσαλονίκη ως ένα πολύ μεγάλο λιμάνι. Η Έκθεση ως θεσμός πολύ νεώτερος, αλλά και αυτός με ιστορικές αναγωγές είναι ένα πλεονέκτημα που η Θεσσαλονίκη κινδυνεύει να χάσει, όχι μόνο σε σχέση με το εξωτερικό, αλλά σε σχέση με την Αθήνα.
Η Ζώνη Καινοτομίας είναι πράγματι ένα δίκτυο που βασίζεται στο Πανεπιστήμιο, στα ερευνητικά κέντρα, στους ανθρώπους, στο νοητικό κεφάλαιο. Αυτές είναι οι πηγές, οι ενδογενείς πόροι ανάπτυξης. Οι άνθρωποι, οι ικανότητές τους, η δουλειά τους, το μυαλό τους και η γη, με ό,τι σημαίνει «γη». Γη δεν σημαίνει μόνον real estate, οικιστική ανάπτυξη. Σημαίνει εμπράγματη μνήμη και σημαίνει δυνατότητες, αξίες και υπεραξίες οι οποίες διαμορφώνονται συνεχώς. Αυτά τα δύο λοιπόν πρέπει να τα συσχετίσουμε στο έπακρο, σε όλη τη χώρα και στη Θεσσαλονίκη, εστιάζοντας κάθε φορά σε κάποια πράγματα. Δεν πρέπει να πέφτουμε θύματα ενός μαξιμαλισμού που δεν οδηγεί πουθενά, αλλά ούτε και μιας μυωπικής προσέγγισης που δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε το όλον.
Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, πρέπει να κοιτάζει τα πράγματα μέσα στα συμφραζόμενά τους τα πανελλήνια, τα νοτιοανατολικοευρωπαϊκά, τα ευρωπαϊκά, τα μεσογειακά. Μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό. Η Θεσσαλονίκη είναι μια κατεξοχήν μεσογειακή πόλη και η Πλατεία Αριστοτέλους μία από τις ωραιότερες μεσογειακές πλατείες. Πρέπει όμως να σκέφτεται με έναν πιο πρακτικό τρόπο. Συζητώντας συνεχώς για τα πολύ μεγάλα, εγκαταλείπουμε τα μεσαία και τα μικρά και δεν κάνουμε αυτά τα βήματα που πρέπει να γίνουν, τα οποία μπορούμε να τα κάνουμε, και στην Έκθεση και στη Ζώνη Καινοτομίας.
Στο λιμάνι, επίσης, είδα ότι έχουν γίνει πολλά πράγματα και μπορούν να γίνουν και άλλα καθοδόν προς κινήσεις πιο δραστικές που συνδέονται με τους στόχους του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
* * *
Εγώ θέλω να σας πω την αλήθεια, γιατί η χώρα βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο, μέσα σε μία Ευρώπη που παραπαίει και ταλανίζεται. Διέρχεται μία βαθιά κρίση νομισματικής, χρηματοοικονομικής, αναπτυξιακής πολιτικής και θεσμικής ταυτότητας και αν θέλουμε να σώσουμε την τοπική οικονομία, τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή ως οικονομική οντότητα και ως αναπτυξιακή προοπτική, πρέπει να σώσουμε τη χώρα και για να σώσουμε τη χώρα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα και ποιες είναι οι άμεσες σωστικές κινήσεις που πρέπει να γίνουν.
Πρώτη σωστική κίνηση είναι να λέμε την αλήθεια και στον εαυτό μας και μεταξύ μας. Να αναλαμβάνουμε την ευθύνη και τη διακινδύνευση, το ρίσκο δηλαδή. Να ξέρουμε τι γίνεται, να έχουμε γνώση των συσχετισμών των δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Να διατηρήσουμε την αυτονομία της πολιτικής και τις εγγυήσεις των δημοκρατικών θεσμών και βεβαίως να έχουμε ανθρώπους ικανούς να κρατάνε γερά το τιμόνι, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους στα μεγάλα και σε τίποτε που είναι μικρότερο από αυτά.
Αυτό που συμβαίνει γύρω μας ήταν δυστυχώς μοιραίο, υπό την έννοια ότι τα μεγάλα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πάντα γίνονται μ’ έναν πολύ περίεργο τρόπο τα τελευταία 60 χρόνια, ιδίως από το 1977 και μετά, οπότε και άρχισε πιο γρήγορα η εξέλιξη προς θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με τη λεγόμενη νέα ενιαία πράξη.
Υπάρχει μια περίοδος επώασης, αδράνειας, αμηχανίας. Μετά, ξαφνικά υπάρχει ένας πολιτικός βολονταρισμός σε επίπεδο ηγετών, αναλαμβάνεται μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία και αφ’ ης στιγμής αναληφθεί αυτή η μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία, τίθεται σε αμφισβήτηση, μετριάζεται, απονευρώνεται σε τεχνικό επίπεδο, τίποτε δεν ολοκληρώνεται και στη συνέχεια αυτό που έχει μείνει ανολοκλήρωτο, βρίσκεται εκτεθειμένο σε πιέσεις, σε κινδύνους, σε κερδοσκοπίες, σε αμφισβητήσεις, σε σκοπιμότητες, χωρίς να υπάρχει ένας οργανωμένος θεσμικός έλεγχος.
Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, όπως απέρρεε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, οδήγησε δέκα χρόνια αργότερα, το 2000, στο κοινό νόμισμα, στη ζώνη του ευρώ. Αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα γιατί είναι ένα βήμα κυριαρχίας, το νόμισμα είναι βασικό στοιχείο κυριαρχίας.
Θα περίμενε κανείς πολύ σημαντικά βήματα πολιτικής και θεσμικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, μια άλλη αντίληψη για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ο οποίος είναι μόλις το 1% -ούτε καν- του κοινοτικού ΑΕΠ, μια άλλη αντίληψη για το μοντέλο ανάπτυξης και την εσωτερική συνοχή, μια άλλη αντίληψη για το ενδοκοινοτικό εμπόριο, μια άλλη αντίληψη για το πώς οι χώρες της σύγκλησης θα ενταχθούν στο όλο οικοδόμημα.
Θυμάστε ότι το επόμενο βήμα ήταν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και ότι αυτό εγκαταλείφθηκε και υποκαταστάθηκε από μια μεταβατική Συνθήκη, τη Συνθήκη της Λισαβόνας, επειδή οι ευρωπαϊκοί λαοί δε θέλησαν να ολοκληρωθεί η ζώνη του ευρώ μ’ ένα αντίστοιχο βήμα θεσμικού και πολιτικού επιπέδου;
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πολιτικό και θεσμικό κενό να κληθεί να το καλύψει κατ’ ανάγκην το μόνο όργανο που μπορούσε ν’ ασκήσει αυτή την κοινή πολιτική, τη νομισματική δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καταστατικά προσανατολισμένη στη σταθερότητα των τιμών, γιατί αυτός ήταν ο σκοπός της, δε μπορούσε και δε δικαιούται ν’ ασκεί άλλες πολιτικές οι οποίες θέλουν άλλου τύπου πολιτική υποστήριξη και αποφασιστικότητα και νομιμοποίηση όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ όπου υπάρχει το ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, το κογκρέσο, υπάρχει μια σκληρή ομοσπονδιακή φορολογία και μια Δικαιοσύνη η οποία στηρίζει το οικοδόμημα με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τη δική της, την ειδική, την έκκεντρη οπτική γωνία προσπαθεί να καθοδηγήσει το οικοδόμημα αυτό, το οποίο όμως δεν υπάρχει συνολικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τώρα να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή κρίση η οποία είναι απόλυτη.
Είναι κρίση δημοσιονομική, κρίση ρευστότητας, κρίση ρευστότητας των κρατών, των τραπεζικών συστημάτων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, είναι κρίση χρέους σε πάρα πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι κρίση πίστης τελικά, πιστοληπτικής ικανότητας και γενικότερα πίστης, τραπεζικής και εμπορικής, τελικά και δημοσιονομικής.
Είναι κρίση φερεγγυότητας και τώρα πρέπει να ληφθούν πολύ μεγάλες αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές θα ληφθούν πάλι στο επίπεδο της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Δε μπορούν εκ των πραγμάτων, ελλείψει θεσμικού πλαισίου να ληφθούν αποφάσεις συνολικές που αφορούν την πολιτική διακυβέρνηση, αποφάσεις που έχουν σχέση με το μοντέλο ανάπτυξης, με την οικονομική πολιτική γενικότερα, με τη φορολογική πολιτική στο μέτρο που δεν είναι στενά δεμένη με τους δημοσιονομικούς στόχους.
Άρα, πάλι θα υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κενό, ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Και φτάσαμε στο να ζητούν οι αγορές από την Ευρώπη να ολοκληρώσει το μετέωρο βήμα ή να πάρει αποφάσεις που τη συγκροτούν, ή να δει τι άλλο μπορεί να κάνει.
Τα ιστορικά βήματα μπορούν να γίνονται μόνο προς τα εμπρός, δεν μπορούν να γίνουν ιστορικά βήματα προς τα πίσω, είναι ολέθριες οι εξελίξεις όταν γίνονται βήματα προς τα πίσω. Η ευρωπαϊκή ήπειρος έχει αίσθηση αυτού του πράγματος, ιστορική μνήμη, και έχει μνήμη και της σημασίας που έχει η συνεργασία της με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στην ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τον Οκτώβριο, το μεγάλο θέμα ήταν αυτό, ο κώδωνας κινδύνου που χτύπησε ήταν αυτός: ότι πρέπει να υπάρξει οργανωμένη συνεργασία της ευρωζώνης και των ΗΠΑ προκειμένου ν’ ανακοπεί η κρίση και να τεθεί υπό έλεγχο.
Αλλά, αυτά τα έχω ακούσει πολλές φορές και τα είδα γραμμένα στα συμπεράσματα της Συνόδου του G-20 το 2008, στην αρχή της κρίσης, όταν στην Ελλάδα επικρατούσε η αντίληψη ότι είμαστε όαση περιφραγμένη και ότι δεν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουμε τέτοια προβλήματα και όταν ο Gordon Brown προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και αν υπήρχε G-30 θα είχε καλέσει και την Ελλάδα που κατείχε τότε την 27η θέση στην παγκόσμια οικονομία σε όγκο, αλλά τίποτα απ’ όλα όσα αποφασίστηκαν εκεί για τους κανόνες παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης δεν έγινε πράξη, τίποτα.
Και τώρα αυτό που παρακολουθούμε είναι μια κρίση αξιοπιστίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πολύ σοβαρή, μία υποκατάσταση των λειτουργιών της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μία πλήρη παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις εργασίες της Ευρωζώνης και μια κρίση που επεκτείνεται διαρκώς όχι σε χώρες της περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, αλλά σε χώρες του σκληρού πυρήνα που από μόνες τους καλύπτουν όχι το 2% του δημοσίου χρέους όπως εμείς, αλλά το 40%. Η Ιταλία μόνη της έχει το 25% του δημοσίου χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ισπανία το 15%. Και βλέπετε την υποβάθμιση του Βελγίου, που είχε περάσει πριν από 15 χρόνια την περιπέτεια της μεγάλης προσαρμογής του χρέους.
Βλέπετε την αγωνία όλων των κυβερνήσεων, στην πραγματικότητα την κατάρρευση των ιδεολογικών και πολιτικών ταυτοτήτων, γιατί σημασία δεν έχει σε ποια μεγάλη πολιτική οικογένεια ανήκεις, αλλά αν η μοίρα ήταν έτσι ώστε να τύχει να είσαι κυβέρνηση ή αντιπολίτευση τη στιγμή της οξείας κρίσης. Και αυτό θέτει ένα πρόβλημα δημοκρατίας, ένα πρόβλημα πολιτικής, ένα πρόβλημα διαφάνειας.
Οι λαοί κάνουν τις επιλογές. Οι λαοί διαλέγουν τις κυβερνήσεις τους και εγκρίνουν ή απορρίπτουν πολιτικές. Ο συσχετισμός των δυνάμεων στην Ευρώπη δεν είναι συσχετισμός τραπεζικός ή χρηματοοικονομικός ή θεσμικός, είναι και πολιτικός, λαϊκός, και πρέπει να δει κανείς πώς διαμορφώνεται η κατάσταση σε μία Ευρώπη των κρατών και των λαών που ψηφίζουν και ψηφίζουν με συγκεκριμένο τρόπο και θέλουν συγκεκριμένες λύσεις.
Αλλά εδώ υπάρχει ένα δίλημμα: Πού αρχίζει και πού τελειώνει ο οικονομικός πατριωτισμός σε εθνικό επίπεδο και πού αρχίζει και πού τελειώνει ο ευρωπαϊκός πατριωτισμός; (αν υπάρχει τέτοιος και κινδυνεύει να μην υπάρχει, γιατί για να έχεις πατριωτισμό πρέπει να έχεις ένα διακύβευμα, ένα όραμα, κάπου να πιστεύεις, κάτι να σε δελεάζει, κάτι να σε προτρέπει, για κάτι να έχεις να αγωνιστείς).
Άρα, χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα κοινό νόμισμα. Χρειάζεται κάτι το οποίο να έχει τη δική του βέβαια υλική υπόσταση αλλά να έχει και ένα στοιχείο το οποίο είναι περισσότερο ιστορικό και συναισθηματικό.
Εμείς έχουμε βρεθεί στη χειρότερη δυνατή κατάσταση τη χειρότερη ώρα. Και, βεβαίως, η ευθύνη είναι πρωτίστως και κατά βάση μία ευθύνη του πολιτικού συστήματος, των κυβερνήσεων, όλων αυτών που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, που ασκούν επιρροή, που έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στο λαό, που τον επηρεάζουν, που τον διαπαιδαγωγούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Πρέπει να κάνουμε τώρα μία ιστορική αναψηλάφηση των τελευταίων 60 ετών, γιατί υπό δημοκρατικές συνθήκες, με εξαίρεση τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, η χώρα βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση της μετά το 1949, μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Το στοίχημα είναι εάν θα διαφυλάξουμε το επίπεδο ζωής και ανάπτυξης, το επίπεδο εισοδημάτων και περιουσιών και το επίπεδο των προοπτικών με εκπτώσεις, προκειμένου να βρούμε μια πιο στέρεα αφετηρία και να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, αλλά πάντως μέσα στην αντίληψη που έχει διαμορφωθεί μετά τη διαμόρφωση της ΟΝΕ και την ένταξη της χώρας στο ευρώ ή αν θα χάσουμε το πάτωμα και θα πάμε πολλές δεκαετίες πίσω.
Δεν το καταλαβαίνει αυτό ο κόσμος. Το λέω και το ξαναλέω, αλλά δεν έχω την αίσθηση ότι το καταλαβαίνει. Δεν το πιστεύει. Δεν πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Σου λέει: «κάτι θα γίνει, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να το πούμε ακριβώς, αλλά δεν είναι δυνατόν να αφεθεί να γίνει αυτό». Κι αυτό είναι μια εξήγηση αισιόδοξη, ορθολογική θα έλεγα.
Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι μπορεί η Ευρώπη να αφεθεί να κατρακυλήσει δεκαετίες πίσω; Η Ευρώπη, η πιο πλούσια και προνομιακή περιοχή του κόσμου, η πιο ισχυρή περιφερειακή οικονομία, με τη μεγαλύτερη ιστορία, με το μεγαλύτερο πολιτισμό, με τις μεγαλύτερες ευαισθησίες, με τις δημοκρατικές κατακτήσεις, και είναι λογικό αυτό. Κάποια έμπνευση, κάποια απόφαση, κάποια κίνηση θα γίνει και θα σωθεί η Ήπειρος.
Υπάρχει όμως το ατύχημα. Υπάρχουν καθυστερήσεις, υπάρχουν μη ελεγχόμενες καταστάσεις. Ο πόλεμος που διεξάγεται είναι ασύμμετρος. Δεν έχεις απέναντί σου οργανωμένες οντότητες. Δεν είναι κράτη με κράτη. Δεν είναι διεθνείς οργανισμοί με διεθνείς οργανισμούς. Είναι κράτη με αγορές, με αρίθμιστες τις οντότητες των αγορών. Λειτουργούν κανόνες που δεν τους ελέγχει κανένα κράτος, κανένα διεθνές νομικό σύστημα.
Είναι πολλοί αυτοί που λένε: «Αφού το κράτος -τα κράτη γενικά- για να διαμορφώσει το κυρίαρχο χρέος και να διαθέσει τα κρατικά ομόλογα και τα έντοκα γραμμάτια καταφεύγει στις αγορές, οφείλει να λάβει πάρα πολύ σοβαρά υπόψη του τις αγορές. Αφού αναζητά κεφάλαια και στην πραγματικότητα υποθηκεύει μελλοντικούς πόρους, μελλοντικά έσοδα προκειμένου να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη ή την κατανάλωση, εάν έχει κάνει ένα ιστορικό λάθος, όπως κάναμε εμείς, οφείλει να δίνει εξηγήσεις στις αγορές, γιατί αλλιώς δεν θα βρει τα κεφάλαια που χρειάζονται». Ναι, αλλά πρέπει να υπάρχουν κανόνες. Αυτοί οι κανόνες παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης δεν υπάρχουν, και αυτό είναι το τραγικό φαινόμενο που βιώνουν όλοι.
Εμείς, λοιπόν, σ’ αυτή τη φάση βρισκόμαστε και πρέπει σ’ αυτά να δώσουμε απαντήσεις. Αν αυτά τα απαντήσουμε σωστά, τότε θα έχουν νόημα και όλα όσα είπαμε προηγουμένως. Θα σώσουμε την πραγματική οικονομία.
Μου λένε πολύ συχνά:
«Πολύ καλά όλα αυτά που κάνετε για το δημόσιο χρέος, για την εφαρμογή της απόφασης της 26ης Οκτωβρίου, για το νέο πρόγραμμα στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,
» Πολύ καλό είναι να πάρουμε 240 δισεκατομμύρια ευρώ από τους θεσμικούς μας εταίρους ως βοήθεια, ως υποκατάσταση δηλαδή του χρέους μας προς ιδιώτες,
» Καλό είναι να μειώσουμε το χρέος που κατέχουν οι ιδιώτες κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα 206 να πάμε στα 100,
» Καλό είναι να πετύχουμε μείωση του δημοσίου χρέους κατά 47 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
» Καλό είναι να μειωθούν οι τόκοι που πληρώνουμε κάθε χρόνο (θα μειωθούν το 2012 αν όλα πάνε καλά, κατά 5,1 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με αυτό που θα πληρώναμε αν δε γινόταν το περιβόητο PSI).
» Αλλά η ανεργία αυξάνει, η ρευστότητα μειώνεται, η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική, οι φορολογικές υποχρεώσεις αυξάνονται και το κράτος γίνεται πιο απαιτητικό, ακόμη και απέναντι σ’ αυτούς που ποτέ δεν έχουν πληρώσει, ή ποτέ δε διανοήθηκαν ότι θα πληρώσουν. Και είναι λίγοι αυτοί που πληρώνουν. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι αδικούνται αφόρητα από ένα φορολογικό σύστημα το οποίο κατ’ όνομα μόνο είναι σύστημα, είναι μια χύμα, ανοργάνωτη και άδικη κατάσταση επί δεκαετίες τώρα».
Ποτέ δεν πίστευε κανείς ότι θα έχουμε συλλήψεις μεγάλων οφειλετών, δημοσιοποίηση ονομάτων, άρση του τραπεζικού απορρήτου, δημοσιοποίηση αυτών που χωρίς να δικαιολογείται από το εισόδημα ή την περιουσία τους, εξήγαγαν μεγάλα ποσά στο εξωτερικό, συμφωνία με την Ελβετία για τις καταθέσεις ελληνικής προέλευσης. Δεν το πίστευε κανείς. Κι όμως αυτά γίνονται, έγιναν. Νομοθετήθηκαν, προχωρούν. Θα αποδώσουν. Και θα υπάρξει και το νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα κατά τη διάρκεια του βίου της κυβέρνησης αυτής γιατί ευτυχώς υπάρχει ευρεία σύμπτωση απόψεων επί της αρχής, επί των βασικών αρχών μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας.
Με ρωτούν: «Πώς θα λυθεί το πρόβλημα αυτό; Πώς θα βοηθήσουμε τις επιχειρήσεις να μην κλείσουν όταν υπάρχουν μεγάλοι τομείς οι οποίοι αυτή τη στιγμή κλονίζονται, όταν έχεις μια πτώση στην οικοδομική δραστηριότητα της τάξεως του 65%, 70% και όλο το κύκλωμα της οικοδομής χειμάζεται; Τι θα κάνεις με τα λιανικό εμπόριο, με τόσες μικρές επιχειρήσεις που αναγκάζονται να κλείσουν, εκεί που υπάρχει μεγάλος αριθμός απασχολουμένων σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με οικογένειες που δουλεύουν, με συμβοηθούντα μέλη, με άτυπες εργασιακές σχέσεις, με μια ελαστική αγορά εργασίας που δε φαίνεται, γιατί δεν είναι η νόμιμη όψη της αγοράς εργασίας, πέραν των όσων έχουμε κάνει για τη νόμιμη αγορά εργασίας»;
Και επειδή αυτά είναι το καθημερινό πρόβλημα που έχουμε, ο καθημερινός μας εφιάλτης και η αγωνία, απαντώ: Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο, ό,τι σημαντικότερο, ό,τι πιο άμεσο, ό,τι πιο πρακτικό μπορούμε για να βοηθήσουμε την πραγματική οικονομία, το μικρό και μεσαίο επιχειρηματία, αυτόν που έχει πρόβλημα με τις Τράπεζες, αυτόν που έχει πρόβλημα με τα Ασφαλιστικά Ταμεία, αυτόν που αγωνίζεται να επιβιώσει, τον εργαζόμενο που ρωτάει εάν ο εργοδότης του θ’ αντέξει, τον άνεργο που ψάχνει να βρει μια ευκαιρία, το παιδί που τελειώνει το Πανεπιστήμιο και δε βρίσκει δουλειά και νιώθει ότι τον διώχνει η χώρα, το συνταξιούχο που βλέπει να μειώνεται η σύνταξή του έστω λίγα ευρώ, αλλά ούτως ή άλλως μικρή σύνταξη ήταν ή μεσαία και θεωρεί ότι ώσπου να τελειώσει η ζωή του, μπορεί αυτό να μην αποκατασταθεί.
Το σημαντικότερο που έχουμε να κάνουμε για να τους βοηθήσουμε όλους αυτούς πρακτικά και άμεσα, είναι να εφαρμόσουμε την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κάθε μέρα καθυστέρησης, είναι εγκληματική εις βάρος της χώρας, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο εμφανίζεται αυτή η καθυστέρηση.
Κάναμε τεράστια προσπάθεια για να φτάσουμε στην απόφαση αυτή. Ψηφίσαμε δύσκολους νόμους, ξαναψηφίσαμε, δώσαμε εξετάσεις, διαπραγματευθήκαμε. Επιβαρύναμε το λαό μας. επιβάλλαμε πολύ σκληρά μέτρα για να σώσουμε την οικονομία και τελικά όλες οι επιχειρήσεις κι όλα τα νοικοκυριά, το επίπεδο ζωής. Και το καταφέραμε αυτό, σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Αλλά τα λεφτά είναι πολλά, όπως έλεγε μια παλιά ελληνική ταινία. Είναι 240 δισεκατομμύρια ευρώ. Μιλάμε όλοι για την έκτη δόση. Η έκτη δόση είναι 8 δισεκατομμύρια ευρώ και θα φύγει αμέσως σε εξόφληση υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου.
Η έβδομη δόση ξέρετε πόσο είναι; Η δόση που πρέπει να καταβληθεί από το νέο πρόγραμμα πριν το PSI μέχρι τέλη Φεβρουαρίου; 80 δισεκατομμύρια ευρώ! Και επειδή πρέπει να καταβληθούν μαζί και 9 δισεκατομμύρια ευρώ από το παλαιό πρόγραμμα που έχουν περισσέψει, είναι 89 δισ. ευρώ. Και επειδή πρέπει να δοθεί και μια προσωρινή εγγύηση για τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του PSI, της ανταλλαγής των ομολόγων, η οποία βεβαίως θα δοθεί και στη συνέχεια θ’ αποσυρθεί γιατί θα έχει εκπληρώσει το σκοπό της, και αυτή είναι 35 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου, σ’ αυτά τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου που σας είπα, πρέπει να προσθέσω άλλα 35. Είναι 125 τα δισεκατομμύρια ευρώ της όγδοης δόσης, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικό χρήμα ή εγγυήσεις.
Σε σχέση με τη δύναμη πυρός που αυτή τη στιγμή διαθέτει το EFSF για ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Ιταλίας, της Ισπανίας, του Βελγίου, των άλλων χωρών του προγράμματος, όπως είναι η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, ή άλλων χωρών που μπορεί να εμφανιστούν να ζητούν τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, απευθείας ή μέσω ευρωπαϊκών θεσμών με παράκαμψη, είναι πάρα πολλά. Δεν πρέπει να έχουν και αυτοί τη βεβαιότητα ότι έχουν έναν συνομιλητή στην Ελλάδα; Ότι αυτά που λέμε τα εννοούμε; Ότι υπάρχει συνέχεια του κράτους; Ότι και πριν τις εκλογές και μετά τις εκλογές αυτά που έχουμε υπογράψει τα εννοούμε και δεσμευόμαστε από το νέο πρόγραμμα και τη νέα δανειακή σύμβαση;
Θα μου πείτε, ήταν σωστές οι προβλέψεις του Μαΐου του 2010 που έκανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Όχι. Αλλά έπρεπε να πάρουμε πολύ μεγάλα κονδύλια για να σώσουμε τη χώρα. Και έχουμε πει πολλές φορές ότι υπάρχουν δυο διαφορετικά επίπεδα:
- Το επίπεδο των διαρθρωτικών αλλαγών: Αναδιάρθρωση, ιδιωτικοποιήσεις, αλλαγή στην αγορά εργασίας, άνοιγμα επαγγελμάτων, αλλαγή του φορολογικού συστήματος, επιτάχυνση της Δικαιοσύνης, αλλαγή στην Παιδεία, μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, μείωση γενικά της δαπάνης για την υγεία η οποία κινείται ανεξέλεγκτα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα (για χώρες που έχουν πολύ υψηλότερο επίπεδο υγείας από μας, η δαπάνη είναι αισθητά μικρότερη). Ποιος έχει αντίρρηση γι’ αυτά; Περιμέναμε την τρόικα να έρθει να μας τα επιβάλλει; Αυτά έπρεπε να τα είχαμε κάνει προ πολλού. Έστω υπό πίεση τα κάνουμε τώρα. Υπάρχει αντιπρόταση γι’ αυτό σοβαρή; Δεν υπάρχει.
- Το δεύτερο επίπεδο είναι η δημοσιονομική προσαρμογή. Σε δυο χρόνια μας ζήτησαν να κάνουμε μια κολοσσιαία δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτό βεβαίως υπό συνθήκες ύφεσης που έχει αρχίσει από το 2008 με ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Το 2012 θα έχουμε για πέμπτη συνεχή χρονιά ύφεση, 15% σωρευτική ύφεση. Η ύφεση αυτή υπάρχει μόνο σε μη ειρηνικές περιόδους. Με αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους (από τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009, στα 17 δισ. ευρώ και πλέον το 2011). Ήταν μια προσαρμογή βίαιη που ήθελε φορολογικά μέτρα και άλλα φορολογικά μέτρα και θα μπορούσαμε πράγματι να έχουμε εστιάσει την προσοχή μας σε μια άλλη αντίληψη για τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αλλά δεν τα διαμορφώνουμε αυτά μόνοι μας.
Γι’ αυτό πάντα υπολογίζω το πρωτογενές έλλειμμα. Το πρωτογενές έλλειμμα ξεκίνησε από 24 δισ. ευρώ το 2009 και είναι φέτος 4 δισ. ευρώ. Έγινε προσαρμογή 20 δισ. ευρώ στο πρωτογενές έλλειμμα αυτούς τους μήνες. Στο πρωτογενές, όχι στο κόστος διαχείρισης του δημοσίου χρέους, στο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Και θα πάμε σε πρωτογενές πλεόνασμα -πρώτα ο Θεός- το 2012. Έστω μικρό, έστω 2 δισ. ευρώ και κάτι, αλλά σε πρωτογενές πλεόνασμα.
Και τώρα, έχοντας δώσει αυτές τις εξετάσεις, μπήκαμε στη συζήτηση στην οποία μακάρι να είχαμε μπει νωρίτερα, αλλά έπρεπε να ωριμάσουν οι συνειδήσεις και οι συνθήκες και οι αντιλήψεις περί μείωσης του δημοσίου χρέους με το PSI. Διότι η συμφωνία -το έχω πει πολλές φορές- είναι πολύ απλή. Σου λένε: «εμείς θα στηρίξουμε ζητήματα διαχείρισης δημοσίου χρέους, εσείς μειώστε το έλλειμμα».
Αλλά εμείς παράγουμε χρέος έχοντας δημοσιονομικό έλλειμμα. Εξακολουθούμε να σωρεύουμε χρέος. Άρα, αυτός ήταν ο φαύλος κύκλος που έπρεπε να σπάσει. Και τώρα είμαστε ένα βήμα πριν από αυτό. Πρέπει στις 29 Νοεμβρίου, για τρίτη φορά να πάω στο Eurogroup και να πείσω τους άλλους 16 Υπουργούς Οικονομικών (εκ των οποίων ήδη οι δύο έχουν αλλάξει από τις 7 Νοεμβρίου μέχρι σήμερα: η Ισπανίδα συνάδελφος αντικαταστάθηκε και ο Ιταλός συνάδελφος) για την εκταμίευση της έκτης δόσης.
Το κάναμε μία φορά στις 21 Οκτωβρίου, πριν από τη Σύνοδο Κορυφής που ελήφθη η απόφαση για την εκταμίευση, μια δεύτερη φορά στις 7 Νοεμβρίου, αλλά τότε υπήρχε η εκκρεμότητα της επιλογής του Πρωθυπουργού και της αποστολής των επιστολών. Και τώρα, στις 29 Νοεμβρίου, πρέπει ν’ αξιολογηθούν οι δεσμεύσεις, που θέλω να ελπίζω ότι θα αξιολογηθούν θετικά. Όλες οι ενδείξεις είναι καλές.
Κι εγώ υπογράφω για δεύτερη φορά τα ίδια γράμματα δέσμευσης μαζί με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Υπουργός Οικονομικών της νέας Κυβέρνησης πια, με το ίδιο περιεχόμενο, προκειμένου στις 12 Δεκεμβρίου, μετά τη Σύνοδο Κορυφής, ν’ αρχίσει η διαπραγμάτευση για το νέο πρόγραμμα, το περιεχόμενο του οποίου είναι εν πολλοίς έτοιμο, γιατί ταυτίζεται με την πέμπτη αναθεώρηση του παλαιού προγράμματος.
Πρέπει να διαμορφώσουμε τη δανειακή σύμβαση, να τη φέρουμε στη Βουλή, να ψηφιστεί από τη Βουλή, με πλειοψηφία 257 Βουλευτών -αν υπολογίσει κανείς και δυο που απουσίαζαν δικαιολογημένα στην ψηφοφορία εμπιστοσύνης- για να εκταμιευθούν τα ποσά που χρειάζονται για την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών Τραπεζών που είναι 40 δισεκατομμύρια ευρώ (30 από αυτά συν τα 10 του παλαιού προγράμματος), να εκταμιευθούν τα ποσά που χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουμε το PSI, άλλα 30 για να συντελεστεί το PSΙ το οποίο, η απόφαση του Οκτωβρίου το θέλει εθελοντικό με στόχο μείωση 50%, έτσι ώστε το 2020 το χρέος να μην είναι μεγαλύτερο από 120% του ΑΕΠ -απλώς να σας πω ότι τώρα το μέσο επίπεδο δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης είναι 90%, όχι 60% που λέει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το Σύμφωνο Σταθερότητας- για να μπορέσουμε να πορευθούμε στην εκταμίευση και άλλων 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία εάν δεν γινόταν το PSI θα τα δίναμε για εξόφληση ληγόντων ομολόγων, ενώ τώρα μπορούμε να πληρώσουμε ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, να επιστρέψουμε ΦΠΑ, να χρηματοδοτήσουμε λίγο πιο γενναιόδωρα το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, να κινηθεί η αγορά, ν’ αλλάξουν τα επίπεδα ρευστότητας.
Και σώζοντας τις τράπεζες, θέλουμε να γυρίσουν οι καταθέσεις, γιατί έχει μειωθεί κατά 80 δισεκατομμύρια ευρώ η ρευστότητα από τις καταθέσεις, από την αρχή της κρίσης, να καταλάβουν οι Έλληνες ότι έχουν το ασφαλέστερο και το πιο υγιές τραπεζικό σύστημα για το οποίο ο ελληνικός λαός εγγυάται, όχι προς όφελος κάποιων ιδιωτών, αλλά προς όφελος της εθνικής οικονομίας, των ίδιων των καταθέσεων και της αναπτυξιακής λειτουργίας της Τράπεζας μέσω των δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, για να γυρίσει ο τροχός αυτός και ν’ ανοίξει το παράθυρο ευκαιρίας για την επόμενη μέρα.
Για να μπορέσει να φανταστεί κανείς ότι έχει νόημα ν’ ασχολείται με όλα αυτά, δηλαδή να ξαναδουλέψει η αγορά, ο καταναλωτής να νιώσει ξανά ελεύθερος να διαθέσει το μικρότερο, αλλά σημαντικό ακόμη, διαθέσιμο εισόδημά του για τα διεθνή δεδομένα και για τα δεδομένα όλης μας της περιοχής. Αλλιώς, αντιληφθείτε το Σλοβάκο που καλείται να δανείσει την Ελλάδα και έχει πολύ μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, ή το Σλοβένο. Σκεφτείτε ότι εμείς καταφύγαμε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με επιτόκια δανεισμού των δεκαετών ομολόγων μας μικρότερα κατά 1% απ’ ό,τι αυτή τη στιγμή δανείζεται η Ιταλία και κατά 0,80% απ’ ό,τι αυτή τη στιγμή δανείζεται η Ισπανία.
Λοιπόν, το στοίχημα της επόμενης μέρας για όλα, για την Ευρώπη, για την Ελλάδα, για τη Θεσσαλονίκη, για τη Βόρεια Ελλάδα, για την περιοχή, για όσα αγαπάμε και φανταζόμαστε και ελπίζουμε, είναι αυτό:
- Να ξέρουμε τι συμβαίνει. Και ξέρουμε. Αλλά βεβαίως για να έχουμε λόγο πειστικό στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, πρέπει να είμαστε συνεπείς στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις μας. Μόλις είμαστε συνεπείς, αμέσως ανοίγουν οι διαδικασίες και μας ακούν με πολύ μεγάλη προσοχή.
- Να νιώσει ο πολίτης ότι όπου υπάρχουν αδικίες, αυτές θα θεραπευθούν, ότι δεν την πληρώνει πάντα ο μικρός και ο μεσαίος, ο μισθωτός, ο συνταξιούχος.
- Να νιώσει ο επιχειρηματίας ότι δεν παρεμποδίζεται από πολύ συγκεκριμένα δίκτυα επιρροής που ελέγχουν τα πάντα, ότι είναι ανοιχτή η πρόσβαση, με κανόνες διαφάνειας και ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού. Και αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη των κομμάτων, του πολιτικού συστήματος.
- Να νιώσει ο Έλληνας ότι λειτουργεί η Δικαιοσύνη στον τόπο.
Όλα πρέπει να γίνουν άμεσα. Και λυπάμαι πολύ που δεν έχουμε μπορέσει και εμείς τα τελευταία δύο χρόνια και τους τελευταίους πέντε μήνες που έχω αναλάβει την κρίση στην πιο ακραία της μορφή, να κάνουμε όλα όσα πρέπει και όλα όσα θέλουμε εγκαίρως, αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μεγάλες είναι οι δυσκολίες και κάθε μέρα τι προβλήματα έχεις να αντιμετωπίσεις και τι περισπάσεις και τι αντιφάσεις και τι ανεξέλεγκτες προκλήσεις.
Πρέπει να πούμε την αλήθεια, όπως είπα κατ’ επανάληψη. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο τώρα ούτε για δημαγωγίες ούτε για ρητορείες ούτε για λαϊκισμούς ούτε για να παριστάνεις την αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση ή τη συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση. Πάνε αυτά. Είναι κατανοητό ότι δεν υπάρχουν αυτά, ότι υπάρχει μία γραμμή σταθερή εθνική για να μπορούμε να πάρουμε μέρος στο νέο ευρωπαϊκό συσχετισμό και να επηρεάσουμε όσο μπορούμε μαζί με άλλες χώρες και άλλους λαούς και άλλα έθνη τις καταστάσεις προς μία πιο δίκαιη, πιο ορθολογική και πιο διαφανή κατεύθυνση, πιο ευαίσθητη κοινωνικά, πιο διαφανή θεσμικά.
Άρα, το στοίχημα της επόμενης ημέρας είναι αυτό, το στοίχημα της ηγεσίας, το στοίχημα της κοινωνίας, το στοίχημα των ανθρώπων που αγαπούν την πατρίδα τους και που ξέρουν ότι έχουν ένα μικρό μερίδιο, πολύ μικρό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτήν. Εκεί θα τοποθετηθούμε και εμείς εδώ ως πολίτες της Θεσσαλονίκης, με τους θεσμούς και τις δυνατότητες που έχουμε, ομονοώντας, σκεπτόμενοι ότι πρέπει μερικά πράγματα να τα αντιμετωπίζουμε πρακτικά, ήρεμα, αποφασιστικά, χωρίς να ανακυκλώνουμε τις ίδιες και τις ίδιες συζητήσεις, χωρίς λόγο κατά τη γνώμη μου, γιατί όλα αυτά μας καθηλώνουν και μεταφέρουν και το δικαίωμα της απόφασης εκτός της πόλης και της περιοχής.
Θέλω λοιπόν να σας καλέσω να τα σκεφτείτε όλα αυτά, διότι εάν απλώς ακολουθούμε τη φωνή της ενστικτώδους και πρωτοβάθμιας αντίδρασης και βλέπουμε τι γίνεται, πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα, δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε τις δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται και να κάνουμε τους ψύχραιμους χειρισμούς που οφείλουμε να κάνουμε. Θέλει λίγο πιο ψύχραιμη και στρατηγική προσέγγιση για να διαχειριστούμε μια κρίση, η οποία –το ξαναλέω– είναι πολεμικού χαρακτήρα. Και θα δείτε ότι θα τα βγάλουμε πέρα.
Δεν έχω δηλώσει ποτέ ότι είμαι αισιόδοξος. Λέω πάντα ότι είναι υποχρεωτικό να έχουμε έναν τόνο αισιοδοξίας, γιατί πρέπει να καταπολεμήσουμε τη μιζέρια και την ηττοπάθεια. Όταν είσαι μίζερος και ηττοπαθής, όταν απλώς διαμαρτύρεσαι και γκρινιάζεις, δεν κάνεις ούτε μεγάλη πολιτική ούτε έχεις συνείδηση της ιστορίας, και πάντα υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο είναι ηθικό, συναισθηματικό.
Υπάρχει ένα στοιχείο πατριωτικό. Πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια να σώσουμε τη χώρα, και θα το πετύχουμε αυτό. Πρέπει να πιστέψετε σ’ αυτό, γιατί αυτό είναι η μόνη λύση για τις δουλειές μας, για τις επιχειρήσεις μας, για τα παιδιά μας, για τα νοικοκυριά μας, για τα εισοδήματα, για τις περιουσίες. Αυτό πρέπει να γίνει, και ταυτόχρονα να παρακολουθούμε πώς εξελίσσονται οι καταστάσεις σε όλον τον κόσμο.
Τώρα έχουμε καταλάβει τι σημαίνει πραγματικά παγκοσμιοποίηση και οικουμενική θεώρηση των πραγμάτων, όπου η Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων βρέθηκε στο επίκεντρο μιας κρίσης συστημικού χαρακτήρα και είναι ικανή να επηρεάσει το σύμπαν αλλά και επηρεάζεται απ’ ό,τι συμβαίνει διεθνώς.
Συνειδητοποιούμε την παγκοσμιοποίηση με τους πιο πικρούς και επικίνδυνους όρους και πρέπει να αντισταθούμε στις προκλήσεις, να κρατήσουμε σταθερή την πορεία. Να σκεφτούμε με ιστορική προοπτική και να ανοίξουμε τις ευκαιρίες που δικαιούται η χώρα και που κατ’ επέκταση δικαιούται και η Θεσσαλονίκη στο μέλλον.
Σας ευχαριστώ πολύ.