Θεσσαλονίκη 11 Σεπτεμβρίου 2015
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην συνάντηση- συζήτηση με ανθρώπους της παραγωγής, της επιστήμης, του πολιτισμού, της κοινωνίας των πολιτών οργάνωσε την ο συνδυασμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ της Α´ Θεσσαλονίκης με θέμα: Το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και ο ιδιαίτερος ρόλος της Θεσσαλονίκης. Τη συζήτηση συντόνισαν οι καθηγητές Βαγγέλης Λιβιεράτος (πρώην υπουργός Περιβάλλοντος) και Θανάσης Τσαυτάρης ( πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης)
Ευχαριστώ πολύ, φίλες και φίλοι, για την παρουσία σας εδώ, ευχαριστώ θερμά τον Θανάση Τσαυτάρη -που μας προλόγισε- και τον Βαγγέλη Λιβιεράτο που κάθονται εδώ μαζί μου και ανέλαβαν να συντονίσουν αυτή τη συζήτηση.
Χαίρομαι προσωπικά, ξεχωριστά για την καθεμιά και τον καθένα από εσάς που είστε εδώ σήμερα. Μετά την χτεσινή κεντρική προεκλογική ομιλία που έκανε η Φώφη Γεννηματά στη Θεσσαλονίκη, παρουσία μάλιστα και του Προέδρου της ΔΗΜΑΡ, κάτι το οποίο είναι σημαντικό και έχει το δικό του συμβολισμό, έχουμε τώρα την άνεση να αρχίσουμε μια πιο ουσιαστική συζήτηση με αφορμή τις εκλογές καθ’ οδόν προς τις εκλογές, με στόχο να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στις εκλογές.
Όπως είπε ο Θανάσης, στόχος αυτής της πρώτης συνάντησης είναι να συζητήσουμε για την ουσία του θέματος, δηλαδή για το πώς η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει ένα κανονικό, ισότιμο, ανταγωνιστικό κράτος μέσα στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και το χαμένο έδαφος.
Εάν έχουμε ελπίδα, εάν μπορεί να υπάρξει μια λύση εθνικά επωφελής μετά τις εκλογές, εάν μπορούμε πράγματι να πιάσουμε το κομμένο νήμα από το Δεκέμβριο του 2014, από την ημέρα της διάλυσης της προηγούμενης Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, εάν μπορούμε να ενώσουμε το νήμα και τώρα, τη Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου, να προτείνουμε μια ολοκληρωμένη λύση για τη χώρα.
Όμως, δεν σας κρύβω, ότι ο σκοπός της συνάντησης αυτής είναι και οργανωτικός. Ήταν μια ευκαιρία ο Συνδυασμός μας στην Α’ Θεσσαλονίκης, ο Συνδυασμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που αποτελείται κατά βάση από τους ανθρώπους που έδωσαν τη μάχη τον Ιανουάριο, αλλά και από ανθρώπους που προστέθηκαν καθ' οδόν γιατί θέλουν να δώσουν από την πρώτη γραμμή τον αγώνα, να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που δεν προέρχονται στενά από τον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ ή από το μηχανισμό της ΔΗΜΑΡ, αλλά ανθρώπους οι οποίοι ανήκουν στην κοινωνία, στην παραγωγή, στην επιστήμη, στον πολιτισμό, στον χώρο της δημιουργίας, στο συνδικαλισμό που έχει τώρα να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις.
Ανθρώπους που μπορούν να κομίσουν τις ιδέες τους, τις προτάσεις τους και είναι σε επαφή με τους πραγματικούς ανθρώπους, αυτούς που ζουν την επίπτωση της κρίσης, αυτούς που έχουν βιώσει και τα πέντε δύσκολα προηγούμενα χρόνια της προσαρμογής, αλλά και το τραγικό χαμένο επτάμηνο από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα.
Γιατί η δική σας προσωπικότητα, η δική σφαίρα επιρροής μέσα στην κοινωνία, είναι αυτή που μπορεί να ισχυροποιήσει το ψηφοδέλτιό μας και να φέρει το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ μέσα στη νέα Βουλή, σε μια θέση εγγυητή, έτσι ώστε να ασκήσουμε την πίεσή μας γι' αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο να γίνει: μια Κυβέρνηση της ευρύτερης δυνατής συνεργασίας, μια Κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μια Κυβέρνηση η οποία δεν αποκλείει κανέναν, αξιοποιεί όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Θα σας περιγράψω πάρα πολύ σύντομα την εικόνα που έχω εγώ, περιληπτικά, ελλειπτικά και θα χαρώ, αφού πείτε τις δικές σας απόψεις, να μπορέσω να δώσω μερικές απαντήσεις σε ερωτήματα ή σε νέες ιδέες που θα ακουστούν.
Εάν δεν είχε κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και δεν είχε σχηματίσει την ετερόκλητη δήθεν Αριστερή αλλά στην πραγματικότητα εθνικολαϊκιστική Κυβέρνηση, τι θα είχε συμβεί στον τόπο; Θα είχαμε συνεχίσει, θα είχαμε εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα είχαμε συμφωνήσει με τους δύσκολους εταίρους μας, οι οποίοι φέρθηκαν πολύ σκληρότερα σε εμάς από ό,τι στον κ. Τσίπρα, τους όρους που θα μας οδηγούσαν και στην ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος, δηλαδή στην καταβολή των εκκρεμών δόσεων και στην προληπτική πιστωτική γραμμή, δηλαδή σε μια κατάσταση μετά το Μνημόνιο, καθ' οδόν προς την πλήρη κανονικότητα.
Όταν όλοι με ηττοπάθεια και ενοχή άκουγαν τον κ. Τσίπρα να καταγγέλλει το e-mail Χαρδούβελη που ήταν σημαία του τον Ιανουάριο, ήταν η αρνητική του σημαία με θετική σημαία το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τις τσάμπα υποσχέσεις των παροχών, εγώ είχα την πρόνοια να βγω και να πω «πάρτε το e-mail Χαρδούβελη διαβάστε το και κρατήστε το, γιατί θα φαντάζει σαν παιδική χαρά σε σχέση με αυτό που έρχεται, το Μνημόνιο 3».
Θα είχαμε συμφωνήσει λοιπόν λίγο πολύ το e-mail Χαρδούβελη, 900 εκατομμύρια μέτρα προέβλεπε για τα επόμενα χρόνια. Εγώ σας λέω ότι θα είχαμε συμφωνήσει επί δύο, επί τρία, πάντως σε ένα επίπεδο δημοσιονομικών αξιώσεων πολύ χαμηλότερων από το πακέτο Τσίπρα, που στα καλά καθούμενα επιβαρύνει τη χώρα. Γιατί είναι πρωτοφανές μια χώρα που είχε καταφέρει μετά από πέντε χρόνια να έχει πρωτογενές πλεόνασμα και θετικό ρυθμό ανάπτυξης, να ξαναμπαίνει σε Μνημόνιο, την ώρα που η Ιρλανδία εκτινάσσεται, δεν προλαβαίνει να παρακολουθήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης που έχει, η Πορτογαλία είναι σε μία πολύ αξιοπρεπή κατάσταση, η Κύπρος μας ξαναπέρασε και γενικά έχουμε μείνει δυστυχώς μόνοι και δακτυλοδεικτούμενοι για μια ακόμη φορά.
Θα είχαν λοιπόν ληφθεί τα μέτρα αυτά, η Ελλάδα θα γύριζε σιγά – σιγά, δειλά και με τη στήριξη των εταίρων στις αγορές, θα δανειζόταν με αξιοπρεπή επιτόκια ,όπως κατάφερε να δανειστεί τον Απρίλιο και το Μάιο του 2014 πριν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές. Αυτό θα σήμαινε πάρα πολλά για τις ελληνικές Τράπεζες ,για τη δική τους διατραπεζική αγορά και για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα επιτόκια δανεισμού, θα σήμαινε πάρα πολλά για τις επενδύσεις ,για τις ιδιωτικοποιήσεις, για την ανάπτυξη, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Δεν θα λέγαμε πολλά και μεγάλα λόγια για την ανθρωπιστική κρίση, αλλά θα είχαμε ολοκληρώσει το πρόγραμμα του εγγυημένου εισοδήματος που εφαρμοζόταν πιλοτικά σε 13 Δήμους, έναν ανά Περιφέρεια. Τώρα θα είχαμε γενικεύσει την εφαρμογή του εγγυημένου εισοδήματος και βεβαίως θα συνέχιζαν την πορεία τους οι ελληνικές Τράπεζες οι οποίες είχαν φτάσει να δίνουν στο δημόσιο μια χρηματιστηριακή αξία του χαρτοφυλακίου του, το Μάιο του 2014, 25 δισεκατομμυρίων.
Όταν σύμφωνα με τη μελέτη που είχε γίνει για την ανακεφαλαιοποίηση, θα έπρεπε στην καλύτερη περίπτωση να πάρουμε πίσω 16 δισεκατομμύρια από τα 24 που βάλαμε, έχοντας κερδίσει 37 δισεκατομμύρια, όταν κουρέψαμε τα ομόλογα που είχαν οι Τράπεζες. Γιατί σας θυμίζω ότι από τα 39 δισεκατομμύρια που είχαμε διαθέσει, τα 24 ήταν για την ανακεφαλαιοποίηση των ζωντανών Τραπεζών και τα υπόλοιπα 15 για να καλύψουμε τους καταθέτες των άλλων Τραπεζών που απορροφήθηκαν και συγχωνεύτηκαν.
Θα είχαν συμβεί όλα αυτά. Θα εφαρμοζόταν η νέα νομοθεσία για τα Πανεπιστήμια. Η μεταναστευτική πολιτική που με όλες τις ελλείψεις και τις ανακολουθίες είχαμε διαμορφώσει. Δεν θα είχαν γίνει αυτά τα οποία ζήσαμε το τελευταίο οκτάμηνο.
Βεβαίως, όπως έχω γράψει, η ζωή μας θα ήταν πολύ πεζή. Δεν θα είχαμε απολαύσει τον κ. Βαρουφάκη, δεν θα είχαμε ζήσει την κα Κωνσταντοπούλου ως Πρόεδρο της Βουλής, δεν θα είχαμε την αγωνία εάν μένουμε ή βγαίνουμε από το ευρώ, δεν θα είχαμε ζήσει την ψευδαίσθηση της διαπραγμάτευσης, δεν θα είχαμε δει τη διάλυση της Δημόσιας Διοίκησης, την κατάρρευση της μεταναστευτικής πολιτικής, τις συγκρούσεις των Υπουργών, τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Θα είχαμε χάσει ένα πλούσιο θέαμα, το οποίο προκαλεί πολύ μεγάλο ενδιαφέρον!
Και βέβαια θα είχαμε αποφύγει να ακούσουμε ψέματα, να μπούμε σε μεγάλες περιπέτειες στην εξωτερική πολιτική, να κλονίσουμε τη θέση μας μέσα στην Ευρώπη και μέσα στον ευρωατλαντικό χώρο, αλλά ταυτόχρονα να πιστεύουμε ότι θα βρούμε μια λύση στη Ρωσία, την Κίνα, την Βενεζουέλα, λες και αν ήταν εύκολο να βρεθεί η λύση αυτή, δεν θα υπήρχαν άλλες χώρες πριν από εμάς, οι οποίες θα είχαν δοκιμάσει τους ίδιους δρόμους.
Να το πω πολύ συνοπτικά, η οικονομική κατάσταση της χώρας εάν δεν είχε μεσολαβήσει το οκτάμηνο Τσίπρα, θα ήταν ασύγκριτα καλύτερη. Ποιος δεν το θυμάται αυτό, ποιος δεν το ξέρει. Λέει ο Γιώργος, η σημερινή αποτίμηση του χαρτοφυλακίου των Τραπεζών που έχει το δημόσιο, που έχει την μεγάλη πλειοψηφία αλλά όχι το σύνολο, είναι κάτω από 2 δισεκατομμύρια. Άρα αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει μία απώλεια χαρτοφυλακίου της τάξεως των περίπου 22 δισεκατομμυρίων και επιπλέον καλείται να χρεωθεί το κράτος άλλα 25 για την ανακεφαλαιοποίηση, δηλαδή εν δυνάμει το διαφυγόν κέρδος και η θετική ζημία για το τραπεζικό χαρτοφυλάκιο μόνο, μπορεί να φτάνει τα 50 δισεκατομμύρια.
Γιατί άκουσα τον κ. Τσίπρα να λέει στην τηλεόραση προχθές «μα, δεν είναι καθαρός δανεισμός όλα αυτά». Ναι, δεν είναι καθαρός δανεισμός όλα αυτά, αλλά είναι επιπλέον δανεισμός ένα πολύ μεγάλο μέρος από το πακέτο των 86 δισεκατομμυρίων, αφού μόνο το κόστος της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος κινδυνεύει να φτάσει τα 50 δισεκατομμύρια και μόνο η ύφεση, χωρίς τους πολλαπλασιαστές, αν υποθέσουμε ότι θα σταματήσει στο 8% για το 2015 και 2016 είναι περίπου άλλα 15 δισεκατομμύρια, τα οποία πρέπει να δει κανείς ποια δυναμική αναπτύσσουν μέσα στην οικονομία, για να δούμε τι επίπτωση θα έχουν στα δημοσιονομικά έσοδα, τι επίπτωση θα έχουν στην απασχόληση, τι επίπτωση θα έχουν στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας γενικότερα.
Η κατάσταση δεν θα είχε σύγκριση η οικονομική. Γιατί όλοι παραδέχονται όσοι ζουν την αγορά, ότι το Δεκέμβριο το κλίμα είχε από κάθε άποψη αλλάξει. Οι επιχειρήσεις είχαν άλλη προσδοκία, οι επιχειρήσεις όλων των κλάδων και όλων των επιπέδων. Και ευτυχώς άντεξε ο ελληνικός τουρισμός εις πείσμα των δικών μας ενεργειών, γιατί τα προβλήματα των γειτονικών χωρών στη μεσογειακή αγορά ήταν πολύ μεγαλύτερα. Γιατί άλλο είναι να έχεις οικονομικό πρόβλημα και άλλο είναι να έχεις ανοιχτό πόλεμο ή τρομοκρατία και να έχεις προβλήματα όπως αυτά που είχε η Τυνησία, ή όπως αυτά που είχε η Τουρκία.
Κοινωνικά όμως, επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, η κατάσταση θα ήταν εκρηκτική. Η κοινωνία δεν θα είχε εκτονωθεί, θα ήταν αιχμάλωτη των ψεμάτων, των ψευδαισθήσεων, των συνομωσιολογιών, δεν θα είχαν αποδειχθεί οι δημαγωγίες και τα ψέματα.
Ό,τι και να προσπαθούσαμε να κάνουμε και τα πολύ λίγα μέτρα που θα έπρεπε να πάρουμε, θα προκαλούσαν μια τεράστια κοινωνική αντίδραση, θα ήταν όλοι στα κεραμίδια. Και βέβαια αυτό θα δημιουργούσε πολύ σοβαρά προβλήματα, ενοχοποίηση των στελεχών μας όπως πάντα, προβλήματα αμφιθυμίας και αμφιβολίας σε σχέση με το τι πρέπει να κάνουμε και πώς πρέπει να πορευτούμε, γιατί κι αυτή την αμφιθυμία των πέντε ετών και στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία και στη ΔΗΜΑΡ την πληρώσαμε πάρα πολύ ακριβά.
Γιατί νιώθαμε ένοχοι, επειδή εφαρμόζουμε μέτρα που κατέστησε αναγκαία μια κατάσταση, την οποία παραλάβαμε το 2009. Βεβαίως έχει τις ρίζες της βαθιά στη μεταπολίτευση, βαθιά στον τρόπο που συγκροτήθηκε το νεοελληνικό κράτος, αλλά ο έλεγχος χάθηκε μεταξύ 2004 και 2009, για την ακρίβεια μεταξύ 2007 και 2009, όταν ήταν οφθαλμοφανής η παγκόσμια κρίση και εμείς πιστεύαμε εδώ ότι ζούμε σε μια όαση. Σε μια όαση, η οποία είναι απροσπέλαστη από την κρίση η οποία μπορεί να χτυπάει την Αμερική, μπορεί να χτυπάει το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, αλλά δεν χτυπάει την Ελλάδα…!
Εν πάση περιπτώσει, η αλήθεια είναι ότι θα ήμασταν αιχμάλωτοι των ψεμάτων, της νόθας διάκρισης μεταξύ «μνημονίου» και «αντιμνημονίου». Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε πάρα πολλά βήματα, θα εκκρεμούσε πάντα η πειραματική απόδειξη της αλήθειας πως δεν υπάρχει άλλο σχέδιο, σχέδιο Β, πως δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα εντός ευρώ και πως το παιχνίδι με τη δραχμή ήταν και είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί οδηγεί στην καταστροφή και την ταπείνωση της χώρας.
Δηλαδή είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι ότι δραχμή σημαίνει ακύρωση της λιτότητας και ακύρωση του χρέους. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι μπορείς να είσαι δέσμιος της φτώχειας και της λιτότητας, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έχεις δραχμές στην τσέπη, χωρίς αγοραστική δύναμη και δεν καταλάβαιναν ότι το χρέος βεβαίως δεν θα είχε μετατραπεί σε δραχμές και τη δεύτερη εβδομάδα θα είχε τετραπλασιαστεί λόγω της υποτίμησης. Και λένε συνεχώς «Ποια υποτίμηση;». Μα εδώ υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης που είναι τα 40 καλύτερα χρόνια της από συστάσεως ελληνικού κράτους ξεκίνησε το 1974 με το δολάριο να αντιστοιχεί σε 42 δραχμές και μπήκε στην ΟΝΕ το 2000 με το δολάριο να αντιστοιχεί σε 316 δραχμές.
Πώς έγινε αυτό; Έγινε μόνο από τις επίσημες υποτιμήσεις; Δυο έγιναν ενόψει της ένταξης στην ΟΝΕ. Είχαν γίνει κι άλλες στη δεκαετία του ’80 κυρίως, αλλά γινόταν μια διαρκής διολίσθηση, μια σιωπηλή υποτίμηση η οποία είναι αυταπόδεικτη. Για σκεφτείτε απώλεια του νομισματικού ελέγχου, κρίση στην Κίνα όπως έγινε τώρα, με την Ελλάδα να είναι σε δραχμή, να είναι εκτός ευρώ, πού θα είχαμε πάει ως χώρα και πού θα είχε πάει το χρέος και πού θα είχαν πάει και οι Τράπεζες.
Αυτή θα ήταν η κατάσταση. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί ώρες, θέλω να στοχεύσω στο επόμενο στάδιο της χώρας. Εν πάση περιπτώσει αυτό που δεν έγινε τον Ιανουάριο, αυτό που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τώρα είναι αντιμετωπίσιμο; Μπορεί πράγματι να προχωρήσουμε πέραν του Μνημονίου;
Έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και λέει «Ναι, έχω ένα παράλληλο πρόγραμμα», το οποίο είναι πραγματικά το παράλληλο νόμισμα, είναι το ίδιο παιχνίδι, «το τέχνασμα ενός άλλου σύμπαντος», όπως έχω πει. Κατασκευάζουν ένα άλλο σύμπαν ανύπαρκτο στην πραγματικότητα το οποίο είναι ειδυλλιακό και κλείνουν συνεχώς το μάτι ότι «Ξέρετε, ναι, έχουμε δεσμευτεί, έχουμε υπογράψει, έχουμε ψηφίσει πέντε Κόμματα στη Βουλή το Μνημόνιο αυτό όπως το έφερε ο κ. Τσίπρας, αλλά μη στενοχωριέστε, μπορούμε να το αποφύγουμε γιατί υπάρχει ένα παράλληλο πρόγραμμα» και η αλήθεια είναι ,για να είμαστε τελείως ειλικρινείς μεταξύ μας ,ότι σε αυτό παρασύρεται και το υπόλοιπο κομματικό φάσμα.
Δεν είναι ένας λόγος μόνο του κ. Τσίπρα και του κ. Καμμένου, ή των λεγόμενων αντιμνημονιακών κομμάτων όπως είναι ο κ. Λαφαζάνης, ή όπως είναι το ΚΚΕ. Αυτό καμιά φορά γίνεται και αντικείμενο συζήτησης από εμάς τους ίδιους, γιατί βεβαίως πρέπει να αποδεικνύουμε συνεχώς την ευαισθησία μας την κοινωνική και την επιθυμία μας να κάνουμε κάτι καλύτερο για τον τόπο και ιδίως για τις πιο ασθενείς και ευάλωτες κοινωνικές δυνάμεις.
Όμως η αλήθεια είναι ότι το Μνημόνιο αποτελεί μια διεθνή δέσμευση της χώρας. Μια διεθνή δέσμευση που εμείς δεν θα την αναλαμβάναμε γιατί δεν θα πηγαίναμε σε ένα 3ο Μνημόνιο. Οι όροι της προληπτικής πιστωτικής γραμμής ,όπως σας είπα προηγουμένως, θα ήταν πολύ πιο ανώδυνοι και πολύ πιο δυναμικοί σε σχέση με το μέλλον, αλλά φτάσαμε στο σημείο να έχουμε αυτές τις ανάγκες και να πρέπει να τις καλύψουμε.
Όμως το Μνημόνιο είναι ένα κείμενο που αναθεωρείται κάθε τρεις μήνες. Έχουμε πάντα το περιθώριο, σε συνεργασία με τους εταίρους, να βελτιώνουμε όρους ή να αντικαθιστούμε όρους υπό την έννοια της λείανσης όρων που προκαλούν ύφεση,εφόσον αποδεικνύεται στην πράξη ότι λειτουργούν υφεσιακά και ενίσχυσης εκείνων των μέτρων που έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα και υποστηρίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο αν το εντάξουμε όλο αυτό το σύστημα μέτρων, σε ένα ευρύτερο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης μέσα από το οποίο μπορούμε να αποδείξουμε ότι κάποια μέτρα πρέπει να αντικατασταθούν, πρέπει να λειανθούν ή πρέπει να ενισχυθούν.
Εάν δεν έχουμε διαμορφώσει εμείς αυτό το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, θα έχουμε αφήσει κατ' αρχάς τελείως ακάλυπτους και απροστάτευτους πάρα πολλούς τομείς της κρατικής πολιτικής που είναι εκτός Μνημονίου. Γιατί το Μνημόνιο βεβαίως και έχει ένα ολοκληρωμένο δημοσιονομικό σχέδιο, βεβαίως και έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά δεν έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για το τι σημαίνει ελληνικό Πανεπιστήμιο, δεν έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για το πώς πρέπει να οργανώσουμε τον πρωτογενή τομέα, δεν έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τις τεράστιες δυνατότητες που έχει η ναυτιλία ή ο τουρισμός, δεν έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για το τι σημαίνει ελληνικός πολιτισμός και ποιες είναι οι συνέργειες που αναπτύσσει με τον τουρισμό ή με την πρωτογενή παραγωγή.
Ένα πολύ μικρό τμήμα της αναπτυξιακής αντίληψης που πρέπει να κυριαρχήσει στη χώρα περιλαμβάνεται στο Μνημόνιο. Το Μνημόνιο το εκλαμβάνει ο κόσμος ως μια πηγή κοινωνικής σκληρότητας, επειδή περιλαμβάνονται δύσκολα μέτρα στο κοινωνικο-ασφαλιστικό, υπάρχει απειλή περικοπής συντάξεων. Μα, εάν εμείς μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι είμαστε σε θέση να χρηματοδοτήσουμε ένα κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα που δεν έχει ανάγκη από περικοπές συντάξεων κύριων ή επικουρικών, εάν είχαμε αλλάξει τα δεδομένα σε σχέση με το ποσοστό απασχόλησης, εάν είχαμε μειώσει την εισφοροδιαφυγή, εάν είχαμε κάνει πιο ορθολογική διαχείριση των Ταμείων, εάν είχαμε οργανώσει καλύτερα τον πυλώνα της επικουρικής ασφάλισης, αν είχαμε οργανώσει τον τρίτο πυλώνα των επαγγελματικών Ταμείων, αν είχαμε κάνει τη διασύνδεση που έπρεπε να κάνουμε ανάμεσα στο δημόσιο κοινωνικο- ασφαλιστικό σύστημα και ένα σωρό περιπτώσεις ιδιωτικής ασφάλισης συλλογικής, που υπάρχουν σε πάρα πολλούς χώρους εργασίας, εάν είχαμε εξυγιάνει τον τομέα υγείας όπου έχουμε τις πιο μεγάλες σπατάλες και έχουμε ένα εν δυνάμει άλυτο πρόβλημα γιατί το δημογραφικό είναι πάντα το μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος, βεβαίως θα είχαμε άλλο τρόπο συζήτησης και άλλη βάση υπολογισμού των αριθμών. Γιατί θα είχαμε και αναλογιστικές μελέτες οι οποίες θα ήταν πραγματικά αναλογιστικές, εργαζόμενο – εργαζόμενο, συνταξιούχο – συνταξιούχο, θα είχαμε όχι εκτιμήσεις, αλλά αριθμούς πλήρεις και θα μπορούσαμε να κάνουμε μια ολοκληρωμένη συζήτηση.
Άρα πρέπει να πάμε σε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, το οποίο να εμπεριέχει και να υπερβαίνει το Μνημόνιο, για να είμαστε αξιόπιστοι και να μπορούμε να μιλάμε με σοβαρότητα και στους πολίτες μας και στους δανειστές μας.
Μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Όποια μελέτη ανοίξει κανείς για το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όποια πρόταση η οποία έχει διατυπωθεί τα τελευταία, εγώ θα σας πω, δέκα χρόνια, αλλά η αλήθεια είναι τα τελευταία σαράντα χρόνια, εάν ξεκινήσω από το Δοξιάδη, τα τελευταία εξήντα χρόνια, λέει τα ίδια πράγματα λίγο ή πολύ.
Δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμία δυσκολία να καθορίσουμε το σχεδόν αυτονόητο περιεχόμενο του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Γιατί το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης θα ξεκινάει από τα θέματα του Θανάση Τσαυτάρη , πώς οργανώνεις την πρωτογενή παραγωγή, πώς συνδέεις τον πρωτογενή τομέα με τις ανάγκες του καταναλωτή όχι μόνο του Έλληνα αλλά του παγκόσμιου καταναλωτή, πώς συνδέεις την πρωτογενή σου παραγωγή με τη βιομηχανία τροφίμων, πώς συνδέεις την πρωτογενή σου παραγωγή με τη φαρμακευτική βιομηχανία και την πολιτική υγείας και την προληπτική ιατρική, πώς όλα σου τα τρόφιμα είναι υψηλής ποιότητας, πιστοποιημένα με ονομασία προέλευσης και έχουν το υψηλό status του τροφοφάρμακου και βεβαίως όλα αυτά μπορείς να τα συνδέσεις με τον τουρισμό, μπορείς να τα συνδέσεις με τον πολιτισμό, με τις παραδόσεις με τις πρακτικές, με τον περιπετειώδη τουρισμό, με τη φιλοσοφία της κουζίνας και ούτω καθ’ εξής.
Και μετά θα πάρεις και θα κάνεις το ίδιο στον τουρισμό ,όπου λες πώς μπορώ να πάω στον τουρισμό 12μηνης διάρκειας, τι σημαίνει τουριστική κατοικία, τι σημαίνει να φέρω τον Γερμανό συνταξιούχο να μένει μονίμως στην Ελλάδα, όπως μένει μονίμως στη Μαγιόρκα στην Ισπανία, τι σημαίνει να οργανώσω τον ιατρικό τουρισμό γιατί θα έχω τεχνητό νεφρό για να εξυπηρετείται αυτός που έχει ανάγκη, τι σημαίνει να κάνω τις ιαματικές πηγές που έχει η Ελλάδα ένα Δίκτυο, τι σημαίνει να αξιοποιήσω την εβραϊκή κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, τα Βήματα του Αποστόλου Παύλου… ένα σωρό πράγματα.
Και το ίδιο η ναυτιλία, γιατί η ναυτιλία είναι κοσμοπολίτικη και αλλάζει σημαία και είναι στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά έχει ένα σωρό διασυνδέσεις χωρικές με την Ελλάδα: από τα ναυπηγεία, από τη ναυτική εκπαίδευση, από τη ναυτική εργασία μέχρι τις επενδύσεις που κάνει ο ελληνικός εφοπλισμός στην Ελλάδα σε ακίνητα ή σε άλλους τομείς.
Και βεβαίως έτσι θα πάμε στην ενέργεια, στις υποδομές, θα πάμε στην έρευνα, στην καινοτομία, στις τηλεπικοινωνίες. Είναι λίγο πολύ δεδομένα όλα αυτά.
Εκείνο που λείπει είναι οι πολιτικές, κοινωνικές και θεσμικές προϋποθέσεις. Διότι λένε όλοι θα διαπραγματευτούμε το χρέος, είπε η Commission ότι χρειάζεται μια μεγάλη Κυβέρνηση ενότητας για να διαπραγματευτούμε το χρέος, ο καθένας λέει ό,τι θυμηθεί.
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη πολιτική προϋπόθεση είναι να υπάρχει μια σοβαρή χώρα, μια χώρα η οποία καταλαβαίνει το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε. Το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα είναι ένα σημείο το οποίο επιτρέπει στον κ. Τσίπρα να λέει στα σοβαρά ότι «θα είμαι αυτοδύναμος ή θα κάνω Κυβέρνηση μόνο με τον κ. Καμμένο»; Δηλαδή πόση σοβαρότητα και πόση αίσθηση εθνικού καθήκοντος εμπεριέχει η δήλωση αυτή; Τι σημαίνει η δήλωση αυτή; Ότι «Αν μου λείπουν μερικοί βουλευτές τι θα κάνουν τα μικρά Κόμματα; Θα αναγκαστούν να με ψηφίσουν», δηλαδή χωρίς προγραμματική συμφωνία, χωρίς συζήτηση, έτσι, υπό συνθήκες εκβιασμού για να μην πάμε σε εκλογές.
Αυτή είναι η αντίληψη: «εγώ να είμαι στην εξουσία και οι άλλοι θα σέρνονται γιατί είναι πιο υπεύθυνοι, ή φοβούνται». Αυτή είναι η αντίληψη για τη χώρα! Βεβαίως το ίδιο έλεγε και η Νέα Δημοκρατία το 2012 ότι διεκδικεί την αυτοδυναμία και πήρε 18% και μετά πήγαμε σε επαναληπτικές εκλογές.
Άρα η πρώτη πολιτική προϋπόθεση είναι να υπάρξει Κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας όλων των εν τέλει ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εν τέλει, αυτές που είναι.
Και γι' αυτό χρειάζονται οι προϋποθέσεις και οι εγγυητές και οι μοχλοί πίεσης. Χρειάζονται και κοινωνικές προϋποθέσεις, μια κοινωνία που σκέφτεται κάπως λογικά, που καταλαβαίνει την αλήθεια και μια κοινωνία η οποία πράγματι είναι φιλοαναπτυξιακή. Δεν είναι φιλοαναπτυξιακή η ελληνική κοινωνία, ούτε σε εθνικό ούτε σε τοπικό επίπεδο. Άμα δεν είναι η κοινωνία φιλοαναπτυξιακή, γιατί να είναι η Διοίκηση; Γιατί να είναι η Αυτοδιοίκηση; Γιατί να είναι η Δικαιοσύνη;
Άρα πώς θα κινητοποιήσεις τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας, όταν η κοινωνία δεν έχει πειστεί για τη σημασία που έχει το επιχειρείν, για τη σημασία που έχει η επένδυση. Όταν ακόμη και με απλά σχήματα ιδιωτικοποιήσεων ο κ. Τσίπρας έπαιζε μέχρι τελευταία στιγμή ,όπως είναι τα περιφερειακά αεροδρόμια.
Άρα δεν αρκούν οι πολιτικές προϋποθέσεις και δεν αρκούν ούτε οι κοινωνικές. Χρειάζονται και θεσμικές προϋποθέσεις. Να σας πω ένα μόνο σημείο: Εάν δεν υπήρχε το μπόνους των 50 εδρών, η χώρα θα ήταν ευτυχέστερη, ασφαλέστερη και οι εκλογές θα έπαιζαν πολύ μικρό ρόλο. Διότι δε θα είχε καμία σημασία αν κάποιος πάρει 28% και κάποιος 27,9%. Διότι οι Βουλευτές θα ήταν περίπου οι ίδιοι. Διότι δε θα μπορούσε κανείς ν’ αποκλείσει ή να αυτοαποκλειστεί.
Αλλά φταίμε εμείς που το κάναμε. Το κάναμε υπό τις συνθήκες του δικομματισμού πριν την κρίση. Το πήρε η Νέα Δημοκρατία και το επαύξησε και το έκανε μόνους από 40, 50 εδρών και εξαίρεσε τους συνασπισμούς. Και όταν εμείς πιέζαμε να καταργηθεί, πέραν του ότι ο κ. Κουβέλης και στο θέμα αυτό δε μας βοήθησε ιδιαιτέρως, η Νέα Δημοκρατία είχε την ψευδαίσθηση ότι το χρειάζεται γιατί θα είναι πάντα ένα μεγάλο κόμμα, ή εν πάση περιπτώσει ένα κόμμα μεσαίο που διεκδικεί έναν ρόλο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο.
Και παρ’ ότι βλέποντας την επικείμενη διάλυση της Βουλής ξανακαταθέσαμε στις 2 Ιουνίου πρόταση νόμου για την κατάργηση του μπόνους, αυτή δε συζητήθηκε ,ενώ θα μπορούσαν, εάν ήθελαν τα κόμματα ,να επιβάλλουν την ψήφιση στο ενδιάμεσο, μεταξύ παραίτησης της κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής.
Αυτές είναι οι βασικές προϋποθέσεις. Από κει και πέρα μπορείς να κινητοποιήσεις διανοητικές δυνάμεις, επιστημονικές, ερευνητικές, δυνάμεις του απόδημου Ελληνισμού και μπορείς ν’ αξιοποιήσεις και τα εργαλεία που έχεις με πρώτο εργαλείο το κράτος, αλλά ακόμη πιο άμεσο εργαλείο είναι οι Τράπεζες. Γι’ αυτό έχει σημασία η ανακεφαλαιοποίηση, γι’ αυτό έχει σημασία να έχεις Τράπεζες οι οποίες μπορούν να σε βοηθήσουν ν’ απορροφήσεις το ΕΣΠΑ.
Δεν έχω καταλάβει γιατί το εγκατέλειψαν επί 7 μήνες το ΕΣΠΑ πλήρως. Δεν έχουν διαμορφωθεί οι όροι για την ολοκλήρωση του λήξαντος ΕΣΠΑ, του ΕΣΠΑ που έληξε στις 31/12/2013, σας θυμίζω. Και βεβαίως δεν έχει γίνει καμία περαιτέρω προετοιμασία για την προγραμματική περίοδο 2014-2020.
Περιττεύει να πω ότι το πακέτο των 35 δισεκατομμυρίων το αναπτυξιακό είναι ανύπαρκτο. Πρόκειται για τα 20 δισεκατομμύρια του ΕΣΠΑ και τα 15 δισεκατομμύρια της ΚΑΠ, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων.
Αυτά είχαν κατανεμηθεί το 2013. Το πακέτο Γιουνκέρ είναι μόχλευση υφισταμένων πόρων, δημόσιων και ιδιωτικών, εθνικών και κοινοτικών. Εμείς έχουμε καταφέρει να έχουμε ένα ΕΣΠΑ με 95% κοινοτική συμμετοχή. Και την εθνική συμμετοχή την παίρνουμε ως δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Άλλοι προχθές είπαν «μα θα μας δώσει 300 εκατομμύρια δάνειο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων»; Μα πάντα μας δίνουν αυτοί οι "τοκογλύφοι "οι Ευρωπαίοι δάνειο για να καλύψουμε το κενό αυτό. Μας δανείζουν μ’ επιτόκιο 0,7% με περίοδο χάριτος 10 χρόνια και περίοδο αποπληρωμής 32 χρόνια.
Αυτοί είναι οι τοκογλυφικοί όροι του χαριστικού δανείου το οποίο έχει γίνει. Αυτή είναι η κατάσταση.
Και εδώ μπαίνει και η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη έχει καταπέσει κατά εκθετικό τρόπο σε σχέση με τη χώρα και τώρα πια έχει κουραστεί, δεν επιτίθεται και στην Αθήνα, και στο αθηναϊκό κέντρο. Γιατί πού να επιτεθεί; Σ’ ένα κράτος το οποίο χειμάζεται; Σε μια οικονομία που είναι σε κρίση; Να έχει στο στόχαστρο τι; Επενδύσεις που δε γίνονται, δημόσια έργα που δεν πραγματοποιούνται ούτε στην Αθήνα;
Άρα έχει χαθεί και αυτό το επιχείρημα. Και βεβαίως δεν υπάρχει και ενδιαφέρον της κοινωνίας να πιέσει το πολιτικό προσωπικό προκειμένου να γίνει κάτι. Αν εξαιρέσει κανείς το φίλο μου το Γιάννη Μπουτάρη ο οποίος είναι εδώ ,αλλά κι αυτός τι να πρωτοπρολάβει.
Έχουμε αυτή την κατάσταση. Και λέω τώρα: Υπάρχει περίπτωση η Θεσσαλονίκη να αναλάβει πρωτοβουλίες οι οποίες να δείχνουν και στην υπόλοιπη χώρα πώς συνειδητοποιείς τα πλεονεκτήματά σου και κινητοποιείς τις δημιουργικές δυνάμεις της τοπικής κοινωνίας; Γιατί υπάρχουν ορισμένα πλεονεκτήματα.
Το πρώτο πλεονέκτημα που έχει η Θεσσαλονίκη είναι το μειονέκτημά της να είναι πόλη της ιδιωτικής οικονομίας. Δεν είναι πόλη του κρατισμού, δεν είναι πόλη του παρασιτισμού, είναι μια πόλη η οποία ,με τα προβλήματά της πάντα, του παραγωγικού ιστού, είναι πάντως της ιδιωτικής οικονομίας. Αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα.
Δεύτερον, υπάρχουν ορισμένα αναλλοίωτα και ακατάλυτα χαρακτηριστικά τα οποία είναι γεωγραφικά και ιστορικά. Διότι κανείς δεν πρόκειται ν’ αφαιρέσει από τη Θεσσαλονίκη το λιμάνι της, τη γεωγραφική της θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το σιδηροδρομικό της δίκτυο το οποίο ήταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στραμμένο προς τα έξω. Δε μπορεί να στερήσει ποτέ την Εγνατία Οδό που είναι μια άλλη πραγματικότητα.
Και βεβαίως πρέπει η Θεσσαλονίκη να θυμηθεί τι έχει, γιατί έχει ξεχάσει τι έχει. Έχει ένα πάρα πολύ πυκνό δίκτυο δομών εκπαιδευτικών, ερευνητικών, πολιτιστικών, το οποίο μπορεί ν’ αξιοποιηθεί. Στην αιχμή που είναι βέβαια η έρευνα και η καινοτομία.
Διότι έχεις το Πανεπιστήμιο, το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της χώρας, συν το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας συν το ΤΕΙ, έχεις το ΕΚΕΤΑ, έχεις τη ζώνη καινοτομίας, έχεις το ΝΟΗΣΙΣ, έχεις την Τεχνόπολη, έχεις δομές υπηρεσιών ομικών που έχουν μείνει αδρανείς δυστυχώς από χρόνια, όπως είναι π.χ. η Εθνική Σχολή Δικαστών, το Κέντρο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου. Εχεις τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα τα οποία αφορούν τον πολιτισμό γιατί έχεις μια βυζαντινή πόλη μ’ έναν εμφανή ιστό μνημείων, έχεις έναν αριθμό μουσείων που δε μπορεί να εξαφανιστούν κάτω από τη γοητεία του Μουσείου της Ακρόπολης στην Αθήνα ,γιατί το Μουσείο της Ακρόπολης έχει κρύψει ακόμη και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που είναι το Μουσείο των Μουσείων της χώρας.
Έχεις όλα αυτά τα οποία συνδέονται με την ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης από πλευράς πρωτογενούς παραγωγής. Διότι η Θεσσαλονίκη βεβαίως είναι το μεγάλο αστικό κέντρο ,αλλά έχει την επαφή με μια τεράστια ενδοχώρα παραγωγική στη Μακεδονία, γενικότερα θα έλεγα στη Βόρεια Ελλάδα ,η οποία χρειάζεται ένα σημείο αναφοράς.
Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση επί πολύ, είναι λίγο πολύ εμφανή τα πλεονεκτήματα, αρκεί αυτά να τα οργανώσει κάποιος έχοντας ανάγκη βέβαια από εργαλεία τα οποία μπορεί να τα βρει, αν κάνει έξυπνες προτάσεις στο τραπεζικό σύστημα, εάν κινηθεί οργανωμένα σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Οργανισμούς που κινούνται στο παράπλευρο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ούτω καθ' εξής.
Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται να έχεις πέρα από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, μια κεντρική κυβέρνηση, ένα πολιτικό κλίμα το οποίο σε ενθαρρύνει στοιχειωδώς προς την κατεύθυνση αυτή.
Τα έχουμε πει πολλές φορές, τα έχουμε ξεχάσει ίσως, έχουμε κουραστεί να τα λέμε, κάποτε κουραστήκαμε να τα λέμε και τώρα έχουμε κουραστεί να τα θυμόμαστε. Και αυτό είναι η εσχάτη κατάπτωση μιας χώρας και μιας κοινωνίας.
Δηλαδή δεν κουράζεται πια να τα λέει και να τ’ ακούει, κουράζεται και να τα θυμάται και τα έχει ξεχάσει. Και αυτό οδηγεί σε μια μεγάλη συλλογική παραίτηση από την οποία δε θα βγει κανείς κερδισμένος. Και πρέπει φυσικά αυτά να ειπωθούν μ’ έναν τρόπο ο οποίος δεν είναι τρόπος απλοϊκός. Δε μπορείς να κάνεις τη συζήτηση αυτή με όρους Δημοτικού Σχολείου, θέλει λίγο πιο πολύπλοκους τρόπους σκέψης και έκφρασης στα θέματα αυτά.
Βεβαίως όσο πιο απλά λέγονται τα πράγματα τόσο πιο απλά ξεχνιούνται και τελικά δε γίνεται τίποτα. Και αυτό ίσως βολεύει μια ολόκληρη κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας. Δηλαδή ποια είναι η κατάσταση αυτή: Υπήρξε ένας στόχος της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, τελικά να μετατραπεί η κοινωνία σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Και η κοινωνία έγινε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών.
Άκουγα τις συζητήσεις για τις ελλείψεις στα σχολεία. Και άκουγα τα στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης που έχουν μείνει στο Υπουργείο Παιδείας κάτω από την Υπηρεσιακή Υπουργό, να λένε το εξής με μια καταπληκτική άνεση και κυνισμό: «Κάθε χρόνο τα λέγαμε αυτά», δηλαδή κάθε χρόνο επαναλάμβαναν τις καταγγελίες για τα κενά και τις ελλείψεις. Αλλά ξέρετε, αυτό είναι ένα στατιστικό ζήτημα διότι κάθε τάξη πρέπει να έχει 25 μαθητές, εάν σε κάποιο χωριό είναι οι μαθητές 10 και σε κάποια πόλη είναι οι μαθητές 30 δεν πειράζει και αν ανεβάσουμε μια ώρα τα καθήκοντα των καθηγητών, έχουμε καλύψει τις ελλείψεις.
Δηλαδή οι ίδιο ακύρωναν τα βασικά μοτίβα των επιθέσεων που έκαναν κάθε Σεπτέμβριο με το άνοιγμα των σχολείων και την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Γιατί αυτό τώρα είναι έτσι; "Διότι ήμαστε εμείς στην εξουσία. Αυτά είναι ενοχοποιητικά για τους άλλους, δεν είναι ενοχοποιητικά για μας. Εμείς εντάξει, ό,τι είναι να κάνουμε θα το κάνουμε"!
Αυτή λοιπόν είναι η κατάσταση και ήθελα πάνω σ’ αυτές τις σκέψεις ν’ αναπτύξουμε μια συζήτηση και κυρίως μια επιχειρηματολογία τις μέρες αυτές, βγαίνοντας από τον κύκλο μας αυτό ,γιατί εδώ έχουμε ένα στελεχικό δυναμικό της κοινωνίας, των επιστημονικών, των παραγωγικών φορέων, της Δημόσιας Διοίκησης.
Βλέπω πρόσωπα τα οποία έχουν μεγάλη διεισδυτικότητα στο δημόσιο διάλογο δηλαδή και είναι μια ευκαιρία, αποσαφηνίζοντας κρίσιμα σημεία, να κάνουμε πιο αποτελεσματική την πολιτική μας παρέμβαση αυτές τις μέρες.
Σας ευχαριστώ.