Θεσσαλονίκη, 5 Μαΐου 2018
Ευάγγελος Βενιζέλος
Η σύγκρουση εθνικής, θεσμικής και οικονομικής ολοκλήρωσης ως νήμα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας *
Καταρχάς καλησπέρα. Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι εδώ υπό την παρούσα σύνθεση. Δεν πρόκειται να αναλύσουμε όλη την ελληνική πολιτική Ιστορία, την Ιστορία του νέου ελληνικού κράτους μέσα σε λίγα λεπτά, υπό τις συνθήκες της έκθεσης βιβλίου.
Θα μιλήσω για τον Θανάση Διαμαντόπουλο, τον συγγραφέα που τιμάμε όλοι με την παρουσία μας, θέλω όμως να ξεκινήσω με μία παρατήρηση για τον Γιάννη Στεφανίδη, μαθητή μου στη νομική σχολή Θεσσαλονίκης ο οποίος ήταν από το πρώτο έτος των σπουδών του έτσι. Δηλαδή, μπορούσε να αποδομήσει τα πάντα προκειμένου να σε βάλει να σκεφτείς με πιο απαιτητικό τρόπο. Δεν είναι εύκολο να έχεις στο ακροατήριο σου τον Γιάννη Στεφανίδη ως φοιτητή, πολύ περισσότερο δεν είναι εύκολο να τον έχεις δίπλα σου ως συνομιλητή, γιατί αυτό που αξιώνει στην πραγματικότητα από τον συγγραφέα, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, είναι να προσθέσει ένα τελικό τεύχος στο οποίο να κάνει αυτή τη συνολική αξιολόγηση της καμπύλης της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος ανέλαβε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο έργο, ριψοκίνδυνο, γιατί ένιωσε πως έχει την ωριμότητα, εκτός από την υποχρέωση, να το κάνει αυτό. Γιατί είναι πολιτικός επιστήμονας. Δεν είναι ιστορικός με την στενή έννοια του όρου. Δεν είναι ιστορικός προερχόμενος από ιστορικο-φιλολογικές σπουδές. Είναι ένας νομικός και στη συνέχεια πολιτικός επιστήμων με πολύ σημαντικές ιστορικές μελέτες. Αλλά έχει εκ καταγωγής μία προδιάθεση προς αυτό που λέγεται «Ιστορία των καταστάσεων» κι όχι «Ιστορία των γεγονότων». Δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε μία «γεγονοτολογική» προσέγγιση. Άρα, προσπαθεί να παρουσιάσει το πανόραμα, τη σύνθεση, να εισηγηθεί ερμηνείες, και ως εκ τούτου έχει ανάγκη από σχήματα ερμηνευτικά.
Το βασικό σχήμα του είναι τα μεγάλα δίπολα, οι μεγάλες αντιθέσεις. Οι μεγάλες τομές που εμφανίζονται σε κάθε δεκαετία- η «δεκαετία» είναι ένα συμβατικό σχήμα. Σε κάθε δεκαετία υπάρχουν πολύ μεγάλα γεγονότα στην ελληνική πολιτική ιστορία καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα και βέβαια στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα που επικαθορίζονται από την κρίση. Δηλαδή από μία επιτακτική υποχρέωση που έχουμε λόγω των συνθηκών να προβούμε σε μια πολύ μεγάλη άσκηση εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας και να αξιολογήσουμε αναδρομικά όλα όσα έχουν συμβεί, όπως τα προσλαμβάνουμε. Γιατί αυτό που εμείς έχουμε τώρα ως αντικείμενο συζήτησης δεν είναι η ιστορία καθ’ αυτή αλλά είναι η πρόσληψη της ιστορίας μέσα από διαθλάσεις. Και η μεγάλη διάθλαση βέβαια των τελευταίων ετών είναι η ανάγκη να οπισθοχωρήσουμε. Και το ερώτημα αν θα οπισθοχωρήσουμε συντεταγμένα ή ασύντακτα προκειμένου να κάνουμε μια επανεκκίνηση διατηρώντας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το κεκτημένο του 2010. Περί αυτού πρόκειται.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος αναμετριέται με μια τεράστια ύλη και φυσικά με πολλά ιδεολογικά στερεότυπα, γιατί γράφει απευθυνόμενος σε αναγνώστες, είτε ειδικούς είτε λιγότερο ειδικούς, οι οποίοι εν τέλει είναι και αυτοί αιχμάλωτοι προκαταλήψεων, στερεοτύπων. Γιατί η Ιστορία, όπως τη συζητούμε, είναι μια δημόσια Ιστορία. Δεν είναι η σχολική Ιστορία. Δεν είναι η πανεπιστημιακή Ιστορία. Δεν είναι η Ιστορία του εργαστηρίου όπου μπορούμε να είμαστε πιο ριζοσπαστικοί ή πιο σχετικιστές. Πρέπει να αναμετρηθούμε με μια εθνική πρόσληψη η οποία είναι ηγεμονική, κρατούσα. Κι όταν κανείς συγκρούεται με αυτή την κρατούσα αντίληψη ανακινεί τεράστια θέματα. Υπάρχουν ανακλαστικά συγκεκριμένα. Αντιδρούν παρατάξεις. Αντιδρούν ιδεολογίες. Αντιδρούν περιοχές και τοπικισμοί. Μόνο να ξανανοίξεις τη συζήτηση για την εθνική ολοκλήρωση και να συζητήσεις για τις μεγάλες επιλογές, τις αναθεωρητικές επιλογές που έκανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε σχέση, ας πούμε, με τα Δωδεκάνησα, σε σχέση με την Κύπρο και σε σχέση με την Βόρειο Ήπειρο φτάνει για να ανοίξεις μια συζήτηση η οποία δεν τελειώνει ποτέ. Διότι αν κάνεις αυτή τη συζήτηση θα ξεχάσεις τι πέτυχε μέσα από τις διαδικασίες της εθνικής ολοκλήρωσης, δηλαδή μέσα από μια πολύ σκληρή διαπραγμάτευση, απροκατάληπτη. Δηλαδή μέσα από μία διαπραγμάτευση βαθύτατα αναθεωρητική που βασιζόταν στην έννοια του πολέμου, όχι στην έννοια της ειρήνης στην οποία εμείς τώρα είμαστε εθισμένοι. Σε αυτή την καντιανή αντίληψη. Περιφερειακή σταθερότητα, ειρήνη, διπλωματικά μέσα. Δεν υπάρχει εθνική ολοκλήρωση με τον τρόπο αυτό. Η εθνική ολοκλήρωση ήταν βαλκανικοί πόλεμοι, συμμετοχή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Μικρασιατική Εκστρατεία, συμμετοχή σε διεθνείς συσχετισμούς, διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη των Σεβρών, διαπραγμάτευση στη συνέχεια για τη Συνθήκη της Λωζάνης, κ.ο.κ. Δηλαδή αιματηρά και σκληρά πράγματα με τεράστιο κόστος πολιτικό και ιστορικό, το οποίο ακόμα δεν έχει καταμετρηθεί. Ακόμα δεν έχουμε καταλήξει στον ισολογισμό τον ιστορικό αυτών των γεγονότων. Ακόμα μιλάμε για ευθύνες του ενός, του άλλου. Τι έγινε, πώς έγινε κτλ.
Εάν λοιπόν θέλουμε να τη συνοψίσουμε αυτή τη συζήτηση, κάτι το οποίο είναι επικίνδυνο εγχείρημα, θα έλεγα - έχω διαβάσει εν τω γίγνεσθαι όλα τα κείμενα, και τα έχω σχολιάσει και ευχαριστώ τον Θανάση που με ευχαριστεί στους προλόγους – ότι αναδεικνύονται μέσα από αυτές τις δεκαετίες και τις αντιθέσεις τους ορισμένα μεγάλα προβλήματα. Το μείζον είναι η σύγκρουση των ολοκληρώσεων. Η ελληνική πολιτική ιστορία των τελευταίων δέκα δεκαετιών είναι μια σύγκρουση ολοκληρώσεων. Συγκρούεται η εθνική ολοκλήρωση με τη θεσμική ολοκλήρωση, με την οικονομική ολοκλήρωση και με την κοινωνική ολοκλήρωση. Και μπορεί η μία να κανιβαλίζει την άλλη, ανά δεκαετία και συνολικά. Δηλαδή, οι προϋποθέσεις και οι στόχοι της εθνικής ολοκλήρωσης μπορεί να αντιβαίνουν με τους στόχους της θεσμικής ολοκλήρωσης προς μία δημοκρατία στα επίπεδα της εποχής κάθε φορά, στα ευρωπαϊκά επίπεδα της εποχής με κριτήριο τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου όπως εξελίσσεται – είναι άλλη η αντίληψη το 1910 και είναι άλλη η αντίληψη το 2020. Και η θεσμική ολοκλήρωση μπορεί και αυτή να αλληλο-κανιβαλίζεται με μια οικονομική ολοκλήρωση που ποτέ δεν εμφανίστηκε μπροστά μας διότι οι δεκαετίες αυτές διαπερνούν την αλλαγή του παραγωγικού σχήματος διεθνώς και στην Ευρώπη. Δηλαδή ξεκινάμε από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση που ούτε καν αυτή έχει ολοκληρωθεί στην Ελλάδα, ποτέ δεν ολοκληρώνεται η δεύτερη, ποτέ δεν υπάρχει μια σοσιαλδημοκρατία η οποία να αντιστοιχεί σε αυτήν, ούτε καταλαβαίνουμε πότε αρχίζει και πότε τελειώνει η τρίτη και πότε είμαστε μέσα στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση υπό συνθήκες υπνοβασίας.
Εάν λοιπόν το σχήμα αυτό έχει κάποια επιχειρησιακή ισχύ, ότι έχουμε μια σύγκρουση τεσσάρων ολοκληρώσεων, τότε στην εθνική ολοκλήρωση έχουμε ένα δίλημμα το οποίο δεν τολμάμε να το πούμε ούτε στον εαυτό μας. Η Ελλάδα γεννιέται ως προτεκτοράτο και ολοκληρώνεται όσο ολοκληρώνεται, δηλαδή διαμορφώνεται ως εθνικός χώρος, η επικράτεια, υπό συνθήκες οιονεί προτεκτοράτου ή απολύτου πρόσδεσης στο άρμα των μεγάλων δυτικών δυνάμεων της εποχής, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας. Όλη η άλλη συζήτηση περί εθνικής ανεξαρτησίας, η συζήτηση για την ανατολική ροπή, η συζήτηση για τη σχέση μας με τον πανσλαβισμό, με το ξανθό γένος, όλη αυτή η συζήτηση, είναι μια συζήτηση που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εθνική ολοκλήρωση ως γεγονός, ως κατάσταση μάλλον για να είμαι συνεπής στην αρχική μου παρατήρηση.
Αυτό βεβαίως πώς να το πεις; Αυτό είναι ριζοσπαστικό ακόμα και στη διατύπωσή του. Διότι πίσω από αυτό έχουμε όλη τη συζήτηση για το Κυπριακό, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την υπερευαισθησία για το ονοματολογικό (γιατί δεν «κοστίζει» και πολύ, δεν είναι πραγματικός συσχετισμός με κίνδυνο θανάτου, δεν είναι θανατηφόρο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, δεν ενέχει κίνδυνο πολέμου), για τις σχέσεις με την Αλβανία κ.ο.κ
Τώρα, η θεσμική ολοκλήρωση. Στη θεσμική ολοκλήρωση έχεις μια σύγκρουση τεχνιτών (artificial) θεσμών, οι οποίοι είναι εκτελωνισμένοι, και ενδογενών ροπών οι οποίες δεν είναι ούτε δυτικές ούτε θεσμικά οργανωμένες με την τυπολογία της δυτικής δημοκρατίας, όπως εξελίσσεται.
Αυτή είναι μία σύγκρουση που υπάρχει εξ αρχής. Από τα επαναστατικά συντάγματα, πριν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Αυτό μας ακολουθεί πάντα. Γιατί έχουμε πρώιμη εισαγωγή της δημοκρατίας, πρώιμη εισαγωγής καθολικής ψήφου, πρώιμη εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού, και ταυτόχρονα συνεχείς αμφισβητήσεις. Γιατί αυτό έχει εισαχθεί τεχνητά και επιπόλαια. Δεν έχει επαρκές βάθος. Γιατί ενώ κάνουμε μεγάλα βήματα, τα βήματα αυτά στερούμενα βάθους αμφισβητούνται διαρκώς. Και έχεις συνεχώς πραξικοπήματα, προνουτσιαμέντα (pronunciamento), πραξικοπήματα καζέρνας, όπως λέγονται στη θεωρία.. ότι μπορείς να φανταστείς. Και βεβαίως έχεις τις περιόδους δικτατορίας ή κατοχής.
Που σημαίνει ότι αυτό το κρατάς ως πρόβλημα μέχρι σήμερα. Σήμερα, αυτή τη στιγμή, οι θεσμοί οι προωθημένοι της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας επηρεάζονται θεσμικά, πρωτοβαθμίως, από το 1965. Ένα έτος στην πολιτική ιστορία επηρεάζει το Σύνταγμα στο οργανωτικό του μέρος περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: τα κόμματα, την αντίληψη για τον κοινοβουλευτισμό, τα πάντα. Ένα έτος. Μία εμπειρία. Η αποστασία. Και η σύγκρουση των αναγνώσεων της Ιστορίας, είναι μια σύγκρουση που επίσης αφορά ένα έτος που πυκνώνει την Ιστορία που είναι το 1943 – 44. Όχι το 1946-49. Το 1943- 1944.
Δύο έτη καθορίζουν στην πραγματικότητα την πρόσληψη της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας της μεταπολιτευτικής, κατά τη γνώμη μου. Όπως τώρα τα έτη 2010 – 2018 (ελπίζω) θα επαναπροσδιορίσουν όλη την ανάγνωση της μεταπολίτευσης. Αλλά ποιας μεταπολίτευσης; Η μεταπολίτευση εισπράττει όλη τη μνήμη την ιστορική διαθλασμένη μέσα από τη δικτατορία. Η δικτατορία αλλοιώνει τη μέθοδο πρόσληψης της Ιστορίας. Δηλαδή είναι ανάμεσα στο γκρίζο του μετεμφυλιακού κράτους και το κίτρινο της μεταπολίτευσης (διαλέγω το κίτρινο χρώμα, η μεταπολίτευσης δεν είναι ούτε γαλάζια ούτε πράσινη ούτε ροζ, είναι κίτρινη αν το καλοσκεφτείτε), υπάρχει το μαύρο της δικτατορίας από οποίο επηρεάζεται η κοινωνία πιο πολύ από την πολιτική. Η δικτατορία δεν επηρέασε το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα. Επηρέασε όμως βαθιά την κοινωνία. Την κατέστρεψε δυστυχώς την κοινωνία νοοτροπιακά. Και η κοινωνία πορεύεται «κατεστραμμένη» πέντε δεκαετίες, έως τώρα. Τώρα καταλαβαίνουμε πόσο «κατεστραμμένη» μπήκε στην μεταπολίτευση η κοινωνία λόγω της δικτατορίας.
Και πάμε τώρα στις άλλες ολοκληρώσεις. Οικονομική ολοκλήρωση. Ποια οικονομική ολοκλήρωση; Η οικονομική ολοκλήρωση ποτέ δεν ανταποκρινόταν σε μια τυπολογία αμιγώς δυτική. Πάντα ήμασταν λίγο πριν, λίγο παρά, λίγο δίπλα, πότε δεν είχαμε μια καθαρότητα τυπολογική. Άρα δεν κερδίσαμε ποτέ το στοίχημα αυτό. Το οποίο είναι τώρα το παρόν στοίχημα.
Και η κοινωνική ολοκλήρωση. Ποια κοινωνική ολοκλήρωση; Η κοινωνική ολοκλήρωση δεν είναι η κινητικότητα της κοινωνίας. Δεν είναι η διαστρωμάτωση και οι αλλαγές στη διαστρωμάτωση. Δεν είναι η κοινωνική συνοχή. Είναι το να μπορείς να μοιράζεσαι μια αφήγηση που σε ενώνει ως κοινωνία. Άρα αυτή είναι η εθνική αφήγηση. Κι αυτό δεν υπήρξε ποτέ. Και δεν υπήρξε διότι ποτέ δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί μία περίοδος στοιχειώδους εφησυχασμού ώστε να κατακαθίσουν οι επιπτώσεις, να κατακάτσει ο κουρνιαχτός να φανούν τα ασκέρια. Ποτέ δεν έγινε αυτό στην ελληνική πολιτική ιστορία. Και για αυτό ποτέ δεν προσλήφθηκε ολοκληρωμένα ούτε η έννοια του αστικού εκσυγχρονισμού, ούτε η έννοια της Δύσης, ούτε η έννοια της Ευρώπης, ούτε η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε η έννοια του κοινωνικού κράτους δικαίου, ούτε καμία έννοια ολοκληρωμένη. Γιαυτό έχουμε μεγάλο πρόβλημα συνεννόησης, εθνικής γλώσσας δηλαδή με την έννοια της διαχείρισης των μεγάλων νοημάτων.
Τώρα αυτό είναι ένα εγχείρημα τεράστιο. Το καταλαβαίνουμε όλοι. Διότι, καλά τα συζητάμε μεταξύ μας, ανεπίσημα, σεμιναριακά, καφενειακά. Όταν κάθεσαι να γράψεις ένα κείμενο και να υπογράψεις ένα κείμενο, τότε αντιλαμβάνεσαι τι βαρύτητα έχουν αυτά που θέλεις να πεις. Κι αυτό το κάνει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος. Είναι τεράστια εισφορά. Μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες επί διαφωνιών σε επιμέρους ζητήματα. Στο χρονολόγιο των γεγονότων ο καθένας μπορεί να πει να προσθέσεις αυτό να αφαιρέσεις το άλλο. Και όλα τα ερωτήματα που έθεσε ο Γιάννης Στεφανίδης είναι ορθά. Αλλά τι είναι όλα αυτά; Είναι η αμφισβήτηση του στερεοτύπου. Αμφισβητούμε το στερεότυπο που έχουμε προσλάβει για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αμφισβητούμε το στερεότυπο που έχουμε προσλάβει για τον Γέρο της Δημοκρατίας. Αμφισβητούμε το στερεότυπο της αποστασίας. Αμφισβητούμε την αντίληψη – να σας πω ένα παράδειγμα που είναι το αγαπημένο μου- ότι το μεγαλύτερο λάθος του Κωνσταντίνου Καραμανλή ιστορικά στην διαχείριση των εθνικών θεμάτων είναι η Ζυρίχη και το Λονδίνο. Εάν με ρωτούσατε εμένα θα σας έλεγα ότι το μεγαλύτερο επίτευγμά του στην εξωτερική πολιτική είναι η Ζυρίχη και το Λονδίνο. Και το μεγαλύτερο λάθος, επειδή συνιστούσε προσχώρηση στη δημαγωγία και το λαϊκισμό της στιγμής, ήταν η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1974. Πότε έχει δοξολογηθεί ο Καραμανλής από όλον τον ελληνικό λαό; Όταν αποχωρήσαμε από το ΝΑΤΟ. Πότε τον βρίζανε ως προδότη κι έλεγε «ο Μακάριος έγινε ήρωας, εγώ έγινα προδότης»; Στη Ζυρίχη. Γιατί οι κυβερνήσεις από το 1960 δεν αγγίζουν στην πραγματικότητα τα μεγάλα εξωτερικά θέματα; Λόγω του συνδρόμου Ζυρίχης και Λονδίνου. «Κατεστραμμένη» ως πολιτική διαχείριση η εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν εξηγήσεις για αυτά. Και θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα από την άποψη αυτή.
Άρα αυτό που θέλει ο Γιάννης Στεφανίδης τώρα είναι ακόμη πιο απαιτητικό. Είναι να αλλάξουμε την πρόσληψη της δημόσιας Ιστορίας. Λοιπόν, να συνεννοηθούμε πρώτα, λίγο πολύ, μέσα στη συμβατική πρόσληψη και μετά βγάζει ο Θανάσης άλλους δέκα μικρούς τόμους τέτοιους, ο Πέτρος θα τους εκδώσει, είναι πρόθυμος, και ξαναβρισκόμαστε και κάνουμε μια τέτοια συζήτηση επί νέας βάσεως.
Σας ευχαριστώ.
* Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Θ. Διαμαντόπουλου «Δέκα και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων. Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο του 2010-2017» (τεύχη 1-7, εκδόσεις Επίκεντρο) στη 15η διεθνή έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, με τον Γ. Στεφανίδη και τον Π. Παπασαραντόπουλο
5.5.2018, Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Θ. Διαμαντόπουλου from Evangelos Venizelos on Vimeo.