Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου «... Των δακρύων», επιμέλεια Θανάση Νιάρχου, εκδ. Οδός Πανός, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη
Νομίζω, ότι η παρουσία μας εδώ, όλων των φίλων και οπαδών του Θανάση Νιάρχου, δείχνει το μέγεθος της αναγνώρισης και της επιρροής του. Μεταξύ όλων των άλλων που έχει καταφέρει είναι ότι έχει καθιερώσει ως θεσμό αυτήν την προ- χριστουγεννιάτικη έκδοση ενός σημαντικού βιβλίου, συνήθως ενός ανθολογίου. Έχω πάρει μέρος σε πολλές παρόμοιες παρουσιάσεις γιατί θεωρώ υποχρέωση μου να του δίνω ένα μικρό αντίδωρο για τη φιλία του και την εκτίμησή του και γιατί κι εγώ όπως όλοι μας εδώ, θέλουμε να του πούμε πως αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία του στον χώρο της διανόησης, τη θέση του μέσα στην ελληνική γραμματεία.
Όταν μου έφερε το βιβλίο αυτό «...Των δακρύων», ο τίτλος με προβλημάτισε ως πρώτη αντίδραση, επειδή φοβήθηκα ότι μπορεί να υπάρχει ο κίνδυνος του μελό, ο κίνδυνος του συναισθηματισμού, επειδή η διάκριση ανάμεσα στον εύκολο συναισθηματισμό και την ενσυναίσθηση, είναι μια διάκριση πολύ λεπτή και επικίνδυνη, γιατί ελοχεύει ο λαϊκισμός παντού και στη λογοτεχνία. Τον ρώτησα αμέσως δυο πράγματα. Το ένα είναι αν έχει συμπεριλάβει και έναν λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, τον Δημήτρη Μίγγα που έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο, τον κυριολεκτικό τίτλο «Των κεκοιμημένων» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2001 ) που τα διαβάζεις μόνο κλαίγοντας από την αρχή μέχρι το τέλος. Και το δεύτερο, επειδή είναι λόγιος ο Θανάσης, εάν θυμάται ένα βιβλίο που είχε εκδοθεί πριν από 25 περίπου χρόνια, υπό τη διεύθυνση ενός μεγάλου Γάλλου κοινωνιολόγου του Pierre Bourdieu, με τον χαρακτηριστικό τίτλο « La Misère du Monde» ( éditions du Seuil , 1993) , που ήθελε να αναδείξει βεβαίως όχι το πρόβλημα της ανθρώπινης δυστυχίας και της φιλανθρωπίας, αλλά την ανάγκη να συγκροτηθεί ένα κοινωνικό κράτος που δεν είναι μόνο μηχανισμοί αλλά και μια άλλη στάση απέναντι στα ακραία φαινόμενα της φτώχειας, της αδικίας, της ανισότητας μεταξύ κρατών, περιοχών, στο εσωτερικό των κοινωνιών. Αλλά βλέπετε ότι ορθολογικές και πολιτικές αντιδράσεις δεν λύνουν τα μεγάλα θέματα, τα υπαρξιακά, ας πούμε ο θάνατος έχει άλλες διαστάσεις ειδησιογραφικά ή πολιτικά και άλλες βιωματικά. Τον αντιλαμβανόμαστε μόνο δια του δικού μας πένθους, δεν τον αντιλαμβανόμαστε στις πλήρεις διαστάσεις του ως γεγονός το οποίο αφορά κάποιους άλλους, μακριά ή και κοντά ακόμα.
Άλλωστε, χωρίς τον θάνατο ή μάλλον τη θνητότητα δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τα αισθήματά μας, δεν θα είμαστε εκπεσόντες από τον παράδεισο και δεν θα είχαμε αποκτήσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μας. Δεν θα είχαμε υποτάξει την προσωπικότητά μας στην ανθρωπότητα, γιατί είναι άλλη η μοίρα του ανθρώπου και άλλη η μοίρα της ανθρωπότητας. Από κει εμπνεύστηκε ίσως ο Αρμστρογκ όταν πάτησε στην σελήνη και είπε, «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα». Ξέρετε φίλε κύριε Κριμιζή, όλοι οι λογοτέχνες και οι λογοτεχνίζοντες είναι ερασιτέχνες αστροφυσικοί, προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το σύμπαν, με τα αστέρια.
Όταν βεβαίως προσπαθείς να κάνεις μια ανθολογία και μάλιστα διαχρονική, κοινός παρονομαστής της οποίας είναι η δυστυχία, η ανέχεια, η μοναξιά, ο θάνατος, ο θάνατος των νέων, το πένθος, η εγκατάλειψη, ο φόβος, οι ακραίες συνθήκες του πολέμου, χρειάζεται να είσαι πολύ προσεκτικός και ισορροπημένος και είναι ο Θανάσης, γιατί ξέρει το επάγγελμα. Επίσης ξέρει πόσο λεπτεπίλεπτους χειρισμούς πρέπει να κάνει κάποιος για να δημιουργήσει την αντίθεση με την ατμόσφαιρα της εποχής αυτής, προ των εορτών. Οι γιορτές παράγουν μελαγχολία από μόνες τους. Αυξάνουν τις αυτοκτονικές προδιαθέσεις. Η πρωτοχρονιά όπως και η μέρα των γενεθλίων είναι πολύ επικίνδυνες μέρες για τις αντιδράσεις πολλών ανθρώπων.
Και έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι το καταφέρνει αυτό ο Θανάσης γράφοντας έναν πάρα πολύ διακριτικό επίλογο. Αφήνει τον αναγνώστη να αντιμετωπίσει μόνος τα κείμενα και τον συναντά στο τέλος, δεν τον εισάγει, «μετά διακρίσεως» κινείται, κάτι που είναι βαθιά θεολογικό.
Με την ευκαιρία, ακούσαμε στο διήγημα του Κόντογλου, πού μπορεί να σε οδηγήσει μια λανθασμένη αντίληψη περί θεού, «τις θεός μέγας» είναι αυτός που σε αναγκάζει να γίνεις τόσο σκληρός απέναντι στους ανθρώπους που αγαπάς και απέναντι στον εαυτό σου; Ένας θεός που δεν υπάρχει, μια παρεξήγηση περί θεού, μια απλουστευτική φονταμενταλιστική παρεξήγηση περί θεού, η οποία καταστρέφει ανθρώπους, καταστρέφει ζωές, τις ταπεινώνει, τις ισοπεδώνει και τελικά συνιστά αμαρτία, μια αμαρτία η οποία δεν εξιλεώνεται όσες εικόνες και αν ιστορίσει ο αγιογράφος, όποιος και αν είναι αυτός πραγματικός ή μεταφορικός.
Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία να διαβάσουμε τα διηγήματα αυτά ως ένα πολύ μεγάλο διακείμενο, το ένα σε σχέση με το άλλο και όλα μαζί μέσα σε αυτά τα συνφραζόμενα που, νομίζω, ότι με πολύ ωραίο και γλαφυρό τρόπο παρουσίασαν οι συνομιλητές μου προηγουμένως.
Όταν βέβαια, κάνεις μια ανθολογία η οποία ξεκινά από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και φτάνει στον νεότερο συγγραφέα που ανθολογείται, που αν δεν κάνω λάθος, είναι η Βασιλική Πέτσα, που είναι η νεότερη των συγγραφέων ηλικιακά, πρέπει να γεφυρώσεις παραστάσεις πολλών εποχών . Έχεις αρχαϊκές κοινωνίες, έχεις τον μοντερνισμό, έχεις την σύγχρονη μεταμοντέρνα κοινωνία που ενδεχομένως αποδομείται από μόνη της και αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί επηρεάζεται το υπόστρωμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ελληνική λογοτεχνία, καταγωγικά, ως εθνική ταυτότητα έχει μια ροπή προς τη μελαγχολία, τον θάνατο, την δυστυχία, ο Σολωμός, ο εθνικός ποιητής, είναι ο κατεξοχήν ποιητής του θανάτου, ιδίως του θανάτου των νέων, φτάνει σε ακραία σημεία η ποίησή του.
Και βέβαια, ο Θανάσης είναι λάτρης της μικρής φόρμας, ανθολογεί διηγήματα, το διήγημα είναι παρεξηγημένο είδος λογοτεχνίας, θεωρείται δευτερεύον σε σχέση με το μυθιστόρημα. Εδώ έχει αμφισβητηθεί επιστημονικά, φιλολογικά εάν ο Παπαδιαμάντης ήταν πεζογράφος με την έννοια του μυθιστοριογράφου ενώ έγραψε μυθιστορήματα, επαγγελματικά, καταναγκαστικά, μέσα στις ανάγκες της καθημερινής έκδοσης της εφημερίδας, επιφυλλιδογραφικά, αλλά κορυφαία. Ενδεχομένως, στο ίδιο επίπεδο ισχυρίζονται κάποιοι με τον Θερβάντες για το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Είναι μια συζήτηση, αν είχε μεταφραστεί ο ίδιος, όπως ο ίδιος έχει μεταφράσει, με εξαιρετικό τρόπο, κείμενα, θα μπορούσε να έχει αναγνωριστεί ότι έχει αυτή τη θέση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Το διήγημα θεωρείται από πολλούς ένα μη αυτοτελές είδος. Ο συγγραφέας δεν καταξιώνεται διηγηματογραφικά, πρέπει να οδηγηθεί στη μεγάλη φόρμα. Το διήγημα, όμως, είναι μεγάλη άσκηση, μεγάλη δοκιμασία, διότι πρέπει σε λίγες σελίδες, σε λίγες παραγράφους να θέσεις τα θέματα, in media res, να δημιουργήσεις το κλίμα, να δέσεις και να λύσεις τις καταστάσεις. Έχει την εξουσία ο συγγραφέας του δεσμείν και λύειν. Αλλά αυτό πρέπει να το κάνει με πολύ μεγάλη δεξιοτεχνία.
Άρα, το γεγονός ότι ο Θανάσης αναδεικνύει αυτήν τη μικρή φόρμα για πολλοστή φορά, έχει πολύ μεγάλη σημασία. Είναι μια συμβολή στην ελληνική γραμματεία και στην ιστορία και τη θεωρία, κατά τη γνώμη μου, της ελληνικής πεζογραφίας.
Υπό την έννοια αυτή, μας κάνει ένα ακόμη χριστουγεννιάτικο δώρο, δώρο των εορτών, για να είμαστε πολιτικά ορθοί. Θέλω λοιπόν να τον ευχαριστήσουμε γιατί προσφέρει ένα πολύ ουσιαστικό δώρο στις εορτές μας, οπότε του ευχόμαστε να είναι γερός, δυνατός, πολυπράγμων, δημιουργικός και του χρόνου να έχουμε ένα ακόμη τέτοιο βιβλίο.