Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2021

Ευάγγελος Βενιζέλος

 

Η αποκαταστατική δικαιοσύνη στην υπόθεση των Αγνοουμένων της Κύπρου*

 

Ευχαριστώ τους οργανωτές και εκφράζω τον βαθύ σεβασμό μου στους συγγενείς των αγνοουμένων, σε συζύγους, σε παιδιά, που ζουν αυτό το δράμα δεκαετίες τώρα. Μετά από την ενδελεχή παρουσίαση που έκανε ο κύριος Παπαπολυβίου, η δική μου θέση είναι πάρα πολύ εύκολη. Θα κάνω μερικές σύντομες  παρατηρήσεις γύρω από τη λειτουργία της λεγόμενης αποκαταστατικής δικαιοσύνης στην υπόθεση των Αγνοουμένων της Κύπρου.

Αναρωτιέμαι, τόσα χρόνια μετά τον «Αττίλα», πολύ περισσότερα χρόνια μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 – 1964, τι είναι εκείνο που μπορεί να δικαιώσει τον αγνοούμενο;

Καταρχάς, ιστορικά και εθνικά βεβαίως μία λύση του Κυπριακού που διασφαλίζει την οντότητα και  τη διεθνή νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, μία λύση η οποία κινείται  στο πλαίσιο των γνωστών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, μία λύση η οποία σέβεται το Διεθνές Δίκαιο ,  το ενωσιακό κεκτημένο, σέβεται προφανώς και το Ανθρωπιστικό Δίκαιο, στο πεδίο του οποίου εμπίπτει πρωτίστως το ζήτημα των αγνοουμένων. Αλλά, αυτά στο ιστορικό, εθνικό, πολιτικό επίπεδο.

Στο επίπεδο του ανθρωπισμού, στο επίπεδο της μνήμης, του πένθους, του τραύματος, της αγωνίας, τι είναι αυτό που μπορεί να δικαιώσει τους αγνοούμενους; Προφανώς, ο σεβασμός στους οικείους τους και η αποδοχή της ανάγκης  να μάθουν την αλήθεια. Γιατί, η υπόθεση των αγνοούμενων, εδώ και πολύ καιρό πια, στην πραγματικότητα, συνίσταται στη δυσκολία που υπάρχει να εξελιχθεί ομαλά η περίοδος του πένθους, η περίοδος της συμφιλίωσης με την αλήθεια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία άσκηση υπαρξιακή, στην οποία έχουν υποβληθεί καταναγκαστικά,  με τη μορφή βασανιστηρίου , οι οικογένειες, οι οποίες από το 1974,  σε ορισμένες περιπτώσεις από την αρχή της δεκαετίας του ’60, αγωνίζονται να βρουν αυτή την αλήθεια, την οποία δεν βρίσκουν. Και αυτή η μετάβαση από την αναζήτησή της  αλήθειας  στην ανακοίνωση του θανάτου, όπου αυτό έχει συμβεί,  και από τον θάνατο στο πένθος, νομίζω, ότι είναι μία διαδικασία, η οποία κατ’ έναν περίεργο τρόπο συνδέεται και με το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο βρισκόμαστε.

Θα ήταν καταρχάς επικίνδυνη ψευδαίσθηση, θα ήταν «λεγκαλισμός», όπως λέμε, να περιμένει κανείς, ότι θα λυθεί το Κυπριακό με δικαστική απόφαση ή ότι το ζήτημα των αγνοουμένων, που έχει πάρει πλέον πιο ρεαλιστικές  διαστάσεις,  με τα αριθμητικά δεδομένα, χωρίς πληθωρισμούς, όπως τα παρουσίασε ο κύριος Παπαπολυβίου, θα λυθεί κι αυτό με δικαστικές αποφάσεις. Για τον λόγο αυτό, όπως γνωρίζουμε, έχουν διεθνώς αναπτυχθεί εναλλακτικά συστήματα προσέγγισης αυτού που λέγεται απονομή της δικαιοσύνης, ένα απ’ τα οποία, το πιο γνωστό ίσως, είναι η λεγόμενη αποκαταστατική δικαιοσύνη ή η μεταβατική δικαιοσύνη, η restorative  justice ή  η transitional justice. Ένα ζήτημα το οποίο παρακολουθώ χρόνια, συμπωματικά δε, έτυχε να είναι το αντικείμενο μιας έρευνας της θυγατέρας μου της Ελβίνας Βενιζέλου πριν από δέκα και πλέον χρόνια στο Πανεπιστήμιο  Georgetown, όταν έκανε τις μεταπτυχιακές της σπουδές και από τότε έχω ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πέραν του γενικού μου ενδιαφέροντος για το Κυπριακό, για τους αγνοούμενους, για τα εθνικά μας θέματα και πέρα από τη διαχείριση πολλών συναφών θεμάτων από υπεύθυνες θέσεις της ελληνικής πολιτείας.

Η αποκαταστατική δικαιοσύνη ως ενναλακτική μορφή δικαιοσύνης στοχεύει ,μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας, μέσα απ’ τη συζήτηση, μέσα από την οργάνωση επαφών ανάμεσα σε συγκρουόμενα μέρη, στο να εξομαλυνθούν τα πράγματα, να υπάρξει ηθική δικαίωση, ισορροπία, να υπάρξει δυνατότητα μιας υπέρβασης, μιας συμφιλίωσης.  Αλλά  για να συμβεί αυτό, πρέπει να έχουν διαμορφωθεί οριστικοί συσχετισμοί, πρέπει να υπάρχει ένα πεδίο, το οποίο είναι αρκετά καθαρό από πλευράς πραγματικής, ώστε να μπορούμε να προσθέσουμε πάνω σ’ αυτό μία εκλέπτυνση ψυχική, μια διεργασία, η οποία τελικά υποκαθιστά βεβαίως την κύρωση, υποκαθιστά τη δικαιοσύνη με την τυπική, τη φορμαλιστική έννοια του όρου. Διότι, εδώ δεν έχουμε μια δικαιοσύνη με την ποινική της μορφή, που οργανώνει μια δίκη, μέσα απ’ την οποία επέρχεται η κάθαρση, επειδή υπάρχει ένας κατηγορούμενος, υπάρχουν κατηγορίες, υπάρχει μια δικαστική κρίση, όπως αυτή που λίγο - πολύ παρακολουθούμε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ή στα Ειδικά Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια, τα οποία έχουν λειτουργήσει, ορισμένα από τα οποία συνδέονται με την ευρύτερη περιοχή μας και με  τα γεγονότα της δεκαετίας του ’90 στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Πρόκειται για μία σύνθετη διαδικασία, πολύ κοντά στην οποία εδώ και δεκαετίες, τυπικά από το 1981, ουσιαστικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, βρίσκεται η Διερευνητική  Επιτροπή  για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο, η οποία από τότε που άρχισε να λειτουργεί εντατικά όπως ξέρουμε, και όπως μας είπε ο κύριος Παπαπολυβίου, δηλαδή περίπου απ’ το 1997 και μετά, δηλώνει στην ιστοσελίδα της, ότι έχει διερευνήσει 492 υποθέσεις Τουρκοκύπριων αγνοουμένων και 1510 υποθέσεις Ελληνοκύπριων αγνοουμένων κι έχει συμβάλει στον εντοπισμό ενός σημαντικού  αριθμού λειψάνων, αν λάβει κανείς υπόψιν του τα δεδομένα και την πάροδο του χρόνου και τις  αρρυθμίες, πολλές φορές καθόλου δικαιολογημένες, που έχει παρουσιάσει η διοίκηση, δηλαδή η ίδια Κυπριακή Δημοκρατία στο ζήτημα αυτό.

Παρακολουθώντας όμως τα θέματα, έχω καταλήξει στη διαπίστωση ότι υπάρχει ένας  περίεργος διπλασιασμός του ζητήματος των Αγνοουμένων. Υπάρχει ένα ζήτημα Αγνοουμένων που αφορά την ευθύνη της κρατικής εξουσίας, της Τουρκίας, που διέπραξε ή πάντως δεν  απέτρεψε  τις κρίσιμες πράξεις ή παραλείψεις  τη στιγμή που συνέβησαν. Υπάρχει  στη συνέχεια ένα δεύτερο πρόβλημα Αγνοουμένων με ευθύνη της κρατικής εξουσίας, της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας πλέον , η οποία δεν διερευνά με αποτελεσματικότητα  τα γεγονότα, δεκαετίες μετά, κι έτσι προσβάλλει, εκ του λόγου αυτού, δευτερογενώς και τον αγνοούμενο και τους οικείους του. Αυτό το διπλό πρόβλημα των Αγνοουμένων εγκαλεί πλέον, όχι μόνο την Τουρκία, η οποία ασκεί πραγματικό έλεγχο και είναι ο βασικός θύτης και ο υπόλογος ενώπιον της διεθνούς νομιμότητας και της διεθνούς κοινότητας, αλλά από ένα σημείο και μετά εγκαλεί και την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία, που βρίσκεται να είναι διάδικο μέρος ενώπιον και των δικών της εθνικών δικαστηρίων, σε όλα τα επίπεδα δικαιοδοσίας και στα Επαρχιακά Δικαστήρια  και στο Ανώτατο  Δικαστήριο κατ’ έφεση, αλλά και ενώπιον της διεθνούς δικαιοσύνης κυρίως με τη μορφή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το ενδιαφέρον είναι ότι στη υπόθεση των Αγνοουμένων αυτό το ψυχολογικό στοιχείο, που στην πραγματικότητα προσφέρει η αποκαταστατική δικαιοσύνη, λειτουργεί στο πλαίσιο της τυπικής δικαιοσύνης. Δηλαδή τα ίδια τα δικαστικά όργανα, και τα εθνικά δικαστήρια και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,  διατυπώνουν στον συλλογισμό τους σκέψεις, οι οποίες εντάσσονται σε μία διαδικασία εξομάλυνσης, σε μία διαδικασία επίσημης δήλωσης είτε του σεβασμού  απέναντι στην ηρεμία των Αγνοουμένων, εφόσον αυτοί είναι νεκροί και βρίσκονται στη σιγή ενός άγνωστου τάφου, είτε  του σεβασμού απέναντι στην αγωνία των συγγενών, οι οποίοι υφίστανται προσβολή στο δικό τους πρόσωπο, γιατί βασανίζεται πια το δικό τους πρόσωπο, ανεξαρτήτως του κανονιστικού περιεχομένου που έχει το δικαίωμα στην προστασία της ζωής ως το κατεξοχήν δικαίωμα, ακόμη και ως προς τη διαδικαστική του διάσταση, η οποία αφορά εν τέλει πρωτίστως τον ίδιο τον αγνοούμενο και κατ’ αντανάκλαση τον συγγενή. Αυτός  αγωνίζεται δεκαετίες μετά, να μάθει, να ξέρει, για να μπορέσει να προσφέρει στον αγνοούμενο,  στον νεκρό του, αν αποδειχθεί ότι αυτός  είναι εν τέλει νεκρός,   τις νεκρικές τιμές, που ο πολιτισμός μας επιβάλει με έναν τρόπο, ο οποίος είναι αρχαϊκός. Δεν μεταβάλλεται στις σύγχρονες κοινωνίες, ούτε, πολύ περισσότερο, στις μετανεωτερικές κοινωνίες, τα  κλασσικά, αρχαϊκά χαρακτηριστικά του τέλους της ζωής, του θανάτου, της κηδείας, του πένθους για τα οποία συζητούμε πάντα.

Μπορεί, λοιπόν, να βρει κανείς πολύ σημαντικές σκέψεις, ξεκινώντας από τις γνωστές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη διακρατική προσφυγή  Κύπρου κατά Τουρκίας, στις δυο θεμελιώδεις αποφάσεις του 2001 και στην συνέχεια του 2014 για τις αποζημιώσεις, αλλά και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, ακόμα και σε αποφάσεις που απορρίπτουν τις σχετικές προσφυγές, σκέψεις που εκφράζουν αυτόν τον σεβασμό και αυτήν τη μέριμνα. Το γεγονός δε, ότι η χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, παίρνει συμβολικές διαστάσεις, μπορεί να μην είναι κάτι ικανοποιητικό για τους προσφεύγοντες, αλλά δείχνει ότι το δικαστήριο μετέχει σε μια διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας και απονομής του αρμόζοντος σεβασμού στο πρόσωπο του αγνοουμένου και στην οικογένειά του. Άρα, η πράξη του καταλογισμού μιας χρηματικής ικανοποίησης, στην πραγματικότητα μιας χρηματικής ποινής, είναι μια πράξη βαθύτατα συμβολική.

Θα έλεγα, επειδή ο κύριος Παπαπολυβίου αναφέρθηκε στο ζήτημα του «Noratlas» και  του «Τύμβου της Μακεδονίτισσας» και της ανατροπής των δεδομένων, που επί δεκαετίες γνωρίζαμε, ότι και ακόμη στην υπόθεση «Τζιλιβάκη και άλλοι κατά Κύπρου»,  ατομική προσφυγή που  απερρίφθη το 2014, θα βρούμε ακριβώς  τα περιστατικά αυτά, της πτώσης του πολεμικού αεροσκάφους εκεί και της ταφής όλου του σκάφους στο Τύμβο της Μακεδονίτισσας. Σκέψεις του δικανικού συλλογισμού  οι οποίες εκδηλώνουν αυτόν τον σεβασμό και στην πραγματικότητα, το δικαστήριο απορρίπτει μεν δικονομικά  την ατομική προσφυγή αλλά με το σκεπτικό του λειτουργεί ως ένα όργανο αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Και τελικά βλέπουμε ότι στην περίπτωση αυτή, παρότι η προσφυγή απορρίπτεται στο Στρασβούργο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι εξελίξεις που ακολουθούν, η αποκάλυψη της πραγματικότητας συνιστά μια πλήρη ηθική και ιστορική δικαίωση των προσφευγόντων στην υπόθεση αυτή.

Θα έλεγα ότι, ώς ένα βαθμό, το ίδιο έχει συμβεί και σε μια άλλη υπόθεση που απερρίφθη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για τα διακοινοτικά γεγονότα του 1963-64, στην υπόθεση «Emin και άλλοι κατά Κύπρου», όπου επίσης έχουμε απόρριψη, αλλά έχουμε και μια μνήμη, μια ανάμνηση, μια υπενθύμιση του τι συνέβη το 1963-64.  Αυτή  η υπενθύμιση είναι απολύτως αναγκαία για να καταλάβουμε τι πρέπει να αποφύγουμε σε μια πραγματική διαπραγμάτευση για  βιώσιμη λύση και μπορούμε, με τη βοήθεια τέτοιων αποφάσεων, να αξιολογήσουμε τη σημασία που είχε το Σύνταγμα του 1960, μια σημασία που άρχισε να γίνεται κατανοητή, δυστυχώς, μόνον από τον «Αττίλα» και μετά, μόνον από την ανακήρυξη του ψευτοκράτους και μετά μέχρι σήμερα, μαζί με την ανατροπή της  ψευδαίσθησης ότι υπάρχει ένα status quo, το οποίο λειτουργεί υπέρ των Ελληνικών και Ελληνοκυπριακών απόψεων και ως εκ τούτου, αυτό είναι ένα σταθερό σημείο αναφοράς, το οποίο είναι φιλικό και θετικό για εμάς.

Φυσικά, τίποτα απ’ αυτά δεν συγκρίνεται με την ευθύνη της Τουρκίας, έτσι όπως έχει αναγνωριστεί σε όλα τα επίπεδα, αλλά τώρα πια βρισκόμαστε μπροστά  σε μια προσπάθεια των ίδιων των δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας να λειτουργήσουν διπλά : και ως όργανα τυπικής δικαιοσύνης και ως όργανα αποκαταστατικής δικαιοσύνης, αναπτύσσοντας στη δική τους δικαιοδοσία πολύ σημαντικές σκέψεις, που αποτυπώνουν αυτόν τον σεβασμό. Όλοι γνωρίζετε την απόφαση που εξέδωσε κατ’ έφεση το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, στην υπόθεση  «Γενικός Εισαγγελέας κατά Ανδριανής  Πάλμα και λοιπών», όπου η μείωση του ποσού της αποζημίωσης συνοδεύεται με σκέψεις, οι οποίες στην πραγματικότητα, απαλύνουν τον πόνο και  παροχετεύουν το πένθος. Μπορεί μια αποζημίωση 324.000 ευρώ να έχει μειωθεί σε μια αποζημίωση περίπου 40.000 ευρώ, αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό, οι σκέψεις του δικαστηρίου με προσόντα διατακτικού, όπως θα λέγαμε στην ελληνική νομική ορολογία, εάν κριθούν από την οπτική γωνία της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, παρότι έχουμε ένα δικαστικό όργανο, είναι αξιοπρόσεχτες και δημιουργούν ένα υβρίδιο, έναν συνδυασμό πολύ πρωτότυπο διεθνώς, ανάμεσα στην κλασσική, τυπική, δικαιοσύνη της αστικής ευθύνης, όχι της ποινικής ευθύνης, της αστικής ευθύνης του κράτους,  με τους ευέλικτους μηχανισμούς που συναντά κανείς με τη μορφή των  truth commissions στην αποκαταστατική δικαιοσύνη. Το ίδιο, με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, είδα σε νεότερη απόφαση του Επαρχιακού  Δικαστηρίου  της Λευκωσίας, στην υπόθεση «Σωκράτους κατά Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας» με παρόμοιο σκεπτικό και με παρόμοια διαχείριση του ζητήματος των αποζημιώσεων, κατά εφαρμογή της νομολογίας στην υπόθεση «Γενικός Εισαγγελέας κατά αυριανής Πάλμα  και άλλων» , όπου και αναφέρθηκα.

Ποιο θα ήταν το δικό μου συμπέρασμα από την προσέγγιση αυτή; Καταρχάς, από πλευράς αμιγώς επιστημονικής, αυτό το υβρίδιο στο οποίο αναφέρθηκα, δηλαδή τυπικά δικαστικά όργανα, τα οποία εντάσσονται σ’ ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης, εθνικής ή διεθνούς, αποζημιωτικού εν τέλει χαρακτήρα, μπορούν να λειτουργούν και ως όργανα αποκαταστατικής  δικαιοσύνης, διατυπώνοντας σκέψεις και κάνοντας δικανικούς χειρισμούς, οι οποίοι στρέφονται προς την κατεύθυνση  της ψυχολογικής υπέρβασης και εξομάλυνσης, η οποία μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια και αντιμετωπίζοντας την αλήθεια, να έχουμε μια καλύτερη επαφή με την πραγματικότητα, με τον αληθή συσχετισμό δυνάμεων, με μια δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού, ανθρωπιστική και αυτοτελής πτυχή του οποίου είναι, βεβαίως, το ζήτημα των Αγνοουμένων.

Αλλά μιλώντας πολιτικά και  ιστορικά, πιστεύω ότι η υπόθεση αυτή μας δίνει ένα ακόμα μεγαλύτερο μάθημα. Η απόκρυψη της αλήθειας δεν δικαιολογείται ποτέ. Δεν μπορείς για κανέναν λόγο, είτε από αβελτηρία, από αδυναμία, από αμέλεια, είτε υπηρετώντας μια υψηλή σκοπιμότητα, όπως είναι το εθνικό συμφέρον, η ενίσχυση της διεθνούς διαπραγματευτικής θέσης της Ελληνοκυπριακής πλευράς, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Ελλάδας, του Ελληνισμού,  να αποκρύπτεις την αλήθεια. Δεν  δικαιολογείται  να παραποιείς τα δεδομένα, να δημιουργείς ψευδείς εντυπώσεις, να εκδηλώνεις έλλειψη σεβασμού απέναντι στον πόνο της οικογένειας, των γονέων, των συζύγων, των παιδιών που ψάχνουν τον δικό τους άνθρωπο, τον περιμένουν, ζουν σε αυτό το σύμπαν της δικής τους ανυπέρβλητης αγωνίας επί δεκαετίες, δηλαδή επί 60 ή επί 50 χρόνια. Και νομίζω, ότι φέτος γιορτάζοντας και τα 200 χρόνια από την έναρξη της Παλιγγενεσίας του 1821, φέρνοντας στο νου μας τον Διονύσιο Σολωμό ως εθνικό ποιητή, πρέπει να θυμηθούμε και τον επιμελητή του, τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος διασώζει την γνωστή, την περιβόητη φράση, την ανυπέρβλητη φράση, η οποία δεν έχει γραφτεί από το χέρι του Σολωμού, αλλά αποδίδεται στον Σολωμό ότι «εθνικό είναι το αληθές». Στην υπόθεση των Αγνοουμένων εθνικό, νόμιμο, ηθικό, διεθνώς επιβεβλημένο και εθνικά βεβαίως επωφελές, είναι μόνον το αληθές. Και νομίζω, ότι αυτό πρέπει να το κρατήσουμε ως βασικό συμπέρασμα όλης αυτής της δύσκολης και πολύπλοκης εμπειρίας. -

 

 

* Ομιλία  στο συνέδριο «Δικαιώματα του ανθρώπου: οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της μη εφαρμογής των αρχών τους στο ανθρωπιστικό θέμα των Αγνοουμένων», στην Γ΄ ενότητα: «Αγνοούμενοι της Κύπρου – 47 χρόνια μετά...»  στις 10.12.2021. Το Συνέδριο συνδιοργανώθηκε από το Γραφείο του Επιτρόπου Προεδρίας Κυπριακής Δημοκρατίας, την Παγκύπρια Οργάνωση Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων, την Πανελλήνια Επιτροπή Γονέων και Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων Κυπριακής Τραγωδίας

 

https://youtu.be/M-mXHnLyW-s?t=21459

 

Tags: ΔικαιοσύνηΟμιλίες σε Συνέδρια | Ημερίδες | Εκδηλώσεις, 2021