23 Νοεμβρίου 2021
Ευάγγελος Βενιζέλος
Προτάσεις για την αντιμετώπιση της βραδύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης
Έχω κληθεί να διατυπώσω τις απόψεις μου ως πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, ιδιότητα που είχα προ 26 ετών, έχει συνεπώς «παραγραφεί», αλλά αναζωπυρώνεται ίσως από την ευτυχώς μόνιμη ιδιότητα του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και βέβαια από την ιδιότητα του εισηγητή της αναθεώρησης του 2001, η οποία στο κεφάλαιο περί δικαιοσύνης, όπως και σε άλλα πολύ σημαντικά κεφάλαια, έχει παραμείνει αλώβητη, είναι το ισχύον Σύνταγμα της χώρας. Το Σύνταγμα έχει μείνει όμως αναξιοποίητο σε πολλές πτυχές του και η «ανασκαφή» των υφισταμένων συνταγματικών δυνατοτήτων είναι ένα ζήτημα που πρέπει να τεθεί ως θεμέλιο της συζήτησης για την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Επίσης σπεύδω να διευκρινίσω ότι το πρόβλημα της βραδύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης εν μέρει μόνο συμπίπτει με την καθυστέρηση στη δημοσίευση των αποφάσεων. Θα έλεγα ότι αυτό είναι μία εμφανής και σχετικά εύκολη ως προς την αντιμετώπιση της όψη του προβλήματος. Βεβαίως, όταν η καθυστέρηση στη δημοσίευση των αποφάσεων αφορά Ανώτατα Δικαστήρια, οι πειθαρχικοί μηχανισμοί είναι στην πραγματικότητα αλυσιτελείς. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι ζητήματα τα οποία θα αποκαλύπτονται όσο προοδεύει η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης, γιατί αν μη τι άλλο θα έχουμε την πλήρη και σε πραγματικό χρόνο εικόνα του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα, σε όλες τις δικαιοδοσίες και σε όλους τους βαθμούς.
Σπεύδω επιπλέον να διευκρινίσω ως πρώην εισηγητής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ότι το Συμβούλιο θεωρεί πως η Ελλάδα έκανε ήδη μεγάλα βήματα συμμόρφωσης στις αποφάσεις του Δικαστηρίου σε σχέση με την παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη. Βεβαίως καταγράφονται ακόμα και τώρα καταδίκες, όπως λέμε εντός ή εκτός εισαγωγικών, της Ελλάδος για την παραβίαση του άρθρου 6 λόγω καθυστερήσεων ή λόγω άλλων παραβατικών όψεων της ελληνικής Δικαιοσύνης και μάλιστα στο επίπεδο των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Πρακτικά η απόφαση ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου, για την ακρίβεια η εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της ατομικής προσφυγής, άρα η παραβίαση για να αχθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πρέπει να έχει συντελεστεί ή έστω να έχει γίνει ανεκτή από εθνικό Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του οποίου εξαντλούνται τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Πάντως η Ελλάδα ως μία από τις δέκα χειρότερες, από πλευράς εκκρεμοτήτων ως προς τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χώρες μέλη, δεν είναι στο στόχαστρο κυρίως και πρωτίστως για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Έχουν γίνει πολλές νομοθετικές προσπάθειες ώστε να καλυφθεί το κενό αυτό και να μετέχουμε με «αξιοπρέπεια» στη χορεία των δυτικών χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, γιατί μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν εσωτερικές ανισότητες μεταξύ των 47 κρατών μερών του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι οποίες είναι κραυγαλέες καθώς συνυπάρχουν διαφορετικοί νομικοί πολιτισμοί και διαφορετικές αντιλήψεις για το Κράτος Δικαίου. Μεταξύ, λοιπόν, της δυτικής ομάδας του Συμβουλίου της Ευρώπης και μάλιστα των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία κατέχει μία προβληματική θέση. Οι περισσότερες από τις δέκα χώρες στόχους είναι χώρες που δεν ανήκουν σε αυτή την πτέρυγα των κρατών μερών του Συμβουλίου και της Σύμβασης.
Το πρόβλημα, λοιπόν, της βραδύτητας είναι υπαρκτό, είναι διεθνές, γιατί καταρχάς τα ίδια τα διεθνή δικαστήρια εμφανίζουν πολύ σημαντικό πρόβλημα βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης. Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι βραδύ, στους ρυθμούς του πλην παραδειγματικών εξαιρέσεων. Βραδύ σχετικά είναι και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως μάλιστα όταν παρεμβάλλεται αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και κατ’ αναίρεση έλεγχος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το πρόβλημα αφορά όλους τους κλάδους, και την πολιτική και ποινική και τη διοικητική δικαιοσύνη, όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και κοινός παρονομαστής είναι αναμφίβολα η προσβολή του Κράτους Δικαίου, δηλαδή ο κλονισμός του αισθήματος ασφάλειας Δικαίου, ο κλονισμός του αγαθού που ονομάζεται σταθερότητα των εννόμων σχέσεων. Δοκιμάζεται πολλές φορές η κοινωνική ειρήνη, πλήττεται η λειτουργία της οικονομίας, πλήττονται θεμελιώδεις μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί στόχοι σε σχέση κυρίως με μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και η συζήτηση αυτή είναι άκρως επίκαιρη ενόψει των διαθέσιμων κονδυλίων των επομένων ετών από το Ταμείο Ανάκαμψης και από το νέο ΕΣΠΑ και τους συναφείς θεσμούς.
Η τιμωρία στην ποινική δίκη καθίσταται ανεπίκαιρη, ενώ πάρα πολλές φορές η αναμονή και για το θύμα και για τον θύτη καταντά βασανιστική, δηλαδή προσβάλλεται πια η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε άλλες διατάξεις της, στον πυρήνα της, στο άρθρο 3.
Βεβαίως πάντα μιλάμε για μία επιτάχυνση με ποιότητα και όχι εις βάρος της ποιότητας και της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης, πάντα αναφερόμαστε, υποθέτω, σε μία επιτάχυνση με διατήρηση και ενίσχυση των εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου, άρα δεν μπορεί η επιτάχυνση να λειτουργεί εις βάρος του τεκμηρίου αθωότητας και εις βάρος των συνταγματικά επιβεβλημένων ή ανεκτών ορίων παραγραφής. Αυτό αφορά την ποινική παραγραφή, αλλά και τη φορολογική παραγραφή όπου πρωτοπορούν τώρα οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και, γιατί όχι, την αστική παραγραφή.
Το φαινόμενο της νομολογιακής διελκυστίνδας πρέπει επίσης να τεθεί στο επίκεντρο της συζήτησής μας. Ο σεβασμός της αρχής ne bis in idem και η επανάληψη της διαδικασίας σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ίδιου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα διελκυστίνδας η οποία στην πραγματικότητα επιτείνει το πρόβλημα της βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης και μάλιστα σε οριακές στιγμές. Δεν μπορώ δυστυχώς να επεκταθώ.
Όταν αναφέρομαι σε επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης με σεβασμό και ενίσχυση των εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου, αναφέρομαι στην υποχρέωση σεβασμού του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος. Συνεπώς πρέπει να τηρείται η θεσμική εγγύηση του Κράτους Δικαίου που ονομάζεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συμπεριλαμβανομένης της δημοσίευσης της μειοψηφίας, κάτι που δεν είναι διεθνώς αυτονόητο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δημοσιεύει τυχόν μειοψηφίες. Είναι μία μεγάλη συζήτηση διεθνώς εάν και πότε πρέπει τα Συνταγματικά ή Ανώτατα Δικαστήρια ή όλα τα δικαστήρια να δημοσιεύουν τις μειοψηφίες. Εμείς έχουμε το μεγάλο πλεονέκτημα της εκ του Συντάγματος υποχρεωτικής δημοσίευσης. Βεβαίως εμπεριστατωμένη και πλήρης αιτιολογία δεν σημαίνει σχοινοτενής και «συμβολαιογραφική», με ελάχιστο δικανικό «ψαχνό», πολυσέλιδη μεν, αλλά χωρίς να μπορείς εύκολα να εντοπίσεις ποιος είναι ο πραγματικός δικανικός συλλογισμός.
Από την άλλη μεριά, μία πιο συνοπτική και πιο ουσιαστική αιτιολογία, με έναν τύπο σύνταξης των αποφάσεων, ο οποίος νομίζω ότι μπορεί να ακολουθείται με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από τους δικαστικούς λειτουργούς, θα αποκαλύπτει και τα κενά και τις αντιφάσεις του δικανικού συλλογισμού, διότι το κενό δεν θα κρύβεται πίσω από τη μακροσκελή διατύπωση.
Επίσης πρέπει να λύσουμε θέματα τα οποία πάντα υφέρπουν, αλλά ποτέ δεν απαντώνται ευθέως και οριστικά. Τα ένδικα μέσα, δεν είναι υποχρεωμένο ένα κράτος μέρος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε καν της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τα οργανώσει, αλλά αν τα οργανώσει πρέπει να τα διαχειρίζεται με έναν τρόπο ο οποίος να σέβεται το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης, το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Υπάρχουν περιθώρια εισαγωγής θεσμών, όπως το certiorari, που τώρα ουσιαστικά εφαρμόζονται –και μάλιστα με αυστηρότητα δικονομική ως προς τον έλεγχο του παραδεκτού– στην έφεση και την αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως τα δύο αυτά ένδικα μέσα έχουν οργανωθεί μετά το νόμο 3900/2010. Ενδεχομένως να έχουμε πάει στο άλλο άκρο.
Αντίστοιχα στην ποινική δίκη, η μακρά ποινική προδικασία δεν αποτρέπεται, θα έλεγα ότι, αντιθέτως, ενθαρρύνεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχουμε δε στην πρακτική προκαταρκτικές εξετάσεις οι οποίες διαρκούν έτη, ενώ πρόκειται για υποθέσεις οι οποίες έχουν τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον. Άρα παραβιάζεται ήδη από τη φάση της ποινικής προδικασίας το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σχετικά δε με τις εναλλακτικές μορφές απονομής της δικαιοσύνης, νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια μεταξύ μας για το δικηγορικό Σώμα, γιατί κατά τη γνώμη μου το καθοριστικό στοιχείο είναι το δικηγορικό Σώμα και οι αντιδράσεις του. Η διαιτησία με τα σημαντικά αντικείμενα της, με διαιτητικές δικές τεράστιου οικονομικού αντικειμένου διαφεύγει της προσοχής, του ελέγχου και των αντιδράσεων, δεν είναι αντικείμενο κριτικής ή ευαισθησίας. Η διαμεσολάβηση, που είναι το «λαϊκό» μέσο εναλλακτικής απονομής της δικαιοσύνης, προκαλεί μεγάλη προσοχή και μεγάλες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να εξαντλούμεθα στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, δηλαδή στην πραγματικότητα να μην έχει εισαχθεί η διαμεσολάβηση.
Άρα πρέπει να δούμε τι θα γίνει με τις εναλλακτικές μορφές απονομής δικαιοσύνης, διότι νομίζω ότι είναι κάπως υποκριτική η όλη προσέγγιση του θέματος. Προσωπικά πιστεύω στη διαμεσολάβηση, πιστεύω ότι οι ίδιοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και άλλοι θεσμοί, όπως τα Επιμελητήρια, μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά, όπως μπορούν να συμβάλουν και με συνδημιουργία πραγματικών και εν λειτουργία Κέντρων Διαιτησίας.
Για τις αναβολές φαντάζομαι θα ειπωθούν πολλά, εφόσον δεν παραβιάζεται η Αρχή του νόμιμου δικαστή και εφόσον η αναβολή, εάν δεν γίνεται στην ίδια σύνθεση, δεν γίνεται σε γνωστή σύνθεση.
Το ζήτημα των εισηγήσεων, μετά από τη νομολογία του ΔΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει νομίζω απλουστευτεί και στο επίπεδο του Συμβουλίου της Επικρατείας και στο επίπεδου του Αρείου Πάγου, αλλά εξακολουθεί η χώρα να καταδικάζεται στο Στρασβούργο για την τυπολατρική ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών κανόνων. Αυτό αφορά την αναίρεση στον Άρειο Πάγο, τον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται το παραδεκτό της αίτησης συνολικά και του συγκεκριμένου λόγου. Αφορά επίσης την αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και γενικά πρέπει πια να συμφωνήσουμε ότι η χώρα μας πρέπει πάψει να αποδέχεται την πρωταρχία του Δικονομικού Δικαίου επί του ουσιαστικού, πλην των δικονομικών εγγυήσεων υπέρ του κατηγορουμένου, οι οποίες λειτουργούν ως εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου. Κατά τα λοιπά δεν μπορεί να γίνεται καμία γραφειοκρατική προσέγγιση και ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων και να έχουμε απορρίψεις ως απαράδεκτων ενδίκων βοηθημάτων και ένδικων μέσων ή να έχουμε καθυστερήσεις επειδή απλώς έχει εισαχθεί το δικόγραφο σε εσφαλμένη δικαιοδοσία ή σε εσφαλμένο δικαστήριο της ίδιας δικαιοδοσίας.
Ελπίζω ότι η πιλοτική δίκη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, παρά τις αντιρρήσεις του Δικηγορικού Σώματος, θα λειτουργήσει τουλάχιστον για τα θέματα που με απασχολούν ιδιαιτέρως, όπως είναι ο έλεγχος συνταγματικότητας και ο έλεγχος της τυχόν αντισυμβατότητας των νόμων προς την ΕΣΔΑ ή προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να παραβιάζονται οι δυνατότητες αποστολής προδικαστικού ερωτήματος από οποιοδήποτε δικαστήριο ως Ενωσιακό δικαστήριο προς το ΔΕΕ. Βλέπετε ότι ο νομοθέτης κατασκευάζει υβρίδια μέσα στην αγωνία του να λύσει θέματα. Ένα τέτοιο δικονομικό υβρίδιο είναι πλέον στο Δίκαιο περί Δημοσίων Συμβάσεων, η συνένωση της προσωρινής και της οριστικής δικαστικής προστασίας στο αυτό δικόγραφο που μειώνει, νομίζω, τον χρόνο που απαιτείται για τη δικαστική εκκαθάριση της υπόθεσης.
Υπάρχουν αναπόφευκτες καθυστερήσεις. Εάν απευθυνθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να περιμένεις την απάντηση. Σε άλλες χώρες περιμένουν την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο ή και τα δύο, ή συγκρούονται περί του ποια από τις δύο προδικαστικές παραπομπές προηγείται. Ακόμη δεν έχει γίνει κοινή αντίληψη στην Ελλάδα ότι ισχύει το Πρωτόκολλο 16 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άρα μπορεί να ζητηθεί γνωμοδοτική απόφαση του μεγάλου τμήματος του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για θέματα ερμηνείας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Θα μπορούσαν φυσικά να πέσουν στο τραπέζι άπειρες ιδέες, οι μονομελείς συνθέσεις ακόμα και στα ανώτατα δικαστήρια ή διάφορες άλλες ιδέες.
Εν πάση περιπτώσει, για να τηρήσω τον χρόνο, για εμένα το κρίσιμο, όπως σε όλα αυτά τα θέματα, είναι η στάση του Δικηγορικού Σώματος. Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης είναι ένας θεσμικά αναγκαίος και επιβεβλημένος στόχος. Το δικηγορικό λειτούργημα υπηρετεί το στόχο της επιτάχυνσης. Αυτό όμως δεν αρκεί, πρέπει να καταστεί κοινή συνείδηση, με πρακτικές εγγυήσεις, ότι αυτή είναι και επαγγελματικά συμφέρουσα επιλογή για το Δικηγορικό Σώμα. Αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο, όταν η αμοιβή καθορίζεται ανά πράξη και όταν κυριαρχεί αυτή η νοοτροπία. Άρα ο τρόπος καθορισμού των αμοιβών, όχι ο νομοθετικά καθορισμένος τρόπος, άλλα ο πρακτικά λειτουργικός τρόπος, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία από την άποψη αυτή.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει, για να λέμε τα πράγματα ανοικτά, γιατί υπάρχουν κραυγαλέες ανισότητες μεταξύ των δικηγόρων στην κατανομή της ύλης. Υπάρχει μία συγκεντρωμένη, υψηλής ποιότητας ύλη, η οποία κατευθύνεται σε λίγους και η υπόλοιπη ύλη η οποία διαχέεται. Αθροιστικά μπορεί να είναι σημαντική αλλά διαιρούμενη είναι ένα μικρό αντίδωρο, για να κάνω μία θεολογική, ας το πούμε έτσι, παραβολή. Ως εκ τούτου από εκεί θα ξεκινούσα τη συζήτηση, διότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει εάν δεν το επιβάλει ή έστω εάν δεν το υιοθετήσει το Δικηγορικό Σώμα που είναι πρακτικά ο εγγυητής της απονομής της Δικαιοσύνης.
Πάντα έχω στο μυαλό μου τις διάφορες εκδοχές της υπόθεσης Dreyfus στον κινηματογράφο, σε όλες υπάρχει μία σύγκρουση στην αίθουσα του ποινικού δικαστηρίου, στο ακροατήριο, και οι διαμαρτυρόμενοι δικηγόροι κραυγάζουν, “le Bâtonnier, le Bâtonnier”, ζητούν να έρθει ο Bâtonnier, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου με το bâton, με το μπαστούνι, να κτυπήσει το μπαστούνι και να απευθυνθεί στους δικαστές για να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης. Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία αυτό το bâton του Δικηγορικού Σώματος να χρησιμοποιείται για σκοπούς θεσμικούς και έχει πολύ μεγάλη σημασία να πεισθούν οι δικηγόροι ότι αυτές οι δικονομικές διευθετήσεις, που τις επιτρέπει το Σύνταγμα, είναι οικονομικά και επαγγελματικά συμφέρουσες. -
* Ομιλία στην ημερίδα που διοργάνωσε η « Κίνηση επιτάχυνσης της δικαιοσύνης» με θέμα «Τέσσερις υπουργοί Δικαιοσύνης συζητούν για την βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης» , Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, 23 Νοεμβρίου 2021. Συμμετείχαν: Ευάγγελος Βενιζέλος, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Χαράλαμπος Αθανασίου και Σταύρος Κοντονή. Χαιρετισμό απηύθυνε ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Τσιάρας και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μαρία Γεωργίου. Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάκης Τσιμπούκης.