13 Απριλίου 2005
Θέλω καταρχάς να χαιρετίσω και να υποδεχθώ με τον πιο θετικό τρόπο την ωριμότητα και την υπευθυνότητα του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας. Η χθεσινή παρουσίαση της αναλογιστικής μελέτης του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας από τους εμπειρογνώμονες που την ετοίμασαν και τον Πρόεδρο της, τον Χρήστο Πολυζωγόπουλο και το σημερινό συνέδριο της ομοσπονδίας σας με την εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη εισήγηση του Γιώργου Κουτρουμάνη είναι δύο πολύ σαφείς και έμπρακτες αποδείξεις του γεγονότος πως το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας έχει πια οριστικά εισέλθει σε μία φάση ωριμότητας που φέρνει και τις πολιτικές δυνάμεις και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση προ ευθυνών νέου τύπου.
Έχω ήδη σημειώσει από χθες την πρόταση, παλιά και γνωστή, αλλά επικαιροποιημένη της Γ.Σ.Ε.Ε. για μια κοινωνική συμφωνία γύρω από τα ζητήματα της κοινωνικής ασφάλισης. Πολλοί σχολιαστές έσπευσαν να ερμηνεύσουν αυτήν την πρόταση ως συμφωνία του εργατικού κινήματος να «ανοίξει» το ασφαλιστικό. Και χαίρομαι γιατί και σήμερα διευκρινίστηκε με τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι όταν μιλούμε για άνοιγμα του ασφαλιστικού εννοούμε κλείσιμο των παραθύρων στις απειλές που θέλουν ουσιαστικά να υπονομεύσουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα και το επίπεδο στο οποίο κινείται και λειτουργεί το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας.
Φίλες και φίλοι, το ΠΑΣΟΚ έχει αφομοιώσει πάρα πολύ καλά την γνωστή περιπέτεια των αρχών του 2001 και γνωρίζει πάρα πολύ καλά τι έχει εισφέρει στην μακροπρόθεσμη προοπτική του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας ο νόμος 3029/ 2002. Το ΠΑΣΟΚ ως αξιωματική αντιπολίτευση έχει νωπή τη μνήμη της αυστηρής ενίοτε δίκαιης αλλά πολύ συχνά άδικης κριτικής. Τη δέχθηκε ως κυβέρνηση μέχρι και πριν από δεκατρείς μήνες. Ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή και κατανόηση την κυβέρνηση να αναζητά τώρα συναίνεση. Συναίνεση στα εθνικά, συναίνεση στην οικονομία και στο πρόγραμμα σταθεροποίησης, συναίνεση στα ζητήματα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και να προτείνει – όπως με πολύ ευγένεια έκανε ο κ. υφυπουργός προηγουμένως – έναν ανοιχτό εθνικό διάλογο. Πρέπει να σας πω με πολύ μεγάλη σαφήνεια ότι είναι άλλο πράγμα ο κοινωνικός διάλογος, ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, άλλο πράγμα ο υπεύθυνος διάλογος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που είναι θεσμικά οργανωμένος σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα και άλλο πράγμα η συναίνεση που ουσιαστικά είναι πάντα μια προσπάθεια να εκμαιευτεί συμφωνία κοινωνική και πολιτική γύρω από πολιτικές αποφάσεις τις οποίες δεν παίρνουμε όλοι μαζί. Τέτοιου είδους συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει. Μπορεί να υπάρξει και εθνική και κοινωνική συναίνεση μόνον όταν η πολιτική που εφαρμόζεται και στα εθνικά θέματα και στα θέματα κοινωνικής πολιτικής είναι μια πολιτική που εκφράζει με ειλικρίνεια και γνησιότητα την βούληση των πολιτών, την βούληση της κοινωνίας, την βούληση των εργαζομένων. Άρα εμείς υποδεχόμαστε και στηρίζουμε τις πρωτοβουλίες διαλόγου των κοινωνικών εταίρων, μετέχουμε όπως επιβάλλει το θεσμικό μας καθήκον σε αυτόν τον ανοιχτό κοινωνικό διάλογο, αλλά δεν πρόκειται να παράσχουμε μια νομιμοποιητική βάση σε μια κυβέρνηση που ανακάλυψε την έννοια της συναίνεσης δεκατρείς μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της και αφού διαπίστωσε με πολύ επώδυνο τρόπο ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί καμία κρίση κανενός επίπέδου και κανενός είδους.
Ακούω το σύνθημα που λέει «ας μην επανέλθουμε στα παλιά ζητήματα. Ας ξεχάσουμε τι έγινε στη δεκαετία του 90’ και στην αρχή της και στο τέλος της ή τι έγινε μέχρι το 2004». Δεν συμφωνώ. Το ΠΑΣΟΚ υπέστη την κριτική για όσα έπραξε ως κυβέρνηση και όσα δεν έπραξε. Του καταλογίστηκε η πολιτική ευθύνη που έλαβε και την μορφή εκλογικής ευθύνης και εκλογικής ήττας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να μην επανερχόμαστε εμείς και να μην διδασκόμεθα και από λάθη και από παραλείψεις. Όπως δεν έχουμε λόγο να ξεχνούμε και αυτά που έχουμε προσφέρει στο ασφαλιστικό σύστημα και χαίρομαι γιατί ο Γιώργος Κουτρουμάνης προηγουμένως υπενθύμισε την ανοδική πορεία των συντάξεων σε πραγματικές τιμές τα τελευταία δέκα χρόνια. Το σύνθημα «να μην επανέλθουμε στα παλιά» σημαίνει να μην έλθουμε σε αυτά που συμβαίνουν τώρα. Εμείς θα ερχόμαστε. Όχι γιατί έχουμε κάποια στείρα αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά γιατί η αποσπασματική, επικοινωνιακή, δημαγωγική και «φιλανθρωπική» προσέγγιση των θεμάτων που κάνει (όχι ο κ. Αγγελόπουλος, τον εξαιρώ ρητά) η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Απασχόλησης, δεν προοιωνίζεται μια σύγχρονη, ειλικρινή και αποτελεσματική μέθοδο αντιμετώπισης των θεμάτων αυτών και στον τομέα της απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων και στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Το να εντοπίζουμε και να ανασύρουμε διατάξεις ψηφισμένες και ισχύουσες εδώ και χρόνια και να τις εμφανίζουμε ως ανακάλυψη του τροχού είναι κοινωνική πολιτική τύπου Bismarck των απαρχών του πρωσσικού κοινωνικού κράτους. Το να αντιδράς παρακολουθώντας τις πρωινές εκπομπές στην τηλεόραση δεν είναι το μοντέλο πολιτικής, το μοντέλο εθνικού διαλόγου και το μοντέλο εθνικής συναίνεσης που αρμόζει στη δική μας αντίληψη. Οι εκπομπές κάνουν όσο μπορούν καλύτερα τη δουλειά τους, όχι όμως και η κυβέρνηση.
Το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της χώρας τελεί εδώ και πολλά χρόνια υπό την απειλή ορισμένων ιδεοληψιών και στερεοτύπων. Εκτός από το στατιστικό ψεύδος, έχει κατασκευαστεί και έχει διογκωθεί σε όλη την Ευρώπη, το λεγόμενο «αναλογιστικό ψεύδος». Προσφέρει συνεπώς πολύ μεγάλη βοήθεια η μελέτη που κάνει η Γ.Σ.Ε.Ε. με το Ινστιτούτο της και η διαρκής μελέτη που κάνει η ομοσπονδία σας με το περιοδικό της και τις άλλες εκδόσεις της, γιατί μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια και χαίρομαι γιατί αντικρούονται και καταρρέουν στερεότυπα και ιδεοληψίες. Χαίρομαι γιατί ο κ. Αγγελόπουλος είπε προηγουμένως ότι κανείς δεν μπορεί και φυσικά κανείς δεν θέλει γιατί δεν μπορεί να θίξει τους βασικούς πυλώνες του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος: τα όρια ηλικίας, τις παροχές και τις κοινωνικές εισφορές. Είναι βεβαίως ανοικτό το ζήτημα των πόρων, το ζήτημα της χρηματοδότησης χωρίς όμως το άγχος της δημοσιονομικής και ως ένα μεγάλο βαθμό και δημογραφικής κρίσης του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη. Γιατί αν η Ευρώπη θέλει να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα της και ένα μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης, αυτό δεν θα το αναζητήσει στη μείωση των παροχών του κοινωνικού κράτους, δεν θα το αναζητήσει μάταια στη μείωση του κόστους εργασίας για να ανταγωνιστεί διεθνείς ανταγωνιστές της όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά θα το αναζητήσει στην ποιότητα, την καινοτομία, το διανοητικό κεφάλαιο και φυσικά στο περιβάλλον ανάπτυξης που διαμορφώνει το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος. Μόνον που το παιχνίδι του κοινωνικού κράτους παίζεται πρωτίστως στο επίπεδο του εθνικού κράτους. Και έτσι μπορεί η εισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι πολύ σημαντική στο ρυθμιστικό επίπεδο με τους κανόνες του πρωτογενούς και παραγώγου δικαίου, αλλά ούτε στο παροχικό επίπεδο ούτε πολύ περισσότερο στην αναδιανεμητική λειτουργία του κοινωνικού κράτους μέσω του φορολογικού συστήματος και των δαπανών του προϋπολογισμού μπορεί να συνεισφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι ζήτημα κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Και δεν υπάρχει κοινωνική πολιτική χωρίς γενικότερη οικονομική πολιτική, χωρίς αναπτυξιακή πολιτική, χωρίς εισοδηματική πολιτική.
Άρα, όταν μιλούμε για κοινωνική πολιτική και πολιτική κοινωνικών ασφαλίσεων πρέπει να έχουμε υπόψη μας όλο αυτό το πλέγμα πολιτικών, γιατί διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε τραγικά λάθη.
Χαίρομαι γιατί τώρα έχει γίνει αντιληπτή η σημασία της βασικής αρχής που καθιέρωσε ο νόμος 3029/2002 για τη συμμετοχή του δημοσίου στη χρηματοδότηση του ΙΚΑ με το 1% του ΑΕΠ. Χαίρομαι γιατί υπάρχει αυτή η ανάσα σχεδόν μέχρι το 2024. Φυσικά δεν μπορεί να επαναπαυτεί κανείς, γιατί το 2024 μπορεί να φαντάζει μακρινό για τα μέτρα μιας ανθρώπινης ζωής, αλλά στον μακρύ ασφαλιστικό χρόνο που είναι ο μακρύς ιστορικός χρόνος δεν σημαίνει τίποτα. Από την άλλη όμως δεν υπάρχει κανένας εκβιασμός, δεν υπάρχει κανένα στερεότυπο, δεν υπάρχει κανένα πιστόλι στον κρόταφο για να συμφωνήσουμε ως κοινωνία σε λύσεις οι οποίες θα είναι κοντόφθαλμες, οι οποίες δεν θα έχουν κανένα στοιχείο πρωτοτυπίας και δεν θα έχουν κανένα στοιχείο ευαισθησίας. Άρα λοιπόν ουσιαστικά το πρόβλημα που καλούνται να επιλύσουν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, σοσιαλιστικές και συντηρητικές, είναι πως θα χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό κράτος και η απάντηση σε τελική ανάλυση είναι μία και μόνη: μέσα φυσικά από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, μέσα από την αναδιανεμητική λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με έναν τρόπο αναπτυξιακό και όχι παθητικό και ιδρυματικό.
Εμείς λοιπόν χαιρόμαστε γιατί η θέση που έχει λάβει η ΓΣΕΕ και η θέση που έχει λάβει η ομοσπονδία σας, την οποία θεωρούμε όχι μόνον έναν από τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και έναν από τους συμβούλους της πολιτείας και των πολιτικών κομμάτων στα θέματα αυτά, μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το κοινωνικοασφαλιστικό ζήτημα της χώρας με έναν βασικό και αδιαπραγμάτευτο στόχο: την ασφάλεια του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Το ζητούμενο είναι να καταστεί ασφαλές το κοινωνικόασφαλιστικό σύστημα μιας κοινωνίας της ανασφάλειας, Δεν μπορεί συνεπώς κανείς να παίζει με την ασφάλεια του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Βέβαια όταν η επικαιρότητα κυριαρχείται από ζητήματα, όπως η αναμενόμενη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την απόδοση των παρακρατήσεων του ΛΑΦΚΑ, από ζητήματα όπως η αναγκαία αναπροσαρμογή των εισοδηματικών ορίων για το ΕΚΑΣ, γιατί φυσικά δεν μπορεί να χάσουν τριάντα ή σαράντα χιλιάδες δικαιούχοι το επίδομα αυτό που είναι ζωτικό γι’ αυτούς, δεν μπορεί να προηγηθεί κάποιο άλλο ζήτημα.
Είναι προφανώς αναγκαία προϋπόθεση για μια σοβαρή συζήτηση να μην κυριαρχούν τέτοιου είδους ανοικτά μέτωπα στο τοπίο. Άρα λοιπόν περιμένουμε από την κυβέρνηση όσο γίνεται γρηγορότερα την πρωτοβουλία για τα θέματα που αφορούν το ΕΚΑΣ και την πρωτοβουλία για το ΛΑΦΚΑ, σύμφωνα και με τις δικαστικές εξελίξεις που έχουν αναφανεί στο μεταξύ και οι οποίες καθιστούν αναγκαστική τη λύση και όχι μία λύση «γενναιοδωρίας» και «προσφοράς». Είναι μία λύση υποχρεωτική και αναγκαστική, μία λύση κοινωνικής δικαιοσύνης, μία λύση που απορρέει από το κοινωνικό κράτος δικαίου.
Όλα αυτά στις ημέρες μας έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει η ανάγκη μιας διπλής διαχείρισης των θεμάτων αυτών και στο επίπεδο το εθνικό και στο επίπεδο το κοινοτικό. Γι΄ αυτό πρέπει να έχουμε μία μη συμπλεγματική αντίληψη και για τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, γιατί φοβούμαι ότι πολύ συχνά η αντιμετώπιση μας είναι συμπλεγματική και στο επίπεδο αυτό.
Τελειώνω με τα δύο θεμελιώδη ευρήματα της μελέτης της ΓΣΕΕ και της μελέτης της ομοσπονδίας. Ο τεράστιος αριθμός χαμηλοσυνταξιούχων. Αυτό πραγματικά μας φέρνει όλους αντιμέτωπους όχι μόνο με το πρόβλημα της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος και ιδίως του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά με το πρόβλημα του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Εμείς ανακοινώσαμε και χθες ότι ετοιμάζουμε πρόταση νόμου για το εγγυημένο αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Δεν λέμε «ελάχιστο» γιατί όταν λέμε αξιοπρεπές, είναι αξιοπρεπές, δεν μπορεί να πάει παρακάτω. Το εύρημα το οποίο έχει επίσης πάρα πολύ μεγάλη σημασία είναι ο ενδογενής παραλογισμός του συστήματος. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μία «λογική» του συστήματος που μας λέει ότι όταν αυξάνονται οι ασφαλισμένοι ή όταν αυξάνονται τα εισοδήματα, μπορεί να μην έχουμε θετική αναλογιστική επίπτωση. Αυτό είναι ένας απαράδεκτος κοινωνικά, άδικος και αντιαναπτυξιακός παραλογισμός. Άρα να ένα σημείο στο οποίο πρέπει να επέμβούμε με διάφορα μέσα από την διαχείριση των αλλοδαπών μεταναστών έως την κλιμακωτή αύξηση των παροχών, προκειμένου να υπάρχει κίνητρο για την αύξηση των ασφαλισμένων ημερομισθίων, γιατί δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε μία συζήτηση αφ’ ης στιγμής εντοπίσαμε τέτοιες αντιφάσεις τις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να θεραπεύσουμε.
Με τις σκέψεις αυτές και τονίζοντας την βαθιά μου εκτίμηση, στην υπευθυνότητα και την ωριμότητας της ομοσπονδίας σας, του προεδρείου της και προσωπικά του Προέδρου της και της ΓΣΕΕ και της διοίκησης της και του Προέδρου της, χαιρετίζω το συνέδριο σας και σας εύχομαι να συνεχίσετε έτσι. Πάντα με υπευθυνότητα και πάντα με επιτυχία.