30 Μαρτίου 2006
«Η αναθεωρητική πρόκληση και η ολοκλήρωση της μεταπολίτευσης σε συνταγματικό επίπεδο»
Χαίρομαι πάρα πολύ για αυτή τη σύναξη. Χαίρομαι γιατί ο Αντώνης Σάκκουλας, με τη βοήθεια του Αδαμάντιου Αμμανίτη και με την στήριξη, φυσικά, της εκδοτικής επιτροπής και των συνεργατών του περιοδικού πήρε την πρωτοβουλία να επανεκδώσει το βασικό επιστημονικό forum του κλάδου μας κατά τη μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης.
Και χαίρομαι γιατί το περιοδικό ξεκινά και πάλι σε μία κρίσιμη και ζωντανή περίοδο για τα θέματα του κλάδου μας, επειδή ολοκληρώνεται η πενταετής προθεσμία μετά την πάροδο της οποίας μπορεί να κινηθεί και πάλι η διαδικασία αναθεώρησης, αλλά και γιατί συντελείται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο μία κοσμογονία γύρω από την έννοια του συντάγματος.
***
Ένα από τα βασικότερα θέματα που τίθενται στο πλαίσιο κάθε συζήτησης συνταγματικής πολιτικής είναι αν πρέπει να επιδεικνύουμε έναν αναθεωρητικό ή και γενικότερα συνταγματικό οίστρο ή αν πρέπει να προτάσσουμε την ανάγκη συνταγματικής αυτοσυνειδησίας. Σε αυτό το δίλημμα η απάντηση είναι –κατά τη γνώμη μου- πάρα πολύ εύκολη, γιατί πάντα προτάσσεται, κατ’ ανάγκην, η αφομοίωση του ισχύοντος Συντάγματος, η αφομοίωση του αναθεωρητικού κεκτημένου, η αξιοποίηση των ερμηνευτικών του περιθωρίων. Μόνον έτσι μπορεί κανείς, κατά τρόπο αξιόπιστο, να θέσει και ζήτημα τροποποίησης του Συντάγματος.
Στη χώρα μας οι δύο αυτές διαστάσεις (αναθεωρητική πρωτοβουλία/ αφομοίωση του συντάγματος) είναι συνδεδεμένες με έναν ιδιόρρυθμο και ενδιαφέροντα τρόπο: Σε συνταγματικό επίπεδο η μεταπολίτευση ολοκληρώνεται μόλις το 2001, μέσω της τελευταίας αναθεώρησης. Μόλις το 2001 οι δύο μεγάλες «κυβερνητικές» πολιτικές δυνάμεις συμπίπτουν σε κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, δηλαδή στην πολιτική νομιμοποίηση του Συντάγματος της χώρας. Το Σύνταγμα του 1975 γεννήθηκε με έναν «γενετικό» πρόβλημα ως προς τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας που ήταν αντικείμενο οξείας πολιτικής και επιστημονικής αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης. Και με ένα δεύτερο πρόβλημα την αμφιβολία της τότε αντιπολίτευσης ως προς το αν εγγυάται πράγματι το κράτος δικαίου. Δεν είχε γίνει αντιληπτή η σημασία των άρθρων 4 έως 25 ευθύς εξ αρχής από όλους.
Το ζήτημα της δομής της εκτελεστικής εξουσίας και των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται το πεδίο της αναθεώρησης του 1986, ενώ η πλήρης παραδοχή της σημασίας που είχε το Σύνταγμα του 1975 για το κοινωνικό κράτος δικαίου συντελείται μόλις το 2001. Το 2001 η Νέα Δημοκρατία αποδέχεται τους διακανονισμούς του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος που έγιναν το 1986, και το ΠΑΣΟΚ, με τις βελτιώσεις που επιφέρει, αποδέχεται τους διακανονισμούς που αφορούν το κοινωνικό κράτος δικαίου. Τους ενισχύει, αλλά τους αποδέχεται και έτσι διαμορφώνεται η ευρεία συναινετική βάση για το Σύνταγμα του 1975/1986/2001.
Και αν έπρεπε να μεσολαβήσουν ένδεκα χρόνια από το 1975 έως το 1986, θα έπρεπε να μεσολαβήσουν περισσότερα χρόνια, δεκαπέντε, από το 1986 μέχρι το 2001. Άρα έχουμε έναν αρκετά αργό και συνετό ρυθμό ως προς τις συνταγματικές αλλαγές. Μόλις όμως τώρα γίνεται ευρύτερα αντιληπτό στη χώρα μας ότι μπορεί η διαδικασία αναθεώρησης να μην είναι μία έκτακτη διαδικασία που υποκρύπτει πρωτογενή συνταγματική μεταβολή, αλλά μία φυσιολογική, συντεταγμένη διαδικασία η οποία χωρίς μεγάλες τριβές και με ηπιότητα μπορεί να συντελείται στα προβλεπόμενα τακτά χρονικά διαστήματα, αρκεί βεβαίως να έχουμε κάτι να πούμε.
Πότε δημιουργείται το πρόβλημα; Το πρόβλημα δημιουργείται όταν η αναγωγή στο Σύνταγμα, που πηγάζει μέσα από την πτώση του νόμου, μετατρέπεται η ίδια σε παράγοντα έκπτωσης του Συντάγματος. Έκπτωση δε του Συντάγματος πολλές φορές προκαλείται λόγω υπερβολικής οικειότητας, δηλαδή όταν καλλιεργείται η αίσθηση ότι μία συνταγματική ρύθμιση είναι πάντα σε εκκρεμότητα και άρα ότι μπορούμε να την «αγγίξουμε» και να την μεταβάλλουμε πάρα πολύ εύκολα.
Μεταξύ όμως του ισχύοντος Συντάγματος και του αναθεωρημένου Συντάγματος μεσολαβεί το κρίσιμο διάστημα της συνταγματικής διακινδύνευσης, το διάστημα κατά το οποίο πυκνώνεται ο ιστορικός χρόνος. Μία αυξημένη μεν, αλλά συγκυριακή πλειοψηφία, διαχειρίζεται τις εγγυήσεις του αυστηρού Συντάγματος. Αυτό είναι εξαιρετικά βαρύ και εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί «ηρτημένης» της αυστηρότητας του Συντάγματος και για όσο χρόνο συμβαίνει αυτό, πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στο πως χρησιμοποιούμε την εξουσία που έχουμε. Μια εξουσία που είναι συγκυριακή και δεν ανάγεται με ευκολία στον μακρύ ιστορικό χρόνο ο οποίος κωδικοποιείται και πυκνώνεται στο Σύνταγμα, μέσα μάλιστα στα συμφραζόμενα, όπως είπε ο Γιώργος Κασιμάτης προηγουμένως, μιας προφανούς πια και γενικευμένης διεθνοποίησης του συντάγματος, που είναι το ομόλογο φαινόμενο της συνταγματοποίησης του διεθνούς δικαίου.
Το Σύνταγμα, ως θεσμική και πολιτική σύλληψη, ως επιστημολογικό παράδειγμα, ως νομικό φαινόμενο δείχνει μία αντοχή, η οποία είναι εντυπωσιακή. Μάλιστα το Σύνταγμα εμφανίζεται ανθεκτικότερο του ιστορικού του διδύμου, που είναι το εθνικό κράτος. Παρότι η κυριαρχία του βεστφαλιανού κράτους αμφισβητείται προ πολλού έντονα, παρότι μέσα στις συνθήκες του σημερινού παγκοσμίου συστήματος διακυβέρνησης (που δεν είναι καθόλου δημοκρατικό και είναι ίσως «αυτοκρατορικού» χαρακτήρα) το εθνικό κράτος υφίσταται μία τεράστια δοκιμασία, το συνταγματικό φαινόμενο αποδεικνύεται ότι έχει μεγάλη αντοχή. Επιβιώνει και πέραν του πλαισίου του κυρίαρχου κράτους. Εξ ου και η συζήτηση για τη «συνταγματοποίηση» του διεθνούς δικαίου, για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα κ.ο.κ.
Αυτό σημαίνει ότι το συνταγματικό φαινόμενο εξακολουθεί να έχει τεράστιο ενδιαφέρον επιστημονικό, κανονιστικό, ιστορικό, αισθητικό, κ.ο.κ. Και βεβαίως αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με το πάντα κορυφαίο ερώτημα: ποιος έχει την τελευταία λέξη ως προς το κανονιστικό περιεχόμενο του συντάγματος; Ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η τελευταία- τελευταία λέξη, όπως και η πρώτη, ανήκει στον συντακτικό νομοθέτη, εφόσον όλα τα ερωτήματα τελικώς επιλύονται είτε με αυθεντική ερμηνεία είτε με τροποποίηση της κρίσιμης διάταξης. Και τα δύο συνιστούν αναθεώρηση του συντάγματος, τυπική μεταβολή του. Στο μεταξύ όμως (με εξαίρεση ίσως ορισμένα θέματα της πολιτικής ύλης, δηλαδή του οργανωτικού μέρους του συντάγματος που στην ελληνική έννομη τάξη είναι εκτός δικαστικού ελέγχου), η τελευταία λέξη ανήκει σε ένα δικαστικό όργανο, ακόμη και αν αυτό υπόκειται σε καταναγκασμούς λόγω του διεθνούς ή του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, καταναγκασμούς οι οποίοι έχουν γίνει «οικειοθελώς» αποδεκτοί λόγω του άρθρου 28 από την εθνική συνταγματική τάξη.
Άρα, κατά τη γνώμη μου, το κορυφαίο θέμα της συνταγματικής θεωρίας είναι πάντα αυτό της συνταγματικής δικαιοσύνης, θέμα για το οποίο δεν θα σας μιλήσω εδώ καθώς είναι το αντικείμενο της μελέτης μου που οι συνάδελφοι μου έκαναν την τιμή να περιλάβουν στο πρώτο τεύχος της νέας έκδοσης του περιοδικού.
Για τους λόγους λοιπόν που εξηγώ αναλυτικά στη μελέτη μου αυτή, θεωρώ ότι πρέπει να κάνουμε το βήμα της σύστασης συνταγματικού δικαστηρίου, διαφυλασσομένου του διάχυτου χαρακτήρα του ελέγχου, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διατηρήσουμε τα πλεονεκτήματα του σημερινού μικτού, ούτως ή άλλως, συστήματος, χωρίς να αφομοιώνουμε τα κραυγαλέα μειονεκτήματα του άλλου συστήματος που είναι και εκείνο ούτως ή άλλως μικτό, αλλά λιγότερο, ας το πούμε έτσι, λανθάνον ως προς τη «μικτότητά» του, από ό,τι το δικό μας.
Θα μας δοθεί, ελπίζω, η ευκαιρία τους επόμενους μήνες να μιλήσουμε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού πολύ γύρω από το θέμα αυτό, όπως και γύρω από όλα τα άλλα θέματα που θέτει η ελληνική, η ευρωπαϊκή, αλλά και η διεθνής συνταγματική εμπειρία.
* Η παρουσίαση της νέας μορφής του περιοδικού «Το Σύνταγμα» πραγματοποιήθηκε στη Στοά του Βιβλίου με θέμα «Οι συνταγματικές εξελίξεις στην Ελλάδα»