Αθήνα, 31 Μαΐου 2012
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου, Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, στην Γλυφάδα
Αγαπητέ Δήμαρχε, σε ευχαριστώ θερμά για την αγάπη σου και τη θερμή υποδοχή εδώ, στο δημαρχείο της Γλυφάδας, στην πόλη της Γλυφάδας. Χαίρομαι πάρα πολύ που βρισκόμαστε εδώ για να μιλήσουμε με τους πολίτες της Γλυφάδας, με τους εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με νέους ανθρώπους που τώρα αρχίζουν τη διαδρομή τους. Και φυσικά με τους πολίτες γενικότερα που μας κάνουν την τιμή να μας στηρίζουν, να πιστεύουν στο ΠΑΣΟΚ, να μένουν πιστοί σε αυτή την προσπάθεια, παρά τις αντιξοότητες, παρά τις δυσκολίες που κατεγράφησαν στις εκλογές της 6ης Μαϊου.
Χαίρομαι πολύ γιατί βρίσκομαι εδώ, σε μια περιοχή που συνεχώς βελτιώνει τη φυσιογνωμία της, συνεχώς ενισχύει τις υποδομές της, σε μια περιοχή που έχει μια ισχυρή, οραματική, δημοτική αρχή. Είχα το πρωί την ευκαιρία να συζητήσω με το προεδρείο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας και να στείλω ένα μήνυμα σε όλη την Τοπική Αυτοδιοίκηση, πως σε αυτή την περίοδο της κρίσης η Τοπική Αυτοδιοίκηση, που είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στην τοπική κοινωνία και το κράτος, μπορεί να παίξει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο.
Παίζει ήδη ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, ο οποίος όμως πρέπει να ενισχυθεί. Πρέπει να επενδύσουμε στο ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα και στο λεκανοπέδιο της Αττικής και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε όλη τη χώρα.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αυτή τη στιγμή σηκώνει ένα πολύ μεγάλο βάρος στα ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας. Και μέσα από τη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορούμε, με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο, να φτάσουμε στο εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Να στείλουμε ένα μήνυμα σε κάθε Έλληνα πως δεν είναι μοναχικό και αβοήθητο τμήμα της κρίσης. Κανείς δεν είναι εγκαταλελειμμένος και μόνος σε αυτή τη δύσκολη περίσταση.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν κάνει φιλανθρωπίες, δεν κάνει γενναιοδωρίες. Λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους. Στην πραγματικότητα, σε συνεργασία με το κράτος, μπορεί να στείλει ένα μήνυμα κοινωνικής συνοχής, το οποίο αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά κρίσιμο για μια κοινωνία που έχει χάσει τους αρμούς της και που κλονίζεται.
Είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος της αυτοδιοίκησης και για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων. Μπορούν να προχωρήσουν πολύ σημαντικά προγράμματα σε όλους τους δήμους. Η κοινωφελής εργασία δίνει 45.000 θέσεις εργασίας που ευτυχώς ξεμπλοκαρίστηκαν προχθές, η αυτεπιστασία στους δήμους μπορεί να δώσει 120.000 θέσεις εργασίας.
Πιστεύουμε ότι προγράμματα, όπως το νέο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», οι νέες προνοιακές δομές, μπορούν να δώσουν και θέσεις εργασίας, αλλά και απάντηση στα αγωνιώδη προβλήματα που έχουν πάρα π πολλοί πολίτες.
Και το τρίτο επίπεδο, αυτό που εδώ στη Γλυφάδα μπορείτε να το αξιοποιήσετε πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα, είναι το επίπεδο της Τοπικής ανάπτυξης. Της ανάπτυξης σε τοπική κλίμακα, με επενδύσεις σε αυτό το λεγόμενο «τρίτο τομέα», τον κοινωνικό τομέα, που δεν είναι ο παλιός δημόσιος τομέας με τα βάρη των δημοσίων επιχειρήσεων. Δεν είναι ο ιδιωτικός τομέας, που έχει ως σκοπό το κέρδος γιατί αυτή είναι η φύση του. Αλλά είναι ένας ευέλικτος τομέας που επιτρέπει τη συνεργασία ανάμεσα στην τοπική Αυτοδιοίκηση, το κράτος και ιδιώτες οι οποίοι θέλουν να επενδύσουν, να έχουν μια παρουσία στα θέματα αυτά. Για να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας, για να αντιμετωπίσουμε την κρίση, όχι με λόγια, αλλά με ό,τι μπορεί να κάνει ο καθένας στο δικό του επίπεδο. Και στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορούν να γίνουν πραγματικά πάρα πολλά.
Θέλω όμως σήμερα να μου επιτρέψετε να γενικεύσω τη συζήτηση, γιατί η συζήτηση δεν είναι για την τοπική Αυτοδιοίκηση. Η συζήτηση είναι για τις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία των τελευταίων 10ετιών που η Ελλάδα βιώνει μια τέτοια επανάληψη εκλογών, χωρίς δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης.
Ακόμη και το 1963 για τους παλιότερους, όταν ο Γέρος της Δημοκρατίας πήρε την πρωτοβουλία να διεκδικήσει μια μεγαλύτερη, μια αυτοδύναμη πλειοψηφία στις εκλογές του 1964, η Βουλή λειτούργησε. Κυβέρνηση σχηματίστηκε. Είναι η πρώτη φορά που είχαμε μια θνησιγενή Βουλή. Μια Βουλή που δεν μπόρεσε να ασκήσει καθόλου τα καθήκοντά της.
Παρά τις προσπάθειες που κάναμε ως ΠΑΣΟΚ δεν σχηματίστηκε κανένα κυβερνητικό σχήμα απ’ αυτά που είχαμε προτείνει. Και τώρα ο κάθε πολίτης θέτει δυο απλά ερωτήματα: εάν ο τόπος μπορεί να κυβερνηθεί μετά τις εκλογές τις δεύτερες της 17ης Ιουνίου. Αν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση και ποια κυβέρνηση.
Και βέβαια, μια κυβέρνηση για να κάνει τι; Ποιο είναι το στοίχημα της χώρας; Ποια μπορεί να είναι η εθνική στρατηγική; Η σωστή σειρά είναι να απαντήσουμε πρώτα στο δεύτερο ερώτημα: Ποια πρέπει να είναι η εθνική μας στρατηγική. Σε ποια βάση πρέπει να συμφωνήσουμε ως στόχος προκειμένου κάποια κυβέρνηση να αναλάβει να διαχειριστεί αυτή την εθνική στρατηγική για να δούμε και ποιες πρέπει να είναι οι συνεργασίες μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και τι νόημα έχουν αυτά που λέμε. Και αν αυτά που λέμε τα πολιτικά κόμματα έχουν κάποιο βάρος ή έχουν ασυγχώρητη επιπολαιότητα και ελαφρότητα που δεν εναρμονίζεται με τις συνθήκες της κρίσης.
Πρέπει να σας π, ότι ακούγοντας πριν από λίγη ώρα τον κ. Σαμαρά, τον Πρόεδρο της Ν.Δ. να παρουσιάζει το οικονομικό του πρόγραμμα, 18 σημεία για τη διαχείριση της κρίσης, 10 που πρέπει να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους και 8 που μπορούμε να προωθήσουμε μόνοι, ένιωσα μια βαθιά απογοήτευση. Ένιωσα την απογοήτευση του ανθρώπου που ξέρει τα πράγματα και διαπιστώνει ότι δυσκολεύεται να βρει συνομιλητές για να αντιμετωπίσουμε από κοινού την κρίση, για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια πραγματικά εθνική στρατηγική.
Πέρασε η εποχή που τα κόμματα μπορούσαν να κάνουν προεκλογικές εξαγγελίες. Εξαγγελίες παροχών. Πέρασε η εποχή των εύκολων και δημαγωγικών λόγων. Δυστυχώς τέτοια μέτρα άκουσα και σήμερα να εξαγγέλλονται, ενώ αυτό που πρέπει να πούμε με πολύ καθαρό τρόπο είναι την απάντησή μας στο μεγάλο δίλημμα των εκλογών του Ιουνίου.
Το δίλημμα αυτό, όπως το έχω πει κι άλλες φορές και θέλω να το επαναλάβω και μαζί σας σήμερα, δεν είναι αν η Ελλάδα θα μείνει στο ευρώ ή θα διολισθήσουμε πίσω στη δραχμή. Αλλά όχι την καλή και αγαπημένη δραχμή που υπήρχε μέχρι το 2000. Σε μια πληθωριστική δραχμή η οποία δεν θα έχει καμία αξία, γιατί ο ελληνικός λαός έχει απαντήσει στο ερώτημα αυτό.
Ο ελληνικός λαός θέλει η Ελλάδα να είναι ευρωπαϊκή χώρα, να μείνει στο ευρώ. Θέλει η Ελλάδα να αποκαταστήσει τη θεσμική της ισοτιμία μέσα στην Ευρώπη την ανταγωνιστικότητά της. Άρα δεν υπάρχει παρά μια ελάχιστη μειοψηφία η οποία θεωρεί πως η έξοδος από το ευρώ, η δραχμή είναι μια στρατηγική που μπορεί να ωφελήσει τη χώρα.
Η μεγάλη πλειοψηφία, το 80% και πλέον του ελληνικού λαού λέει: Ευρώπη, ευρωπαϊκός προσανατολισμός, ευρώ, αλλά χωρίς μέτρα που τροφοδοτούν την ύφεση, που διογκώνουν την ανεργία, που μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα, που ακυρώνουν όνειρα και σχέδια ζωής. Kαι αυτό είναι απολύτως λογικό.
Για να το πετύχουμε όμως αυτό πρέπει να πάμε στο πραγματικό ερώτημα. Kαι το πραγματικό ερώτημα είναι αν η σωστή εθνική στρατηγική περνάει μέσα από μονομερείς ενέργειες. Mέσα από τη μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Mέσα από μια σύγκρουση με τους εταίρους. Mέσα από ένα παιχνίδι με τη φωτιά ή αν η λύση είναι αυτό που έχουμε προτείνει: η οργανωμένη, θαρραλέα αλλά οργανωμένη αναθεώρηση των δυσμενών όρων της δανειακής σύμβασης, κρατώντας όμως όλα τα θετικά σημεία με σεβασμό στις κατακτήσεις και τις θυσίες του ελληνικού λαού. Kρατώντας όλα εκείνα που είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη, για την απασχόληση, για την προκοπή του τόπου.
Εδώ υπάρχουν δύο ενστάσεις στις οποίες πρέπει να απαντήσουμε, γιατί φαντάζομαι ότι και εσείς θα μου τις θέσετε στη συζήτηση. Η πρώτη ένσταση είναι «αυτή τη γραμμή την οποία προτείνετε τώρα για θαρραλέα αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης τη σκεφτήκατε τώρα μετά τις εκλογές; Επειδή μειώθηκε η δύναμη του ΠΑΣΟΚ; Επειδή αυξήθηκε η δύναμη άλλων κομμάτων; Επειδή κάποιοι απειλούν με μονομερείς ενέργειες, έχουν σηκώσει τη σημαία της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης»;
Αυτά που λέω τώρα που τα έχω πει με οργανωμένο τρόπο συγκεκριμένο, ξεκινώντας από την ανάγκη να παραταθεί ο χρόνος δημοσιονομικής προσαρμογής. Γιατί μόνο αν χαλαρώσει χρονικά το πρόγραμμα μπορούμε με ήπιο και φιλικό τρόπο για τον πολίτη και την ανάπτυξη να πετύχουμε τους στόχους μας.
Τα έχω πει, το αργότερο στις 20 Μαρτίου, 2 μέρες μετά την εκλογή μου στην Προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Και τώρα που πρέπει πια να πούμε ακόμη και πληροφορίες «εσωτερικής χρήσης» στον ελληνικό λαό, για να είναι απολύτως ενήμερος, μπορούμε να πούμε καθαρά ότι αυτά που τώρα προτείνουμε, δεν είναι τίποτε άλλο από τον κατάλογο των θεμάτων, για τον οποίο επί μήνες ολόκληρους αγωνιστήκαμε, διαπραγματευόμενοι με την τρόικα. Για να πετύχουμε τη μείωση του χρέους. Για να πετύχουμε τη μείωση των τόκων. Για να απελευθερώσουμε την Ελλάδα από το ζυγό ενός ανυπόφορου χρέους και ανυπόφορων τόκων κάθε χρόνο. Για να μπορέσουμε να πάρουμε το νέο δάνειο. Για να μπορέσουμε να σώσουμε τις Τράπεζες, όχι τους τραπεζίτες αλλά τις καταθέσεις που είναι ο ιδρώτας του ελληνικού λαού. Για να μπορούμε τώρα, να έχουμε ένα απόθεμα κονδυλίων, πάρα πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Για να μπει η Ελλάδα σε μια θετική τροχιά, να αποκτήσει ξανά ασφάλεια και προοπτική.
Αγωνιστήκαμε αντιδρώντας σε όλα τα μέτρα που ήθελαν να μας επιβάλουν και που σε μεγάλο βαθμό μας επέβαλαν όταν επρόκειτο για μέτρα, που δεν ήταν μέτρα πραγματικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Δεν ήταν μέτρα υποβοήθησης της ανταγωνιστικότητας αλλά ήταν μέτρα τα οποία με τυφλό και μυωπικό τρόπο τροφοδοτούν την ύφεση και αυξάνουν την ανεργία.
Γιατί δεν μπορέσαμε να περάσουμε τις απόψεις μας και γιατί δεχτήκαμε ένα συμβιβασμό που έπρεπε να κάνει η χώρα; Γιατί είχαμε απέναντί μας -και έχουμε σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό- σκληρές συντηρητικές κυβερνήσεις. Έχουμε κυβερνήσεις που στη μεγάλη τους πλειοψηφία στην Ευρώπη ανήκουν στις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, είναι ομογάλακτοι αδελφοί του κ. Σαμαρά και της Νέας Δημοκρατίας.
Γιατί αυτές οι αντιλήψεις κυριαρχούν ακόμη διεθνώς, παρότι ακούγονται και άλλες φωνές. Αρχίζουν και ακούγονται πιο συχνά τώρα και άλλες φωνές. Και γιατί βεβαίως ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν εναντίον μας. Τότε δεν είχε μειωθεί το χρέος. Δεν είχαν μειωθεί οι τόκοι. Δεν είχε εγκριθεί το δάνειο. Δεν είχαμε λύσει ταμειακά προβλήματα. Δεν είχαμε σώσει τις Τράπεζες. Δεν είχαμε τη σιγουριά ότι μπορούμε να σώσουμε τις καταθέσεις του ελληνικού λαού, που είναι και η βάση πάνω στην οποία θα κινηθούν οι επενδύσεις και η δημιουργία θέσεων εργασίας.
Όταν η τρόικα έφυγε από το Υπουργείο Οικονομικών, τα μεσάνυχτα στις 29 Αυγούστου του 2011, έφυγε γιατί η σύγκρουσή μας είχε γίνει πάνω σε αυτή τη βάση. Και επί μήνες αγωνιστήκαμε να φτάσουμε στη νέα συμφωνία. Και θα φτάναμε με πάρα πολύ καλύτερους όρους, εάν δεν είχε μεσολαβήσει ένα τεράστιο πολιτικό λάθος, που λειτουργεί σε βάρος του τόπου και που λειτούργησε σε βάρος του πολίτη και ιδίως του πιο φτωχού και αδύναμου πολίτη.
Ποιο ήταν αυτό; Ήταν η επιβολή των πρόωρων εκλογών τη στιγμή της διαπραγμάτευσης. Γιατί τη στιγμή που διαπραγματευόμασταν να πετύχουμε τη μείωση του χρέους, τη μείωση των τόκων, την έγκριση του νέου δανείου, την οριστική υπέρβαση της κρίσης, ήρθε και άλλαξε το πολιτικό σκηνικό. Διαμορφώθηκε ένα σκηνικό ρευστότητας και αβεβαιότητας στην Ελλάδα με τη Νέα Δημοκρατία και τον κ. Σαμαρά να ζητάει επίμονα εκλογές, ει δυνατόν πριν τελειώσει το 2011 ή το αργότερο στις 19 Φεβρουαρίου του 2012. Δηλαδή μέσα στην καρδιά της διαπραγμάτευσης και των χειρισμών για τη μείωση του χρέους. Και τον κ. Τσίπρα με τον ΣΥΡΙΖΑ να χορεύει ικανοποιημένος γύρω από αυτό τον καμβά των πρόωρων εκλογών ,γιατί βεβαίως αντιλαμβανόταν ότι υπάρχει μια δυσαρέσκεια η οποία θα εκφραστεί με κάποιον τρόπο.
Έτσι οι εταίροι μας, οι οποίοι είναι εταίροι αλλά ταυτόχρονα και δανειστές και πολύ σκληροί διαπραγματευτές -γιατί απολογούνται σε Κοινοβούλια και σε εκλογικά σώματα- επέβαλαν μέτρα τα οποία ήθελαν να τα σιγουρέψουν πριν η χώρα οδηγηθεί σε εκλογές, με τη χώρα να αγωνιά να πετύχει τη μείωση του χρέους, τη μείωση των τόκων και την έγκριση του δανείου.
Άρα αυτή η πολιτική συμπεριφορά, η έλλειψη συναίνεσης, η έλλειψη συστράτευσης, η έλλειψη ορθής και δίκαιης κατανομής της ευθύνης για τη διαχείριση της κρίσης -γιατί το ΠΑΣΟΚ φορτώθηκε ένα βάρος που δεν του αναλογεί ιστορικά- οδήγησε στην κατάσταση που βιώνουμε τώρα σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό.
Άρα κανείς δεν εκπλήσσεται όταν εγώ προτείνω αυτά που προτείνω, γιατί όλοι οι συνομιλητές μας στο εξωτερικό ξέρουν ότι αυτές ήταν οι θέσεις μου. Γι΄ αυτά αγωνιστήκαμε, αυτά διεκδικήσαμε, πάνω σε αυτά διαπραγματευτήκαμε.
Και έχει πολύ μεγάλη σημασία με το επιχείρημα αυτό να πείθεις κρίσιμους μοχλούς της νέας διαπραγμάτευσης. Οι μοχλοί της νέας διαπραγμάτευσης είναι εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτά είχα την ευκαιρία να πω στον Πρόεδρο Ολάντ στο Παρίσι, όταν μου ζήτησε να συναντηθούμε. Αυτά είχα την ευκαιρία να πω στους αρχηγούς των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων στις Βρυξέλλες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, τα σοσιαλιστικά κόμματα στηρίζουν αυτή μας τη γραμμή. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη για τη χώρα και για τη δυνατότητά της να προχωρήσει σε μια οργανωμένη αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης, κρατώντας όμως όλα τα θετικά της, τα οποία είναι ζωτικής υπαρξιακής σημασίας για τον τόπο.
Και η δεύτερη ένσταση είναι: πράγματι υπάρχουν θετικά στη δανειακή σύμβαση; Αλίμονο. Είναι δυνατόν να λέει κανείς στα σοβαρά ότι θα καταγγείλουμε μονομερώς τη δανειακή σύμβαση, αλλά πρέπει οι ξένοι να συνεχίσουν να μας δίνουν τα κονδύλια χωρίς εμείς να αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να σεβαστούμε τους όρους μιας δανειακής σύμβασης; Όχι.
Πρέπει όλα να γίνουν οργανωμένα, συμφωνημένα στο πλαίσιο μιας αναθεώρησης των δυσμενών όρων αλλά με τη βάση της δανειακής σύμβασης να ισχύει για να μπορούμε να διατηρήσουμε το κεκτημένο αυτό και να μπορούμε να εισπράξουμε τα χρήματα.
Θέλει κανείς να ξαναπάρουμε στις πλάτες μας το χρέος που μειώσαμε 106 δις, 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ; Θέλει κανείς να πληρώνουμε τα παλιά επιτόκια και όχι τα τωρινά μικρά επιτόκια του 2%, όταν η Ιταλία ή η Ισπανία πληρώνουν 6%; Είναι κανείς που θέλει να μην πάρουμε τα χρήματα για την κεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, δηλαδή όπως είπα για την προστασία των καταθέσεων;
Είναι κανείς που δεν θέλει να πέσουμε τους επόμενους μήνες, τους επόμενους 6 μήνες 50 δις από το δάνειο ως ρευστότητα στην αγορά για να στηριχθούν οι επιχειρήσεις, για επενδύσεις και κεφάλαιο κίνησης, για νέες θέσεις εργασίας;
Είναι κανείς που δεν θέλει να μας στηρίξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να ξεμπλοκαριστούν έργα υποδομών, που τα έχουμε υπολογίσει σε 55 δις τα οποία μπορούν να δώσουν ζωή στην ελληνική οικονομία, στις υπεργολαβίες, στα εργοτάξια;
Είναι κανείς που δεν θέλει να πάρουμε τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για να μπορέσουμε με τα κονδύλια αυτά να δώσουμε δουλειά σε 200.000 νέους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή βιώνουν μια ανεργία επιπέδου 55% στις ηλικίες 18 με 24 χρόνια;
Δεν νομίζω να θέλει κανείς να θέσουμε σε κίνδυνο αυτές τις κατακτήσεις και αυτές τις δυνατότητες. Και κλείνω για να αφήσω περιθώριο στη συζήτηση με την αντιπαράθεση που υπήρξε χθες μια εντυπωσιακή αντιπαράθεση, ανάμεσα στην Εθνική Τράπεζα, που είναι ένα πιστωτικό ίδρυμα κορυφαίας σημασίας για την οικονομία του τόπου και ένα πολιτικό κόμμα.
Γιατί; Γιατί η Διεύθυνση Μελετών της Εθνικής Τράπεζας έδωσε στη δημοσιότητα την επιστημονική της εκτίμηση για το τι θα σήμαινε μια εγκατάλειψη του ευρώ εκ μέρους της Ελλάδος, τι θα σήμαινε μια επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, στη δραχμή.
Θα σήμαινε μια υποτίμηση της τάξεως του 65%. Mια υποτιμημένη δραχμή που εξανεμίζει εισοδήματα και περιουσίες. Θα σήμαινε έναν ακατάσχετο πληθωρισμό ο οποίος θα ξεπερνούσε το 35%. Επιτόκια τα οποία θα απαγόρευαν οποιοδήποτε δάνειο, θα το καταστούσαν δυσβάσταχτο και τοκογλυφικό εκ των πραγμάτων. Μια εξαθλίωση, δηλαδή μια επιστροφή στο παρελθόν, το χειρότερο παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν έζησε στη πραγματικότητα καμιά χώρα της περιοχής τις τελευταίες δεκαετίες. Πίσω δηλαδή και από καταστάσεις της δεκαετίας του ’50 στις γειτονικές μας χώρες που βίωσαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Γιατί υπήρξε αυτή η αντίδραση; Υποτίθεται ότι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, με εξαίρεση το ΚΚΕ που έντιμα, καθαρά με θάρρος, τάσσεται πάντα υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, είναι δυνάμεις του ευρώ, είναι δυνάμεις ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Γιατί τέτοια αντίδραση;
Η δική μου ανάγνωση, αυτής της έκθεσης, είναι τελείως διαφορετική. Το είπα και χθες σε μια αντίστοιχη συγκέντρωση στη Νέα Ιωνία. Αυτή η έκθεση περιγράφει στην πραγματικότητα τι είναι αυτό που γλίτωσε η χώρα. Τι είναι αυτό που αποφύγαμε με τις προσπάθειες που κάναμε. Γιατί όταν λες λόγια, επιχειρήματα και ο άλλος ζει το βίωμά του. Και το βίωμα είναι η ανεργία. Είναι η μείωση των αποδοχών. Είναι το κλείσιμο της επιχείρησης. Είναι η αγωνία ενός νέου παιδιού που σπούδασε και που έχει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό και δεν βρίσκει δουλειά. Δεν το πείθεις λέγοντάς του ότι εάν δεν κάναμε αυτά που κάνουμε, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα, ασύγκριτα χειρότερα.
Τώρα έρχεται μια ομάδα ειδικών επιστημόνων και λέει, «να ποια θα ήταν, ή ποια θα είναι η κατάσταση της χώρας, αν η χώρα έβγαινε από την πορεία της μέσα στο ευρώ».
Αυτό είναι που αποφύγαμε. Δύσκολα μπορείς να πείσεις τον άλλον ότι μπορεί να ζήσει και χειρότερα από αυτά που ζει. Και δεν θέλουμε κανείς να ζήσει χειρότερα. Γι’ αυτό έχουμε πει τα έξι σημεία, τα έξι σημεία της αναθεώρησης του μνημονίου πάνω στη βάση της παράτασης του χρόνου προσαρμογής.
Όχι άλλοι εισοδηματικοί περιορισμοί, ούτε στο δημόσιο, ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Δεν αντέχει ο πολίτης μείωση του εισοδήματος, δεν αντέχει η οικονομία μείωση της ζήτησης.
Οι εργασιακές σχέσεις στο επίπεδο που προβλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο για όλες τις χώρες. Ρευστότητα στην αγορά που είναι έτοιμη να πέσει και είναι κρίμα από τον θεό να μην την πάρουμε και να μην την αξιοποιήσουμε. Ξεμπλοκάρισμα των μεγάλων έργων που είναι έτοιμο να γίνει. Αξιοποίηση του αναπτυξιακού πακέτου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που το ακούμε ως λόγια, αλλά πρέπει να το δούμε ως έργα. Και έχω προτείνει συγκεκριμένα με επιστολές στον κ. Μπαρόζο, στο κ. Ρεν, στο κ. Σούλτς, τι και πώς πρέπει να γίνει και με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουμε την ανεργία των νέων με τα συγκεκριμένα προγράμματα όπου κορυφαίος μπορεί να είναι ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Δεν μπορώ να παρακολουθήσω εξαγγελίες για παροχές που γίνονται ή άλλες πολιτικές λογικές που διατυπώνονται, όταν δεν παίρνω απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η βάση της αναθεώρησης, με ποια επιχειρήματα και με ποια μέθοδο θα την πετύχουμε, πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε τα θετικά της σύμβασης και ν’ αλλάξουμε όλους τους δυσμενείς όρους της σύμβασης.
Αυτή είναι η εθνική στρατηγική. Αυτή είναι η μόνη εθνική στρατηγική. Όταν λοιπόν λέω ότι μετά τις εκλογές δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση χωρίς στο ΠΑΣΟΚ, εννοώ κάτι το οποίο είναι προφανές. Ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση που να κάνει κάτι άλλο απ’ αυτό που λέμε. Αυτή η πρότασή μας είναι η πρόταση της εθνικής στρατηγικής. Όταν λοιπόν λέω ότι δεν μπορεί να κυβερνηθεί ο τόπος χωρίς την υπεύθυνη κεντροαριστερά, χωρίς το ΠΑΣΟΚ εννοώ αυτό.
Δεν εννοώ ότι θα πάνε να εγκατασταθούν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στα υπουργεία να ασκήσουν ξανά εξουσία. Δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει, ούτε είναι αυτό που θέλει ο κόσμος. Ο κόσμος θέλει να νιώσει την ασφάλεια μιας υπεύθυνης πολιτικής, μιας υπεύθυνης στάσης, μιας εθνικής στρατηγικής που συσπειρώνει δυνάμεις. Και πάνω σ’ αυτή την γραμμή εμείς θα πολιτευθούμε και προεκλογικά και μετεκλογικά. Ό,τι λέμε τώρα θα το πούμε και την επομένη των εκλογών. Και την επομένη των εκλογών ο τόπος μπορεί να κυβερνηθεί μόνο στη βάση αυτή, πάνω στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες -αργά ή γρήγορα- να τοποθετηθούν. Eίτε ομολογούν ότι αποδέχονται την δική μας πρόταση για την εθνική στρατηγική, είτε δεν το ομολογούν.
Γιατί δεν έχουμε το πλεονέκτημα της αποκλειστικής σχέσης με την αλήθεια, αλλά έχουμε την γνώση, την εμπειρία. Kαι επίσης επειδή έχουμε υποστεί πολλά, έχουμε πάθει και έχουμε μάθει.
Επειδή έχουμε χάσει τα 2/3 της εκλογικής μας δύναμης και βλέπουμε ανθρώπους που αγαπούν την παράταξη, που ανήκουν συναισθηματικά στη δημοκρατική παράταξη, που έχουν παλέψει για το ΠΑΣΟΚ, που έχουν αγωνιστεί για το ΠΑΣΟΚ, που έχουν ωφεληθεί από το ΠΑΣΟΚ -και δεν εννοώ ατομικά, εννοώ κοινωνικά, ως κοινωνικές κατηγορίες- να μην ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, αλλά να προσβλέπουν στο ΠΑΣΟΚ και να περιμένουν ν’ ακούσουν από το ΠΑΣΟΚ μια λέξη αλήθειας.
Εμείς λοιπόν έχουμε φθάσει σε μια τέτοια κατάσταση που μπορούμε να διακηρύξουμε την πολιτική της αλήθειας. Γιατί δεν έχουμε να κερδίσουμε τίποτα ούτε από τη συγκάλυψη, ούτε από τον εξωραϊσμό, ούτε από την παραποίηση της πραγματικότητας. Αυτή είναι η διαφορά μας. Αυτή είναι και η δύναμή μας.
Γιατί όλοι ξαναγνωριζόμαστε και όλοι ξαναμετριόμαστε στον τόπο αυτό. Kαι όπως δοκιμάστηκαν τα κόμματα μετά τις 6 Μαΐου, με βάση το τι έκαναν στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, έτσι θα δοκιμαστούν κόμματα και πρόσωπα και μετά τις 18 Ιουνίου, πάλι πάνω στον ίδιο καμβά.
Μόνον που η Ελλάδα δεν έχει καιρό για χάσιμο. Ήδη χάνουμε πολύτιμο ιστορικό χρόνο. Και αυτό στρέφεται κατά των παιδιών μας, κατά της νέας γενιάς. Στρέφεται κατά των επιχειρήσεων, κατά των ανέργων, κατά του ελληνικού τουρισμού που πλήττεται βαθιά την πιο κρίσιμη στιγμή. Κινδυνεύουμε πραγματικά να χάσουμε μια ολόκληρη τουριστική περίοδο και να βαθύνουμε την ύφεση και την ανεργία, γιατί στον τουρισμό υπάρχει μεγάλο κοίτασμα απασχόλησης και μεγάλη συμβολή στο ΑΕΠ. Και εμείς πραγματικά θεωρούμε ότι έχουμε την υποχρέωση να χτυπήσουμε αυτή την καμπάνα κινδύνου για το πού πηγαίνουμε, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.
Πρέπει στις 18 Ιουνίου να υπάρχει κυβέρνηση με κορμό την υπεύθυνη κεντροαριστερά και εθνική στρατηγική αναθεώρησης των δυσμενών όρων, κρατώντας τα θετικά όπως το έχουμε προτείνει. Αυτά ήθελα να σας πω. Ευχαριστώ.