Παρασκευή, 1 Μαρτίου 2013
Ομιλία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου στην έναρξη του (9ου) Συντακτικού Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ
Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, σας υποδέχομαι όλους με μεγάλη χαρά, με αδελφικά αισθήματα στο Συντακτικό Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, το ένατο στην ιστορία του Κινήματός μας, το πρώτο της νέας εποχής του.
Φίλες και φίλοι, το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ δεν είναι ένα κομματικό, αλλά ένα εθνικό, πολιτικό γεγονός που βασίζεται στην ενεργό και εντυπωσιακή συμμετοχή 115.000 πολιτών στη διαδικασία ανάδειξης των συνέδρων.
Πρωτίστως, όμως, το συνέδριό μας απευθύνεται όχι στην οργανωμένη βάση του Κινήματος, αλλά στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Και θέλω να διαβεβαιώσω προσωπικά κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων και ανεξάρτητα από τη στάση που έχει ο καθένας και η καθεμία απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, ότι σήμερα που αρχίζει το συνέδριό μας η ελληνική κοινωνία, ο λαός, ο πολίτης είναι εδώ παρών με τις αγωνίες και τις προτεραιότητές του. Αυτόν σκεφτόμαστε, γι' αυτόν αγωνιζόμαστε, σε αυτόν απευθυνόμαστε.
Το Συνέδριο είναι η τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας συγκρότησης του ΠΑΣΟΚ που ξεκίνησε με την άμεση εκλογή του Προέδρου του Κινήματος στις 18 Μαρτίου του 2012, πριν από ένα σχεδόν χρόνο.
Περάσαμε αυτό τον ένα χρόνο με κομμένη ανάσα. Γιατί αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας αυτής, είχαμε τη διπλή προεκλογική εκστρατεία για τις δίδυμες εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου. Τις δύσκολες συζητήσεις για τη συγκρότηση Κυβέρνησης, τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και πιστωτές μας, την αναζήτηση του χαμένου χρόνου.
Όλο αυτό το διάστημα το ΠΑΣΟΚ, παρά την εκλογική του ήττα, τη μείωση της κοινοβουλευτικής και εκλογικής του δύναμης, άντεξε και εγγυήθηκε τις εξελίξεις με μεγάλο κόστος, αλλά με βαθύ αίσθημα έμπρακτης εθνικής και κοινωνικής ευθύνης. Παρ' ό,τι ήταν και είναι ο στόχος οργανωμένων επιθέσεων, παρ' ό,τι πολλοί θέλουν να το καταστήσουν «αμνό αίροντα τας αμαρτίας όλου του κόσμου» της Μεταπολίτευσης.
Επιτρέψτε μου να χαιρετίσω ιδιαίτερα την παρουσία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων του κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
Την παρουσία του Προέδρου της ΕΔΕΚ και Προέδρου της Κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων του αγαπητού φίλου Γιαννάκη Ομήρου. Η παρουσία του εδώ συμβολίζει τους αδελφικούς εθνικούς μας δεσμούς και εμείς από εδώ, από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στέλνουμε στον κυπριακό λαό, στον κυπριακό Ελληνισμό μήνυμα εθνικής συμπαράταξης και απόλυτης συνείδησης της κρίσιμης κατάστασης που επικρατεί στη Μεγαλόνησο. Είμαστε όμως βέβαιοι ότι ο κυπριακός λαός με ωριμότητα και αίσθημα ευθύνης θα ξεπεράσει τις δυσκολίες, διασφαλίζοντας την κυριαρχία και τη διεθνή νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Χαιρετίζω με ιδιαίτερη τιμή τις αντιπροσωπείες όλων των κομμάτων του συνταγματικού τόξου που εκπροσωπούνται στην Βουλή των Ελλήνων και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Την παρουσία των κινήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Κεντροαριστεράς.
Τις αντιπροσωπείες των Σοσιαλιστικών, Εργατικών, Δημοκρατικών και Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την Ευρώπη, από άλλες περιοχές του κόσμου.
Την αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.
Οι δεσμοί μας με τα αδελφά κόμματα είναι στενοί, ενεργοί, διαρκείς και οι πρόσφατες συναντήσεις μου με τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον υποψήφιο Καγκελάριο στη Γερμανία τον Πέερ Στάινμπρουκ αυτό το αντικείμενο είχαν: την ανάγκη η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία να διατυπώσει ένα επίκαιρο λόγο. Να μπει μπροστά, να καθοδηγήσει τις εξελίξεις στην Ευρώπη.
Μας τιμά ιδιαίτερα η παρουσία των πρέσβεων πολλών χωρών διαπιστευμένων στην Ελλάδα, ή εκπρόσωπων των πρεσβειών πολλών χωρών, που λειτουργούν στη χώρα μας. Η παρουσία του διπλωματικού σώματος συμβολίζει το ενδιαφέρον που υπάρχει για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και για τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητικό εταίρο και ως εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας στη χώρας μας.
Φίλες και φίλοι, στο χώρο του Συνεδρίου αυτή τη στιγμή αιωρούνται νοερά οι ιστορικές φυσιογνωμίες της Δημοκρατικής Παράταξης του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Γέρου της Δημοκρατίας.
Κυρίως όμως είναι εδώ μαζί μας ο ιδρυτής του Κινήματος, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και οι μεγάλες εμβληματικές φυσιογνωμίες της Παράταξης, η Μελίνα, ο Γιώργος Γεννηματά, ο Αντώνης Τρίτης, ο Αναστάσης Πεπονής.
Είμαστε συνέχεια μιας μεγάλης Παράταξης που συνδέεται με όλες τις ιστορικές κατακτήσεις του έθνους:
Με την εθνική ολοκλήρωση αυτή καθαυτή, σε αντίθεση με τη θεωρία της μικράς, πλην εντίμου, Ελλάδας.
Με την αποκατάσταση των προσφύγων και την ενοποίηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Με το έπος της Εθνικής Αντίστασης
Mε τη θεσμική συγκρότηση της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, ιδίως μετά τη Μεταπολίτευση, αλλά και τα δύσκολα χρόνια της μετεμφυλιακής ψύχωσης και της σύγκρουσης των δυο πόλων.
Συνδεόμαστε:
Mε την εθνική συμφιλίωση και την υπέρβαση των εθνικών διχασμών,
Mε την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους.
Mε την ισότιμη και διεκδικητική πορεία της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Mε την ένταξη στη ζώνη του ευρώ που τη θέλαμε και τη θέλουμε ως μια ευκαιρία για ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή και Δικαιοσύνη και όχι φυσικά ως ένα ασφυκτικό πλαίσιο που επιβάλλει θυσίες και περικοπές στους λαούς.
Η ιδεολογική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ, τα γενετικά του χαρακτηριστικά, αποτυπώθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου στη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη.
Η ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης ήθελε να κερδίσει το χαμένο ιστορικό χρόνο τεσσάρων και πλέον δεκαετιών, το χαμένο χρόνο της κατοχής, του εμφυλίου, ήθελε να ξεπεράσει τα μετεμφυλιακά στερεότυπα, τις πληγές της περιόδου της δικτατορίας.
Η ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης ήθελε να υπερβεί μεγάλους εθνικούς διχασμούς και βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις. Υπήρχε στην ελληνική κοινωνία από το 1974 μια ακαταμάχητη δίψα για συμμετοχή, αποκατάσταση συσσωρευμένων αδικιών, αναδιανομή ευκαιριών και ρόλων.
Αυτή την κοινωνία εξέφρασε ο Ανδρέας Παπανδρέου ιδρύοντας το ΠΑΣΟΚ.
Εξέφρασε τον εθνικό ριζοσπαστισμό με το ιστορικό σύνθημα «Η Ελλάδα στους Έλληνες». Εξέφρασε το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία, αλλά και αυτοσυνειδησία και έθεσε με νέους σύγχρονους όρους το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα» στο τραπέζι του δημοσίου λόγου, του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινωνίας.
Εξέφρασε τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό με τις μεγάλες λέξεις τις μεγάλες έννοιες: «μη προνομιούχοι», «μικρομεσαίοι» και τα δυναμικά μεσαία στρώματα άρχισαν να αποκτούν έτσι την κοινωνική και πολιτική τους ταυτότητα, να διατυπώνουν το αίτημα και την προοπτική της αναδιανομής, το κοινωνικό ζήτημα, το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης από το ΠΑΣΟΚ τέθηκε με νέους όρους ενώπιον του ελληνικού λαού.
Εξέφρασε τέλος τον πολιτικό ριζοσπαστισμό, το μεγάλο πολυσυλλεκτικό αίτημα της αλλαγής, της αλλαγής εδώ και τώρα. Μέσα από ένα νέο συλλογικό πολιτικό υποκείμενο το ΠΑΣΟΚ, νεωτερικό την εποχή εκείνη σε σχέση με τα προδικτατορικά πρότυπα.
Διαμορφώθηκε έτσι όχι απλά και μόνο ένα κόμμα αλλά ένα κίνημα που το υπερέβαινε. Κίνημα λαϊκό, πατριωτικό, ριζοσπαστικό. Κίνημα που σταδιακά μέσα σε πολύ λίγα χρόνια εξελίχθηκε σε πλειοψηφικό, σε κόμμα εξουσίας, για να ακολουθήσει η γοητεία αλλά και η παθογένεια του κυβερνητισμού.
Φίλες και φίλοι, οι αξίες μας είναι σήμερα, τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, επίκαιρες όχι για να γυρίσουμε στο παρελθόν, αλλά για να οργανώσουμε το μέλλον. Πατριωτικό και ριζοσπαστικό σήμερα είναι να κατακτήσουμε τον στόχο της αυτοδύναμης Ελλάδας, να κατακτήσουμε την οριστική έξοδο από την κρίση σε ασφαλή βάση, χωρίς τον κίνδυνο μιας νέας διολίσθησης.
Το ΠΑΣΟΚ συγκρότησε σταδιακά από την ίδρυσή του και μέχρι την εγκαθίδρυσή του στην κυβερνητική εξουσία, έναν πολύ μεγάλο, ρωμαλέο, ισχυρό κοινωνικό συνασπισμό. Μικρομεσαίοι, αγρότες, νέοι, εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα, συνταξιούχοι, αυτό ήταν το κοινωνικό ΠΑΣΟΚ.
Έντονα όμως συνδεδεμένο, λόγω των δικών μας πολιτικών και κυρίως κυβερνητικών επιλογών, με το κράτος και τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους, με τις προσόδους, με προσδοκίες που συνδέονται με μισθούς και εισοδήματα, με νέου τύπου προνόμια, με κακώς εννοούμενα κεκτημένα, με αδιανόητα φαινόμενα διαφθοράς, με συντεχνιασμούς κρατικιστικού χαρακτήρα,. Δεν μπορέσαμε να ξεπεράσουμε πελατειακές σχέσεις και αντιλήψεις και πολύ συχνά εμείς οι ίδιοι τροφοδοτήσαμε μια λαϊκιστική αντίληψη περί πολιτικής.
Αυτός ο μεγάλος κοινωνικός συνασπισμός, προσέκρουσε στην κρίση από το τέλος του 2009 και μετά, στον σκληρό τοίχο της κρίσης, γιατί βρέθηκε μπροστά σε απροσδόκητες καταστάσεις, ενώ ήταν απολύτως απροετοίμαστος.
Αυτός ο συνασπισμός, αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις μας εγκατέλειψαν δυστυχώς εκλογικά τον Μάιο και τον Ιούνιο, θεωρώντας ότι προδώσαμε αρχές και αξίες, ότι ανατρέψαμε πολιτικές και κυβερνητικές πρακτικές, θέτοντας έτσι πολύ νωρίς ζήτημα νομιμοποίησης.
Ήταν πολύ δύσκολο τη στιγμή εκείνη να εξηγήσουμε ότι αυτό που κάνουμε είναι το εθνικά υπεύθυνο, ότι αυτό που κάνουμε είναι αυτό που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και την πρόοδο του ελληνικού λαού. Η επιχειρηματολογία μας ήταν αχνή και αδύναμη μπροστά στο βίωμα της κρίσης.
Φίλες και φίλοι, λέγονται πολλά για τη Μεταπολίτευση. Η Μεταπολίτευση δεν είναι ένα ιστορικό λάθος ως περίοδος, είναι η καλύτερη ιστορική περίοδος του νέου ελληνισμού, είναι όμως ταυτόχρονα μια αμέριμνη και ανεπίγνωστη περίοδος. Μια περίοδος στην οποία επικράτησε η γραμμική αντίληψη της ιστορίας, η βεβαιότητα ότι θα πηγαίνουμε πάντα μόνο προς το καλύτερο, για εισοδήματα, περιουσίες, κοινωνικές κατακτήσεις. Ότι υπάρχουν μόνον κεκτημένα, ότι υπάρχει απόλυτη και οριστική ασφάλεια, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τίποτα.
Το ΠΑΣΟΚ, ο κατεξοχήν πολιτικός εκφραστής της Μεταπολίτευσης, μπορεί να δηλώσει ότι είναι υπερήφανο για τις μεγάλες κατακτήσεις της περιόδου αυτής. Είμαστε υπερήφανοι για τις θεσμικές, κοινωνικές, πολιτικές και διεθνοπολιτικές κατακτήσεις της περιόδου της μεταπολίτευσης και ιδίως της περιόδου των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, από τη δεκαετία του ΄80 μέχρι πρόσφατα.
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Την αποκατάσταση μεγάλων εισοδηματικών αδικιών που έπρεπε να γίνει το 1981; Το νέο οικογενειακό δίκαιο και την ισότητα των φύλων; Το εθνικό σύστημα υγείας; Το κίνημα της νέας γενιάς; Τη μέριμνα για τον αγρότη και τη μικρομεσαία επιχείρηση; Έπρεπε να αποκαταστήσουμε ιστορικές και κοινωνικές αδικίες και το κάναμε και άλλαξε το επίπεδο εισοδημάτων και το επίπεδο ζωής των Ελλήνων.
Από την άλλη, όπως είπα και προηγουμένως, έχουμε πλήρη συνείδηση των αντιφάσεων και των προβλημάτων. Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν, η κυρίαρχη, η ηγεμονική πολιτική δύναμη της μεταπολίτευσης, είχε και την καλή και την κακή του όψη. Δυστυχώς, αυτό που κλωνοποιήθηκε πολιτικά δεν ήταν το καλό, αλλά το κακό ΠΑΣΟΚ και αυτό φάνηκε πάρα πολύ καθαρά την τελευταία περίοδο πριν το ξέσπασμα της απόλυτης κρίσης, την περίοδο 2004-2009.
Έχουμε, συντρόφισσες και σύντροφοι, εθνικό καθήκον αλήθειας. Οφείλουμε να πούμε την αλήθεια, την δική μας αλήθεια, ως προς το τι έχει συμβεί στον τόπο και στην παράταξη. Μόνον η αλήθεια αποτελεί στέρεη βάση για να οικοδομήσουμε τη νέα εποχή της παράταξης. Το σοκ της κρίσης ήταν και είναι πολύ μεγάλο, ανετράπησαν οι βεβαιότητες.
Πέρα από τα γνωστά όμως διεθνή αίτια, για τα οποία μιλάμε τα τελευταία τρία χρόνια -τα τελευταία έξι χρόνια στην πραγματικότητα διεθνώς- πρέπει να πούμε σήμερα αναφερόμενοι στη χώρα μας ότι τα βαθύτερα διαρθρωτικά αίτια της ελληνικής κρίσης, πέραν της διεθνούς, βρίσκονται στο γενετικό υλικό του νέου Ελληνικού Κράτους, σε αυτό που ονομάζω «απουσία κανονικότητας».
Ποτέ δεν μπόρεσε η Ελλάδα να γίνει ένα κανονικό κράτος, μια κανονική κοινωνία, μια κανονική οικονομία. Ήμασταν πάντα εγκλωβισμένοι στην παγίδα του «διπλασιασμού» της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής, ανάμεσα σε τυπικά και άτυπα χαρακτηριστικά: οικονομία και παραοικονομία, κοινωνία και παραοικονομικές δραστηριότητες, πολιτική και παραπολιτική.
Δεν μπορέσαμε ποτέ να λύσουμε με καθαρό τρόπο δύσκολες εξισώσεις, για τη σχέση κράτους, κοινωνίας και οικονομίας, για τη σχέση μας με αυτό που λέγεται δυτικό πρότυπο και ανατολική προδιάθεση. Η εθνική ιδιοσυστασία δεν χρησιμοποιήθηκε ως ταυτότητα, ως πλεονέκτημα, αλλά συνήθως ως άλλοθι.
Και φτάσαμε έτσι στις κρίσιμες ευρωπαϊκές στρατηγικές επιλογές που αρχίζουν το 1992, όταν στην πραγματικότητα κωδικοποιείται επισήμως η ιδεολογική ήττα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όταν τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα μέσα στους δύσκολους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς εγκαταλείπουν και ρητά τις κεϋνσιανές πολιτικές, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέτει ως μόνο καταστατικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών και ξεχνά την πλήρη απασχόληση που παραδόξως τη θυμάται ακόμη το καταστατικό της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κάνει πάντα ένα μετέωρο βήμα, δέσμιο μεγάλων εγγενών αντιφάσεων. Η πιο κραυγαλέα είναι η ίδια η συγκρότηση της Ζώνης του Ευρώ, χωρίς να έχουν λυθεί προβλήματα σχετικά με το θεσμικό και δημοκρατικό έλλειμμα, τον πολιτικό προσανατολισμό, το μέγεθος του κοινοτικού προϋπολογισμό και τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί ένα νέο ανταγωνιστικό μοντέλο ανάπτυξης γνήσια ευρωπαϊκό όμως και όχι τριτοκοσμικό, κρυπτοτριτοκοσμικό.
Από την άλλη μεριά, εμείς εδώ στην Ελλάδα, μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, χαλαρώσαμε ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα. Δεν διαμορφώθηκε μια εθνική στρατηγική, όχι με την έννοια τεχνικών δημοσιονομικών ή μακροοικονομικών στόχων, αλλά με την έννοια ενός κοινωνικού κινήματος, ενός μεγάλου εθνικού οράματος.
Φτάσαμε έτσι σε ένα στρατηγικό κενό που κορυφώθηκε την περίοδο 2004-2009:
Φτάσαμε έτσι στην κορυφαία στιγμή της ιστορικής μοίρας του ΠΑΣΟΚ. Η εναλλαγή στην εξουσία τον Οκτώβριο του 2009 γίνεται σα να είναι κάτι το φυσιολογικό, μέσα στον αυτοματισμό του δικομματισμού.
Πώς τέθηκαν, φίλες και φίλοι, τα κρίσιμα ζητήματα ενώπιον του ελληνικού λαού στην προεκλογική περίοδο του φθινοπώρου του 2009; Δυστυχώς με το συνήθη και τρέχοντα τρόπο, όχι ενόψει μιας ιστορικής κρίσης που έθετε σε αμφισβήτηση τα πάντα στην οικονομία, στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.
Υπήρξε έλλειψη της αίσθησης της κρίσης. Η ελληνική κοινωνία με ευθύνη δική μας, του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων εξουσίας, όλων μας, αλλά κυρίως αυτών που είχαν την ευθύνη των χειρισμών και των αποφάσεων, εμφανίστηκε να είναι μια κοινωνία σε άγνοια κινδύνου. Αυτό δημιούργησε εξ αρχής ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα νομιμοποίησης.
Τώρα, τρία χρόνια αργότερα, είναι βεβαίως προφανές ότι έπρεπε να διασφαλιστούν εξ αρχής αμέσως μετά τις εκλογές του 2009, αν όχι πριν απ’ αυτές.
Οι ευρύτερες δυνατές πολιτικές συναινέσεις
Η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη στρατηγική ευθύνη για το μέλλον της οικονομίας και του τόπου
Η δίκαιη κατανομή πολιτικών ευθυνών για τα αίτια και τη διαχείριση της κρίσης, γιατί το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να σηκώσει δυσανάλογα και άδικα το σύνολο της ευθύνης και του βάρους.
Με τον τρόπο που λέω, θα είχαμε αποφύγει τον καταιγισμό των συνωμοσιολογικών θεωριών που δηλητηριάζουν το δημόσιο βίο και διχάζουν ακόμη και σήμερα την ελληνική κοινωνία.
Τι έγινε με το ΔΝΤ; Ποιος το έφερε στην καρδιά της Ευρωζώνης; Προφανώς αυτοί που μπορούσαν να αποφασίσουν. Η Γερμανία και οι ενάρετες δημοσιονομικά χώρες του ΑΑΑ που δυσπιστούσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ήθελαν την τεχνογνωσία του ΔΝΤ στην διαχείριση τέτοιων κρίσεων.
Η ευρωπαϊκή αμηχανία, η καθυστέρηση ήταν προφανής, αλλά και εμείς έπρεπε να κινηθούμε πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά. Να λάβουμε μόνοι μας τα αναγκαία μέτρα.
Το πρώτο πρόγραμμα, όπως το διαμόρφωσαν οι εταίροι μας με καθυστέρηση, με την Ελλάδα υπό την απειλή άμεσων λήξεων ομολόγων το Μάιο του 2010, δηλαδή υπό την απειλή της τυπικής χρεοκοπίας, ήταν ένα ελλιπές, ένα κολοβό και μυωπικό πρόγραμμα, με δάνειο μικρότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, με σχετικά υψηλά επιτόκια, με μικρή διάρκεια, χωρίς αναπτυξιακό πακέτο, χωρίς κούρεμα του χρέους, με υπεραισιόδοξη εκτίμηση των εταίρων μας και της τρόικας για την επάνοδο στις αγορές.
Οι περιβόητες εσφαλμένες μακροοικονομικές εκτιμήσεις δεν είναι μόνο του ΔΝΤ, αλλά είναι όλης της τρόικας όλων των εταίρων. Και δεν είναι τεχνικές, είναι πολιτικές και ιδεολογικές. Είναι η νεοφιλελεύθερη αντίληψη και η συντηρητική πολιτική προσέγγιση που οδηγεί στις επιλογές αυτές.
Και η κορυφαία εσφαλμένη εκτίμηση ήταν αυτή που αφορούσε στον κίνδυνο διαρροής των καταθέσεων, γιατί η διαρροή των καταθέσεων οδήγησε σε δραστική μείωση της ρευστότητας, σε ισχυρό κλονισμό της εμπιστοσύνης των ίδιων των Ελλήνων στην πραγματική τους οικονομία.
Είχε σημασία, φίλες και φίλοι, η πρότασή μου να ζητηθεί τότε, το Μάιο του 2010, αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών για την έγκριση του πρώτου προγράμματος. Όχι ως τυπικό συνταγματικό ζήτημα, αλλά ως ζήτημα ύψιστης πολιτικής σημασίας. Γιατί αυτό θα απέτρεπε τη συγκρότηση του πρώτου αντιφατικού και τυφλού αντιμνημονιακού μετώπου. Θα έθετε την τότε αξιωματική αντιπολίτευση προ συγκεκριμένων ευθυνών και βεβαίως αυτό θα άλλαζε μια σειρά από εξελίξεις.
Φτάσαμε με τον τρόπο που ξέρετε στον Ιούνιο του 2011, όταν αναδέχτηκα το βάρος της ευθύνης του υπουργού Οικονομικών, υπακούοντας σε ένα επιτακτικό, εθνικό και παραταξιακό καθήκον. Δεν επέλεξα την προστασία του προσωπικού πολιτικού μου κεφαλαίου, γιατί υπήρχε άμεσος κίνδυνος για την εθνική οικονομία, για την κοινωνική συνοχή, για τη λειτουργία των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών.
Είχε προηγηθεί, σας θυμίζω, η κυβερνητική κρίση των αρχών Ιουνίου, η πρώτη προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης με τη συμμετοχή της Ν.Δ. Και είχαμε μπροστά μας άμεσους στόχους: τη ψήφιση του μεσοπροθέσμου, την εκταμίευση της δόσης, την ανάγκη να περιορίσουμε τη δραστική, την έντονη διαρροή καταθέσεων και φτάσαμε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου 2011, για νέο δάνειο, για καλύτερους όρους, για κούρεμα, για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, για αναπτυξιακό πακέτο.
Κάποιοι ανακαλύπτουν τώρα τα περιβόητα «λάθη» του ΔΝΤ και το ζήτημα της ύφεσης και της ακόμη βαθύτερης ύφεσης. Μα, αυτό ήταν, φίλες και φίλοι, πάντα το θέμα. Αυτό ήταν το αντικείμενο της σκληρής σύγκρουσης με την τρόικα στα τέλη Αυγούστου 2011, όταν η τρόικα αποχώρησε από το γραφείο μου στο Υπουργείο Οικονομικών ακριβώς γιατί δεν μπορούσαμε να δεχτούμε μέτρα που τροφοδοτούν διπλά την ύφεση και την ανεργία.
Τότε δεχτήκαμε προτάσεις να χρηματοδοτηθεί η «βελούδινη έξοδος» της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και τις απορρίψαμε. Και με αντίτιμο το περιβόητο ειδικό τέλος ακινήτων που εισπράττεται μέσω της ΔΕΗ, που απέφερε στα δημόσια ταμεία 2 δισ. ευρώ, έναντι των 14,5 δισ. ευρώ του πακέτου του Νοεμβρίου του 2012, φτάσαμε στη μεγάλη και ιστορική συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου του 2011.
Στη συνέχεια, είχαμε την πολιτική κρίση που οδήγησε την κυβέρνηση Παπαδήμου, με τίμημα τις πρόωρες εκλογές, τη διπλή σκληρή διαπραγμάτευση με τους εταίρους και τον διεθνή ιδιωτικό τομέα.
Για να φτάσουμε στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου του 2012, του Eurogroup, στο μεγάλο κεκτημένο της χώρας, στη ρήτρα της βαθύτερης ύφεσης. Όταν οι εταίροι μας αναγκάστηκαν να παραδεχτούν και να γράψουν στο χαρτί ότι ναι μπορεί το σχέδιό τους να είναι εσφαλμένο και να οδηγηθούμε σε βαθύτερη ύφεση, οπότε έπρεπε να επαναδιαπραγματευτούμε το χρόνο διάρκειας της δημοσιονομικής προσαρμογής, την επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής.
Εκταμιεύθηκαν μέσα σε δυο μήνες 75 δισ. ευρώ και μειώθηκε αθροιστικά το ελληνικό δημόσιο χρέος κατά 65 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, κατά 130 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο είναι πρωτοφανές στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Είναι υποχρέωσή μου να χαιρετίσω και να τιμήσω σήμερα στην έναρξη του Συντακτικού μας Συνεδρίου τα μέλη της ηρωικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ της προηγούμενης Βουλής που σήκωσαν στους ώμους τους τις δύσκολες αποφάσεις όλης αυτής της περιόδου.
Αυτή η ηρωική Κ.Ο. είχε σταδιακά από το Μάιο του 2010 έως και το Φεβρουάριο του 2012 πολύ σοβαρές απώλειες. Περιττεύει η αναφορά σε λεπτομέρειες. Η στάση και η διαδρομή όλων των προσώπων είναι γνωστή.
Φίλες και φίλοι, απευθύνομαι στον ελληνικό λαό, σε κάθε Ελληνίδα, σε κάθε Έλληνα και επαναλαμβάνω μια αλήθεια που είναι προφανής, αλλά που πολλοί διστάζουν να την ακούσουν. Το πραγματικό μας δίλημμα ήταν πάντα ανάμεσα σε μια κακή και μια καταστροφική λύση. Δεν υπήρξε, όπως δεν υπάρχει και τώρα, ποτέ μια πραγματική εναλλακτική λύση, μια δήθεν καλή εναλλακτική λύση. Δυστυχώς το περιθώριο ήταν και εξακολουθεί να είναι δραματικά στενό.
Και όταν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στο κακό και στο καταστροφικό, πρέπει να επιλέξεις το μη χείρον ως βέλτιστον και να το οργανώσεις ώστε να έχεις τις μικρότερες δυνατές απώλειες και τη μεγαλύτερη προοπτική ανάκτησης.
Η προσχώρηση της Ν.Δ. το Νοέμβριο του 2011 και της Δημοκρατικής Αριστεράς μετά τις εκλογές του Ιουνίου στο μέτωπο της ευθύνης, μας δικαιώνει πολιτικά, ιστορικά και ηθικά. Είναι κάτι πολύ σημαντικό για μας που σηκώσαμε επί δυόμισι χρόνια μόνοι το βάρος της υπεύθυνης και σοβαρής εθνικής στρατηγικής.
Τώρα, δεν υπάρχουν «ισοδύναμα μέτρα», δεν υπάρχει η εύκολη λύση «αναπτυξιακών μέτρων αντί δημοσιονομικών μέτρων». Όλοι καταλαβαίνουν ότι η «απαγκίστρωση» από το μνημόνιο είναι πολύ επώδυνη και πολύπλοκη ιστορία που θέλει δουλειά, κόπους, θυσίες.
Δεν σώσαμε τη χώρα, γιατί η χώρα σώζεται όταν οι πολίτες νιώθουν ότι σώζονται. Δεν μπορείς απευθυνόμενος σε έναν άνθρωπο που έχει χάσει τη δουλειά του, σε ένα γονέα που βλέπει το παιδί του άνεργο, σε έναν ανάπηρο που μπορεί να κουβαλάει το βάρος όλων των προβλημάτων και όλων των περιοριστικών μέτρων, δεν μπορείς σε κάποιον που είναι σε κατάσταση απόγνωσης και απόλυτης φτώχιας να του πει ότι σώσαμε τη χώρα γιατί αυτός είναι η χώρα. Αλλά σε αυτό το βίωμα της κρίσης, της θυσίας, του πόνου, της αγωνίας, πρέπει να του πούμε ότι αντιτάσσεται κάτι το οποίο γλιτώσαμε.
Γιατί εάν δεν είχε γίνει η δική μας δύσκολη επιλογή, τότε
Φίλες και φίλοι, το πρόγραμμα στήριξης έχει εξ αρχής δύο πυλώνες:
Φίλες και φίλοι, οι διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου δεν ήταν μια δική μας επιλογή. Πιστεύαμε ότι η χώρα δεν έπρεπε να χάσει χρόνο, ότι έπρεπε να αξιοποιήσουμε τη δυναμική των αποφάσεων του Φεβρουαρίου του 2012, του κουρέματος του χρέους και όλη τη νέα αντίληψη περί Ελλάδας που είχε δημιουργηθεί διεθνώς.
Οι διπλές εκλογές έχουν αναμφίβολα ένα μεγάλο κόστος: το χαμένο χρόνο εννέα μηνών. Αλλά έχουν κι ένα όφελος που πρέπει να το ομολογήσουμε: λειτούργησαν ως μηχανισμός εκτόνωσης της κοινωνίας και αναμφίβολα θεσμικά ως διαδικασία νομιμοποίησης αποφάσεων που έχουν ληφθεί από τον ελληνικό λαό εν γνώσει των πραγματικών καταστάσεων και των πραγματικών διλημμάτων.
Στις εκλογές του Μαΐου κατεγράφη ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων, η συνολική αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος από μια κοινωνία διαψευσμένων βεβαιοτήτων, οργισμένη και αμήχανη, που έδωσε 18% στη Νέα Δημοκρατία, 16,5% στο ΣΥΡΙΖΑ, 13,5% στο ΠΑΣΟΚ. Η πρότασή μας τότε για μια μεγάλη Κυβέρνηση εθνικής ενότητας προσέκρουσε στην άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ που εξαρτούσε τη συμμετοχή της από τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιλογή των δεύτερων εκλογών δεν ήταν αναπόφευκτη αλλά ήταν συνειδητή επιλογή, αυτών που ήθελαν τις δεύτερες εκλογές. Τέθηκαν όμως καθαρά τα διλήμματα στις εκλογές του Ιουνίου υπό συνθήκες τεχνητής πόλωσης λόγω εκλογικού συστήματος, που καθιστούσε κορυφαίο ερώτημα το ποιος θα είναι πρώτο Κόμμα.
Η στρατηγική της εφόδου, που ήταν η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ δεν πέτυχε. Επέλεξαν πολλοί πολίτες ως όχημα έκφρασης της αντίδρασής τους το κόμμα αυτό. Αλλά η επιλογή τελικά ήταν να σχηματιστεί μια κυβέρνηση των δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού και εθνικής ευθύνης.
Υπάρχει νομιμοποίηση τώρα; Ναι υπάρχει. Τα διλήμματα τέθηκαν και απαντήθηκαν ανοιχτά.
Ισχύει μήπως η νέα τομή «μνημόνιο και αντιμνημόνιο»; Είναι πραγματική αυτή η διχοτόμηση μεταξύ των δήθεν μνημονιακών και των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων; Η τομή αυτή συγκαλύπτει τη συνύπαρξη δυνάμεων της Αριστεράς, του λαϊκισμού αλλά και της ακροδεξιάς στο ίδιο μέτωπο και τροφοδοτεί την αδυναμία εθνικής συνεννόησης.
Η εθνική συνεννόηση είναι όμως απολύτως αναγκαία. Το ΠΑΣΟΚ μίλησε με τη γλώσσα της αλήθειας. Μιλήσαμε για αναθεώρηση της σύμβασης λόγω ρήτρας βαθύτερης ύφεσης, για επιμήκυνση, για αποφυγή οριζόντιων μέτρων. Η κοινωνία ζητούσε με έμφαση την αλήθεια και μόνο την αλήθεια και είπαμε τη δική μας αλήθεια.
Αλλά η αλήθεια είναι σχέση. Θέλει κάποιον που τη λέει και κάποιον που την ακούει. Και πρέπει να πούμε ευθαρσώς, απευθυνόμενοι προς την κοινωνία, πως όταν διατυπώνεις την αλήθεια, μπορείς να βρεθείς απέναντι στο φαινόμενο μιας κοινωνίας που πολλές δυνάμεις της ακούν την αλήθεια, αλλά επιλέγουν το πιο ευχάριστο ψέμα.
Φτάσαμε έτσι στον σχηματισμό της Κυβέρνησης της τρικομματικής συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία και τη Δημοκρατική Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ συνεπές στην πρότασή του για Κυβέρνηση συνεργασίας των υπεύθυνων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, ζήτησε να περιληφθούν οι προεκλογικές του θέσεις στη συμφωνία προγραμματικής σύγκλισης.
Θυμίζουμε ότι θέλαμε και το Μάιο και τον Ιούνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ να φανεί δύναμη ευθύνης και να μετάσχει στην Κυβέρνηση. Δική του επιλογή ήταν να ακολουθήσει την τελείως αντίθετη στρατηγική.
Και μετά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης διατυπώσαμε, με ευθύτητα και πληρότητα, συγκεκριμένες θέσεις για το πώς πρέπει να διεξαχθεί η διαπραγμάτευση με τους εταίρους για την επανέναρξη του δεύτερου προγράμματος, για την επιστροφή στο κεκτημένο του Φεβρουαρίου–Μαρτίου του 2012.
Ζητήσαμε να συγκληθεί Εθνική Ομάδα Διαπραγμάτευσης, να συμφωνηθεί πρώτα το μακροοικονομικό πλαίσιο για να φανούν οι περιβόητοι εσφαλμένοι υπολογισμοί της τρόικας. Να τεθεί το ζήτημα της επιμήκυνσης και μετά να συμφωνηθούν τα συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα. Αυτά είπαμε στην Κυβέρνηση, αυτά λέγαμε στην τρόικα στις επαφές που είχαμε μαζί τους. Ήταν όλα τα αυτιά κλειστά!
Τώρα, με αφορμή τα περιβόητα «λάθη» του ΔΝΤ φαντάζομαι ότι αρκετοί, ελπίζω πολλοί, κατανοούν τι ήταν αυτό που λέγαμε τον Ιούλιο, τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο.
Φτάσαμε στο τελικό πακέτο, όχι με τη διαδικασία που θέλαμε και με το περιεχόμενο που προτείναμε. Αλλά ήταν η ώρα της ευθύνης. Και στην ώρα της ευθύνης, όταν έπρεπε όχι απλά να ψηφιστούν τα μέτρα στην κρίσιμη ψηφοφορία της 7ης Νοεμβρίου του 2012, αλλά όταν έπρεπε να διατηρηθεί η δεδηλωμένη πλειοψηφία της Κυβέρνησης στη Βουλή, το βάρος το σήκωσε το ΠΑΣΟΚ με την ψήφο του ως εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας και της εθνικής στρατηγικής.
Τι σημαίνει, φίλες και φίλοι, η συνεργασία μας με τη Νέα Δημοκρατία; Ακούω πολλούς που μας αποκαλούν υποτιμητικά «δεκανίκι», «συνιστώσα», «ουρά». Τι νομίζουν ότι χρειάζεται ο τόπος; Τι είναι αυτό που προτείνουν; Ποιο είναι το όνειρό τους; Η δική τους αυτοδυναμία ή το δικό τους μέτωπο συνεργασίας με τους άλλους εταίρους του αντιμνημονιακού μετώπου;
Ναι, το ΠΑΣΟΚ είναι συνιστώσα ευθύνης σε μια συνισταμένη που κουβαλάει το βάρος της χώρας για να οδηγήσει τη χώρα στην οριστική έξοδο από την κρίση. Οι άλλοι, όσοι στρέφονται εναντίον μας, είναι συνιστώσες ποιας συνισταμένης; Της συνισταμένης της ανευθυνότητας; Του αδιεξόδου ή της ετερόκλητης και αντιφατικής συνεργασίας, που δήθεν θα κυβερνήσει τον τόπο μετά τις επόμενες εκλογές; Με ποιους εταίρους; Με ποιο πρόγραμμα; Με ποια στρατηγική;
Φίλες και φίλοι, με τη Νέα Δημοκρατία συνεργαζόμαστε κυβερνητικά, με εντιμότητα και καθαρότητα που θέλουμε να γίνει ακόμη πιο σαφής. Αλλά δεν ταυτιζόμαστε αξιακά και πολιτικά.
Η δε συνεργασία μας με τη ΔΗΜΑΡ, το είπαμε ρητά πως δεν θέλουμε να παραμείνει απλά κυβερνητική. Η πρότασή μας δεν είναι ούτε συγκυριακή, ούτε φευγαλέα. Και πρέπει να πω μιλώντας εξομολογητικά, ότι με εξέπληξε και με εκπλήσσει το γεγονός ότι οι φίλοι μας της Δημοκρατικής Αριστεράς θεωρούν ευκολότερη την κυβερνητική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, από τον πολιτικό και αξιακό διάλογο με το ΠΑΣΟΚ!
Οι συνεργασίες είναι ανάγκη του έθνους και του τόπου. Προϋποθέτουν έναν άλλο πολιτικό πολιτισμό και αναμφίβολα έχουμε και σήμερα πολλές δυσκολίες στη λειτουργία της Βουλής και της Κυβέρνησης. Θα αναφερθώ σε λίγο στην ανάγκη επικαιροποίησης και στόχευσης της συμφωνίας προγραμματικής σύγκλισης.
Πρώτα όμως θέλω να θυμίσω ποιοι είμαστε. Γιατί το πρώτο καθήκον του Συντακτικού Συνεδρίου είναι η αναστήλωση των ιδεολογικών αρχών και αξιών. Είμαστε Παράταξη αρχών και αξιών που μας ενώνουν και μας εμπνέουν όλους εδώ μέσα, όλους τους συνέδρους, όλα τα μέλη, όλους τους φίλους. Εδώ μέσα χτυπάει η καρδιά της Παράταξης, η καρδιά της μεγάλης Κεντροαριστεράς.
Το σύμβολό μας το παρουσιάσαμε στην εκδήλωση της 3ης του Σεπτέμβρη: Ο Ήλιος με τις επτά ακτίνες. Επτά λέξεις, επτά αρχές:
Εάν τις επτά λέξεις -και το ξαναείπα στις 3 του Σεπτέμβρη- θέλουμε να τις πούμε με μία, η μία αυτή λέξη είναι «Ευθύνη». Ευθύνη είναι και το μεγάλο καθήκον των Ευρωπαίων σοσιαλιστών, να διατυπώσουν ένα ανταγωνιστικό μοντέλο για την Ευρώπη και να επανασυστήσουν το κοινωνικό κράτος, ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος δημοσιονομικά επαρκές αναπτυξιακό, που δημιουργεί το ίδιο κοιτάσματα απασχόλησης.
Αλλά χρειαζόμαστε και το πολιτικό υποκείμενο, το νέο ΠΑΣΟΚ.
Κυρίως όμως, φίλες και φίλοι, χρειαζόμαστε έναν ανανεωμένο κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό, που πρέπει να βρεθεί στη βάση του ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής.
Απευθυνόμαστε σε όλες τις προοδευτικές, δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, στις δυνάμεις που αντιμετωπίζουν με διορατικότητα τη σχέση ατομικού και γενικού συμφέροντος και αντιλαμβάνονται τη σημασία του πολιτικού και αξιακού στοιχείου.
Ναι, απευθυνόμαστε σε όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, που θέλουν σεβασμό, που διεκδικούν το καλύτερο για τις αμοιβές και τα εισοδήματά τους, αλλά σέβονται τη θέση εργασίας στην οποία εργάζονται.
Απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που διεκδικούν τα δικαιώματά τους, αλλά σέβονται και υπηρετούν τον πολίτη και το δημόσιο συμφέρον.
Απευθυνόμαστε στους επιστήμονες που διαθέτουν το κεφάλαιο της γνώσης κι έχουν αίσθηση του κοινωνικού τους ρόλου.
Απευθυνόμαστε στους ανέργους, που ξέρουν πως μόνο αν ορθοποδήσει ο τόπος θα βρεθεί οριστική και όχι προσωρινή και επιδοματική λύση στο πρόβλημά τους. Απευθυνόμαστε στους νέους που διεκδικούν το μέλλον και το δικαίωμα στο δικό τους όνειρο.
Απευθυνόμαστε στους αγρότες, που είναι έτοιμοι να κινηθούν μέσα σε ένα νέο μοντέλο αγροτικής παραγωγής, που τους δίνει σοβαρό εισόδημα με καθαρούς όρους παραγωγής και εμπορίας.
Απευθυνόμαστε στους συνταξιούχους, που αγωνιούν για την προοπτική των παιδιών και των εγγονιών τους, σε μια χώρα ασφαλή, ισότιμη μέσα στην Ευρώπη.
Απευθυνόμαστε στους επιχειρηματίες που σέβονται τον εργαζόμενο και τον καταναλωτή, αναπτύσσουν την επιχειρηματικότητά τους χωρίς περίεργες και αδιαφανείς σχέσεις, δημιουργούν θέσεις εργασίας, αποδίδουν κοινωνικό πλεόνασμα.
Κοινός παρονομαστής είναι ο σύγχρονος πατριωτισμός, η προοπτική αντίληψη, η κοινωνική ευαισθησία, χωρίς κρατισμούς, χωρίς συντεχνιασμούς, χωρίς αγκυλώσεις.
Με αυτές τις αξίες, με αυτό το κομματικό υποκείμενο, το ΠΑΣΟΚ πιστεύει στη συγκρότηση της μεγάλης πλειοψηφικής Κεντροαριστεράς. Προτείνουμε όχι απλά και μόνον συνομιλίες, συζητήσεις, συνεργασίες. Προτείνουμε συστράτευση με πολλαπλασιαστικό πολιτικό και εκλογικό αποτέλεσμα, κοινή κάθοδος στις εκλογές, ώστε η μεγάλη Κεντροαριστερά να είναι η πρώτη δύναμη, όπως είναι και όπως δικαιούται να είναι.
Μίλησα ήδη για τους φίλους και συντρόφους της ΔΗΜΑΡ. Απευθύνομαι σε όλες τις κινήσεις, σε όλα τα πρόσωπα. Όσοι δεν ανταποκρίνονται, φέρουν τη δική τους ευθύνη. Σεβόμαστε όλους τους φορείς, ανεξαρτήτως μεγέθους και όλα τα πρόσωπα. Κανείς όμως δε δικαιούται να υποτιμά το ΠΑΣΟΚ ή να του απευθύνεται με διδακτισμούς και ψευτοηθικολογίες.
Δεν αναγνωρίζουμε σε κανέναν μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία, το ζήτημα δεν είναι η εύκολη δήθεν αριστερή ή δημαγωγική ρητορεία, αλλά η πράξη ευθύνης για το λαό, την κοινωνία και το έθνος.
Και ναι, δεν θεωρούμε τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ τμήμα της Κεντροαριστεράς, όπως την αντιλαμβανόμαστε και την ορίζουμε. Έχουμε μέτωπο πλήρους διαφωνίας με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά απευθυνόμαστε στην εκλογική του βάση του Μαΐου και του Ιουνίου, που θεωρούμε ότι ανήκει στη δική μας κοινωνική βάση και στη δική μας αντίληψη. Απευθυνόμαστε στους ανθρώπους μας και τους καλούμε πίσω στο δικό τους σπίτι, στη μεγάλη δημοκρατική παράταξη, στην παράταξη της μεγάλης Κεντροαριστεράς, στο ΠΑΣΟΚ.
Το ζήτημα δεν είναι επίσης το στοίχημα μιας τεχνητής πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, γιατί βλέπετε την πόλωση αυτή την ακυρώνει η επιθετικότητα κατά του ΠΑΣΟΚ, που μετατρέπει πάλι το ΠΑΣΟΚ σε πόλο. Το ζήτημα είναι άλλωστε η διασφάλιση της σταθερότητας, της κοινωνικής συναίνεσης, της εθνικής ενότητας.
Επαναλαμβάνω αυτό που αποτελεί τη βαθιά μου πίστη: Κατεβήκαμε ως ΠΑΣΟΚ μαζί με τη χώρα και θα ανέβουμε ως ΠΑΣΟΚ και ως μεγάλη Κεντροαριστερά, μαζί με τη χώρα, για να εφαρμόσουμε όμως αυτή την εθνική στρατηγική, τη μόνη που υπάρχει.
Είναι απόλυτα αναγκαία η επικαιροποίηση, συμπλήρωση και στόχευση της συνεργασίας προγραμματικής σύγκλισης των τριών κυβερνητικών εταίρων.
Πέντε είναι για μένα τα κρίσιμα σημεία:
Είπα μιλώντας στην εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ότι η εποχή του πρωθυπουργοκεντρικού κοινοβουλευτισμού πέρασε ανεπιστρεπτί. Τώρα είμαστε στην εποχή του συνεργατικού κοινοβουλευτισμού.
Θέλω να είμαι πολύ καθαρός στο ζήτημα της στάσης του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με την κυβέρνηση γιατί η θεώρησή μας πρέπει να είναι στρατηγική και όχι συγκυριακή. Το ζήτημα δεν είναι ο ανασχηματισμός μιας κυβέρνησης ωσάν να μη συμβαίνει τίποτε, σαν να είμαστε στις παλιές εποχές. Το ζήτημα δεν είναι η συμμετοχή του ενός ή του άλλου προσώπου, βουλευτή ή εξωκοινοβουλευτικού, προβεβλημένου ή μη προβεβλημένου.
Δεν αρκεί να λειτουργούμε, όπως απεδείχθη, προτρεπτικά, υποστηρικτικά, ελεγκτικά. Ούτε αρκεί, πολύ περισσότερο, απλώς να ανεχόμαστε μια κυβέρνηση που λειτουργεί έξω από εμάς και απλά τη στηρίζουμε.
Το ερώτημα είναι και το διατυπώνω με απόλυτη καθαρότητα: Εάν αυτή είναι η στρατηγική, όπως την περιέγραψα και όπως την πληρώσαμε με το αίμα μας, σε ποιον εμπιστευόμαστε την εφαρμογή της στρατηγικής αυτής με επιτυχία, ευελιξία και ευαισθησία; Σε ποιον;
Η αμφιθυμία, φίλες και φίλοι, περιορίζει και το ρόλο και τις δυνατότητες του ΠΑΣΟΚ. Λένε κάποιοι «ας την εμπιστευτούμε τη Νέα Δημοκρατία γιατί η στρατηγική αυτή ήταν και είναι πάντα μια δεξιά στρατηγική, άρα ας την εφαρμόσει η δεξιά». Όσοι το σκέφτονται αυτό, αδικούν ιστορικά το ΠΑΣΟΚ και είναι γενικώς ανιστόρητοι. Έχουν παντελή άγνοια του ευρωπαϊκού συσχετισμού δυνάμεων.
Άρα, τα ερωτήματα είναι:
Μίλησα για τις συνιστώσες, μίλησα για τις «ουρές», έχω μιλήσει για τις γάτες, θα μιλήσω χωρίς παραλληλισμούς. Η πολιτική ηγεμονία ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, τη διεκδικεί το ΠΑΣΟΚ. Και αυτό φάνηκε στο ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που παρουσιάσαμε, όπως είπα, στους κοινωνικούς εταίρους και το οποίο θέλουμε να υιοθετηθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Οι προϋποθέσεις της εθνικής ανάκαμψης είναι, πρώτον, εξωτερικές, το έχω πει και άλλες φορές:
Οι κρίσιμες προϋποθέσεις όμως είναι τώρα πλέον πρωτίστως εσωτερικές:
Είπα μιλώντας προχτές στη Βουλή για την αγροτική πολιτική: Η αισιόδοξη, παραγωγική και δημιουργική Ελλάδα υπάρχει, θέλει να εκφραστεί, την εκφράζουμε, της δίνουμε πολιτικό βήμα.
Και απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση ρώτησα με ειλικρίνεια και ευθύτητα. Πού επενδύει η αντιπολίτευση; Στην επιτυχία της χώρας; Στην έξοδο από την κρίση; Τι επιθυμεί πραγματικά; Την καταστροφή, τη φτώχεια ή μια υπέρβαση, η οποία ανακουφίζει την οικονομία και τους πολίτες;
Να δούμε μεταξύ μας τι εννοούμε όταν μιλάμε πολιτικά. Μιλάμε με ειλικρίνεια, μιλάμε τη γλώσσα της αλήθειας ή είμαστε αιχμάλωτοι μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και αγκυλώσεων;
Και επιτρέψτε μου, φίλες και φίλοι, τελειώνοντας, σε προσωπικό τόνο να απευθυνθώ στην καθεμιά και τον καθένα από εσάς.
Στρατεύθηκα στο ΠΑΣΟΚ το 1989, όταν πολλοί εγκατέλειπαν το καράβι, όταν ο Ανδρέας βρισκόταν κατηγορούμενος ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και όταν βρισκόταν σε πλήρη εφαρμογή η στρατηγική διάλυση του ΠΑΣΟΚ.
Εγγυήθηκα με κόστος προτάσσοντας το «εμείς» σε σχέση με το
«εγώ» την ενότητα της παράταξης το 2007 και συνέβαλλα αγωνιστικά στη νίκη του 2009.
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη του Υπουργείου Οικονομικών τον Ιούνιο του 2011 για λόγους πρωτίστους εθνικούς αλλά και παραταξιακούς, ανέλαβα βάρη ιστορικά, βάρη εμφανή αλλά και βάρη αφανή.
Δέχτηκα επιθέσεις γελοίες και αθέμιτες, αλλά ευτυχώς η αλήθεια έχει τη δική της δυναμική και εκδικείται.
Υφιστάμεθα και υφίσταμαι ως Πρόεδρος και εκπρόσωπός σας και εγώ την πρόκληση αντιφατικών συμπεριφορών από ανθρώπους με καταλυτική ευθύνη για την πορεία της παράταξης.
Κάποιοι μίλησαν για ηχηρές απουσίες από το Συνέδριο. Στο Συνέδριο υπάρχει η ηχηρή παρουσία η δική σας και των ανθρώπων που ψήφισαν την προηγούμενη Κυριακή. Όποιοι, όπως συνηθιζόταν και στο παρελθόν, παρότι τιμήθηκαν από την παράταξη και κατέλαβαν πολύ σημαντικά πολιτικά και κρατικά αξιώματα, κάνουν τώρα πλάγια βήματα εξόδου, βρίσκονται στη διάθεση της κριτικής της παράταξης και της κοινωνίας.
Το δικό μου προσκλητήριο χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς καμία εξαίρεση, είναι προσκλητήριο ενότητας, ανανέωσης, αυτοπεποίθησης αγώνα και σας αφορά όλους προσωπικά, όσους είστε εδώ και όλη την παράταξη, όλα τα μέλη, όλους τους φίλους, όλα τα στελέχη ανεξαιρέτως.
Χρειαζόμαστε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ μας αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Χρειαζόμαστε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Είπα προηγουμένως ότι η αλήθεια είναι μια σχέση δύσκολη αλλά στέρεη. Και θέλω να πω καθαρά ότι δεν είμαστε ολιγαρκείς.
Το ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής δεν είναι το μικρό αντίγραφο του παλιού ΠΑΣΟΚ, άρα λέω και λέμε: όχι στους συμβιβασμούς της ακινησίας. Θέτουμε τις προϋποθέσεις για:
Φίλες και φίλοι, δεν παίζουμε ούτε μικροκομματικά ούτε εσωκομματικά παιχνίδια με τη μοίρα του τόπου και του λαού.
Δυστυχώς κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο οι θεωρίες της συνομωσίας, οι θεωρίες της ηττοπάθειας και της εθνικής αυτοϋποτίμησης και κάποιοι αναζητούν τις θεωρίες του από μηχανής Θεού, που μπορεί να δώσει λύση χωρίς δουλειά, λύση χωρίς κόπο.
Εάν μέσα από τα βάθη της ελληνικής ψυχής, της παράδοσης και της ιστορίας μας έπρεπε να αναδείξουμε μια θεωρία, μια θεωρία υπερβατική κι εμείς, αυτή θα ήταν η θεωρία του θαύματος. Αλλά όχι του θεολογικού θαύματος, του ποιητικού θαύματος.
Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε σε ένα ποίημα, κατά τη γνώμη μου φαινομενικά ερωτικό αλλά βαθιά ιστορικό, το 1929-1930, μέσα σε συνθήκες ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κρίσης, κάποιους στίχους που τους ξέρετε και που θέλω να τους αφιερώσω σε όλο τον ελληνικό λαό.
Λέει ο Σεφέρης:
«Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα,
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά».
Στην πέτρα της υπομονής, με δουλειά. Το δικό μας θαύμα βασίζεται στο σχέδιο, στη βούληση, στην αίσθηση των συσχετισμών, στη σταθερή πορεία. Εμείς θα φτιάξουμε το θαύμα της παράταξης, το θαύμα τους έθνους.
Γεια σας. -