Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση του σ/ν «Κύρωση του Πρωτοκόλλου στη Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού για την Προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας»
Πριν από λίγη ώρα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες προέβαλαν ένσταση αντισυνταγματικότητας. Στην πραγματικότητα, κατ’ ακριβολογία, προέβαλαν αντιρρήσεις επί του Κανονισμού για τη διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου αυτού, ζητώντας να ψηφισθεί κατά το άρθρο 28 παράγραφος 2 με αυξημένη πλειοψηφία 3/5, με το επιχείρημα ότι η γειτονική μας χώρα εντάσσεται στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, στη Συμμαχία, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούμε να επικαλεσθούμε εναντίον της το άρθρο 5 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, τη ρήτρα αλληλεγγύης δηλαδή, σε περίπτωση επίθεσης των ενόπλων δυνάμεων της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά της Ελλάδος.
Πέρα από το πραγματολογικό μέρος, το οποίο είναι αστείο, υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα από την ερμηνευτική συνεπαγωγή που προκαλεί αυτή η θέση του μέχρι πρότινος Υπουργού Εθνικής Άμυνας της χώρας. Είναι σαν να ισχυρίζεται, ο μέχρι πριν λίγες ημέρες διαχειριστής των θεμάτων αμυντικής πολιτικής από κοινού με τον Πρωθυπουργό, ότι το επιχείρημά μας πως σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, η Ελλάδα μπορεί να επικαλεσθεί έναντι συμμάχου στο ΝΑΤΟ την ρήτρα αλληλεγγύης του άρθρου 5 του Βορείου Ατλαντικού, δεν ισχύει. Για να κάνουν οι ΑΝΕΛ και ο κ. Καμμένος το κομμάτι τους εδώ, προσπαθώντας να απολογηθούν γιατί κράτησαν το στυλό του κ. Τσίπρα και του κ. Κοτζιά όταν υπεγράφη στις Πρέσπες η Συμφωνία, έρχονται και απεμπολούν ένα θεμελιώδες επιχείρημα της αμυντικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ.
Τρίτη, 5 Φεβρουαρίου 2019
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση και ψήφιση, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 76 του Συντάγµατος και του άρθρου 118 του Κανονισµού της Βουλής, της πρότασης του Προέδρου της Βουλής: «Για την τροποποίηση διατάξεων του Κανονισµού της Βουλής - Μέρος Β’ (ΦΕΚ 51 Α’/10.4.1997) και Μέρος Κοινοβουλευτικό (ΦΕΚ 106 Α’/24-6-1987), όπως ισχύουν»
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης βασίζεται σε μία μακρά ιστορική παράδοση που έχει διαπλάσει θεσμούς, αρχές και κανόνες. Το άρθρο 65 του Συντάγματος αναθέτει στην ίδια τη Βουλή, με τον κανονισμό που ψηφίζει, να ρυθμίζει τα σχετικά με την ελεύθερη και δημοκρατική λειτουργία της στο πλαίσιο της θεσμικής συγκρότησης και των παραδόσεων του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης.
Η Βουλή ιστορικά ξεκίνησε ως «Βουλή των Βουλευτών» και σταδιακά εξελίχθηκε σε όλα τα δυτικά πολιτικά συστήματα, τα αντιπροσωπευτικά και κοινοβουλευτικά, σε «Βουλή των κομμάτων». Για να επιτευχθεί αυτό εισήχθησαν στα Συντάγματα θεμελιώδεις αρχές όπως η κοινοβουλευτική αρχή, η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής και η αρχή της δεδηλωμένης που δεσμεύει τον Αρχηγό του κράτους στην επιλογή του Πρωθυπουργού που διορίζει και συνιστά προβολή της κοινοβουλευτικής αρχής στη φάση του διορισμού. Αλλά για να λειτουργεί η αρχή της δεδηλωμένης και το τεκμήριο πλειοψηφίας της κυβέρνησης πρέπει να υπάρχουν συγκροτημένα πολιτικά κόμματα. Γι’ αυτό προβλέπει ο κανονισμός, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα, ότι και όλες οι επιτροπές της Βουλής συγκροτούνται κατά την αναλογία των πολιτικών κομμάτων.
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019
Παρέμβαση Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή
Έχω ζητήσει το λόγο επί του Κανονισμού κυρία Πρόεδρε, διότι εδώ έχουμε θεμελιώδη παραβίαση του Κανονισμού.
Όπως ορθά και με θάρρος είπατε, έχουμε ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς. Η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με 151 ψήφους, αλλά δεν διαθέτει η ίδια ως κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινοβουλευτική του ομάδα, την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Βουλής, δεν έχει δεδηλωμένη πλειοψηφία. Άρα στις επιμέρους ψηφοφορίες του νομοθετικού έργου δεν υπάρχει τεκμήριο πλειοψηφίας.
Η κυβέρνηση έχει τυπικά την εμπιστοσύνη της Βουλής αλλά δεν λειτουργεί στις ψηφοφορίες τεκμήριο δεδηλωμένης. Εφόσον λοιπόν αυτή είναι η κατάσταση, έτσι περιγράφεται, και εφόσον υπάρχει πρόβλημα με τη διαπίστωση της συγκεκριμένης πλειοψηφίας πρέπει αυτό να επιβεβαιώνεται κάθε φορά με τις πρακτικές της Βουλής. Η πρακτική της Βουλής ήταν «ακούμε και καταγράφουμε τις θέσεις των κομμάτων».
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, τα πρακτικά της σημερινής συνεδρίασης της Βουλής των Ελλήνων, είναι κρίσιμο τμήμα της κοινοβουλευτικής και διπλωματικής ιστορίας της χώρας. Θα μιλήσω λοιπόν έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος.
Η χώρα μας είχε διαμορφώσει, μέσα από μία σταδιακή επεξεργασία των θέσεων της εξωτερικής μας πολιτικής, μία ενιαία εθνική γραμμή για το ζήτημα των Σκοπίων που συνίστατο στην αποδοχή, ως θεμιτής λύσης, της σύνθετης ονομασίας, με γεωγραφικό προσδιορισμό, για κάθε χρήση, έναντι πάντων. Για κάθε χρήση σημαίνει εσωτερική και εξωτερική, διμερή και πολυμερή, χωρίς καμία εξαίρεση, και το έναντι πάντων, είναι το περιβόητο erga omnes, όπως το εννοούμε στην προκειμένη περίπτωση.
Αθήνα, 16 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση επί της προτάσεως του Πρωθυπουργού για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η μεγαλύτερη προσβολή του Συντάγματος είναι η καταστρατήγησή του, η εικονική περιγραφή του τύπου του και ο ευτελισμός της ουσίας του. Με τον τρόπο αυτό το Σύνταγμα γίνεται ένα χαρτί, χωρίς κανονιστικό αλλά και χωρίς αξιακό περιεχόμενο.
Τα φαινόμενα που ζούμε είναι φαινόμενα ακραίας θεσμικής παρακμής, είναι ένα στάδιο μετά την θεσμική εκτροπή που ζήσαμε, κυρίως στο χώρο της δικαιοσύνης. Με τη συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης να εργαλειοποιεί τη δικαιοσύνη και να τη μετατρέπει σε όπλο άσκησης πολιτικών παρεμβάσεων, με την συντριπτική πλειονότητα των εντίμων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών να ανθίστανται στο όνομα του κράτους δικαίου και της συνείδησής τους.
Αυτά τα φαινόμενα της θεσμικής παρακμής καταλήγουν στο να σχηματισθεί μία τεχνητή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είναι πλειοψηφία –συγνώμη για την έκφραση– πολιτικών ρεταλιών. Η δεκαετία του 1960 ωχριά μπροστά σε αυτά που γίνονται εν έτει 2019. Ασεβούν κατά του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης όσοι το θεωρούν συνώνυμο του πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
Αθήνα 10 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης για το αν στην αναθεωρητική διαδικασία η δεύτερη Βουλή δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις της πρώτης
Στις 9 Μαΐου του 1995, στην Επιτροπή Αναθεώρησης εκείνης της Βουλής που δεν ολοκλήρωσε την διαδικασία της πρώτης φάσης γιατί διελύθη, είχα πει την άποψή μου επί του θέματος αυτού. Η οποία έχει ως εξής: Σας διαβάζω τα συμπεράσματα που διετύπωσα ως Γενικός Εισηγητής στο τέλος αυτής της συζήτησης: «Επιχείρησα να θεμελιώσω μια συγκεκριμένη πρακτική διαδικαστική πρόταση. Είπα ότι η ανάγκη της αναθεώρησης πρέπει να διαπιστώνεται με πλειοψηφία που φτάνει ή υπερβαίνει τις 180 ψήφους αν υπάρχει στοιχειώδης συναίνεση και ως προς την κατεύθυνση. Αν δεν υπάρχει στοιχειώδης συναίνεση ως προς την κατεύθυνση, είναι αναγκαίο να μην διαπιστώνεται η ανάγκη καθόλου ή να διαπιστώνεται με πλειοψηφία μικρότερη των 180, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση η επόμενη Βουλή να έχει συγκεκριμένη διαδικαστική δέσμευση και να είναι αναγκασμένη να βρει 180 ψήφους, εφόσον δεν έχει διαμορφωθεί συναίνεση.» Λοιπόν, αυτή είναι η θέση μου.
Αθήνα 9 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση της τροπολογίας για τα αντισταθμιστικά ωφελήματα της σύμβασης αναβάθμισης των F16
Κύριε πρόεδρε, θα ήθελα να προσδιορίσω το αντικείμενο της σημερινής συζήτησης.
Δεν συζητούμε σήμερα για τη συμμετοχή της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας από το 1952, εντάχθηκε στο πρώτο κύμα διεύρυνσης μαζί με την Τουρκία. Δεν συζητάμε σήμερα για τη στρατηγική σημασία των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Η Αμερική είναι στρατηγικός εταίρος της Ελλάδος. Αυτό είναι μία σταθερά της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας της χώρας. Δεν συζητούμε σήμερα για τις αντιφάσεις που εμπεριέχει και το ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο και το πλαίσιο των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων, διότι και το ΝΑΤΟ και οι Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν υπόψη και άλλες χώρες και άλλες διαστάσεις και άλλες παραμέτρους στην ευρύτερη περιοχή μας. Άρα, το ζήτημα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων εμπεριέχει όλα αυτά τα ζητήματα, τα επιμέρους, τα οποία όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε και βιώνουμε, τουλάχιστον από το 1973 και μετά, πριν την εισβολή στην Κύπρο και τη συνεχιζόμενη κατοχή μεγάλου τμήματος του νησιού.
Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση για τα άρθρα 51-86
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, σε σχέση με την δέσμη που συζητείται, προσπάθησα να κάνω μία ταξινόμηση η οποία δυστυχώς δεν μπορεί να συμπυκνώσει τις διατάξεις σε λιγότερες από επτά ενότητες. Οι κρισιμότερες είναι οι δύο πρώτες.
Η πρώτη ενότητα αφορά το εκλογικό σύστημα, όπου έχουμε συγκρουόμενες προτάσεις, του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας. Η βασική ιδέα βεβαίως, είναι να υπάρξει συνταγματική πρόβλεψη, λεπτομερέστερη και ειδικότερη της ισχύουσας, ως προς την ουσία του εκλογικού συστήματος.
Η αντίρρησή μου αφορά αυτό το ζήτημα. Δεν θεωρώ ότι χρειάζεται τα Συντάγματα να προσδιορίζουν ειδικότερα τους κανόνες διεξαγωγής των εκλογικών αναμετρήσεων. Πρέπει να έχει ο κοινός εκλογικός νομοθέτης ευρεία ει δυνατόν ευχέρεια, η οποία ούτως ή άλλως περιορίζεται από τις γενικές αρχές που διέπουν το πολίτευμά μας.
Για να το πω δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, η ίδια η δημοκρατική αρχή και ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος αποκλείουν ,κατά τη γνώμη μου, τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, τα οποία καθίστανται αντισυνταγματικά. Απορρέει από τις θεμελιώδεις αρχές και διατάξεις του Συντάγματος.
Τετάρτη, 19 Δεκεμβρίου 2018
Τοποθέτηση Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας κατά την ακρόαση της κα. Βασιλικής Θάνου για διορισμό στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού
«Απευθυνόμενος στην κ. Θάνου, θέλω να θέσω ορισμένα ερωτήματα με τη μορφή εύλογων αποριών που έχω, γιατί συνήνεσε στην επιθυμία της κυβέρνησης να την προτείνει για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Η κυρία Θάνου δεν είναι απλώς επίτιμη Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Έχει διατελέσει και υπηρεσιακή πρωθυπουργός, έχει καθέξει ένα από τα υψηλότερα πολιτειακά αξιώματα.
Στη συνέχεια, θεώρησε ότι πρέπει να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως προϊσταμένη του νομικού γραφείου του Πρωθυπουργού, προφανώς γιατί θεώρησε ότι αυτό συνιστά υποχρέωσή της απέναντι στην κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό και μάλιστα αμισθί.