18 Μαρτίου 2005

Η απόφαση της Βουλής για το επίδομα «προσαρμογής» των τέως βουλευτών στη νέα τους κατάσταση ήταν πολλαπλά ατυχής: Εξέθεσε τη Βουλή, τους βουλευτές και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα στην οξύτατη κριτική των μέσων ενημέρωσης. Δημιούργησε την εντύπωση ότι η Βουλή κινείται με συντεχνιακά κριτήρια. Προκάλεσε συγκρίσεις με το μέσο επίπεδο αμοιβών και συντάξεων και αναζωπύρωσε την αίσθηση ότι οι βουλευτές έχουν προνόμια που δεν δικαιολογούνται από το λειτούργημά τους. Αυτή η αλυσίδα αντιδράσεων προκλήθηκε για λόγους τόσο ουσιαστικούς όσο και διαδικαστικούς.

Επί της ουσίας, η απόφαση ήταν προβληματική λόγω του γενικού, ομοιόμορφου και ως εκ τούτου μη αναλογικού χαρακτήρα των μέτρων. Επί της διαδικασίας το πρόβλημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, γιατί η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από πλήρη και ανοικτό διάλογο στην Ολομέλεια της Βουλής. Δεν τηρήθηκαν δηλαδή οι προϋποθέσεις δημοσιότητας που είναι συνυφασμένες με το δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η δημοσιότητα διασφαλίζει τον έλεγχο, επιβάλλει σε όλους να είναι πιο προσεκτικοί, επιτάσσει την πλήρη αιτιολογία κάθε απόφασης, επιτρέπει την αντιπαράθεση και δίνει την ευκαιρία διορθωτικών παρεμβάσεων ή πιο ώριμων σκέψεων από περισσότερους ανθρώπους.

Μια διεξοδική και ειλικρινής συζήτηση στην Ολομέλεια -έστω και τώρα- για το ρόλο και τη θέση του βουλευτή θα επιτρέψει στα κόμματα αλλά και στους βουλευτές ατομικά να διατυπώσουν τις θέσεις τους υπό τον έλεγχο της κοινής γνώμης. Κατά τον τρόπο αυτό, θα τεθεί και το όριο που χωρίζει τη λαϊκή κρίση και κριτική από το λαϊκισμό και την κατάκριση των βουλευτών από τον αντικοινοβουλευτισμό, που είναι ιστορικά το προοίμιο κάθε αντιδημοκρατικής θεωρίας, ιδεολογίας ή πρακτικής.

Η βασική αρχή στα θέματα αυτά πρέπει να είναι πολύ απλή. Η δαπάνη της γραμματειακής και τεχνικής υποστήριξης του δημόσιου λειτουργήματος του βουλευτή πρέπει να διαχωρίζεται από τις μηνιαίες αποδοχές για την αξιοπρεπή διαβίωση του ίδιου και της οικογενείας του. Η ενασχόληση με την πολιτική είναι επιλογή εθελοντική και οικειοθελής μεν, αλλά και επιβεβλημένη, εφ' όσον μια κοινωνία θέλει τα πιο αξιόλογα στελέχη της να ασχολούνται κάποια στιγμή με την ενεργό πολιτική. Συνεπώς ο πολιτικός ναι μεν δεν είναι επαγγελματίας, πρέπει όμως να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς και με αίσθημα ανεξαρτησίας. Και αυτό πρέπει να του το διασφαλίζει η πολιτεία, αλλιώς αποτρέπεται πλήρως η ενασχόληση σοβαρών ανθρώπων με την πολιτική.

Δυστυχώς το γαϊτανάκι του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και της ισοπέδωσης πλέχτηκε και πάλι γύρω από το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, που γενικεύτηκε με την Αναθεώρηση του 2001. Θυμίζω ότι η σχετική απόφαση της Αναθεωρητικής Βουλής υπερψηφίστηκε με ευρύτατη πλειοψηφία, πολύ μεγαλύτερη των απαιτούμενων τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Η αναθεωρητική αυτή απόφαση λήφθηκε μετά από διεξοδική συζήτηση, χωρίς κομματική πειθαρχία και μετά λόγου γνώσεως. Ολοι ήξεραν ότι διαμορφώναμε έτσι το νέο Σύνταγμα της χώρας και ότι έχουμε υποχρέωση σεβασμού του.

Το ζήτημα του ασυμβιβάστου τίθεται τώρα από πολλούς σχολιαστές και ορισμένους βουλευτές με έναν αδιανόητα απλουστευτικό τρόπο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά την άποψη αυτή, οι βουλευτές όχι μόνο πρέπει να έχουν το δικαίωμα της παράλληλης επαγγελματικής απασχόλησης, αλλά και την υποχρέωση να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλιώς θα είναι ή ύποπτοι για αδιαφανείς συναλλαγές ή επαγγελματικά ανίκανοι ή ανόητοι και άρα μοιραία φτωχοί και ανεπάγγελτοι, μόλις βρεθούν εκτός Βουλής.

Η προσέγγιση αυτή είναι βαθύτατα προκλητική για τους πολίτες. Οι πολίτες επιλέγουν τους βουλευτές και τους θέλουν αφοσιωμένους στο έργο τους, στη χώρα, στην περιφέρειά τους, στα προβλήματα της κοινωνίας. Απορώ πώς αυτή η απλή και βασική αρχή δεν διατυπώνεται από όσους πολίτες καλούνται να εκφέρουν την άποψή τους σε διάφορες ραδιοτηλεοπτικές συζητήσεις; Πώς είναι δυνατό να επιλέγεις το βουλευτή σου και αυτός να είναι όχι πλήρους και αποκλειστικής, αλλά μερικής απασχόλησης και να έχει ως προτεραιότητά του το επάγγελμα ή τον πλουτισμό του; Το επιχείρημα ότι το ασυμβίβαστο αποκλείει την είσοδο σοβαρών και καταξιωμένων ανθρώπων στη Βουλή είναι απολύτως σοφιστικό. Οι σοβαροί και καταξιωμένοι επαγγελματικά άνθρωποι διαμορφώνουν με τη δουλειά τους τις προϋποθέσεις της εκλογής τους ως βουλευτών. Εφ' όσον όμως εκλεγούν, οφείλουν να ασχοληθούν με τα δημόσια καθήκοντά τους, αφού αυτοί επέλεξαν να κάνουν κάτι τέτοιο.

Βέβαια, αν κάποιος πρέπει να είναι καθημερινά αφοσιωμένος σε μια έρευνα στο εργαστήριό του, γιατί επίκειται η ανακάλυψη ενός πολύ σημαντικού φαρμάκου, το κοινωνικά και πολιτικά ορθό είναι να μείνει αφοσιωμένος στην έρευνά του αυτή και να μη διεκδικήσει την εκλογή του στα έδρανα της Βουλής. Προσφέρει στην ανθρωπότητα και την κοινωνία πολύ περισσότερα ως ερευνητής παρά ως πολιτικός.

Το μεγαλύτερο όμως ψεύδος είναι ότι το ασυμβίβαστο επιβλήθηκε το 2001. Το ασυμβίβαστο ισχύει εδώ και δεκαετίες για τους βουλευτές που είναι υπουργοί και υφυπουργοί, δηλαδή για περίπου το ένα έκτο της Βουλής κάθε φορά, καθώς και για τους βουλευτές που ήταν πριν από την εκλογή τους δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί, υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, στρατιωτικοί κ.ο.κ., καθώς και ιδιωτικοί υπάλληλοι επιχειρήσεων που συναλλάσσονται με το Δημόσιο. Από το 1975 ισχύει επίσης το ασυμβίβαστο για τους βουλευτές που είναι καθηγητές ΑΕΙ. Αυτό που συνεπώς προστέθηκε το 2001 ήταν το ασυμβίβαστο για τους βουλευτές ελεύθερους επαγγελματίες (κυρίως δικηγόρους, γιατρούς και μηχανικούς) ή επιχειρηματίες.

Και στο εσωτερικό όμως των κατηγοριών αυτών υπήρχαν κραυγαλέες ανισότητες. Είναι άλλο να είσαι δικηγόρος στην Αθήνα, όπου και ασκείς τα βουλευτικά καθήκοντά σου, και άλλο σε ένα μικρό και επαρχιακό πρωτοδικείο, όπου και δεν μπορεί ο βουλευτής να βρίσκεται τις καθημερινές, γιατί ασκεί τα βουλευτικά του καθήκοντα και γίνεται δακτυλοδεικτούμενος για πιθανό επηρεασμό είτε των πολιτών είτε των δικαστών ή για αθέμιτο ανταγωνισμό των συναδέλφων του. Είναι άλλο να έχεις μία προσωπική επιχείρηση μικρού ή μεσαίου μεγέθους και άλλο να είσαι ο κύριος μέτοχος μιας μεγάλης ανώνυμης εταιρείας.

Είναι αδιανόητο να απαγορεύεται να εργάζεται ένας γιατρός-βουλευτής στο ΕΣΥ, γιατί αυτό ήταν και είναι πάντα ασυμβίβαστο, αλλά να μπορεί να ασκεί ιδιωτική ιατρική, ενώ ως μέλος της Βουλής τάσσεται υπέρ της ιδιαίτερης σημασίας του δημοσίου συστήματος υγείας. Είναι δημαγωγική πρόκληση να λέμε ότι ο δικηγόρος βουλευτής μπορεί να ασκεί το επάγγελμά του, αλλά μόλις πράγματι το ασκήσει, να κατηγορείται γιατί ενδεχομένως εκπροσωπεί οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το κράτος ή γιατί η συμμετοχή του σε μία δίκη μπορεί να επηρεάσει το δικαστήριο. Από την άλλη μεριά, θα ήταν προβληματικό ένας βουλευτής-νομικός παραστάτης εργαζομένων να εισπράττει αμοιβή από αυτούς για μια εργατική τους διαφορά.

Είναι επίσης προκλητικό να λέμε ότι καλώς ισχύει το ασυμβίβαστο για τους υπουργούς και τους υφυπουργούς (που λαμβάνουν απλώς τη βουλευτική τους αποζημίωση), αλλά κακώς ισχύει για τους απλούς βουλευτές που ελέγχουν τους υπουργούς και υφυπουργούς και μετέχουν στο νομοθετικό έργο της Βουλής, ρυθμίζοντας θέματα μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής σημασίας. Κατά ποια λογική π.χ. ο υπουργός Δικαιοσύνης καλώς έχει ασυμβίβαστο, αλλά ο σκιώδης υπουργός Δικαιοσύνης που ασκεί την αντιπολίτευση δεν έχει και μπορεί να ασκεί ενεργό δικηγορία;

Ας φανταστεί ο καθένας με αφορμή μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις (π.χ. την υπόθεση του «βασικού μετόχου») τι θα συνέβαινε εάν βουλευτές συνδέονταν επαγγελματικά με επιχειρήσεις ως δικηγόροι ή μηχανικοί ή με κρίσιμα πρόσωπα ως προσωπικοί γιατροί; Βεβαίως το Αναθεωρημένο Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης συγκεκριμένων και περιορισμένων εξαιρέσεων, ώστε ο βουλευτής να διατηρεί την επαφή του με την επιστήμη και την επαγγελματική του δεξιότητα και να είναι ομαλή η επάνοδός του στον επαγγελματικό βίο μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας. Μηχανισμός ομαλής επανόδου υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια για όσους ήταν πριν δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί ή υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή γιατροί. Αρα το ζήτημα αφορά μόνον τους υπόλοιπους και η ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη, εύλογη και διαφανής, δηλαδή δίκαιη. Δυστυχώς το σχετικό νομοσχέδιο αποκρούστηκε το 2002 και έκτοτε το θέμα έμεινε αρρύθμιστο.

Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι το ασυμβίβαστο, που το 2001 απλώς γενικεύθηκε ώστε να μην υπάρχουν ανισότητες και αντιφάσεις στο εσωτερικό της Βουλής, αλλά αυτός καθεαυτόν ο θεσμικός ρόλος του βουλευτή και της Βουλής μέσα στη σύγχρονη κοινωνία και στο σημερινό δημοκρατικό πολίτευμα. Ας συζητήσουμε επιτέλους γι' αυτό που είναι η ουσία του θέματος.

 


* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στην Ελευθεροτυπία, 18 Μαρτίου 2005

Tags: Συνταγματική Πολιτική | Αναθεώρηση του ΣυντάγματοςΆρθρα 2005

12-14 Μαΐου 2024: Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης (1974-2024)



Σχετικό link https://ekyklos.gr/ev/849-12-14-maiou-2024-i-kampyli-tis-metapolitefsis-1974-2024.html 

5-7 Νοεμβρίου 2023. Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ VΙΙ: Ασυμμετρίες και εθνική ατζέντα

Περισσότερα …

2.5.2023, Ch. Dallara - Ευ. Βενιζέλος: "Ελληνική κρίση: Μαθήματα για το μέλλον"

https://ekyklos.gr/ev/839-ch-dallara-ev-venizelos.html 

Περισσότερα …

Ευ. Βενιζέλος, Μικρή εισαγωγή στο Σύνταγμα και στο Συνταγματικό Δίκαιο, ebook

Περισσότερα …

Πρακτικά του συνεδρίου "Δικαιοσύνη: Η μεταρρύθμιση μιας εξουσίας και η αφύπνιση μιας ιδέας", ebook, 2022

Περισσότερα …

Εκδοχές Πολέμου 2009 - 2022, εκδ. Πατάκη

Περισσότερα …

23.9.2020 Ο Παύλος Τσίμας συζητά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο | Η Ελλάδα Μετά IV: Μετά (; ) την πανδημία 

https://vimeo.com/461294009

6.6.2019 Αποχαιρετιστήρια ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Ολομέλεια της Βουλής

https://vimeo.com/340635035

13.2.2019, Ευ. Βενιζέλος Βουλή: Οδηγούμε τη χώρα σε θεσμική εκκρεμότητα, κολοσσιαίων διαστάσεων

https://vimeo.com/316987085

20.12.2018, Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» 

https://vimeo.com/307841169

8.3.2018, Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί της πρότασης της ΝΔ για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης 

https://vimeo.com/259154972 

21.2.2018, Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου για την υπόθεση Novartis | "Πάρτε το σχετικό"

https://vimeo.com/256864375