20.12.2017
Ευάγγελος Βενιζέλος
Κρατικότητα και κυριαρχία: η δύσκολη ισορροπία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών στη διαχείριση κρίσεων - Προσφυγικό και Brexit
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ταλανίζεται την περίοδο αυτή (πρώτο εξάμηνο 2016) από δύο κυρίως θέματα: πρώτον, τη διαχείριση των μεγάλων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Τουρκία με πύλη εισόδου τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και δεύτερον, το δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Bασιλείου στην Ε.Ε.
Κοινός παρονομαστής των δυο αυτών θεμάτων είναι η αναζωπύρωση της σύγκρουσης μεταξύ Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κυριαρχίας των κρατών μελών είτε για λόγους συγκυριακούς (άφιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων και παράτυπων μεταναστών) είτε επειδή αυτό προκύπτει από την ισχυροποίηση των ευρωσκεπτικιστικών ή ανοικτά αντιευρωπαϊκών αντιλήψεων σε κάποιο κράτος- μέλος σε βαθμό τέτοιο που να θέτει (όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο) υπό αμφισβήτηση την ίδια τη συμμετοχή του στην Ε.Ε. Βαθύτερος κοινός παρονομαστής είναι η αμφισβήτηση ως προς την επάρκεια, την αποτελεσματικότητα και γενικότερα την προστιθέμενη αξία της συμμετοχής στην Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
- Τι ορίζουμε ως κρίση
Ως κρίση μπορούμε να ορίσουμε - για τις ανάγκες της ανάλυσης μας - κάθε κατάσταση που αποκλίνει από το σύνηθες, από αυτό που δεν θα έθετε σε αμφισβήτηση τις υφιστάμενες διευθετήσεις και ισορροπίες στο θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε. Με άλλα λόγια συνθήκες κρίσης διαμορφώνονται, όταν η συγκυρία και κατά μείζονα λόγο όταν νέες καταστάσεις που παρατείνονται χρονικά θέτουν σε αμφισβήτηση την επάρκεια των υφιστάμενων μηχανισμών.
Στην ευρεία αυτή έννοια της κρίσης υπάγεται βεβαίως η οικονομική και πιο συγκεκριμένα η δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση[1] που έγινε διεθνώς αντιληπτή το 2008 και επηρέασε έντονα αρκετές χώρες μέλη της ευρωζώνης. Στην ίδια έννοια υπάγεται και η εντυπωσιακή διόγκωση από το 2015 των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών από τη Συρία και άλλες χώρες της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής ή της Ασίας προς την Ε.Ε.[2]
Στην έννοια της κρίσης υπάγεται όμως τώρα πια και η υπεσχημένη από την παρούσα βρετανική κυβέρνηση προκήρυξη δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο με ερώτημα την παραμονή ή την αποχώρηση από την Ε.Ε. Στην περίπτωςη αυτή η κρίση προκαλείται από μια πολιτική πρωτοβουλία κυβέρνησης κράτους - μέλους και όχι από αιτίες οικονομικές ή διεθνείς, δεν παύει όμως να πρόκειται για κρίση καθώς τίθενται σε αμφισβήτηση υφιστάμενες διευθετήσεις και ισορροπίες στο θεσμικό οικοδόμημα της Ένωσης. Κατά βάθος άλλωστε το ερώτημα στο οποίο είχε να απαντήσει η βρετανική κυβέρνηση ήταν αν θα διαχειρίζονταν ως πρόβλημα του Ηνωμένου Βασίλειου την αντίδραση μεγάλου τμήματος της βρετανικής κοινωνίας απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή αν θα το καθιστούσε πρόβλημα της Ένωσης ζητώντας από αυτήν να διαχειριστεί την πίεση συμφωνώντας νέες διευθετήσεις ειδικά για το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εσωτερική πολιτική κρίση σε ένα ή περισσότερα κράτη - μέλη μετατρέπεται σε θεσμική και πολιτική κρίση της Ένωσης ως οντότητας με κοινοτικά και διακυβερνητικά χαρακτηριστικά και ζητείται από αυτήν να την αντιμετωπίσει με επιτυχία συνήθως μέσω της διακυβερνητικής μεθόδου.
Όπως είναι γνωστό, παρά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη της Λισσαβόνας για το Ηνωμένο Βασίλειο[3], ζητήθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση και συμφωνήθηκαν μεταξύ των κρατών - μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18-19.2.2016 πρόσθετες σημαντικές εξαιρέσεις και ειδικές διευθετήσεις για το ΗΒ που αποτυπώθηκαν στα συμπεράσματα της συνόδου προκειμένου να αξιολογηθούν σε δημοψήφισμα και ο βρετανικός λαός να αποφασίσει αν επιθυμεί η χώρα του να παραμείνει μέλος της Ε.Ε. υπό το ειδικό αυτό καθεστώς ή να αποχωρήσει από την Ένωση. Ο βρετανός πρωθυπουργός εξέφρασε την ικανοποίηση του για τη συμφωνία της 19.2.2016 και τάχθηκε υπέρ της αποδοχής της προκαλώντας την αντίδραση μελών του υπουργικού του συμβουλίου, της κοινοβουλευτικής του ομάδας και στελεχών του κόμματος του. Η πολιτική και επιστημονική συζήτηση γύρω από το δεσμευτικό ή μη χαρακτήρα της συμφωνίας που αποτυπώθηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18-19.2.2016, τη νομική διαδικασία της αποχώρησης -εάν αυτή αποφασισθεί- και τις οικονομικές και άλλες επιπτώσεις της μιας ή της άλλης απόφασης του βρετανικού λαού, είναι εξαιρετικά έντονη και πλούσια[4]. Οι νέες διευθετήσεις έχουν όμως ήδη συμφωνηθεί και αυτός ο χειρισμός που έγινε σε επίπεδο Ένωσης τελεί υπό την αξιολόγηση του βρετανικού λαού. Εάν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε., η Ευρώπη θα έχει αποδειχθεί καταλληλότερη στη διαχείριση της κρίσης από το Η.Β. ως κράτος - μέλος και το Η.Β. θα έχει παραμείνει κράτος - μέλος. Εάν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε., η Ευρώπη θα έχει αποδειχθεί ανεπαρκής στη διαχείριση της βρετανικής πρόκλησης και το Η.Β. ως κράτος μέλος θα αποχωρήσει αναλαμβάνοντας να χειριστεί στο δικό του επίπεδο τα κρίσιμα θέματα (σχετικά με την ασφάλεια και την οικονομία) που επηρεάζουν τη στάση του βρετανικού λαού.
- Ποιος είναι ο αποτελεσματικός διαχειριστής κρίσεων; Το εθνικό κράτος ή η Ε.Ε.;
Αυτές όλες οι περιστάσεις που εντάσσονται στην έννοια της κρίσης θέτουν ξανά με πιεστικό τρόπο το πρωταρχικό ερώτημα για το αν το εθνικό κράτος είναι ο αποτελεσματικός και τελικός διαχειριστής κρίσεων ή αν η διαχείριση κρίσεων δικαιώνει τη συμμετοχή στο θεσμικό σχήμα της Ε.Ε. που δεν μπορεί ευθέως να συγκριθεί με κάποια ιστορικά γνωστή θεσμική μορφή ισχυρής και πολυεπίπεδης περιφερειακής συνεργασίας. Έχουν προταθεί πολλοί ενδιαφέροντες παραλληλισμοί του ευρωπαϊκού φαινομένου, όπως με παλιότερες συνομοσπονδίες κρατών μικρότερης ή μεγαλύτερης διαρκείας ή με την Βρετανική Κοινοπολιτεία[5] ή προσφάτως με τις αυτοκρατορίες (π.χ. Αυστροουγγρική ή Οθωμανική) μόνο που η Ε.Ε. χαρακτηρίζεται ως «μη αυτοκρατορική» αυτοκρατορία[6]. Ο πιο απλός και εύστοχος χαρακτηρισμός είναι η έννοια της συμπολιτείας που εισηγήθηκε ο Δημήτρης Τσάτσος[7], με το μειονέκτημα που συνεπάγεται η δυσκολία απόδοσης του όρου «συμπολιτεία» σε άλλες γλώσσες. Η «πολιτεία» παραπέμπει σε μια πλατωνική αντίληψη περί πολιτικής οργάνωσης, στην πιο ιδεαλιστική και ταυτοχρόνως δημοκρατική και ήπια, δηλαδή «συμβιωτική» προσέγγιση του κρατικού φαινομένου που λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη της την κοινωνία των πολιτών. Στο δικό της επίπεδο η Ε.Ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως «συν- πολιτεία», με ένα όρο δηλαδή που έχει χρησιμοποιηθεί για πρώιμα συνομοσπονδιακά φαινόμενα. Με ένα όρο που αναδεικνύει τον συμπεριληπτικό (inclusive) χαρακτήρα της Ένωσης και την δυναμική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με σεβασμό τόσο στα κράτη - μέλη, όσο και στους λαούς τους που συγκροτούν δευτερογενώς τον «ευρωπαϊκό δήμο» ως οργανικό άθροισμα των ευρωπαίων πολιτών. Όλων εκείνων που έχουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια επειδή έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους - μέλους και εκφράζονται πολιτικά τόσο ως λαός κάθε κράτους – μέλους, όσο και συνολικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως «ευρωπαϊκός δήμος».
Όλες όμως αυτές οι προσεγγίσεις, πρώτον, έχουν ως αφετηρία την αδυναμία χρήσης του όρου «κράτος» για την Ε.Ε. και, δεύτερον, προσπαθούν να συγκροτήσουν μια έννοια που να αποδίδει τα υβριδικά θεσμικά χαρακτηριστικά της Ένωσης που περιγράφονται στις Συνθήκες. Η έννοια όμως αυτή είναι η έννοια της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» που παρά τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις της έχει θεσμικό όγκο και ιστορική βαρύτητα τέτοια που της επιτρέπει να συστήνεται με το επίσημο όνομα της χωρίς να είναι αναγκαίος κάποιος πρόσθετος χαρακτηρισμός. Το ζήτημα άλλωστε δεν είναι εννοιολογικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό και ιστορικό και απορρέει από τη συνεχή αντιπαράθεση μεταξύ Ένωσης και κρατών - μελών, από την εξέλιξη μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης με έντονα διακρατικά (διακυβερνητικά) χαρακτηριστικά.
- Πάντα επιστρέφουμε στην έννοια της κυριαρχίας
Το ερώτημα περί αποτελεσματικής και τελικής διαχείρισης κρίσεων μας φέρνει ακριβώς στη πηγή όλης της ιστορικής εμπειρίας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της σχετικής επιστημονικής συζήτησης: στην έννοια της κυριαρχίας[8], τον περιορισμό της οποίας αποδέχονται με αυξανόμενο ρυθμό επί παραπάνω από εξήντα χρόνια τα κράτη - μέλη υπέρ των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Αυτές όμως, παρά την ενίσχυσή τους, δεν μετατρέπονται από «αρμοδιότητες» σε «κυριαρχία» και ακόμη βαθύτερα σε «κρατικότητα»[9] που διαθέτουν τα κράτη - μέλη.
Βλέπουμε μέσα από τις πιέσεις που ασκούνται στο κρατικό φαινόμενο (διεθνοποίηση, ιδιωτικοποίηση και αποπολιτικοποίηση των λειτουργιών του) να τίθεται σε αμφισβήτηση η ίδια η έννοια της κυριαρχίας και η ιδιότητα της κρατικότητας. Ταυτοχρόνως όμως βλέπουμε η Ευρωπαϊκή Ένωση να διεκδικεί τον συνεχή περιορισμό της κυριότητας των κρατών - μελών και στοιχεία κρατικότητας δευτερογενώς (π.χ. επικράτεια και ιθαγένεια), αλλά όχι κρατικότητα καθ’ εαυτήν, παρότι κρατικότητα διαθέτουν συνομοσπονδίες (συνομοσπονδιακά κράτη) νομικό θεμέλιο των οποίων είναι διεθνής σύμβαση. Αυτά όμως τα συνομοσπονδιακά κράτη, όπου έχουν εμφανισθεί ιστορικά ορίζονται μέσα από τη ρητή βούληση των κρατών που τα συγκροτούν και συνάπτουν τη σχετική διεθνή σύμβαση και οργανώνονται θεσμικά ως τέτοια.
- Τα επίμονα θεσμικά χαρακτηριστικά της κρατικότητας
Αυτές λοιπόν οι δυο έννοιες - κυριαρχία και κρατικότητα - υφέρπουν σε όλο το προβληματισμό για τις σχέσεις κρατών - μελών και Ε.Ε. καθώς και για τη θεσμική φύση της Ένωσης. Η κυριαρχία, όπως και αν οριστεί, είτε ως εξωτερική κυριαρχία, δηλαδή ως διεθνής νομική προσωπικότητα και ανεξαρτησία του κράτους, είτε ως εσωτερική κυριαρχία με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, που ασκείται άμεσα από το εκλογικό σώμα ή έμμεσα, μέσω του τεκμηρίου αρμοδιότητας, από το κοινοβούλιο, είναι απολύτως συνυφασμένη με την έννοια του κράτους και με τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν σε μια οντότητα τα θεσμικά χαρακτηριστικά της κρατικότητας:
Το έδαφος ως επικράτεια, ως ο χώρος επί του οποίου ασκείται η κρατική κυριαρχία, η ιθαγένεια ως νομικός δεσμός με το κράτος όλων των προσώπων που είναι πολίτες του και συγκροτούν το λαό του, η θεσμική συγκρότηση του νομικού προσώπου του κράτους που είναι το μείζον νομικό πρόσωπο της κρατικής έννομης τάξης με ένα αυτοαναφορικό τρόπο και κυρίως η νομική κατοχύρωση και η επιδίωξη αποτελεσματικής άσκησης του μονοπωλίου της νόμιμης βίας. Αυτό το τελευταίο στοιχείο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την αρμοδιότητα διαχείρισης των έκτακτων περιστάσεων ή των καταστάσεων εξαίρεσης. Αρμοδιότητα, που δεν σημαίνει αυτομάτως και πραγματική ικανότητα διαχείρισης των έκτακτων περιστάσεων. Σημαίνει όμως δοκιμασία της ικανότητας αυτής με δεδομένη την σχετική αρμοδιότητα και άρα την ευθύνη. Από την άποψη αυτή η μεν αρμοδιότητα προσδιορίζει μια σχέση νομιμότητας, η δε ικανότητα και αποτελεσματικότητα μια σχέση νομιμοποίησης. Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν στην ηπειρωτική ευρωπαϊκή αντίληψη περί κράτους, αλλά με διαφορετική ορολογία κατ´ ουσία και στη βρετανική αντίληψη περί στέμματος και κυριαρχίας του κοινοβουλίου[10].
Αρκετά από τα στοιχεία αυτά προσπαθεί να αποκτήσει, με παλινδρομήσεις και δυσκολίες και η Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς αυτό να αλλάζει τον υβριδικό και εξελισσόμενο θεσμικό της χαρακτήρα: η διεθνής νομική προσωπικότητα της Ένωσης είναι χαρακτηριστικό των κρατών, αλλά και των διεθνών οργανισμών ως υποκειμένων του διεθνούς δικαίου, ενώ όλα όσα αφορούν την ιθαγένεια και την επικράτεια της Ένωσης έχουν δευτερογενή χαρακτήρα, απορρέουν από την ιθαγένεια και την επικράτεια των κρατών μελών. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις αρμοδιότητες της Ένωσης που είναι στο σύνολο τους δοτές.
Η δυσκολία στη διαχείριση κρίσεων δεν συνεπάγεται αυτομάτως και αναποφεύκτως ούτε αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στη νόμιμη βία, ούτε τελική αδυναμία διαχείρισης από το κράτος καταστάσεων εξαίρεσης ή απλώς έκτακτων περιστάσεων.
Το κράτος είχε πάντοτε και πολύ περισσότερο έχει στην εποχή μας τη δυνατότητα να προστρέξει σε διάφορους μηχανισμούς διεθνούς αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση συνθηκών κρίσης. Αυτό διασφαλιζόταν αρχικώς μέσω των διμερών ή πολυμερών συνεργασιών με άλλα κράτη, στη συνέχεια σε επίπεδο διεθνών οργανισμών και τώρα - για τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. - διασφαλίζεται πρωτίστως στο επίπεδο Ε.Ε. μέσα από τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που συνιστά τον υψηλότερο βαθμό συνεργασίας για τα κράτη - μέλη.
Όμως το κράτος ως εθνικό κράτος[11] που διαμορφώνεται σταδιακά - ας πούμε - από την συνθήκη της Βεστφαλίας έως τις ημέρες μας, δεν μπορεί να περιγραφεί ως ιστορικό φαινόμενο μόνο μέσα από τα στοιχεία της νομικής του προσωπικότητας, εσωτερικής και εξωτερικής, ούτε μόνο μέσα από την διεκδίκηση της νομιμοποίησης της εξουσίας του λόγω της αποτελεσματικής άσκησης της. Το κράτος, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, συνδέεται με την εθνική ταυτότητα που είτε οδήγησε στην απόκτηση κράτους ,είτε διαμορφώθηκε μέσα από την ύπαρξη και λειτουργία κράτους, είτε διαδοχικώς και το ένα και το άλλο. Το κράτος αναφέρεται σε μια κοινωνία των πολιτών που είτε αγωνίστηκε για τη συγκρότηση του ,είτε προέκυψε χάρις στη συγκρότηση και τη λειτουργία του, είτε διαδοχικώς και το ένα και το άλλο. Συμπυκνώνει συνεπώς ιςτορικές εξελίξεις και κοινωνικούς συσχετισμούς. Το κράτος συνδέεται με μια ολόκληρη εθνική οικονομία που, παρά την αναμφισβήτητη παγκοσμιοποίηση της, διατηρεί πάντοτε τα εθνικά της χαρακτηριστικά υπό την έννοια της πολιτικής μέριμνας και ευθύνης του κράτους για την οικονομία. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. Ισχύει ακόμη και με το σημερινό βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το κράτος συμπυκνώνει συνεπώς οικονομικούς συσχετισμούς που επηρεάζουν τις οικονομικές του λειτουργίες.
Όλα αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο ως προς τους κρατικούς μηχανισμούς κοινωνικής αλληλεγγύης, ως προς τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους σε κάποια από τις ευρωπαϊκές εκδοχές του. Ισχύουν για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και την υποστήριξη της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας, για τους λεγόμενους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Και βεβαίως ισχύουν για την εγγύηση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, για το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας που τόσο πριν όσο και μετά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) είναι κατεξοχήν αντικείμενο της κρατικής πολιτικής.
- Οι εξελίξεις στο επίπεδο των κρατών – μελών καθορίζουν τις εξελίξεις στο επίπεδο της Ένωσης
Σε όλα τα παραπάνω πεδία κρίνεται το εθνικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή το πολιτικό σύστημα που συγκροτείται και λειτουργεί στο επίπεδο κάθε κράτους - μέλους της Ε.Ε. και καθορίζει τους εθνικούς πολιτικούς συσχετισμούς, τη σύνθεση των εθνικών κοινοβουλίων και το χαρακτήρα των κυβερνήσεων των κρατών - μελών είτε αυτά είναι ενιαία, είτε ομοσπονδιακά, είτε ανήκουν στην ηπειρωτική νομική παράδοση, είτε στην παράδοση του common law. Η εξέλιξη όμως σε κάθε εθνικό πολιτικό σύστημα και η λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε επίπεδο κράτους - μέλους καθορίζει τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο οποίο δεν λειτουργεί ένα αμιγώς ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, αλλά ένα πολιτικό σύστημα και ένα σύστημα διακυβέρνησης με ιδιαιτέρως έντονα διακυβερνητικά (διακρατικά) χαρακτηριστικά παρά την πρόοδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την άμεση εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του και τη δραστική επέκταση της κοινοτικής μεθόδου λήψης των αποφάσεων στο επίπεδο του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που βρίσκονται στην καρδιά του θεσμικού οικοδομήματος της Ε.Ε.
Η πολιτική λειτουργία και κυρίως η στρατηγική πορεία της Ε.Ε. εξαρτάται από τους συσχετισμούς στο επίπεδο των κρατών - μελών. Όταν συνεπώς τίθενται ζητήματα μεγάλης κοινωνικής και εθνικής ευαισθησίας ή ζητήματα οικονομικής πολιτικής που αναδεικνύουν τις μεγάλες διάφορες και τις κλειδωμένες ανισότητες μεταξύ των κρατών - μελών, δοκιμάζεται η κοινοτική διάσταση της Ένωσης γιατί εντείνεται η διακυβερνητική διάσταση που λαμβάνει εκ των πραγμάτων υπόψη εθνικές προτεραιότητες και ευαισθησίες. Η αλληλεγγύη και η καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών αφορούν κυβερνήσεις που κρίνονται πολιτικά σε εθνικό επίπεδο.
- Από την οικονομική κρίση στην κρίση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών
Στο πεδίο αυτό κινείται τώρα η Ε.Ε. Η δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε αρκετά κράτη - μέλη της ευρωζώνης αντιμετωπίστηκε με έκτακτους και στη συνέχεια με πάγιους μηχανισμούς οικονομικής διακυβέρνησης και υποστήριξης με σκληρούς δημοσιονομικούς και διαρθρωτικούς όρους. Τώρα μόνο η Ελλάδα εξακολουθεί ουσιαστικά να υπάγεται σε πρόγραμμα του ESM που υπερβαίνει τα συνήθη μέτρα τα οποία προβλέπονται σε περίπτωση υπερβολικού ελλείμματος. Η ενιαία τραπεζική αγορά με το ενιαίο σύστημα εποπτείας, το ενιαίο σύστημα εκκαθάρισης και το εναρμονισμένο (απλώς προς το παρόν) επίπεδο εγγύησης καταθέσεων είναι το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των αλλαγών που επήλθαν στην οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Ακόμη ίσως πιο σημαντική είναι η διεύρυνση του κύκλου των πρωτοβουλιών της ΕΚΤ με κορυφαίες την ποσοτική χαλάρωση (QE) και την πολιτική επιτοκίων.
Ενώ όμως φαίνεται να έχει τεθεί υπό έλεγχο η οικονομική κρίση, τίθενται με οξύ τρόπο τα ζητήματα που συνδέονται με την άφιξη στην Ε.Ε. μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη Συρία, το Ιράκ και άλλες εστίες πολέμου όπου επικρατούν συνθήκες που αναγκάζουν χιλιάδες άτομα να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να κινηθούν προς την Τουρκία, προς τις μη ευρωπαϊκές ακτές της Μεσογείου και να επιδιώκουν τη μετάβαση τους στο έδαφος της Ε.Ε. Παράλληλα δε κινείται μεγάλος αριθμός παράτυπων μεταναστών που αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής στην Ευρώπη. Η συνθήκη Σέγκεν και οι κανόνες του Δουβλίνου σχεδιασμένοι για φυσιολογικές συνθήκες και όχι για έκτακτες και μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές τέθηκαν υπό σκληρή δοκιμασία[12]. Τα κράτη - μέλη που υφίστανται δυσανάλογα μεγάλη πίεση λόγω της γεωγραφικής τους θέσης και κυρίως η Ελλάδα διεκδικούν την εκδήλωση της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, την αναλογική κατανομή των βαρών, υποστήριξη στη φύλαξη των συνόρων τους - ιδίως των εκτεταμένων θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας - που είναι σύνορα της Ε.Ε. Είναι όμως προφανές ότι όταν οι διευθετήσεις - μόνιμες και θεσμικές ή έκτακτες, ειδικές και πολιτικές - σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποδεικνύονται αποτελεσματικές, επανεμφανίζεται αμέσως το κράτος - μέλος ως η κρίσιμη οντότητα που λαμβάνει μέτρα, δηλαδή αδικεί την κυριαρχικά του, ενεργοποιεί τις αρμοδιότητες του, προσπαθεί να ανταποκριθεί στις πολιτικές του ευθύνες, όπως τις αντιλαμβάνεται.
Αυτό εξηγεί γιατί σε σχέση με τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών πληθαίνουν οι μονομερείς αντιδράσεις κρατών - μελών που θεωρούν ότι έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες υποδοχής και φιλοξενίας, όπως αυξάνονται και οι περιφερειακές πρωτοβουλίες με τη συμμετοχή κρατών - μελών και γειτονικών κρατών εκτός Ε.Ε, αλλά με αποκλεισμό άλλων κρατών - μελών που τους αφορά ευθέως το ζήτημα. Η επίκληση επιχειρημάτων εθνικού συμφέροντος, εθνικής ταυτότητας, εθνικής ασφάλειας δείχνει την αμφισβήτηση που υπάρχει ως προς μια ενιαία αντίληψη ευρωπαϊκού συμφέροντος, ευρωπαϊκής ταυτότητας και ευρωπαϊκής ασφάλειας. Το πιο απλό, πρακτικό και εξόχως συμβολικό μέτρο είναι από την άποψη αυτή η επιβολή εσωτερικών (εθνικών) συνοριακών ελέγχων (που προβλέπονται σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις από τη Συνθήκη του Σέγκεν) καθώς με τον τρόπο αυτό υπογραμμίζεται η έννοια της κρατικής κυριαρχίας και του κρατικού ελέγχου της επικρατείας που συγκροτείται ακριβώς επειδή ορίζεται και ελέγχεται ως τέτοια από το αντίστοιχο κράτος.
Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση η φύλαξη των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων της Ε.Ε. και η αποτελεσματική συνεργασία με κρίσιμες γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία, κατέστη ήδη ζήτημα αρμοδιότητας και αποστολής του ΝΑΤΟ[13], ώστε να καταδειχθεί για μια ακόμη φορά ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια ήδη από την τελευταία φάση του Α´ Παγκόσμιου πολέμου και προφανώς από την έναρξη του ψυχρού πολέμου είναι ζήτημα ευρωατλαντικό με κύριο μοχλό το ΝΑΤΟ, μια συμμαχία με κυρίαρχο τον ρόλο των ΗΠΑ.
Η σχέση Ε.Ε. και κρατών - μελών δοκιμάζεται, λοιπόν και κρίνεται στα θεμελιώδη στοιχεία της κρατικότητας και κυρίως γύρω από την αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων που οι κοινωνίες τις αντιλαμβάνονται ως κρίσεις ανθρωπιστικές για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αλλά και ως κρίσεις ασφάλειας και ταυτότητας για τα κράτη υποδοχής ή και διέλευσης. Το κράτος - μέλος έχει πάντα την κύρια ευθύνη γύρω από τα θέματα αυτά και η πολιτική της Ε.Ε. διαμορφώνεται τυπικά μεν επί τη βάσει των αρχών που διέπουν την Ένωση και τη λειτουργία της και το κοινοτικό κεκτημένο, όλα όμως τα κρίσιμα ζητήματα αντιμετωπίζονται με βάση τις επιλογές των κυβερνήσεων των κρατών - μελών μέσα σε μια διαρκή διαπραγμάτευση διακυβερνητικού χαρακτήρα με τις ανισότητες λόγω μεγέθους και ισχύος που αυτή εμπεριέχει.
Στη διαχείριση των προσφυγικών ροών η διάθεση της γερμανικής κυβέρνησης να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό προσφυγών έπαιξε καταλυτικό ρόλο παρά τις έντονες αντιδράσεις των χωρών - μελών του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου με προέχουσα την αντίδραση της Αυστρίας που περιόρισε δραστικά τον αριθμό των προσφύγων που την επιλέγουν ως χώρα διαμονής αλλά και αυτών που διέρχονται απλώς από αυτήν καθ´οδόν προς τη Γερμανία. Η επανεξέταση των εθνικών θέσεων που προκάλεσε ο μεγάλος αριθμός προσφύγων και μεταναστών χωρίς χαρτιά και η συνεχής ροή από την Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά, προκάλεσε μεγάλη πολιτική νευρικότητα σε εθνικό και Ενωσιακό επίπεδο και κατέστησε εμφανείς όλες τις ανεπάρκειες του θεσμικού οικοδομήματος της Ε.Ε. Υπό τέτοιες συνθήκες πίεσης η συνήθης ευρωπαϊκή αφήγηση περί αξιών, δικαιωμάτων και ανθρωπιστικής ευαισθησίας εξακολουθεί να έχει εκφραστές και οπαδούς, όμως συνυπάρχει πλέον με πολιτικές αποφάσεις που στο όνομα της ανάγκης και του ρεαλισμού συνιστούν απόκλιση από τις αυστηρές προδιαγραφές του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού: Η Τουρκία θεωρείται ασφαλής χώρα, η επανεισδοχή χρησιμοποιείται και για όσους υπάγονται στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στην επικουρική προστασία, τα κλειστά κέντρα κράτησης που προϋποθέτουν διοικητικούς περιορισμούς της ελεύθερης κίνησης όσων τελούν υπό την αναμονή επανεισδοχής κ.ο.κ.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 7/8.3.2016 και της 18.3.2016 οι εθνικές προτεραιότητες εμφανίστηκαν πολύ έντονα, η δε διακρατική διαπραγμάτευση κινήθηκε σε δυο επίπεδα ένα αυτό των 28 κρατών - μελών και ένα δεύτερο αυτό μεταξύ της Ε.Ε. των 28 και της Τουρκίας που βρέθηκε σε θέση ισχύος λόγω του ελέγχου που ασκεί στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές και της σημασίας που έχει η ενεργοποίηση των συμφωνιών επανεισδοχής μεταξύ Τουρκίας και κρατών - μελών ή μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. για την αποσυμπίεση της Ελλάδας και γενικότερα της Ε.Ε. Αυτό όμως ανοίγει άλλα ζητήματα τουρκικού ενδιαφέροντος στα οποία ζητήθηκαν ανταλλάγματα : όπως η γενναία χρηματοδότηση της Τουρκίας, η επιτάχυνση της απελευθέρωσης των θεωρήσεων για την είσοδο Τούρκων πολιτών στις χώρες - μέλη της Ε.Ε. και το άνοιγμα κεφαλαίων (ανώδυνων όπως το 33) στη διαπραγμάτευση για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Η διαχείριση των θεμάτων αυτών από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει έντονα «ρεαλιστικό» χαρακτήρα, μια πρόδηλη διάθεση να επιτευχθούν διακρατικοί συμβιβασμοί ή συμβιβασμοί και συμφωνίες με κρίσιμες τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία. Οι εθνικές ευαισθησίες και αντιδράσεις επηρεάζουν αποφασιστικά τους ευρωπαϊκούς συμβιβασμούς. Η διάθεση αυτή δεν κάμπτεται από νομικά εμπόδια. Όταν διαμορφώνονται πολιτικές συμφωνίες, αυτές μορφοποιούνται νομικά με ευρηματικότητα και ευελιξία μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ενωσιακής έννομης τάξης. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν (ή δεν λειτουργούν) υπό συνθήκες προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης η Συνθήκη Σέγκεν και οι κανόνες του Δουβλίνου, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το ίδιο ισχύει – και εδώ απαιτείται μεγάλη προσοχή και ευαισθησία- ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται και εφαρμόζει τη Συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ.
- Η απειλή του Brexit, και ο διακυβερνητικός συμβιβασμός
Ο διακυβερνητικός συμβιβασμός είναι έντονα εμφανής και στην υπόθεση του Brexit. Η συμφωνία πού καταγράφεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18-19.2.2016 μέσα από ένα απλό νομικό σχήμα μιας συμφωνίας όλων των συμβαλλομένων μερών για την ερμηνεία των συνθηκών για την Ε.Ε. (ΣΕΕ) και για τη λειτουργία της Ε.Ε. (ΣΛΕΕ) κατά το άρθρο 31 της Συνθήκης της Βιέννης περί συνθηκών[14], μεταβάλλει ουσιαστικά το πλαίσιο συμμετοχής του Ηνωμένου Βασίλειου στην Ε.Ε. Το ζήτημα δεν είναι πλέον η αποδοχή της βρετανικής εξαίρεσης, ούτε η σαφέστερη διευθέτηση της σχέσης μεταξύ των κρατών μελών που μετέχουν στη ζώνη του ευρώ και των υπολοίπων. Το ζήτημα είναι πλέον η οριστικοποίηση μιας Ένωσης δυο τουλάχιστον ταχυτήτων και ο υποβιβασμός της αρχής της «ολοένα και στενότερης ένωσης» σε μια αρχή που γίνεται αποδεκτή από πολλά, αλλά όχι όλα τα κράτη μέλη. Ή μάλλον η αποδοχή της αρχής ότι για ένα κράτος μέλος - και στη συνέχεια ίσως για περισσότερα κράτη μέλη, το σημερινό επίπεδο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένα ακραίο σημείο από το οποίο γίνονται δεκτά βήματα προς τα πίσω αλλά όχι προς τα εμπρός.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αποδοχή της πρωταρχίας του εθνικού κράτους σε σχέση με την ένωση, για αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της αυτοαναφορικής υπεροχής του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου επί του δικαίου των κρατών μελών. Βεβαίως εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο μετέχει στην ΕΣΔΑ και αποδέχεται την ατομική προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, έχει πολύ περιορισμένη σημασία η αμφισβήτηση της υπεροχής του δικαίου της Ε.Ε. και του ρόλου του ΔΕΕ. Η έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασίλειου, οι νόμοι που ψηφίζονται από το κοινοβούλιο του ως εκδήλωση της κυριαρχίας του κοινοβουλίου, στο πλαίσιο τόσο της λαϊκής (εσωτερικής) όσο και της εθνικής (εξωτερικής) κυριαρχίας και οι αποφάσεις των δικαστηρίων του τελούν ούτως ή άλλως υπό διεθνή νομικό και δικαστικό έλεγχο με κριτήριο μια συνθήκη που έχει κυρωθεί, όπως οι συνθήκες που συγκροτούν το πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε., από το βρετανικό κοινοβούλιο[15].
- Οι κρίσεις ως πεδίο της ανοικτής διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών – μελών και μεταξύ κρατών – μελών και Ένωσης
Στη βάση του ζητήματος βρίσκονται οι εθνικοί πολιτικοί συσχετισμοί στο ενδιαφερόμενο αλλά και σε όλα τα άλλα κράτη - μέλη. Με άλλα λόγια στη βάση του προβλήματος βρίσκεται η πολιτική (κοινωνική, ιδεολογική, επικοινωνιακή) αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής ένωσης και της οριστικής αξίας της. Πρόκειται συνεπώς για ένα ευρωσκεπτικισμό που έχει πάψει να είναι κομματικός ή κοινωνικός ή πολιτικός και έχει καταστεί εθνικός και θεσμικός, έχει εισχωρήσει στη διαρκή διακυβερνητική διαπραγμάτευση που καθορίζει την πορεία της Ένωσης.
Το κράτος λειτουργεί συνεπώς και ως κινητήρια δύναμη και ως φρένο στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορική και θεσμική ιδιοσυστασία του κράτους, η κρατικότητα και η κυριαρχία, δοκιμάζονται και στα δυο επίπεδα: και αυτό του κράτους - μέλους και αυτό της Ένωσης που διεκδικεί τα στοιχεία αυτά από τα κράτη - μέλη, αλλά χωρίς τη στήριξη των κρατών - μελών και τη συμφωνία τους βλέπει να αμφισβητείται το πιο θεμελιώδες στοιχείο κυριαρχίας και κρατικότητας που είναι η αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων.
Οι διάφορες κρίσεις συνιστούν συνεπώς το πεδίο πάνω στο όποιο συνεχίζεται με έντονο τρόπο μια ιστορική διεργασία, μια διαρκής ανοικτή διαπραγμάτευση αφενός μεν μεταξύ κρατών - μελών, αφετέρου δε μεταξύ κρατών - μελών και Ένωσης. Το αποτέλεσμα όμως της διαπραγμάτευσης αυτής δεν είναι οριστικό και αναμφισβήτητο. Οι συνεχείς κρίσεις έχουν μεταβάλλει την θεώρηση τόσο για τα όρια και την αυτάρκεια του εθνικού κράτους, όσο και για την ύπαρξη μιας ιστορικής οντότητας που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία κινείται πέραν του θεσμικού κεκτημένου της και της οικονομικής προστιθέμενης αξίας της. Αβεβαιότητες και υπαναχωρήσεις υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν και στο μέλλον, η Ευρώπη όμως ως πεδίο μιας ενοποιητικής διεργασίας υπάρχει ιστορικά και γεωγραφικά, παρά τις πολιτικές και νομικές παλινδρομήσεις.
Τώρα όμως το κεντρικό ρεύμα της δημόσιας συζήτησης περί Ευρώπης δεν περιέχει ούτε τον απώτερο στόχο μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης που θα ήταν πλέον ομοσπονδιακό κράτος, ούτε την επαναφορά της ιδέας ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, ούτε την ανάγκη κάλυψης του δημοκρατικού ελλείμματος, ούτε την ανάγκη για βήματα στο πεδίο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, ούτε καν την παλιά και μόνιμη επωδό για την ανάγκη να υπάρξουν θεσμικά βήματα πολιτικής ολοκλήρωσης που θα στηρίξουν αναδρομικά τα βήματα που έγιναν στο πεδίο της νομισματικής ένωσης και της οικονομικής διακυβέρνησης.
Τώρα το επείγον ζήτημα είναι να αντιμετωπισθεί μια πολύ πιεστική συγκυρία που μεταλλάσσεται ανοίγοντας συνεχώς νέα μέτωπα, να διαφυλαχθεί ένα σημαντικό μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου με υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, να διασφαλισθεί η συνοχή της Ένωσης με την απλή έννοια της παραμονής όλων των μελών στην Ένωση έστω με έντονες ρήτρες εξαίρεσης, αλλά και όλων των μελών της ζώνης του ευρώ στο ενιαίο νόμισμα καθώς πριν τη συζήτηση περί Brexit είχε διεξαχθεί έντονη συζήτηση περί Grexit που δεν έχει καταλαγιάσει εντελώς.
- Ποιες είναι τώρα οι φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης;
Οι φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης φαίνεται να περιορίζονται ή μάλλον να εγκαταλείπουν την βεβαιότητα μιας ευθύγραμμης πορείας προς μια ολοένα βαθύτερη ενοποίηση. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν θα είναι αυτοαναφορικό, αλλά εξαρτάται από τη δεκτικότητα και τη διαθεσιμότητα των κρατών - μελών που κρατούν στα χέρια τους το νήμα των εξελίξεων.
Οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα δεν δείχνουν όμως μόνο τον έντονα διακρατικό / διακυβερνητικό χαρακτήρα της Ε.Ε. και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η διαρκής διακυβερνητική διαπραγμάτευση με ισχυρή πάντα την παρουσία των συγκυριακών πολιτικών σκοπιμοτήτων και αναγκών σε όλα τα κράτη - μέλη. Αναδεικνύουν και τα όρια του διεθνούς ρόλου της Ε.Ε. Οι προσφυγικές ροές από τη Συρία συνιστούν πρόβλημα όχι ευρωπαϊκό αλλά διεθνές αναγόμενο στην αρμοδιότητα του ΟΗΕ. Όχι απλώς ως πρόβλημα ανθρωπιστικό που απασχολεί την Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε. για τους πρόσφυγες, αλλά ως πρόβλημα πολεμικής σύρραξης, ως πρόβλημα διεθνούς ασφάλειας που ανήκει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το διεθνές πολιτικό μέγεθος της Ε.Ε. δεν ισούται με το άθροισμα του διεθνούς πολιτικού μεγέθους των κρατών - μελών της ούτε το υπερβαίνει, αλλά πρακτικά υπολείπεται αυτού. Η ενεργοποίηση του ΝΑΤΟ για την επιτήρηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με στόχο τη μείωση των ροών προσφύγων και παράτυπων μεταναστών από τη Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά υπογραμμίζει τον διεθνή χαρακτήρα του προβλήματος. Αναδεικνύει όμως και την επιχειρησιακή αδυναμία της Ε.Ε. να ελέγξει τα σύνορα της. Δηλαδή να χειριστεί ένα ζήτημα αστυνομικού και όχι στρατιωτικού χαρακτήρα, ένα ζήτημα αρμοδιότητας συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής. Στην ευρωπαϊκή συζήτηση περί προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών δεν περιλαμβάνονται σοβαρές και αξιόπιστες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για τις αιτίες που οδηγούν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μακριά από τα σπίτια και τις πατρίδες του. Και η αλήθεια είναι ότι η Ε.Ε. δεν έχει το διεθνές πολιτικό μέγεθος να αναλάβει ή πολύ περισσότερο να συντονίσει τέτοιες πρωτοβουλίες για προβλήματα (όπως ο πόλεμος στη Συρία) στα οποία διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο οι μεγάλοι διεθνείς παίκτες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά και πολλοί κρίσιμοι περιφερειακοί και τοπικοί παράγοντες με πολύ ισχυρή επιρροή.
Αλλά και στο ζήτημα της παραμονής του Η.Β. στην Ένωση και του επικείμενου δημοψηφίσματος, δηλαδή σε ένα ζήτημα ευρωπαϊκής διάστασης και θεσμικού, πολιτικού και οικονομικού και όχι πολεμικού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα, η Ε.Ε. φάνηκε πολύ εύκολα διατεθειμένη να διαπραγματευθεί και να συμφωνήσει ειδικές διευθετήσεις. Τυχόν αποχώρηση του Η.Β. από την Ένωση θα θέσει υπό επανεξέταση τον προσδιορισμό της Ευρώπης ως ιστορικής και γεωγραφικής οντότητας και όχι απλώς τη θεσμική οντότητα της Ε.Ε. Όμως μέσω της βρετανικής αυτής πίεσης η Ε.Ε. αναγκάστηκε να αποδεχθεί ότι όλες οι πτυχές του ευρωπαϊκού κεκτημένου είναι επαναδιαπραγματεύσιμο.
Η εμπειρία των διαφόρων κρίσεων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια επιβάλλει να αναληφθούν μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες αναθέρμανσης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πρωτοβουλίες σε όλα τα πεδία, από την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας μέχρι τον επανακαθορισμό του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και από την ευρωπαϊκή ταυτότητα μέχρι την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας, από την κάλυψη του δημοκρατικού ελλείμματος μέχρι την αναθεώρηση του θεσμικού συστήματος της Ένωσης.
Τέτοιες όμως μεγάλες πρωτοβουλίες μπορούν να αναληφθούν μόνο από τα κράτη - μέλη, το καθένα από τα οποία είναι απασχολημένο με πιεστικές εθνικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες. Με εκλογικές αναμετρήσεις, με ισχυρές ευρωσκεπτικιστικές ή εθνικιστικές τάσεις. Αυτή είναι η θεμελιώδης αντίφαση της Ευρώπης. Αυτή όμως μπορεί να είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα της εφόσον οδηγεί στην υιοθέτηση ευέλικτων και ευρηματικών μεθόδων που διασφαλίζουν την προοπτική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με κριτήριο - αναγκαστικά - τον μακρύ ιστορικό χρόνο.-
Δημοσιεύεται:
Ευάγγελος Βενιζέλος, ‘Κρατικότητα και κυριαρχία: η δύσκολη ισορροπία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών στη διαχείριση κρίσεων - Προσφυγικό και Brexit’, σε: Σουζάννα Βέρνυ & Αντώνης Κόντης (επιμ), Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση: Οι Πολλαπλές Κρίσεις και οι Προκλήσεις του Μέλλοντος – Δοκίμια προς Τιμή του Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη (Εκδόσεις Παπαζήση, 2017)
στα αγγλικά:
Evangelos Venizelos, Statehood and sovereignty: the difficult equilibrium between European Union and Member States in crisis management- Refugee crisis and Brexit, European Politeia - EPLO Publications, 2016 No. 1 [Link] & [ PDF ]
[1] Bλ. αντί πολλών Evangelos Venizelos, ‘State transformations and the European integration project’ (CEPS, 4 February 2016)
[2] Για το προσφυγικό ζήτημα βλ. ενδεικτικά από τις σχετικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών: ‘Is the humanitarian migration crisis different?’ (OECD, 7 Σεπτεμβρίου 2015) , ‘The Refugee Surge in Europe: Economic Challenges’ (IMF Staff Discussion Note, 20 Ιανουαρίου 2016). Επίσης, Stefan Lehne, ‘How the Refugee Crisis Will Reshape the EU’ (Carnegie Europe, 4 Φεβρουαρίου 2016), Christian Caryl, ‘If You Think Europe Has a Refugee Crisis, You `re Not Looking Hard Enough’ (Foreign Policy, 2 Φεβρουαρίου 2016). Elspeth Guild, Cathryn Costello, Madeline Garlick and Violeta Moreno-Lax, The 2015 Refugee Crisis in the European Union (CEPS POLICY BRIEF No. 332, September 2015).
[3] Βλ. την παρουσίαση της Rebecca Adler Nissen, Opting Out of the European Union: Diplomacy, Sovereignty and European Integration (CUP 2014).
[4] Βλ. τελείως ενδεικτικά Sir Stephen Wall, ‘Leaving the EU’ (2016) 22 European Public Law σελ. 57
Graham Gee, Luca Rubini και Martin Trybus ‘Leaving the EU? The Legal Impact of ‘Brexit’’ (2016) 22 European Public Law σελ. 51. Adam Lazowski, ‘EU Withdrawal: Good Business for British Business?’ (2016) 22 European Public Law σελ. 115. Roger Liddle ‘The risk of Brexit: Britain and Europe in 2015’ (Policy Network, 15 Ιανουαρίου 2015). John Springford and Philip Whyte ‘The consequences of Brexit for the city of London’ (Centre for European Reform, 8 Μαϊου 2014).
[5] Βλ.Neil MacCormick , παρακάτω υποσ. 8. σελ. 142.
[6] Honor Mahony, ‘Barroso says EU is an empire’ (EUobserver, 11 Ιουλίου 2007). Hartmut Behr and Yannis A Stivachtis, Revisiting the European Union as Empire (Routledge 2015). Joseph M. Colomer, The European Empire (CreateSpace Independent Publishing Platform 2016).
[7] Δ. Τσάτσος, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία (Καστανιώτης 2001) και πιο πρόσφατα, Peter Schiffauer, ‘Constitutional Aspects of European Economic Governance: Threat or opportunity for the European ‘sympoliteia’’ (DTIEV-Online, 2014) <https://www.fernuni-hagen.de/imperia/md/content/rewi/iev/dtiev-online2-2014.pdf>. Πρβλ. όμως Glyn Morgan, The Idea of a European Superstate: Public Justification and European Integration (Princeton University Press 2005) σελ. 43.
[8] Βλ. Neil MacCormick, ‘Questioning Sovereignty: Law, State and Nation in the European Commonwealth’ (OUP 1999) σελ.123. Ενδιαφέρουσα και η προσέγγιση του Jiří Přibáň, ‘Power in sovereignty and its self-legitimation: on the autopoietic semantics and contingency of popular sovereignty’ (2015) 11 International Journal of Law in Context σελ. 481.
[9] Για τη σχετική συζήτηση στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου βλ. Christine Chinkin, ‘The Security Council and statehood’ σε Christine Chinkin και Freya Baetens (επιμ.) Sovereignty, Statehood and State Responsibility: Essays in Honour of James Crawford (CUP 2015) σελ. 155. Peter Halden, Stability without Statehood: Lessons from Europe’s History before the Sovereign State (Palgrave Macmillan 2011) σελ.182. Alexander Orakhelashvili, ‘The dynamics of statehood in the practice of international and English courts’ σε Christine Chinkin και Freya Baetens (επιμ.) Sovereignty, Statehood and State Responsibility: Essays in Honour of James Crawford (CUP 2015) σελ.172.
[10] Από την πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. Janet McLean, ‘Searching for the State in British Legal Thought: Competing Conceptions of the Public Sphere’ (CUP 2012) σελ. 1-18. Ole Spierman ‘General legal characteristics of States: A view from the past of the Permanent Court of International Justice’ σε Christine Chinkin και Freya Baetens (επιμ.) ‘Sovereignty, Statehood and State Responsibility: Essays in Honour of James Crawford’ (CUP 2015) σελ.144.
[11] Βλ. το κλασικό δοκίμιο του Jürgen Habermas, ‘The European nation-state and the pressures of globalization’ 1999 (235) New Left Review σελ. 40. Επίσης Sylvia Walby, ‘The Myth of the Nation-State: Theorizing Society and Polities in a Global Era’ (2003) 37 Sociology August σελ. 529. Michael Burgess και Hans Vollard (επιμ.), ‘State Territoriality and European Integration (Europe and the Nation State)’ (Routledge 2011).
[12] Από τη σχετική βιβλιογραφία στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου βλ. αντί πολλών Guy S. Goodwin-Gill και Jane McAdam (επιμ.), ‘The Refugee in International Law’ (3η εκδ. OUP 2007) 190, σελ. 325, 537.
[13] Πρβλ. τις επιφυλάξεις της Mette Eilstrup-Sangiovanni ‘Europe’s Defence Dilemma’ (2014) 49 The International Spectator σελ. 83, για τις δυνατότητες της ΚΠΑΑ σε σχέση με το ΝΑΤΟ.
[14] Βλ. Pavlos Eleftheriadis, ‘The Proposed New Legal Settlement of the UK with the EU’ (UK Constitutional Law Association, 13 Φεβρουαρίου 2016) https://ukconstitutionallaw.org/2016/02/13/pavlos-eleftheriadis-the-proposed-new-legal-settlement-of-the-uk-with-the-eu/. Antony Aust, ‘Modern Treaty Law and Practice’ (2η εκδ. CUP 2011) σελ. 239, γενικότερα για το άρθρο 31 της Συνθήκης της Βιέννης περί Συνθηκών που αναφέρεται και σε παλαιότερα παραδείγματα από την ευρωπαϊκή πρακτική, όπως η μετάβαση από το ECU σε Ευρώ μέσω των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Μαδρίτης του 1995 που ερμήνευσε απλώς το ισχύον τότε πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε.
[15] David Feldman, ‘The European Court of Human Rights and the UK- Why Should Strasbourg Decide On Our Human Rights?’ (UK Constitutional Law Association, 7 Δεκεμβρίου 2012) https://ukconstitutionallaw.org/2012/12/07/david-feldman-the-european-court-of-human-rights-and-the-uk-why-should-strasbourg-decide-on-our-human-rights/ . Colm O’ Cinneide, ‘Human rights and the UK constitution’ (British Academy Policy Centre, Σεπτέμβριος 2012) http://www.britac.ac.uk/policy/human-rights.cfm