1 Φεβρουαρίου 2025
Συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» και στον δημοσιογράφο Φίλιππο Δεργιαδέ
Φ. Δεργιαδές: Κύριε πρόεδρε, γνωρίζουμε ότι παρακολουθείτε στενά τις εξελίξεις στη Θεσσαλονίκη. Η αλλαγή στη διοίκηση του κεντρικού δήμου, έφερε έναν «άλλο αέρα» στη διαχείριση των προβλημάτων, μικρών και μεγάλων, και δημιούργησε ελπίδες. Ωστόσο βλέπουμε ότι ακόμα η πόλη απέχει από το ευκταίο και επιθυμητό. Τι φταίει και ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν;
Ευ. Βενιζέλος: Η νέα δημοτική αρχή υπό τον Στέλιο Αγγελούδη έχει κερδίσει τις εντυπώσεις στο δύσκολο γήπεδο της καθημερινής λειτουργίας της πόλης. Οι Θεσσαλονικείς, που δικαίως είναι αυστηροί και δύσπιστοι, θεωρούν ότι υπάρχει ένα momentum. Ότι τώρα γίνονται πράγματα, απλά και πρακτικά, που μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή τους. Όμως οι υστερήσεις της Θεσσαλονίκης είναι συσσωρευμένες και «στρατηγικές». Αυτό προφανώς υπερβαίνει τις αρμοδιότητες και τις δυνατότητες του Δήμου Θεσσαλονίκης και γενικότερα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το ζήτημα «Θεσσαλονίκη» αφορά την πολιτική της εκπροσώπηση, τον επιχειρηματικό κόσμο της, την κοινωνία των πολιτών, τα πανεπιστήμια και τους ερευνητικούς φορείς, τους δημιουργικούς ανθρώπους που διαθέτει σε όλα τα πεδία. Αλλά και αυτό δεν αρκεί. Το ζήτημα «Θεσσαλονίκη» είναι κεντρικό πολιτικό ζήτημα που πρέπει να συνιστά σταθερή προτεραιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης και προσωπικά του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Φ. Δεργιαδές: Βλέπουμε ότι μεγάλα έργα, κρίσιμα και σημαντικά, όπως το Μετρό, που με τη λειτουργία του αλλάζει θετικά την πόλη, και η επέκταση του κυρίως προς τα Δυτικά, η αναβάθμιση του ΟΛΘ, οι βασικές υποδομές στην Υγεία και στην Παιδεία κ.α. προωθούνται μέσα από πολλές δυσχέρειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και το μέλλον της ΔΕΘ που χρόνια τώρα εκκρεμεί μεταξύ ανάπλασης και μετεγκατάστασης, θέμα για το οποίο κάποιοι ζητούν δημοψήφισμα. Τι πρέπει να γίνει ώστε όλα αυτά να προχωρήσουν πιο γρήγορα;
Ευ. Βενιζέλος: Η έναρξη λειτουργίας της πρώτης γραμμής του μετρό, έστω μετά από πολλά χρόνια και μέσα από πολλές αντιξοότητες, είναι ένα μεγάλο γεγονός για τη Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν όμως όλα αυτά τα ανοικτά μέτωπα που αναφέρετε και τα οποία πρέπει να αποκτήσουν ένα ενιαίο πλαίσιο αναφοράς. Ένα οργανωτικό σχήμα αντίστοιχο αυτού της προετοιμασίας της χώρας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που είναι η καλύτερη, δηλαδή η πιο αποτελεσματική οργανωτική στιγμή της χώρας. Όλα τα επιμέρους έργα πρέπει να αποτελέσουν κεφάλαια του πρότζεκτ «Θεσσαλονίκη 2030». Η επιτάχυνση αυτού του ενιαίου σχεδίου απαιτεί μια «ομάδα διοίκησης έργου» που να παρακολουθεί σε εβδομαδιαία βάση την πρόοδο, να ελέγχει με πειθαρχία τα χρονοδιαγράμματα, να επιλύει τα νομοθετικά και δικαστικά προβλήματα, να προωθεί τις διοικητικές διαδικασίες, να επιλύει προβλήματα σχέσεων με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να υπερβαίνει τα προβλήματα χρηματοδότησης με τους αναγκαίους χρηματοοικονομικούς χειρισμούς, να εποπτεύει όλες τις επιμέρους αναθέτουσες αρχές και διευθύνουσας υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για δημόσια έργα, συμβάσεις παραχώρησης κ.ο.κ. Όλα τα εμπλεκόμενα υπουργεία, όλοι οι κρίσιμοι δημόσιοι φορείς, η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να κάθονται διαρκώς στο ίδιο τραπέζι, από την άλλη πλευρά του όποιου πρέπει να βρίσκονται όλοι οι κρίσιμοι ιδιωτικοί φορείς.
Φ. Δεργιαδές: Εντός του 2025 θα ξεκινήσει μία ακόμη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης. Ήδη η κυβέρνηση έχει θέσει ένα γενικό πλαίσιο κατευθύνσεων, που αφορούν κυρίως την Παιδεία και το Περιβάλλον. Ως συνταγματολόγος αλλά και έμπειρος πολιτικός που γνωρίζει τις ανάγκες της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, ποιες αλλαγές πρέπει να προωθηθούν ώστε η αναθεώρηση να καταστήσει το Σύνταγμα της χώρας πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό στην περίοδο που διανύουμε;
Ευ. Βενιζέλος: Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό. Ακόμη και η καλύτερη, η πιο συναινετική, ριζοσπαστική και διορατική αναθεώρηση, δεν μπορεί να θεραπεύσει άμεσα τις ασυμμετρίες του πολιτικού συστήματος, τις αδράνειες του λεγόμενου παραγωγικού μοντέλου, τις δυσλειτουργίες της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, να αλλάξει νοοτροπίες και στερεότυπα. Προφανώς και στο επίπεδο του εθνικού συντάγματος πρέπει να προστεθούν προβλέψεις σχετικές με την κλιματική κρίση και την τεχνητή νοημοσύνη ή να αρθούν εμπόδια εναρμόνισης με τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές. Τα μεγάλα όμως προβλήματα δεν λύνονται στο επίπεδο του εθνικού συντάγματος αλλά στο επίπεδο του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Άλλωστε η αναθεώρηση του εθνικού συντάγματος ελέγχεται δικαστικά σε διεθνές επίπεδο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Σύνταγμά μας, ιδίως ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου είναι πλέον αυτό που ονομάζω «επαυξημένο Σύνταγμα». Ένα Σύνταγμα που μέσα από την ερμηνεία του σε αρμονία με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με το Δίκαιο της ΕΕ προσφέρει κάθε φορά τη μέγιστη δυνατή προστασία στα θεμελιώδη δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Θα διαμορφωθεί συνεπώς ένας κατάλογος αναθεωρητέων διατάξεων αλλά αυτό πρέπει να γίνει χωρίς μαξιμαλισμούς και ψευδαισθήσεις. Δίνω ένα παράδειγμα, τα μη κρατικά πανεπιστήμια μπορεί να προβλεφθούν ρητά σε μια μελλοντική αναθεώρηση του άρθρου 16, όμως στο μεταξύ, πολύ νωρίτερα, τον ερχόμενο Απρίλιο, η Ολομέλεια του ΣτΕ θα κρίνει τη συνταγματικότητα του πρόσφατου νόμου για τα μη κρατικά ΑΕΙ και θα απαντήσει στο πρόβλημα της εναρμόνισης μεταξύ εθνικού συντάγματος και δικαίου της ΕΕ.
Φ. Δεργιαδές: Είναι θετικό συνταγματικά, ότι η αναθεώρηση εναπόκειται στις αποφάσεις μίας κυβέρνησης και όχι σε ευρύτερες πλειοψηφίες;
Ευ. Βενιζέλος: Ευτυχώς κατά το άρθρο 110 η αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να συντελεστεί μόνο συναινετικά με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 180 βουλευτών.
Φ. Δεργιαδές: Στο πεδίο της πολιτικής, ο λαϊκισμός, σε όλες του τις εκδοχές, αλλά και η παλαιοκομματική νοοτροπία, βλέπουμε ότι ως φαινόμενα δεν υποχωρούν. Κάποιοι ήδη κάνουν λόγο για καθεστώτα «μεταδημοκρατίας». Γιατί όμως οι κοινωνίες και οι πολίτες, και στον δυτικό κόσμο, υποκύπτουν στη γοητεία του «λαϊκισμού», και δη του ακροδεξιού, και μάλιστα στηρίζουν σχήματα και πολιτικούς που τον υπηρετούν;
Ευ. Βενιζέλος: Ο λαϊκισμός ως σύνθεση δημαγωγίας, ανεύθυνων υποσχέσεων και εκμετάλλευσης της αγωνίας ή της δυσαρέσκειας ανθρώπων που νιώθουν αδικημένοι ή αποκλεισμένοι, είναι το κοινό υπόβαθρο της ανόδου της ακροδεξιάς και των αντισυστημικών δυνάμεων που επικαλούνται την αριστερή παράδοση. Αυτό είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιων διαστάσεων που τώρα πλέον εξελίσσεται στην καρδιά της ηγετικής δύναμης της Δύσης, στις ΗΠΑ. «Μεταδημοκρατία» τείνει να είναι η φοβική δημοκρατία που φοβάται τα αποτελέσματα των εκλογών και τους ηγέτες που εκλέγονται από το εκλογικό σώμα. Τείνει να είναι μια δημοκρατία που υπνοβατεί και εξοπλίζει τους αντιπάλους της με τα θεσμικά μέσα που χρειάζονται για να την υπονομεύσουν. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να εφαρμόσει αποτελεσματικές και πειστικές πολιτικές που μειώνουν τις ανισότητες, προσφέρουν αξιοπρεπή απασχόληση και αμοιβή, δίνουν απάντηση στα μεγάλα ταυτοτικά ζητήματα και στο διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας μέσα σε μια κοινωνία της βίας και της διακινδύνευσης.
Φ. Δεργιαδές: Στην Ελλάδα όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μία ρευστότητα και διάχυση του πολιτικού σκηνικού, με τα μεγάλα κόμματα να μη δείχνουν ικανά να πετύχουν την πολυπόθητη αυτοδυναμία, γεγονός που, σύμφωνα με πολιτικές εκτιμήσεις, βλάπτει την πολιτική σταθερότητα. Η συνεργασία των κομμάτων μπορεί να είναι η λύση; Ήδη βλέπουμε ότι αναπτύσσεται ο σχετικός διάλογος ….
Ευ. Βενιζέλος: Τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρξαν και κυβερνήσεις συνεργασίας με σταθερή και άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που χειρίστηκαν δύσκολες περιστάσεις και έλαβαν δυσάρεστα μέτρα με πολιτικό κόστος. Σε τελική ανάλυση το εκλογικό σώμα κάνει την επιλογή μεταξύ μιας μονοκομματικής ή μιας συνεργατικής πλειοψηφίας. Άλλωστε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει μια κυβέρνηση είναι το προκαταρκτικό ζητούμενο. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν αρκεί να είναι σταθερή, πρέπει να θέτει και να υπηρετεί αποτελεσματικά ουσιώδεις και θεμελιώδεις στόχους που βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών και προστατεύουν τη σχέση τους με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.






 
    







