21 Οκτωβρίου 2025
Ο ρόλος και οι ευθύνες των νομικών στη δημόσια σφαίρα – Μια συζήτηση με τον Ευάγγελο Βενιζέλο
Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης συζητά με τους Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη και Γιώργο Γούλα για μια σειρά θεμάτων, με επίκεντρο τη σχέση πολιτικής και δικαίου.
«Η δημοκρατία και η κοινωνία μας δεν λειτουργούν σε θεσμικό κενό. Κάθε ζήτημα που ανακύπτει, από τα πολιτικά μέχρι τα κοινωνικά και οικονομικά, είναι αναπόφευκτα νομικό ζήτημα. «Αυτό συμβαίνει επειδή ζούμε, ευτυχώς, σε ένα πλαίσιο φιλελεύθερης και συνταγματικής δημοκρατίας, αντιπροσωπευτικής, που ταυτόχρονα λειτουργεί ως κράτος δικαίου», σημειώνει με έμφαση στο NB Daily ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Ομότιμος Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ και πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Ο ίδιος εξηγεί τη σπουδαιότητα του πλαισίου: «Και ευτυχώς είναι έτσι, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε κράτος δικαίου, ούτε αρχή συνταγματικότητας, ούτε καν η αξίωση για νομιμότητα».
Ωστόσο, η εξοικείωση των πολιτών με αυτά τα σύνθετα νομικά ζητήματα είναι προφανώς δύσκολη, ιδίως σε μια εποχή που κυριαρχεί η «υπερνομικοποίηση των δημοσίων θεμάτων». Ζούμε σε πολλαπλά νομικά περιβάλλοντα που, αντί να ξεκαθαρίζουν, επιτείνουν την «κρίση του νόμου», καθώς οι συγκυριακές επιλογές του νομοθέτη συχνά δεν «συνομιλούν με την Ιστορία» και εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, καθιστώντας τον νόμο ασταθή και ευμετάβλητο. Μέσα σε αυτή την αναταραχή, αυτό που παραμένει θεμελιώδες για την κοινωνία μας είναι η ανάγκη για μια ανθεκτική δικαστική εξουσία, ικανή να υπερασπιστεί τον αδύναμο, τον διαφορετικό, τον κοινωνικά καταδικασμένο. Ο Βενιζέλος αναδεικνύει τον δικαστή ως κεντρική φιγούρα, ο οποίος καλείται να προστατεύσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ακόμη και όταν οι κοινωνικές πιέσεις οδηγούν σε εξισώσεις με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. «Αυτό απαιτεί πολύ μεγαλύτερο θάρρος. Γιατί ο δικαστής, εξ ορισμού, είναι φιλελεύθερος, ενώ ο νομοθέτης είναι εξ ορισμού δημοκρατικός», όπως υπογραμμίζει, διαφοροποιώντας σαφώς τους ρόλους.
Στη συζήτηση, το έντονο κλίμα δυσπιστίας των πολιτών προς τους θεσμούς δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο ίδιος φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόσφατη εμπειρία των Τεμπών, η οποία εκθέτει, όπως αναφέρει, τόσο την κυβέρνηση όσο και τη Δικαιοσύνη, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη μειωμένη εμπιστοσύνη των πολιτών.
Για να αντιστραφεί αυτή η εικόνα, ο Τύπος, η ακαδημαϊκή κοινότητα και τα πρόσωπα που γνωρίζουν τα θέματα οφείλουν να τα αναδείξουν. Ο κίνδυνος, σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, είναι η βαθιά κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας: «Κρίση θεσμική, κρίση πολιτική, κρίση νομική και συνταγματική, αλλά ταυτόχρονα κρίση κοινωνική και οικονομική», το κατώφλι της οποίας φαίνεται πως ήδη έχουμε διαβεί.»
– Σχεδόν κάθε ζήτημα του δημόσιου βίου, από τη νομοθέτηση έως την εφαρμογή των κανόνων από την δικαιοσύνη και την διοίκηση, καταλήγει αργά ή γρήγορα στη νομική του διάσταση. Είναι κρίσιμο οι πολίτες να κατανοούν αυτό το πλαίσιο, οι νομικοί να μπορούν να το εξηγούν με σαφήνεια και όσοι δεν έχουν νομική παιδεία να το σέβονται. Υπάρχει όμως πραγματική κατανόηση του νομικού υπόβαθρου των δημόσιων ζητημάτων ή παραμένει ζητούμενο;
Ευ. Β. : Υπάρχει, δυστυχώς, πολύ μικρή αίσθηση αυτής της πραγματικότητας. Για να το αντιληφθεί κανείς αυτό, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τι σημαίνει κράτος δικαίου. Καταρχάς, όλα τα μεγάλα ζητήματα – πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά – όσα αφορούν τη λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών, της αγοράς και της δημοκρατίας, είναι αναπόφευκτα και νομικά ζητήματα. Αυτό συμβαίνει επειδή ζούμε, ευτυχώς, σε ένα πλαίσιο φιλελεύθερης και συνταγματικής δημοκρατίας, αντιπροσωπευτικής, που ταυτόχρονα λειτουργεί ως κράτος δικαίου.
Το Σύνταγμα δεν είναι μόνο το σχήμα της νομικής οργάνωσης του κράτους. Είναι το θεμέλιο και το επιστέγασμα ολόκληρης της έννομης τάξης. Ό,τι συμβαίνει εντός αυτού του πεδίου διέπεται από νομικούς κανόνες. Όλα, λοιπόν, είναι και νομικά ζητήματα. Και ευτυχώς είναι έτσι, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε κράτος δικαίου, ούτε αρχή συνταγματικότητας, ούτε καν η αξίωση για νομιμότητα.
– Πώς όμως θα συνειδητοποιήσει ο πολίτης/ο μέσος άνθρωπος, αυτό: το ότι σήμερα όλα σχεδόν τα ζητήματα καταλήγουν να έχουν νομική διάσταση;
Ευ. Β. : Ζούμε πλέον σε ένα κράτος που δεν είναι πια το κλασικό, βεστφαλιανό έθνος-κράτος. Είναι ένα κράτος μέλος, με κυριαρχία μειωμένη και διαμοιρασμένη. Το γεγονός ότι ανήκουμε στον ΟΗΕ και στη διεθνή κοινότητα ήδη μας καθιστά κράτος-μέλος. Πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό κράτος ενταγμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και σε άλλους υπερεθνικούς οργανισμούς.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε ζήτημα δεν εξετάζεται πια σε ένα μόνο επίπεδο. Όλα όσα συζητούμε – πολιτική, κοινωνία, οικονομία – περνούν μέσα από τρεις διαφορετικές έννομες τάξεις: την εθνική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή. Υπάρχει το Σύνταγμα, υπάρχει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει το διεθνές δίκαιο, πρωτίστως το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έτσι προκύπτει η υπερνομικοποίηση των δημοσίων θεμάτων. Όχι επειδή το επιβάλλουν οι νομικοί, αλλά επειδή η πραγματικότητα μας τοποθετεί σε πολλαπλά νομικά περιβάλλοντα. Ζούμε στην Ευρώπη ταυτόχρονα μέσα σε τρεις διαφορετικούς κόσμους δικαίου και αυτό μεταβάλλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε κάθε δημόσια υπόθεση.
– Όμως… το κατανοούμε;
Ευ. Β. : Υπάρχει και κάτι ακόμη, θεμελιώδες, που συχνά δεν το κατανοούμε. Η νομοθετική διαδικασία είναι κατεξοχήν πολιτική διαδικασία. Δεν πρόκειται απλώς για πολιτικά ζητήματα που γίνονται νομικά. Από τη φύση της, η νομοθέτηση είναι πολιτική πράξη, γιατί ο νομοθέτης είναι πάντα ένα πολιτικό όργανο. Είτε πρόκειται για το εθνικό κοινοβούλιο, είτε για το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε για κράτη που συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις, είτε για διεθνείς οργανισμούς.
Έτσι, όλη η διαδικασία παραγωγής του νόμου είναι πολιτική. Το δίκαιο, εξ ορισμού - και λόγω της δημοκρατίας, αλλά και λόγω της «δημοκρατικής οργάνωσης της διεθνούς έννομης τάξης» - είναι πολιτικό προϊόν.
– Έχοντας κινηθεί με τη γνώση του νομικού, με τη διαδρομή του πολιτικού και με την εμπειρία του ευρωπαϊκού και διεθνούς πεδίου, υπάρχει σήμερα αυτή η συνειδητοποίηση ή στον νομοθέτη;
Ευ. Β. : Ο νομοθέτης, βεβαίως, έχει επίγνωση ότι, ως πολιτικό όργανο και με πολιτικά κριτήρια, θεσπίζει το δίκαιο για να υπηρετήσει τις πολιτικές του, για να υπηρετήσει δημόσιους σκοπούς ή το γενικό συμφέρον, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται. Αυτή είναι άλλωστε η θεμελιώδης αντίληψη περί νόμου, η volonté générale. Ο νόμος αξιώνει να αποτελεί την έκφραση της volonté générale, η οποία δεν είναι το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων, αλλά αποτέλεσμα μιας θεσμικά οργανωμένης διαδικασίας.
Ωστόσο, ο νόμος αυτό το χάνει ενίοτε. Όπως συμβαίνει γενικότερα με τη δημοκρατία, ο νομοθέτης είναι περιοδικά εκλεγόμενος. Άρα είναι συγκυριακός. Ο ορίζοντάς του είναι η διάρκεια της θητείας του, ενώ του ζητείται να θεσπίζει κανόνες μεγαλύτερης αντοχής· κανόνες συνταγματικούς, ενωσιακούς, διεθνείς. Του ζητείται, μάλιστα, να νομοθετεί για τον μακρύ ιστορικό χρόνο ή έστω για έναν μεσαίας διάρκειας χρόνο.
Υπάρχουν όμως και κοινοί νόμοι που διεκδικούν μακροχρόνια ισχύ, γιατί πάνω σε αυτούς πρέπει εν συνεχεία να παγιωθούν έννομες σχέσεις, πρακτικές, συνήθειες, διευθετήσεις συμφερόντων. Γι’ αυτό η αλλαγή θεμελιωδών ρυθμίσεων του Αστικού Κώδικα ή του Εμπορικού Κώδικα είναι εξαιρετικά δύσκολη και πρέπει να είναι δύσκολη. Υπάρχουν παγιωμένες έννομες σχέσεις, συμφέροντα και πρακτικές που δεν μπορείς να αναταράξεις χωρίς συνέπειες. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η συζήτηση για την αναμόρφωση του βιβλίου του Κληρονομικού Δικαίου στον Αστικό Κώδικα προκαλεί μεγαλύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον από μια συζήτηση για συνταγματική αναθεώρηση.
Εδώ, ο νομοθέτης παράγει, μέσα από πολιτικές διαδικασίες, το νομοθετικό έργο και ο δικαστής το ερμηνεύει, ασκώντας και ο ίδιος μια πολύ σημαντική εξουσία. Γιατί και ο δικαστής, μέσω της ερμηνείας, διαπλάθει τον νόμο. Όλα, επομένως, έχουν πολιτική διάσταση. Στην ουσία, πρόκειται για μια συνεχή κατανομή αρμοδιοτήτων. Αυτό είναι, τελικώς, το δίκαιο. Είναι μια αδιάκοπη αλληλουχία κανόνων αρμοδιότητας. Παίρνουμε, για παράδειγμα, μια αόριστη έννοια όπως τα χρηστά ήθη. Αν δεν την ορίσει ο νομοθέτης, θα την ορίσει ο δικαστής. Τι είναι λοιπόν η αόριστη έννοια; Είναι ένας κανόνας κατανομής αρμοδιότητας, ένας κανόνας που μεταφέρει την ευθύνη ερμηνείας στον δικαστή. Το δίκαιο είναι γεμάτο από τέτοιους κανόνες κατανομής αρμοδιοτήτων.
– Συχνά ακούγεται ότι ζούμε σε μια εποχή κρίσης του νόμου. Εσείς πώς το βλέπετε;
Ευ. Β. : Ο νόμος δεν πείθει πια, γιατί είναι συγκυριακός, ευμετάβλητος και εκτεθειμένος σε συνεχή κριτική. Έτσι αρχίζει η αναγωγή στο Σύνταγμα και, παράλληλα, στους άλλους κανόνες ανώτερης τυπικής ισχύος. Γιατί; Διότι δεν μπορείς πάντα να λύσεις το ζήτημα στο επίπεδο του κοινού νόμου. Αυτή είναι η κρίση του νόμου.
Από αυτή την κρίση προκύπτει μια υπερβολική, θα λέγαμε, προσφυγή στο Σύνταγμα και σε αντίστοιχους υπερέχοντες κανόνες δικαίου. Κάτι που, για παράδειγμα, στην Αμερικανική παράδοση αντιμετωπιζόταν πάντα με επιφυλακτικότητα. Εκεί κυριαρχούσε η λογική της constitutional avoidance, η αποφυγή του Συντάγματος, εφόσον μπορούσε το ζήτημα να λυθεί στο επίπεδο του νόμου.
– Επιδεινώνεται η κρίση αυτή επειδή ο εκάστοτε νόμος είναι ατελής;
Ευ. Β. : Αυτό συμβαίνει επειδή ο νόμος δεν τοποθετείται ορθά και πλήρως μέσα στην ενότητα της έννομης τάξης. Από τη στιγμή που έχει αναγνωριστεί ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς και της συμβατότητάς τους με το διεθνές δίκαιο και με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δικαστής καλείται να επιλέξει τον εφαρμοστέο κανόνα και άρα να συγκροτήσει τη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού. Είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία, γιατί δεν συγκροτείται αυτονοήτως. Δεν επιλέγεις απλώς διάταξη· αλλάζεις τη διάταξη που καλείται να καταλάβει τη μείζονα σκέψη, και αυτό δημιουργεί μια πολύ μεγάλη αβεβαιότητα.
Από την άλλη πλευρά, ο δικαστής, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας, επειδή αυτός ο έλεγχος έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά, εισχωρεί στην αιτιολογία του νόμου. Δεν ελέγχει τη ρύθμιση καθαυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά ελέγχει τα παραγωγικά αίτια της βούλησης του νομοθέτη. Σε τελευταία ανάλυση, ο δικαστής πρέπει να αποδεχθεί ότι η ρύθμιση έχει λογική, έχει πληρότητα, έχει ενότητα και σέβεται την αρχή της αναλογικότητας.
– Το γνωρίζει όμως αυτό ο δικαστής;
Ευ. Β. : Ο δικαστής γνωρίζει πολύ καλά ότι κινείται μέσα σε ένα πλαίσιο επικοινωνίας με την κοινωνία. Και παρακολουθεί τις συνέπειες των αποφάσεών του. Γνωρίζει επίσης πώς διαμορφώνεται το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Για να αντισταθεί σε αυτό, χρειάζεται να διαθέτει μεγάλη δικαστική αυτοσυνειδησία.
– Παγίως επανερχόμενο ερώτημα: η σχέση του αυτή με το κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι καλή ή κακή;
Ευ. Β. : Είναι ασφαλώς καλό να υπάρχει επαφή με το κοινό αίσθημα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καθένας θέλει να βρει το δίκιο του. Η αντίθεση στο κοινό αίσθημα στο όνομα του κράτους δικαίου συνεπάγεται μια ανάληψη κόστους που δεν την κάνουν ούτε οι πολιτικοί, ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε τα κόμματα. Κανείς! Όταν ο πολιτικός κινείται με βάση το κοινό αίσθημα, τι κάνει; Δεν ηγείται, ακολουθεί. Μπορεί να εμφανίζεται ως μεγάλος ηγέτης, αλλά στην πραγματικότητα ακολουθεί τους οπαδούς του. Είναι δημαγωγός, λαϊκιστής, ανιστόρητος, υποκριτής της συγκυρίας, και έτσι χάνει την Ιστορία. Η δημοκρατία έχει μια εγγενή ροπή προς τον λαϊκισμό.
Ο δικαστής, όμως, έχει άλλη αποστολή. Πρέπει να προστατεύσει τον έναν· τον μοναχικό, τον διαφορετικό, τον μειονοτικό, τον αποκλίνοντα, τον αδικημένο, τον κατηγορούμενο, τον αντιπαθή, τον κοινωνικά καταδικασμένο, τον στιγματισμένο. Αυτό απαιτεί πολύ μεγαλύτερο θάρρος. Γιατί ο δικαστής, εξ ορισμού, είναι φιλελεύθερος, ενώ ο νομοθέτης είναι εξ ορισμού δημοκρατικός.
– Γιατί τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται μια τόσο έντονη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς;
Ευ. Β. : Έχει χαθεί η ευκρίνεια των αξιών που υπηρετεί ο καθένας. Έτσι γίνεται ευκολότερο να θολώνει το πεδίο. Στην πρόσφατη εμπειρία, βλέπουμε τους γονείς των θυμάτων των Τεμπών να ζητούν εκταφή για τοξικολογικές εξετάσεις. Η κυβέρνηση λέει ότι πρέπει να σεβαστούμε τη Δικαιοσύνη και να πάμε σε δίκη. Η ηγεσία της Δικαιοσύνης, δικονομικά αναρμοδίως, απαντά ότι πρέπει να πάμε στη δίκη και προσθέτει πως, αν θέλουν, μπορούν εκεί να υποβάλουν τα αιτήματά τους, λες και αυτό δεν θα προκαλέσει καθυστέρηση.
Το αρμόδιο όργανο, η πρόεδρος Εφετών Λαρίσης, ορθώς σιωπά αλλά απορρίπτει το αίτημα. Στη συνέχεια εμφανίζεται ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λαρίσης και δηλώνει ότι βρήκε λύση, επιτρέποντας την εκταφή για λόγους ταυτοποίησης επειδή ανέσυρε από το αρχείο μια μήνυση κατά των ιατροδικαστών. Οι συγγενείς των θυμάτων απαντούν πως αυτό δεν αρκεί, ζητούν τοξικολογικές εξετάσεις. Η απάντηση είναι ότι δεν μπορούν να διαταχθούν. Κι όμως, αμέσως μετά διατάσσονται τοξικολογικές για μια παράπλευρη υπόθεση, όπου οι ιατροδικαστές καθίστανται ξανά, έστω οιονεί, κατηγορούμενοι, δηλαδή οι συνάδελφοι εκείνων που θα ενεργήσουν ως πραγματογνώμονες.
Έτσι η Δικαιοσύνη δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθεί τις εναλλαγές, τις αμφιθυμίες και τις αντιφάσεις της Κυβέρνησης. Και η Κυβέρνηση, την ίδια στιγμή, δηλώνει ότι πρέπει να σεβαστούμε τη Δικαιοσύνη, ενώ η πλειοψηφία της Βουλής είναι εκείνη που καθόρισε το δικονομικό πεδίο του ποινικού ελέγχου του αρμόδιου υπουργού. Δεν το καθόρισε ανεξάρτητος εισαγγελικός λειτουργός, αλλά η Βουλή, στο πλαίσιο του άρθρου 86. Άρα η Βουλή και η Κυβέρνηση δεν είναι εκτός Δικαιοσύνης. Τυπικά, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ασκεί στο πλαίσιο του άρθρου 86 Σ. δικαστική λειτουργία. Και ο πολίτης δεν είναι ότι δεν το καταλαβαίνει. Το καταλαβαίνει πολύ καλά! Και αναρωτιέμαι: αυτό ενισχύει την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης και, συνολικά, των θεσμών;
– Αλήθεια έχει ευθύνη ο Τύπος σε όλα αυτά;
Ευ. Β. : Ασφαλώς. Ο Τύπος καλείται να εξηγήσει ζητήματα εξαιρετικά πολύπλοκα, τα οποία συχνά δεν είναι εύκολο να τα αντιληφθεί στο πλήρες βάθος τους, διότι ακόμη δεν τα έχει κατανοήσει πλήρως ούτε η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα. Έτσι ο Τύπος αποτυπώνει μια κατάσταση, αλλά δεν μπορεί να προχωρήσει στην ουσιαστική της ανάλυση. Και ποιος μπορεί να την κάνει αυτή την ανάλυση; Δεν μπορούν να την κάνουν τα κόμματα. Δεν θα ήθελε να την κάνει η Κυβέρνηση. Δεν μπορεί να την κάνει η κοινωνία των πολιτών, γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος της.
– Γιατί όχι η ακαδημαϊκή κοινότητα;
Ευ. Β. : Η ακαδημαϊκή κοινότητα πολύ συχνά το κάνει. Αλλά προφανώς δεν έχει ως κύρια αποστολή να εξηγεί τα πάντα στο ευρύ κοινό. Αν το κάνει αυτό, δεν θα της μείνει χρόνος για τη βασική της έρευνα.
– Μέσα σε αυτήν λοιπόν τη συνθήκη, πού οδηγούμαστε;
Ευ. Β. : Το αποτέλεσμα είναι μια βαθιά κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κρίση θεσμική, κρίση πολιτική, κρίση νομική και συνταγματική, αλλά ταυτόχρονα κρίση κοινωνική και οικονομική. Κι αυτή η κρίση αφορά πρωτίστως εμάς, τους ολίγους τους πολίτες της Δύσης, που εξακολουθούμε να ταυτιζόμαστε με το πρόταγμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Διότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, είμαστε δραματική μειονότητα, λιγότερο από το ένα δέκατο της ανθρωπότητας.
Είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν δυτικοκεντρικό τρόπο θέασης, μέσα σε μια Δύση η οποία δεν συγκροτείται πλέον ως συνεκτικό μέτωπο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά από την Ευρώπη και η ίδια η Ευρώπη είναι ένα μωσαϊκό διαφορετικών αντιλήψεων. Δεν διαθέτουμε ιθύνουσα αρχή, δεν διαθέτουμε Ευρωπαϊκό κέντρο βάρους. Και έτσι η κρίση καθίσταται πολλαπλή: θεσμική, αξιακή, πολιτική, κοινωνική λόγω αποκλεισμών, ανισοτήτων και ασυμμετριών, και κρίση ασφάλειας, κρίση καθαρά γεωπολιτική.-














