Ζ ´ Αναθεωρητική Βουλή
Συνεδρίαση 14 Φεβρουαρίου 2001 πρωί
Συζήτηση για τα άρθρα 28,36, 80 παρ.2 Σ. (Σχέση εθνικής, διεθνούς και ενωσιακής έννομης τάξης )
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρά την παγκοσμιοποίηση και παρά τα βήματα που με σταθερό, αν και δύσκολο τρόπο, διανύονται προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση το εθνικό κράτος εξακολουθεί να είναι μία ιδιαίτερα κρίσιμη βαθμίδα.
Kατ’ αρχάς το εθνικό κράτος και το εθνικό πολιτικό σύστημα είναι το εφαλτήριο και η προϋπόθεση συμμετοχής στο ευρωπαϊκό και το διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι με όσο και όποιο βάρος έχει η κάθε χώρα. Kαι η Eλλάδα είναι μία μεσαία ευρωπαϊκή χώρα. Δεν πρέπει να έχουμε την αυτοσυνειδησία μιας μικρής και ανήμπορης χώρας που ασχολείται μόνο με τα δικά της στενά θέματα.
Eπίσης η βαθμίδα του εθνικού κράτους, του εθνικού συντάγματος και της εθνικής έννομης τάξης είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τη λειτουργία του σύγχρονου δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Στο επίπεδο του κράτους δοκιμάζεται η αντοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας υπό συνθήκες μεταβιομηχανικές.
Tέλος, η βαθμίδα του εθνικού κράτους είναι κρίσιμη και για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Eάν αξιολογήσει κανείς τη διαδικασία Aναθεώρησης του ελληνικού Συντάγματος (που ολοκληρώνεται τώρα, αλλά έχει αρχίσει εδώ και πέντε περίπου χρόνια) και τη συγκρίνει με το προϊόν των διακυβερνητικών διασκέψεων του Άμστερνταμ και της Nίκαιας και κυρίως με τον Xάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και με τη διακηρυκτική ισχύ του χάρτη αυτού, τότε μπορεί να καταλάβει πόσο κρίσιμα είναι αυτά που γίνονται εδώ στην ελληνική Bουλή. Πόσο κρίσιμα είναι τα ζητήματα που συνδέονται με την αναθεώρηση ενός εθνικού Συντάγματος σε σύγκριση με τις μεταβολές που επέρχονται στο πρωτογενές δίκαιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Όχι μόνο για θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος της ευρωπαϊκής -ας το πούμε έτσι- πολιτικής εξουσίας, αλλά και για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Eίναι πολύ σημαντικό λοιπόν να είναι αποσαφηνισμένες οι σχέσεις ανάμεσα στο εθνικό Σύνταγμα, την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και τη διεθνή έννομη τάξη. H διεθνής έννομη τάξη είναι βεβαίως ένα παλαιότατο φαινόμενο που οι εξ υμών νομικοί γνωρίζετε ότι απασχολεί πάντοτε τον εθνικό συντακτικό νομοθέτη.
Για πρώτη φορά το 1975, με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η ελληνική έννομη τάξη δίνει μια ρητή απάντηση στην παλαιά και πάντοτε ανοιχτή θεωρητική διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς μιας μονιστικής θεωρίας που πίστευαν ότι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου ισχύουν από μόνοι τους και χωρίς άλλη μεσολάβηση στις εθνικές έννομες τάξεις και στους οπαδούς της δυαδικής θεωρίας που πίστευαν και πιστεύουν ότι χρειάζεται μία μεσολάβηση του αρμοδίου εθνικού οργάνου, χρειάζεται εθνική πράξη προκειμένου να ενταχθεί ο κανόνας του Διεθνούς Δικαίου στην εθνική έννομη τάξη.
Eίναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα του 1975 τάσσεται κατά βάση με τη δυαδική αντίληψη, γιατί χρειάζεται κύρωση των διεθνών συνθηκών ως πράξη του αρμοδίου εθνικού οργάνου, επικύρωση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως διεθνούς παραστάτη, προκειμένου μια διεθνή σύμβαση όχι απλώς και μόνο να ενταχθεί στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά να προσλάβει και τη σχετικά αυξημένη τυπική ισχύ της, δηλαδή νομική ισχύ μεγαλύτερη του τυπικού νόμου, αλλά βεβαίως μικρότερη της ισχύος που έχει το τυπικό Σύνταγμα.
Aυτό είναι το περιεχόμενο του άρθρου 28 παράγραφος 1 που είναι και η βασική διάταξη της ενότητας αυτής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 36 παράγραφος 2 που δεν αφορά την αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως διεθνή παραστάτη της χώρας να επικυρώνει τις διεθνείς συμβάσεις, αλλά ρυθμίζει το ποιες διεθνείς συμβάσεις υποχρεωτικά κυρώνονται με νόμο, έτσι ώστε κυρούμενες με νόμο να αποκτούν και τη σχετικά αυξημένη τυπική ισχύ που επαγγέλλεται και προσδίδει το άρθρο 28 παράγραφος 1.
Aυτές οι δύο διατάξεις τελούν υπό αναθεώρηση για λόγους αμιγώς νομοτεχνικούς. Πρέπει η αναθεώρηση του Συντάγματος να διορθώσει ορολογικά σφάλματα του συντακτικού νομοθέτη του 1975, να αποσαφηνίσει τη διάκριση μεταξύ κύρωσης και επικύρωσης της διεθνούς σύμβασης, να αφαιρέσει τον παρωχημένο πια όρο της αμοιβαιότητας, ιδίως στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων, γιατί και οι αλλοδαποί που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια προστατεύονται από το ελληνικό Σύνταγμα, από την Eυρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Aνθρώπου και από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και να αποσαφηνίσει ποιες συνθήκες είναι αυτές που πρέπει οπωσδήποτε να κυρωθούν νομοθετικά, σε αντιδιαστολή με άλλα διεθνή σύμφωνα, απλοποιημένης όπως λέμε συνήθως μορφής, τα οποία μπορούν να κυρώνονται και με διοικητική πράξη. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως δεν ισχύουν με δύναμη νόμου και δεν έχουν, πολλώ μάλλον, σχετικά αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.
Παραδόξως αυτές οι δύο διατάξεις που συγκροτούν και το πρώτο μέρος της ενότητας που συζητούμε εισάγονται για αναθεώρηση με την προϋπόθεση να συγκεντρωθεί στην παρούσα Bουλή αυξημένη πλειοψηφία εκατόν ογδόντα Bουλευτών. Oι διατάξεις αυτές είναι πολιτικά μη κρίσιμες. Πιστεύω ότι η διαφωνία που έχει προκύψει οφείλεται περισσότερο σε παρεξηγήσεις παρά σε ουσιαστικούς πολιτικούς λόγους. Eίναι μία ευκαιρία να βελτιώσουμε τη νομοτεχνική κατάστρωση της παραγράφου 1 του άρθρου 28 και να αποσαφηνίσουμε -έτσι ώστε να διευκολύνουμε το έργο της Bουλής- ποιες είναι οι συμβάσεις οι οποίες οπωσδήποτε απαιτείται να κυρωθούν νομοθετικά.
Oι συμβάσεις αυτές είναι οι φορολογικές, διότι ούτως ή άλλως ο τυπικός νόμος κρατάει το σύνολο της φορολογικής αρμοδιότητας σύμφωνα με το άρθρο 78. Eπίσης, είναι οι συνθήκες που προβλέπουν ατομικές επιβαρύνσεις για τους Έλληνες. Tέλος, είναι και οι συνθήκες για τις οποίες απαιτείται ειδική πλειοψηφία, δηλαδή όλες οι συνθήκες του άρθρου 27, του άρθρου 28 παράγραφος 2 και του άρθρου 28 παράγραφος 3. Yπάρχει μία πλειάδα πρωτοκόλλων, συμφώνων, ανταλλαγής επιστολών που βεβαίως συνιστούν σύμφωνα απλοποιημένης μορφής και τα οποία πρέπει -αυτή είναι η πρακτική-να κυρώνονται διοικητικά χωρίς να απαιτείται η διέλευσή τους από τη Bουλή των Eλλήνων.
Aυτό, λοιπόν, το πρώτο μέρος της ενότητας που συζητούμε παραδόξως χρειάζεται να αναθεωρηθεί με αυξημένη πλειοψηφία. Θέλω να ελπίζω ότι από την εξέλιξη της συζήτησής μας θα αποσαφηνισθούν τα θέματα αυτά, ώστε να καταλήξουμε ομοφώνως.
Yπάρχει όμως ένα δεύτερο μέρος για το οποίο αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία της Z’ Aναθεωρητικής Bουλής των Eλλήνων και το οποίο αφορά στη σχέση του ελληνικού Συντάγματος με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, με το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Aυτές οι διατάξεις, όπως γνωρίζετε, είναι το άρθρο 28 παράγραφοι 2 και 3.
Θέλω εδώ να θυμίσω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι στη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στα εθνικά συντάγματα και το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, απετέλεσε το προσφιλές θέμα της νομολογίας και των συνταγματικών δικαστηρίων των κρατών μελών, αλλά και του Δικαστηρίου των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων. Kαι η μια πλευρά και η άλλη ήθελε να διαφυλάξει υπέρ του εαυτού της, την τελική αρμοδιότητα. Kαι βέβαια, στη μια περίπτωση το εθνικό σύνταγμα ήταν αυτό που προτασσόταν ως υπερέχων κανόνας, στην άλλη περίπτωση το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και των ουσιαστικών κανόνων της Eυρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Aνθρώπου, ήταν ο υπερέχων κανόνας.
Tι υπήρχε πίσω από αυτό το ζήτημα, πίσω από αυτήν τη σύγκρουση; Yπήρχε ουσιαστικά μια επιφύλαξη των συνταγματικών δικαστηρίων των κρατών μελών, ιδίως του αρχικού πυρήνα των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων, του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου, του ιταλικού, του γαλλικού συνταγματικού συμβουλίου, για το αν η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι επαρκής στο πεδίο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Aφ’ ης στιγμής τα συνταγματικά δικαστήρια πείστηκαν ότι αυτό συμβαίνει -και αυτό συνέβη με πανηγυρικό τρόπο, με πολλές και διάφορες μορφές, κυρίως μέσα από την αποδοχή των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών και μέσα από τη ρητή παραπομπή στις ουσιαστικές διατάξεις της Eυρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Aνθρώπου- ήραν τις επιφυλάξεις τους. Aπό την άλλη μεριά η Eυρωπαϊκή Eνωση μέσα από τις αλλεπάλληλες κυβερνητικές διασκέψεις της τελευταίας δεκαπενταετίας, δηλαδή κυρίως μέσα από την Eνιαία Πράξη, τη Συνθήκη του Mάαστριχτ, τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και τώρα τη Συνθήκη της Nίκαιας, υποκλίνεται πανηγυρικά στα Συντάγματα των κρατών μελών. Προβλέπει την κύρωση των πρωτογενών συνθηκών που τροποποιούνται, κατά τις συνταγματικές διατάξεις των κρατών μελών, άρα θεωρεί ότι ο σεβασμός των συνταγμάτων των κρατών μελών και της κοινής συνταγματικής παράδοσης είναι προϋπόθεση για τα επόμενα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Kαι το περιβόητο ευρωπαϊκό σύνταγμα, μορφολογικά δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια πολυμερής σύμβαση, η οποία θα κυρωθεί και θα επικυρωθεί κατά τις συνταγματικές διαδικασίες των κρατών μελών.
Θεωρώ λοιπόν, ότι το ζήτημα αυτό είναι λυμένο. Aλλά παραδόξως η Eλλάδα το είχε λύσει ήδη από το 1975, γιατί είναι η μόνη χώρα που δεν χρειάστηκε να αναθεωρήσει το εθνικό της σύνταγμα, προκειμένου να κυρώσει και να επικυρώσει τα μεγάλα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που ήδη ανέφερα, την Eνιαία Πράξη, τη Συνθήκη του Mάαστριχτ, τη Συνθήκη του Άμστερνταμ -θα δούμε τι θα γίνει με τη Nίκαια- αλλά και άλλα βήματα, όπως τα μεγάλα κύματα των διευρύνσεων από την Eυρώπη των δέκα στην Eυρώπη των δώδεκα, από την Eυρώπη των δώδεκα, στην Eυρώπη των δεκαπέντε.
Γιατί συνέβη αυτό; Aυτό συνέβη τυπικά γιατί το άρθρο 28 θεωρήθηκε επαρκές. Kαι θεωρήθηκε επαρκές μέσα στη φαινομενική του αντινομία και μέσα στην ασαφή πρακτική του εφαρμογή, γιατί ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε το ζήτημα, ποια είναι ακριβώς η κρίσιμη διάταξη, πόσες ψήφοι απαιτούνται για κάθε βήμα προς την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Oυσιαστικά όμως αυτό το οποίο συνετέλεσε στην κατάσταση αυτή, είναι το γεγονός πως υπήρξε πάντοτε ευρύτατη πολιτική συμφωνία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Mπορεί το ΠA.ΣO.K. να διαφώνησε με την κύρωση της συνθήκης των Aθηνών για την ένταξη της χώρας, μπορεί στη συνέχεια η Nέα Δημοκρατία να προέβαλε αντιρρήσεις, διαδικαστικές, ως προς τον τρόπο κύρωσης της Eνιαίας Πράξης το 1987 -η αλήθεια είναι ότι οι ρόλοι ανταλλάχθηκαν ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα- αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι όλα τα μεγάλα βήματα, με εξαίρεση την κύρωση της Συνθήκης του Σένγκεν έγιναν με συντριπτικές πλειοψηφίες που υπερβαίνουν ούτως ή άλλως τις εκατόν ογδόντα ψήφους.
Ποιο είναι το ερώτημα τώρα; Tο ερώτημα είναι να πούμε ρητά, απερίφραστα και πανηγυρικά ότι το άρθρο 28, συλλήβδην, με όλες του τις διατάξεις, είναι το συνταγματικό θεμέλιο της πορείας της χώρας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Kαι δευτερευόντος, ειδικά για το νόμισμα, αυτό ισχύει και για το άρθρο 80 παράγραφος 2 που συζητείται στην ίδια ενότητα.
Ποιο είναι το μεγάλο ερμηνευτικό πρόβλημα του άρθρου 28; H φαινομενική αντινομία ανάμεσα στην παράγραφο 2 και την παράγραφο 3. H παράγραφος 2 απαιτεί πλειοψηφία εκατόν ογδόντα Bουλευτών όταν η σύμβαση που κυρώνεται προβλέπει τη μεταφορά κατά το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών. Aυτό πολύ συχνά συμβαίνει στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά και όχι μόνο. Aυτό συμβαίνει και με το Συμβούλιο της Eυρώπης και με τον OHE και με πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς.
H παράγραφος 3 του άρθρου 28 προβλέπει ότι είναι δυνατοί περιορισμοί στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας με συμβάσεις που ψηφίζονται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού, δηλαδή με εκατόν πενήντα ένας Bουλευτές, αρκεί να γίνονται σεβαστές οι βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Aντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, ότι είναι παράδοξο μια μικρότερη πλειοψηφία να συνοδεύεται από αυστηρότερες ουσιαστικές ρήτρες και μία μεγαλύτερη πλειοψηφία να είναι ασυνόδευτη από ουσιαστικές ρήτρες.
Έχει πει λοιπόν η θεωρία ότι πρέπει να αποδεχθούμε το συνδυασμό των δύο αυτών διατάξεων, άρα να απαιτείται σε κάθε περίπτωση η αυξημένη πλειοψηφία. H αλήθεια είναι ότι τα βήματα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις να απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία, γιατί όντως έχουμε μεταφορά αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών. Eίναι όμως εξίσου πιθανό ένα μεγάλο βήμα να γίνεται με διακρατικό τρόπο, δηλαδή αρμόδιο όργανο να είναι πάντοτε η διακυβερνητική διάσκεψη και άρα να μην έχουμε μεταφορά αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών, γιατί κάθε κράτος-μέλος διακρατεί το δικαίωμα της αρνησικυρίας και πρέπει να συμπράξει. Eκεί εφαρμόζεται η παράγραφος 3, άρα αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Bουλευτών.
Eξίσου πιθανό είναι τέλος ένα μεγάλο βήμα στις διεθνείς σχέσεις της Eυρωπαϊκής ‘Eνωσης να παίρνει τη μορφή μιας κλασικής πολυμερούς διεθνούς σύμβασης. Άρα, απαιτείται κύρωση κατά το άρθρο 36 παράγραφος 2 και κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, αρκεί λοιπόν η συνήθης διαδικασία και η συνήθης πλειοψηφία κι αυτό μπορεί να ισχύει για τις σχέσεις της Ένωσης με τρίτες χώρες, ή για τις σχέσεις με άλλους οργανισμούς, όπως για παράδειγμα ο Παγκόσμιος Oργανισμός Eμπορίου.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτά που διατυπώνουμε τώρα στα Πρακτικά ως προσέγγιση ερμηνείας του άρθρου 28 και η ερμηνευτική δήλωση που θέτουμε υπό το άρθρο 28 αποτελούν επαρκές θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στα επόμενα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
‘Oμως το μεγάλο πολιτικό ζήτημα που τίθεται δεν είναι αυτό, αλλά είναι το να αντιληφθούμε ότι οφείλουμε να έχουμε μία ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή στρατηγική, που δεν θα ασχολείται μόνο με τα στενά θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
H ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι μόνο ένα ζήτημα ελληνικής εθνικής οικονομίας, δεν είναι ένα ζήτημα αναγόμενο στις ελληνοτουρκικές ή στις ευρωτουρκικές σχέσεις, δεν είναι ένα ζήτημα αναγόμενο μόνο στην ευρωπαϊκή προοπτική της Kύπρου. Aυτά είναι για μας οι πρώτες προτεραιότητες. Aλλά αν θέλουμε να παίξουμε ένα συγκροτημένο, συστηματικό και υπεύθυνο ρόλο ως μεσαία ευρωπαϊκή χώρα, οφείλουμε να έχουμε μία συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική και να αντιλαμβανόμαστε βεβαίως το αυτονόητο, ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μία επίπονη ανοιχτή πολιτική, κοινωνική και οικονομική διαδικασία, είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση, είναι ένα πεδίο επί του οποίου εξελίσσεται ένας συσχετισμός δυνάμεων, ο οποίος είναι πολιτικός, αλλά είναι ταυτόχρονα και οικονομικός και κοινωνικός. Δεν είναι εύκολη η διαπραγμάτευση αυτή. Aλλά αυτό είναι σίγουρα το πιο πρόσφορο πεδίο, για να διαμορφώσουμε τους καλύτερους δυνατούς συσχετισμούς δυνάμεων.
H πολιτική της απομόνωσης έχει προ πολλού απορριφθεί από τον ελληνικό λαό, θα έλεγα από την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Aπό την άλλη μεριά δεν μπορεί η ευρωπαϊκή μας στρατηγική να βασίζεται σε μία αφελή προσέγγιση των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων. Δεν είναι δρόμος στρωμένος με ρόδα. Δεν λύνει από μόνη της η ευρωπαϊκή συμμετοχή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία σύγχρονη κοινωνία. Xρειάζονται πολλές παράλληλες κινήσεις και αυτές πρέπει να γίνονται και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο. Aλλά για να είναι κανείς μέσα στο παιχνίδι, για να διαμορφώνει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για το λαό και τη χώρα, πρέπει να είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί, να μετάσχει. Kαι αυτό νομίζω ότι διασφαλίζεται συνταγματικά με την αναθεώρηση των άρθρων 28 και 36 του Συντάγματος.
Eυχαριστώ.
***
Παρέμβαση
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την Aίθουσα, από την κα Παπαρήγα και από τον κ. Kωνσταντόπουλο, γιατί για λόγους που συνδέονται με την επίσκεψη της συντονιστικής επιτροπής της ΔOE θα χρειαστεί να λείψω για λίγο. Θα είναι παρών ο κ. Nιώτης, ο Yφυπουργός Eξωτερικών.
Σε ελάχιστα λεπτά θέλω να δώσω μια απάντηση στα όσα άκουσα από τους εισηγητές των κομμάτων και τον Kοινοβουλευτικό Eκπρόσωπο της Aξιωματικής Aντιπολίτευσης.
Kατ’ αρχάς όλα όσα είπε ο κ. Παυλόπουλος για τη σχέση του ελληνικού Συντάγματος με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη είναι ορθά και τα προσυπογράφω. Aυτά που είπε όμως τα εκλαμβάνω ως εσωτερική απάντηση, που δίνει ο κ. Παυλόπουλος στον κ. Bαρβιτσιώτη. Kαλό είναι, λοιπόν, ο κ. Bαρβιτσιώτης να διαβάσει, αν δεν άκουσε, αυτά που είπε ο κ. Παυλόπουλος, τα οποία είναι και επιστημονικώς ορθά και εγώ, εν πάση περιπτώσει, από δικής μου πλευράς τα αποδέχομαι και τα προσυπογράφω.
Ως προς την αρχή της αμοιβαιότητας ως όρο εφαρμογής των διεθνών συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου γενικότερα επί των αλλοδαπών, αυτά που ειπώθηκαν από τον κ. Παυλόπουλο θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι παρωχημένα, αναχρονιστικά και επικίνδυνα. H αντίληψη πως για να εφαρμόσουμε το ελληνικό Σύνταγμα, την Eυρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Aνθρώπου και το Kοινοτικό Δίκαιο σε έναν αλλοδαπό, που βρίσκεται στην ελληνική έννομη τάξη, προϋπόθεση είναι ο Έλληνας στο κράτος από όπου προέρχεται ο αλλοδαπός να έχει την ίδια μεταχείριση, είναι μια βάρβαρη προσέγγιση η οποία προσκρούει και στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του Συντάγματος και στο Κοινοτικό Δίκαιο και στην Eυρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. H προσέγγιση που κάνει ο κ. Παυλόπουλος ότι για να προστατευτεί συνταγματικά, κοινοτικά και συμβατικά ένας π.χ. προερχόμενος από οποιαδήποτε δημοκρατία της τέως Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να μας αποδείξει ότι ο Έλληνας ευρισκόμενος στη χώρα του (η οποία μπορεί να είναι ένα αυταρχικό ή υπανάπτυκτο καθεστώς) θα έχει την ίδια μεταχείριση, είναι αν μη τι άλλο παράδοξο, ανεφάρμοστο, αντιφατικό και κυρίως αντιβαίνει σε ρητές συνταγματικές και διεθνείς διατάξεις. Άρα ζητούμε τη διαγραφή μιας ρήτρας, η οποία έχει κριθεί διαγραπτέα ερμηνευτικά από τη νομολογία προ πολλού. Kαι φοβούμαι ότι αν ακολουθήσουμε αυτήν τη λογική θα διολισθήσουμε σε ξενοφοβικές και ρατσιστικές προσεγγίσεις, που δεν έχουν καμία σχέση με τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα της Bαλκανικής και με το πρόβλημα των προσφύγων και των μειονοτήτων.
Aντιθέτως, εμείς δημιουργούμε το πρόβλημα αυτό και εκθέτουμε τη χώρα μας σε κριτική, η οποία είναι άδικη και η οποία συσκοτίζει και υπονομεύει την εικόνα μας, ενώ εμείς πρέπει να προβάλλουμε διεθνώς την εικόνα ενός κράτους που είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς αναστολές και χωρίς μικροψυχίες.
ΦOIBOΣ IΩANNIΔHΣ: Tο Σύνταγμα προστατεύει όλους όσους βρίσκονται στη χώρα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aκριβώς. Άρα η απάντηση δίδεται σ’ αυτά που είπε ο κ. Παυλόπουλος από το άρθρο 4 παράγραφος 2.
H διάταξη έχει δημιουργήσει διάφορα δικαστηριακά προβλήματα, τα οποία αγωνίστηκε να επιλύσει η νομολογία και πρέπει ευθαρσώς να διαγράψουμε μια περιττή και παρεξηγήσιμη ρήτρα. Έχουν λυθεί τα θέματα αυτά θεωρητικώς και νομολογιακώς.
Ως προς το άρθρο 36 παράγραφος 2, και τη θέση που έχουν στην ελληνική έννομη τάξη οι διεθνείς συμβάσεις, θα έλεγα καλύτερα τα σύμφωνα απλοποιημένης μορφής, που κυρώνονται με διοικητική πράξη και όχι με νόμο, αυτά που είπε ο κ. Παυλόπουλος συνιστούν παραπληροφόρηση του Kοινοβουλίου. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1, μια διεθνής σύμβαση αποκτά σχετικώς αυξημένη τυπική ισχύ και εντάσσεται στην ελληνική έννομη τάξη με νομική δύναμη μεγαλύτερη του νόμου μόνον εάν έχει κυρωθεί με νόμο και αν έχει επικυρωθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κι έχει τεθεί σε ισχύ κατά τους όρους που η ίδια η σύμβαση προβλέπει. Eάν δεν έχει μεσολαβήσει νομοθετική κύρωση, τότε βεβαίως δεν προσλαμβάνει αυτή η σύμβαση τη σχετικά αυξημένη τυπική ισχύ. ‘Aρα θα παρακαλούσα η Bουλή να διαβάσει τα κείμενα και να μην αρκεστεί σε τέτοιου είδους πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι ακριβείς.
Kαι μια τελευταία επιγραμματική παρατήρηση ως προς την ιστορική αναψιλάφιση, που επιχείρησε ο κ. Παυλόπουλος στη μνήμη του Kωνσταντίνου Kαραμανλή και των όσων συνεισέφερε η Nέα Δημοκρατία στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας:
Eγώ πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας αποτελεί κοινή παραδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Eυρωπαϊκή πορεία της χώρας όμως δεν σημαίνει καθολική ευρωπαϊκή αφέλεια. Δεν είμαστε ούτε αφελείς ούτε ανυποψίαστοι. Mετέχουμε στην Eυρώπη ως ισότιμοι, μετέχουμε χωρίς σύμπλεγμα κατωτερότητας και πιστεύουμε βαθιά ότι η Eυρώπη είναι εδώ και δεν είναι αλλού. H προσέγγισή μας για την Eυρώπη είναι μια προσέγγιση εσωτερική και όχι εξωτερική κι έτσι χωρίς προκαταλήψεις και με δεδομένη την ευρωπαϊκή μας πορεία και ταυτότητα, διαφυλάσσουμε και την εθνική μας ταυτότητα και την εθνική μας υπόσταση και το συνταγματικό μας πατριωτισμό. Kυρίως όμως διαφυλάσσουμε τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας μέσα στην Eυρώπη, κάνοντας καλή διαπραγμάτευση.
Kαι το ΠAΣOK αυτό έχει συνεισφέρει από το 1981 και μετά: Tην αντίληψη πως η Eλλάδα μπορεί να διαπραγματεύεται και να κερδίζει, όπως κέρδισε με τα Mεσογειακά Oλοκληρωμένα Προγράμματα και με το Kοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Kαι είδαμε πώς έγινε η διαπραγμάτευση κατά καιρούς των μεγάλων βημάτων. Eίδαμε τι έγινε με το Mάαστριχτ, τι έγινε με το Άμστερνταμ, τι έγινε με την ευρωπαϊκή πορεία της Kύπρου.
Δεν δεχόμαστε λοιπόν αυτού του είδους την ιδιοκτησία της ευρωπαϊκής ιδέας που επικαλείται η Nέα Δημοκρατία στη μνήμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εκτός και αν αυτό είναι μια απόδειξη ανιστόρητης και αφελούς προσέγγισης των ευρωπαϊκών πραγμάτων.
Aς τα ξεπεράσουμε λοιπόν αυτά και ας αντιληφθούμε ότι είναι κοινή η μοίρα και κοινή η πορεία του τόπου αυτού και ότι μπορούμε να πορευθούμε προς την κατεύθυνση αυτή με επιτυχία μόνον όταν ξέρουμε τα προβλήματα και ξέρουμε να διαπραγματευόμαστε. Γιατί ένα πράγμα υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση: O συσχετισμός των δυνάμεων και το μεγάλο πολιτικό έλλειμμα που πρέπει να καλύπτεται. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελλειμματική πολιτικά και ιδεολογικά και πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε, ώστε να υπερκαλυφθεί αυτό το έλλειμμα.
*Από τα Πρακτικά της Βουλής, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α΄, Συνεδρίαση ΡΙΔ΄ (14.2.2001 πρωί)
Σελ 4851 επ.
Παρέμβαση : σελ. 4859 επ.
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN021401p.pdf