Αθήνα, 30 Ιουνίου 2016
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών: "Εν ου παικτοίς. Μια συζήτηση για το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία" με τον Νίκο Αλιβιζάτο και τον Σταύρο Τσακυράκη. Τη συζήτηση συντόνισε ο Ηλίας Κανέλλης
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πρωτίστως συνταγματικό
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλες και όλους για την παρουσία σας. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Ηλία Κανέλλη, που δέχτηκε να συντονίσει τη συζήτηση, και τους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους Νίκο Αλιβιζάτο και Σταύρο Τσακυράκη, με τους οποίους χαίρομαι γιατί συνυπάρχουμε και συνομιλούμε σήμερα.
Στη διάρκεια της επιστημονικής μας διαδρομής υπήρξαν στιγμές διαφωνίας, στιγμές συμφωνίας, αλλά μετείχαμε και οι τρεις σε έναν έντονο επιστημονικό και γενικότερα δημόσιο διάλογο διαχρονικά, που νομίζω ότι λειτούργησε ευεργετικά και θετικά γι’ αυτό που λέγεται «δημοκρατία» και «κράτος δικαίου».
Το βασικό ερώτημα είναι αν το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως συνταγματικό. Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πρωτίστως συνταγματικό. Έχουμε βαθύτατο και οξύτατο πρόβλημα θεσμών και δημοκρατίας, όχι όμως κατ’ ανάγκην εξαιτίας του Συντάγματος.
Για την κρίση δεν ευθύνεται το Σύνταγμα
Για την κρίση, που είναι κρίση δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική, κρίση ανταγωνιστικότητας, κρίση παραγωγικού σχήματος και κυρίως, εντέλει, κρίση αυτοσυνειδησίας, εθνικής και κοινωνικής, κρίση αδυναμίας κατανόησης και παραδοχής της αλήθειας και των συσχετισμών σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, για την κρίση, λοιπόν, που είναι κρίση αξιοπιστίας αλλά και κρίση αντιπροσώπευσης και πολιτικής νομιμοποίησης, δεν ευθύνεται το Σύνταγμα αυτό καθαυτό, όμως ευθύνεται σίγουρα η έλλειψη ιστορικής και θεσμικής αυτοσυνειδησίας, δηλαδή η έλλειψη συνταγματικού πατριωτισμού.
Στοιχείο αυτής της έλλειψης συνταγματικού πατριωτισμού είναι οι κραυγαλέες παρερμηνείες ή παραναγνώσεις του Συντάγματος – όπου «παρανάγνωση» είναι μια συστηματική και επίμονη παρερμηνεία, όχι μια φευγαλέα και σημειακή παρερμηνεία. Επίσης, στοιχείο αυτής της έλλειψης συνταγματικού πατριωτισμού είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα φαινόμενο που ενδημεί στη χώρα μας και που είναι ο ακραίος συνταγματικός βολονταρισμός, ο οποίος δεν είναι νομικισμός· είναι, αντίθετα, μια πολύ συχνά εν ψυχρώ πολιτική, δημαγωγική χρήση του Συντάγματος για να αντιμετωπιστούν ανάγκες ενός πολύ συγκεκριμένου πολιτικού τοπίου.
Και αυτό είναι προβληματικό όταν συμβαίνει στα χέρια πολιτικών, καλής ή κακής ποιότητας, αποκτά όμως διαστάσεις επικίνδυνες, σχεδόν εφιαλτικές, όταν αυτού του τύπου ο συνταγματικός βολονταρισμός, ή και λαϊκισμός, βρίσκεται στα χέρια των δικαστών.
Σας θυμίζω ότι, τώρα που μιλάμε, η χώρα έχει εισέλθει στο τρίτο μνημόνιο, οδεύει προς το τέταρτο, με μια ολόκληρη γενιά αποφάσεων αντιμνημονιακού χαρακτήρα, ανωτάτων δικαστηρίων, για πολύ σημαντικά θέματα, που αφορούν κυρίως συντάξεις και μισθούς, άρα αφορούν την καρδιά του δημοσιονομικού ζητήματος της χώρας, και οι οποίες δεν μπορούν να εκτελεστούν.
Η έκπτωση του Συντάγματος προκαλείται λόγω της υπερβολής. Και, βέβαια, για το λαϊκισμό, τον κρατισμό, τη δημαγωγία, τις συγκαλύψεις, τις πελατειακές σχέσεις δεν φταίει το Σύνταγμα. Για το γεγονός ότι οδηγηθήκαμε σε μνημόνιο με αυτό το Σύνταγμα και με αυτό το πολιτικό σύστημα δεν θα δώσει απάντηση καμία νομική ανάλυση, γιατί σε κρίση, αδιέξοδο και μνημόνιο οδηγήθηκε και η Κύπρος, με προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης και με ένα δίκαιο της ανάγκης που αναπληρώνει όλα τα κενά του γραπτού συντάγματος. Σε κρίση οδηγήθηκε η Πορτογαλία, με άμεση εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και ισχυρά κατάλοιπα ημι-προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης· οδηγήθηκε η Ιρλανδία, με κοινοβουλευτικό σύστημα συνεργατικού χαρακτήρα, με παράδοση συνεργατικών κυβερνήσεων. Από την άλλη πλευρά, εάν δει κανείς τις χώρες του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, τις χώρες με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα, τις χώρες με τριπλό Α (ΑΑΑ) στην αξιολόγηση, θα δει ότι είναι χώρες στις οποίες συναντάμε όλα τα δυνατά σχήματα του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Σκεφτείτε απλώς ότι πρόκειται για τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία. Άρα για χώρες στις οποίες συναντά κανείς όλα τα πιθανά θεσμικά σενάρια του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Γιατί δεν λειτούργησαν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί προειδοποίησης;
Υπάρχει, όμως, κάτι που δεν αφορά απλώς το Σύνταγμα, κάτι που αφορά γενικότερα τον ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, συμπεριλαμβανομένου όλου του μπλοκ κανόνων αυξημένης και σχετικά αυξημένης τυπικής ισχύος, δηλαδή συμπεριλαμβανομένων και διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου.
Γιατί είναι προφανές ότι οι μηχανισμοί προειδοποίησης οι οποίοι προβλέπονται ρητά όχι στο δικό μας Σύνταγμα, αλλά στο Σύμφωνο Σταθερότητας, στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε προσαρτημένες τροποποιήσεις του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης –όπως είναι για παράδειγμα η διαδικασία της πολυμερούς εποπτείας και η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, οι προβλέψεις της Eurostat, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να μην αναφερθώ στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην ΕΛΣΤΑΤ–, δεν λειτούργησαν την εποχή που έπρεπε να λειτουργήσουν, δεν ανέκοψαν τη διαδρομή της χώρας. Και, βεβαίως, δεν θα ανέκοπταν τη διαδρομή της χώρας ούτε οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, εάν είχαν διατηρηθεί στο επίπεδο που είχε προβλέψει αρχικά ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, εάν είχε διατηρηθεί δηλαδή στο Σύνταγμά μας ένας ισχυρός δυνάμει Πρόεδρος της Δημοκρατίας που θα είχε δικαίωμα –αρμοδιότητα μάλλον– ακόμα και αντικυβερνητικής διάλυσης της Βουλής.
Η συνταγματική διάσταση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης
Διότι προφανώς δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο στο να ανακόψει μια πορεία η οποία προδιαγραφόταν από διαφορετικές σε πολύ μεγάλο βαθμό εξελίξεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν μπορούσαμε αυτή τη στιγμή να συμφωνήσουμε στις προϋποθέσεις για ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, αν μπορούσαμε να διαμορφώσουμε την αναγκαία εθνική, κοινωνική και πολιτική συναίνεση, η αναθεώρηση του Συντάγματος για λόγους συμβολικούς, όπως ορθά είπε ο Νίκος Αλιβιζάτος προηγουμένως, θα ήταν επιστέγασμα και, εκ του τρόπου αυτού, και προϋπόθεση για ένα ολοκληρωμένο και λειτουργικό εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.
Αλλά για να φτάσουμε εκεί πρέπει να βεβαιωθούμε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις μιας συναίνεσης η οποία πρέπει να είναι πολιτική για να φτάσει να είναι θεσμική, για να ολοκληρωθεί ως συνταγματική, γιατί οι οπαδοί της συγκρουσιακής προσέγγισης σε όλα τα επίπεδα, όπως σωστά ανέλυσε ο Σταύρος Τσακυράκης προηγουμένως, νομίζω ότι ιστορικά έχουν διαψευστεί. Έχει πια καταστεί κοινός τόπος η ανάγκη για συναινέσεις, για να μην πω ότι το μεγάλο επίτευγμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν ο συναινετικός τρόπος λήψης των αποφάσεων. Ένας τρόπος που δεν ήταν κλασικός, ήταν μετα-αντιπροσωπευτικός, ήταν μετα-πλειοψηφικός, όπως μου έχει δοθεί παλαιότερα η δυνατότητα να αναλύσω. Δεν καταργείται η δημοκρατική αρχή, δεν καταργείται η πλειοψηφική αρχή, αλλά δεν φτάνει. Βλέπετε τώρα αναλύσεις, οικονομολόγων κυρίως, που λένε ότι μεγάλο μειονέκτημα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι το γεγονός ότι είχαμε ένα εφάπαξ δημοψήφισμα, ένα δημοψήφισμα με σχετικά υψηλή αποχή –όχι τόσο μεγάλη όσο, για παράδειγμα, στο ελληνικό δημοψήφισμα– και ένα δημοψήφισμα με ισχνή πλειοψηφία.
Άρα αν είχαμε –λέει η άποψη αυτή– περισσότερα σχετικά δημοψηφίσματα, αν είχαμε μια επιβεβαιωμένη βούληση σε απόσταση χρονική, σε μια προθεσμία ώριμου χρόνου, και μια μεγάλη συμμετοχή και μια μεγάλη πλειοψηφία, δηλαδή μια μετα-πλειοψηφία, αν είχαμε 75% συμμετοχή και 60% πλειοψηφία, θα μπορούσε κανείς να βεβαιωθεί ότι πρόκειται για μια απολύτως συνειδητή και όχι συγκυριακή απόφαση του βρετανικού λαού.
Δεν συμφωνώ κατ’ ανάγκην, αλλά η ανάλυση αυτή δείχνει ότι οι οπαδοί των δημοψηφισμάτων και της άμεσης ή ημι-άμεσης, όπως λέγεται, δημοκρατίας βρίσκονται οι ίδιοι αντιμέτωποι με τα αποτελέσματα των θεσμικών τους επιλογών. Διότι εδώ, φυσικά, η συγκυρία μετατρέπεται σε Ιστορία κατά τρόπο καταθλιπτικό. Δηλαδή μια στιγμή μετατρέπεται σε μια διάρκεια ιστορική, μετατρέπεται σε μακρύ ιστορικό χρόνο.
Υπό την έννοια αυτή, πράγματι θα μπορούσε να λειτουργήσει έτσι όπως είπαμε προηγουμένως η αναθεώρηση του Συντάγματος, εάν είχαμε αυτές τις προϋποθέσεις, τις οποίες εγώ προσωπικά δεν βλέπω καθόλου μα καθόλου να υπάρχουν. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανοίγει ταυτόχρονα τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος και την αλλαγή του εκλογικού συστήματος και προτάσσει τη συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος χωρίς να έχουμε συζητήσει τις συνταγματικές προϋποθέσεις του εκλογικού συστήματος.
Δεν είμαι οπαδός του πάγιου, στις λεπτομέρειές του, εκλογικού συστήματος που καθορίζεται συνταγματικά, αλλά υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα τα οποία θα έπρεπε να λυθούν συνταγματικά προτού πάμε σε μια αλλαγή του εκλογικού συστήματος η οποία δεν θα έχει χαρακτήρα συγκυριακό –άρα χαρακτήρα πολύ, ας το πούμε έτσι, εστιασμένης σκοπιμότητας–, αλλά θα έχει χαρακτηριστικά κάπως πιο ανύποπτα, περισσότερο θεσμικά.
Η συνταγματική κυριαρχία ενός κράτους- μέλους
Το Σύνταγμα, όπως ορθά ειπώθηκε, ασφαλώς και δεν αποτελεί «ιδιοκτησία» μας, με την πολιτική έννοια του όρου. Υπό την έννοια ότι η εθνική κυριαρχία, όψη της οποίας είναι η συνταγματική κυριαρχία, δηλαδή η άσκηση της συντακτικής ή της αναθεωρητικής λειτουργίας, δεν αφορά πλέον ένα εθνικό κράτος βεστφαλιανού τύπου, δεν αφορά ένα εθνικό κράτος το οποίο διαμορφώνει την πολιτειακή δομή, τις πολιτικές λειτουργίες, την εθνική ταυτότητα, την οικονομία, την κοινωνία. Εμείς γεννηθήκαμε ως προτεκτοράτο μετά την επανάσταση της ανεξαρτησίας, και το κράτος είναι αυτό το οποίο διαμόρφωσε τα πάντα· διαμόρφωσε την εθνική ταυτότητα, την οικονομία, την κοινωνία των πολιτών.
Τώρα δεν πρόκειται περί αυτού. Τώρα δεν μιλάμε για το Σύνταγμα ενός κράτους, αλλά μιλάμε για το Σύνταγμα ενός κράτους-μέλους, το οποίο είναι κάτι διαφορετικό κι απ’ το απλό εθνικό κράτος· κάτι διαφορετικό, φυσικά, κι απ’ το ομόσπονδο κράτος.
Δεν μιλάω για ένα ομόσπονδο κράτος που είναι συνταγματική συνιστώσα ενός ομοσπονδιακού κράτους, αλλά κάνω λόγο για ένα άλλο φαινόμενο, τελείως διαφορετικό, πολύ πιο πολύπλοκο και πολύ πιο δυναμικό, το οποίο όμως, βεβαίως, είναι αιχμάλωτο του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη, είναι αιχμάλωτο των θεσμικών ανισοτήτων, οι οποίες, όπως έχουμε πει πάρα πολλές φορές, οξύνθηκαν λόγω της κρίσης. Και όχι μόνο λόγω της κρίσης της οικονομικής, αλλά και λόγω της κρίσης ασφάλειας, λόγω της κρίσης που οφείλεται στο προσφυγικό, που οφείλεται στη διεθνοπολιτική αδυναμία της Ευρώπης, που οφείλεται στη μετατροπή των ζητημάτων εξωτερικής ασφάλειας, σε ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας, με τις συνεχείς τρομοκρατικές ενέργειες και απειλές.
Τα πρώτα διδάγματα του Brexit
Από την άποψη αυτή, το Brexit και ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά το βρετανικό θεσμικό σύστημα –ένα από τα πιο ώριμα και αυτάρεσκα, αυτό που ήταν ο ιδεότυπος του κοινοβουλευτικού συστήματος αλλά και της κυριαρχίας του κοινοβουλίου, ένα σύστημα το οποίο ποτέ δεν αναγνώρισε ούτε τη σχετική νομική υπεροχή του διεθνούς δικαίου, ένα σύστημα που για τους νομικούς είναι προσηλωμένο στο δυϊσμό των σχέσεων μεταξύ εθνικού και διεθνούς δικαίου, που ποτέ δεν αποδέχτηκε τη μονιστική θεώρηση η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στην ηπειρωτική Ευρώπη– βρίσκεται αντιμέτωπο με την αμηχανία των επιλογών του. Δεν μπορεί να διαχειριστεί θεσμικά το φαινόμενο αυτό. Κινδυνεύει η πολιτειακή ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή, γιατί αποδείχθηκαν οι πολύ μεγάλες διαιρέσεις μέσα από την καταγραφή και τη διαστρωμάτωση της ψήφου.
Και τώρα, ασφαλώς, πρέπει να διαπραγματευτεί με έναν τρόπο ο οποίος είναι πρωτότυπος και, αν θέλετε, λιγότερο διασφαλιστικός από τις εξαιρετικές ρήτρες που ίσχυαν μέχρι τη συμφωνία της 19ης Φεβρουαρίου ή που προβλέφθηκαν σε αυτή τη συμφωνία μεταξύ των 27 κρατών-μελών και του Ηνωμένου Βασιλείου, μέλους τότε ακόμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν δίνει το Σύνταγμα την απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα
Υπό αυτή την οπτική γωνία, πράγματι δεν θα δώσει το Σύνταγμα την απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα: Πώς θα βγει η χώρα από το μνημόνιο; Πώς θα επανέλθουμε στις αγορές; Πώς θα αποκτήσουμε τους αναγκαίους ρυθμούς ανάπτυξης, εγκαταλείποντας αυτή τη στείρα και παντελώς ερασιτεχνική συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ προσώπων που δεν γνωρίζουν πώς είχε σχεδιαστεί το όλο σχήμα και πώς συνδέεται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος με τους στόχους και τους ρυθμούς ανάπτυξης και με τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους;
Πώς θα τα πετύχουμε όλα αυτά; Με το Σύνταγμα; Όχι βέβαια. Υπάρχουν νομοθετικά περιθώρια τεράστια, αλλά και νομοθετικές ανάγκες επείγουσες, που δεν μπορούν να περιμένουν καμία αναθεώρηση του Συντάγματος. Δεν θα μας λύσει προβλήματα ούτε σε σχέση με τον ΟΛΠ ούτε σε σχέση με την προσέγγιση άλλων επενδύσεων η αναθεώρηση του Συντάγματος. Δεν περιμένει κανένας επενδυτής την αναθεώρηση του άρθρου 107 για την προστασία των κεφαλαίων εξωτερικού, όλοι όμως θέλουν ασφάλεια δικαίου, σταθερότητα, όλοι θέλουν μια αντι-γραφειοκρατική, φιλο-επενδυτική αντίληψη, όχι μόνο της Κεντρικής Διοίκησης, αλλά και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών.
Αυτά που αφορούν τις τράπεζες, την πιστωτική επέκταση, τα κόκκινα δάνεια, την εθνική αποταμίευση, τις χρήσεις γης, το φορολογικό σύστημα, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, δεν θα τα βρει κανείς σε κανένα Σύνταγμα, δεν θα τα βρει κανείς σε καμία συζήτηση τέτοιου χαρακτήρα, μπορεί όμως να υποβοηθηθεί και να επιβεβαιωθεί μια τέτοια αντίληψη με μια αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η ανάγκη σεβασμού του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος
Όπως αναρωτήθηκα και προηγουμένως: Υπάρχουν οι προϋποθέσεις; Συμφωνώ απολύτως με όλα όσα έθεσε ως προϋποθέσεις ο Νίκος Αλιβιζάτος και με τις παρατηρήσεις που έκανε ο Σταύρος Τσακυράκης για τα θέματα αιχμής, αλλά εδώ έχουμε πολύ σοβαρότερα θέματα. Εδώ έχουν τεθεί ζητήματα καταστρατήγησης της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Ζητήματα αμφισβήτησης του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος. Εδώ φλερτάρουν κάποιοι με την αξιοποίηση του δημοψηφίσματος ως μηχανισμού πρωτογενούς συντακτικής μεταβολής χωρίς τους φραγμούς του σκληρού πυρήνα των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων του άρθρου 110.
Και μπορεί η επιστημονική και πολιτική αντίδραση να ανέκοψε αυτή τη συζήτηση, ωστόσο δεν έδωσε οριστικό τέλος. Διατυπώνονται «ιδέες» για χρήση του δημοψηφίσματος προκειμένου να απαντηθούν ερωτήματα για θεσμικές επιλογές που θα ενσωματωθούν στην αναθεωρητική διαδικασία. Άρα διατηρείται μια συζήτηση. Ενώ έχουμε ζήσει την εμπειρία του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015.
Είχα ρωτήσει σε μια προηγούμενη συζήτηση, δημόσια, αν θα μπορούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο να συμβεί αυτό που συνέβη στην Ελλάδα: το 60% του ΟΧΙ την επόμενη ημέρα σε σύσκεψη αρχηγών κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μετατραπεί σε ένα μεγαλειώδες ΝΑΙ, με όρους χειρότερους απ’ αυτούς που τέθηκαν στο δημοψήφισμα. Το είχα θέσει ως ρητορικό το ερώτημα – δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει η βρετανική νοοτροπία. Τώρα βλέπω ότι μπορεί να διαμορφωθεί και μια ελληνική σχολή στα θέματα αυτά. Υπάρχουν και άλλα θέματα, όμως, τα οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, πάρα πολύ σοβαρότερα.
Η χώρα βιώνει μια πολυεπίπεδη θεσμική κρίση
Πώς μπορούμε να μπούμε σε μια συζήτηση σοβαρή για το εκλογικό σύστημα και μετά για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ή τούμπαλιν, όταν υπάρχουν τόσο σοβαρά –πρωτοφανώς σοβαρά– θέματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης; Όταν υπάρχουν τέτοιες κρίσεις, εντάσεις, αλληλοκατηγορίες, πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες στην κορυφή της Δικαιοσύνης, όταν υπάρχει ανασφάλεια δικαίου, όταν υπάρχουν ζητήματα τα οποία αγγίζουν τον πιο σκοτεινό πυρήνα, που είναι η κατάχρηση εξουσίας, με την έννοια του Ποινικού Κώδικα.
Πώς μπορούμε να συζητάμε όταν υπάρχει τέτοια δυσλειτουργία στις ανεξάρτητες αρχές, όταν υπάρχει κενό στις ανεξάρτητες αρχές, όταν τίθεται σε αμφισβήτηση η πιο σημαντική ίσως ανεξάρτητη αρχή μαζί με το ΑΣΕΠ, που είναι το ΕΣΡ, στη διαδικασία χορήγησης των αδειών για τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών;
Και όταν υπάρχουν τέτοια προβλήματα στη λειτουργία της Βουλής, τα οποία φτάνουν στο να διακόπτεται η συζήτηση κατεπείγοντος νομοσχεδίου για να αντικατασταθεί το νομοσχέδιο μέσα σε μία ώρα; Γιατί στην πραγματικότητα σήμερα η Βουλή καλείται να ψηφίσει στο τέλος της συνεδρίασης άλλο νομοσχέδιο από αυτό που κατατέθηκε και που προκάλεσε την έναρξη της συζήτησης.
Άρα υπάρχουν ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου τα οποία προτάσσονται οποιασδήποτε συζήτησης για τη συνταγματική συναίνεση.
Τα συντάγματα δεν είναι προϊόν εργαστηριακό
Και κλείνω με ένα τελευταίο ερώτημα: Έχει κανείς την εντύπωση ότι τα συντάγματα –συμπεριλαμβανομένου και του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ποτέ δεν το συνειδητοποίησε πλήρως η κοινωνία, όπως δεν συνειδητοποίησε όλο το κεκτημένο της μεταπολίτευσης, όλο το μεταπολεμικό κεκτημένο, στο οποίο αναφέρθηκαν οι δύο συνάδελφοί μου– είναι προϊόντα ορθολογικά, ότι είναι προϊόντα εργαστηριακά;
Στην Ιταλία έχουν πολύ υψηλή εθνική αυτοσυνειδησία για το Σύνταγμά τους. Ίσως γιατί ο Τολιάτι είχε κάνει άλλη επιλογή μετά την απελευθέρωση, ίσως γιατί δεν έζησαν την εμπειρία του εμφύλιου πολέμου, ίσως γιατί το ιταλικό Σύνταγμα του 1947 ήταν ένα προϊόν ιστορικού συμβιβασμού πολύ πριν εμφανιστεί η έννοια του ιστορικού συμβιβασμού όπως εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1970. Αυτό το Σύνταγμα από τότε, από το 1947, οι Ιταλοί πολύ συχνά το ονομάζουν «το ωραίο Σύνταγμα». Και τώρα επίκειται δημοψήφισμα το φθινόπωρο, το οποίο έχει προκαλέσει ο Ρέντσι (ο οποίος εν παρενθέσει λέω ότι το μπόνους το δίνει στο κόμμα που είναι πρώτο εφόσον έχει 42%, και αν κανένα κόμμα δεν έχει 42%, στους κόλπους ενός κοινοβουλευτικού συστήματος οργανώνει έναν δεύτερο γύρο μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, ώστε να είναι πλειοψηφικό το κόμμα το οποίο θα πάρει το μπόνους), για συνταγματικές αλλαγές. Και έτσι έχει γενικευτεί η συζήτηση για το «ωραίο Σύνταγμα» στην Ιταλία.
Πρόσφατα έγραψε ένα σχετικό άρθρο που έχει προκαλέσει πολύ μεγάλες συζητήσεις ο Μπενίνι –ίσως γιατί είχε πρωταγωνιστήσει ο ίδιος στο La vita è bella–, και είπε ότι, παρότι είναι ωραίο το Σύνταγμα, πρέπει να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις να το αλλάξουμε.
Και ένας φίλος μου που είχε διατελέσει υπουργός Πολιτισμού, ιστορικός τέχνης και διάσημη περσόνα της Ιταλίας, παλιός σοσιαλιστής, συνεργάτης του Μπερλουσκόνι, ο Vittorio Sgarbi, ο οποίος πρόσφατα ήταν επιμελητής της Expo στο Μιλάνο, έγραψε μαζί με έναν γνωστό συνταγματολόγο, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στη Ρώμη, τον Michele Ainis, ένα βιβλίο με τον τίτλο Το Σύνταγμα και η ομορφιά (La Costituzione e la Bellezza) όπου δεν αναλύονται απλώς οι διατάξεις για τον πολιτισμό ή οι διατάξεις για την πολιτιστική κληρονομιά, αλλά η ομορφιά του μνημείου του Συντάγματος.
Το Σύνταγμα ως μνημείο· και το Σύνταγμα ως ρητορική, ως κείμενο. Δηλαδή αναλύονται οι διατάξεις οι οποίες ακούγονται ωραία, οι πιο ρητορικές, αυτές που υπόσχονται, η αφήγηση η συνταγματική για το πώς θέλουμε να είναι η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα, το κοινωνικό κράτος, η ισότητα, η αδελφότητα, αυτές οι μεγάλες έννοιες της Γαλλικής Επανάστασης. Πρόκειται για την αναζήτηση αυτής της ομορφιάς και αυτών των συμπαραδηλώσεων του συνταγματικού κειμένου.
Δεν είναι το συνταγματικό κείμενο –σας διαβεβαιώ– προϊόν κανενός εργαστηριακού ορθολογισμού, γιατί, όταν ξεκινάει η διαδικασία, φεύγεις από τη συγκυρία και εισέρχεσαι στην περιδίνηση του ιστορικού χρόνου, που δεν ξέρεις πού θα σε πάει, γιατί η πλειοψηφία που ψηφίζει, οι παράγοντες που μετέχουν στη συζήτηση, τα κόμματα, τα πρόσωπα, δεν έχουν συνείδηση ότι γράφουν Ιστορία εκείνη τη στιγμή. Είναι πολλές φορές αιχμάλωτοι όλοι τους –όλοι μας είμαστε αιχμάλωτοι– της συγκυρίας.
Η ανάγκη διατήρησης της αυξημένης πλειοψηφίας του άρθρου 110
Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας ως έκτη προϋπόθεση, θα έλεγα, δίπλα στις πέντε που έθεσε ο Νίκος Αλιβιζάτος, να εγκαταλείψουμε τη συγκυριακή και τη συγκρουσιακή προσέγγιση και να αντιληφθούμε ότι όταν ανοίγει το κουτί της Πανδώρας που λέγεται «διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος» μπορεί να συμβούν τα πάντα. Δηλαδή μπορεί να πας να φτιάξεις ένα και να χαλάσεις εκατό.
Υπό την έννοια αυτή, είναι θεμελιώδες να διατηρηθούν οι αυξημένες πλειοψηφίες. Αυτό που ειπώθηκε κάποια στιγμή, το «ελάτε στην πρώτη Βουλή να ψηφίσουμε εμείς τα δικά σας και εσείς τα δικά μας, ώστε να απελευθερωθεί η επόμενη Βουλή και να είναι αναθεωρητική με απλή πλειοψηφία», είναι καταστροφικό. Διαλύει τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και καθιστά την απλή πλειοψηφία της δεύτερης Βουλής, που είναι η αναθεωρητική Βουλή, που συντελεί την αναθεώρηση, που αλλάζει τις λέξεις –γιατί κάθε λέξη έχει κανονιστική δύναμη τεράστια–, κυρίαρχο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Καθιστά την αναθεώρηση έρμαιο της απλής συγκυριακής πλειοψηφίας.
Τις εγγυήσεις της αυξημένης πλειοψηφίας πρέπει οπωσδήποτε να τις διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού. Θα έλεγα δε ότι δεν πρέπει να παρασυρθεί κανείς από την ευφορία μιας εύκολης συναίνεσης ως προς μια γενική ανάγκη αναθεώρησης, όπου ψηφίζουμε με εκατόν ογδόντα ψήφους να τα θέσουμε όλα υπό αναθεώρηση.
Η ανάγκη να διαφυλάξουμε τον συνταγματικό πατριωτισμό
Από την άλλη μεριά –και κλείνω με αυτό–, εμείς έχουμε ένα ιδιαίτερα αυστηρό Σύνταγμα, πολύπλοκο, με χρονοβόρα διαδικασία αναθεώρησης, δεν χρειάζεται να παραμείνουν σε ισχύ όλοι οι μηχανισμοί αυτοί με την πολυπλοκότητά τους, αλλά πάντως οι μηχανισμοί της αυξημένης πλειοψηφίας, της μεσολάβησης του εκλογικού σώματος και της λεγόμενης «προθεσμίας ωρίμου χρόνου» –της «προθεσμίας διασκέψεως», όπως λέμε στο δημόσιο δίκαιο– πρέπει να διατηρηθούν. Εκτός κι αν φοβόμαστε ότι μπορεί να γίνουν πραξικοπήματα, ότι μπορεί να καταλυθεί το Σύνταγμα. Η απόσταση ανάμεσα στην παραβίαση και στην κατάλυση είναι πάρα πολύ μεγάλη, αλλά μπορεί δυνάμει να είναι και πάρα πολύ μικρή. Υπάρχει ένας θεωρητικός του συνταγματικού δικαίου, ο Λεβενστάιν, που έλεγε, αναφερόμενος στο ελληνικό Σύνταγμα του 1952, ότι αυτό το Σύνταγμα είναι τόσο αυστηρό, που είναι πρόκληση για πραξικόπημα. Και το έλεγε λίγο πριν διαμορφωθούν οι συνθήκες του πραξικοπήματος του 1967.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το έχουμε ενσωματώσει στο κεκτημένο της μεταπολίτευσης και ότι είμαστε σε θέση να διαφυλάξουμε το συνταγματικό μας κεκτημένο και να αναδείξουμε επιτέλους έναν στοιχειώδη συνταγματικό πατριωτισμό που λείπει από τη συζήτηση για την εθνική μας ταυτότητα.
"Εν ου παικτοίς, μια συζήτηση για το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία" from Evangelos Venizelos on Vimeo.
Ομιλία Νίκου Αλιβιζάτου απο την εκδήλωση "Εν ου παικτοίς" from Evangelos Venizelos on Vimeo.
Ομιλία Σταύρου Τσακυράκη απο την εκδήλωση "Εν ου παικτοίς" from Evangelos Venizelos on Vimeo.
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου απο την εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών "Εν ου παικτοίς" from Evangelos Venizelos on Vimeo.