Κύπρος, Δευτέρα 15 Απριλίου 2019 

 

Ευάγγελος Βενιζέλος

 

«Η Αναθεώρηση του Συντάγματος στην Ελλάδα και την Κύπρο»*

 

Ευχαριστώ θερμά το πανεπιστήμιο Frederick για την πρόσκληση, και προσωπικά τον Πρύτανη, την Κοσμήτορα, τον Πρόεδρο του Τμήματος Νομικής που συντονίζει τη συζήτηση και φυσικά όλους και όλες εσάς που είστε εδώ  και παρακολουθείτε μία συζήτηση, την οποία ήδη έχουν τοποθετήσει  σε πολύ υψηλό επίπεδο και ο αγαπητός, παλιός φίλος, πρέσβης Ανδρέας Μαυρογιάννης, με τη γενναιοδωρία με την οποία μίλησε για το τελευταίο βιβλίο[1] μου και ο λαμπρός, γλαφυρός, αγαπημένος φίλος Αλέκος Μαρκίδης που παρουσίασε με απόλυτη ακρίβεια, αλλά ταυτόχρονα και δεικτικότητα την περιπέτεια των αναθεωρήσεων του Κυπριακού Συντάγματος.

Θα σας πω και εγώ λοιπόν λίγα λόγια κινούμενος κυρίως στον άξονα που αφορά το ελληνικό Σύνταγμα, αλλά με αναφορές και στο Κυπριακό στο οποίο έχω αφιερώσει κάποιες μελέτες μου[2] στη διάρκεια των τελευταίων σαράντα περίπου ετών.

Φυσιολογικά όταν μιλάμε για τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου είμαστε φορτισμένα συναισθηματικά,  οι αναγωγές μας είναι ιστορικές και εθνικές, βασικό μας μέλημα είναι να συγκροτήσουμε και να διαχειριστούμε την κοινή μοίρα του Ελληνισμού.

 

***

 

Σήμερα θα σας μιλήσω πιο τεχνικά και πιο ψύχραιμα για τις ομοιότητες και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα συντάγματα των δύο κρατών. Και επιμένω στον όρο κράτος γιατί κατά τη γνώμη μου η ύπαρξη του κράτους, δηλαδή της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που διαθέτει αυτή τη στιγμή ο ελληνισμός, σε συνδυασμό βέβαια με τα παρελκόμενά του που είναι η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Ζώνη του Ευρώ. Οι δυο χώρες είναι βεβαίως όχι μόνο κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά  και του Συμβουλίου της Ευρώπης, άρα και κράτη μέρη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι  χώρες που διαθέτουν, από τη σύστασή τους και οι δύο, γραπτά και αυστηρά συντάγματα, δηλαδή τυπικά συντάγματα. Αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο για μια χώρα που ανήκει στην Κοινοπολιτεία και  έχει αποικιακό παρελθόν. 

Είναι σημαντικό πλεονέκτημα να υπάρχει ένα κωδικοποιημένο, ενιαίο, γραπτό Σύνταγμα το όποιο  επιπλέον είναι και αυστηρό. Βεβαίως η αλήθεια είναι ότι η Κύπρος, για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια και που αφορούν τις πρώιμες εκδηλώσεις ενός φαινομένου που τώρα είναι  πολύ διαδεδομένο, που είναι η διεθνοποίηση του συντάγματος[3], διαθέτει ένα Σύνταγμα το οποίο είναι υπερβολικά αυστηρό. Ο κατάλογος των θεμελιωδών διατάξεων, των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση, που είναι παράρτημα του Συντάγματος και   τμήμα της Συνθήκης της Ζυρίχης καθιστά δυσκίνητο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και όπως έλεγε ένας πολύ μεγάλος πολιτειολόγος, ο Καρλ Λεβενστάιν, για το ελληνικό Σύνταγμα του 1952 - αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για το κυπριακό Σύνταγμα του 1960 - «ένα τόσο αυστηρό σύνταγμα είναι μία ανοικτή πρόκληση για πραξικόπημα, για ανατροπή της συνταγματικής τάξης» ή έστω για αυτό που λέγεται, κυρίως με αναφορά στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, για  τη διάτριση του συντάγματος[4]

Υπάρχει όμως και μια πιο σημαντική ομοιότητα, πιο επίκαιρη, που αφορά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης, την υπαγωγή των δύο κρατών στα προγράμματα διάσωσης και αναδιάρθρωσης, δημοσιονομικής, αλλά και μακροοικονομικής, γιατί το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανταγωνιστικότητα και οι ρυθμοί ανάπτυξης. Αυτή η εμπειρία υπαγωγής στα μνημόνια αφορά εν τέλει το Σύνταγμα γιατί αναδεικνύει ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που ονομάζεται δημοσιονομική επίγνωση. Το βασικό ερώτημα  είναι εάν θα ήταν διαφορετική η μοίρα αρκετών κρατών της Ευρωζώνης, δηλαδή της πιο ισχυρής οικονομικής περιφέρειες του κόσμου, εάν στα εθνικά συντάγματα υπήρχαν πλήρεις μηχανισμοί επαρκούς προειδοποίησης και πολύ περισσότερο πλήρεις μηχανισμοί  επαρκούς ανάσχεσης της κρίσης,  η οποία, όπως ξέρουμε όλοι,  ήταν κρίση δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική ταυτόχρονα. Με  τα δυο σκέλη της να αλληλοτροφοδοτούνται- αλλού ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική και κατέληξε σε δημοσιονομική, αλλού ως δημοσιονομική και κατέληξε σε χρηματοπιστωτική.

Υπάρχουν όμως και πάρα πολύ σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα Συντάγματα των δύο χωρών. Στην Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής, με έναν εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, ήδη από το 1822 δηλαδή, αυτόχθων πρωτογενής συντακτική εξουσία με το πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα, το οποίο έχει πολλές ιδιομορφίες άκρως ενδιαφέρουσες. Δεν έχει, ας πούμε, μονοπρόσωπο αρχηγό του κράτους, που είναι εντυπωσιακό για την εποχή, οι κυρίαρχες δυνάμεις της  οποίας  ήταν μοναρχικές.

Αντιθέτως, στην Κύπρο το Σύνταγμα του 1960, όπως είπαμε προηγουμένως, είναι αποτέλεσμα ενός διεθνούς διακανονισμού. Θα μου πείτε το ελληνικό Σύνταγμα από το 1830 και μετά, του 1843, του 1864 με όλες τις περιπέτειες του εθνικού βίου των Ελλήνων, είναι ένα Σύνταγμα που είναι προϊόν της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας του κράτους ή υπάρχουν στοιχεία προτεκτοράτου τα οποία εκδηλώνονται και στο Σύνταγμα; Αυτό μπορεί να υφέρπει, αλλά η συντακτική εξουσία και η αναθεωρητική λειτουργία ασκήθηκαν πάντα ωσάν να πρόκειται για ένα κυρίαρχο ανεξάρτητο κράτος. Αντιθέτως, επισήμως, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας γεννιέται ως προϊόν του διεθνούς δικαίου, ως προϊόν διεθνούς διακανονισμού. Άρα υπάρχουν διαφορετικές γενετικές αφετηρίες των δυο Συνταγμάτων. 

Θα μου πείτε αυτή η σύλληψη είναι πρωτότυπη, ανακαλύπτεται στη Ζυρίχη; Όχι. Έχουν προηγηθεί πολύ σημαντικά φαινόμενα διεθνούς επιβολής συντάγματος, με κορυφαίο παράδειγμα το ιαπωνικό Σύνταγμα, που είναι στρατιωτική διαταγή του ανώτερου Αμερικανού στρατιωτικού διοικητή, του Στρατηγού Μακάρθουρ και ισχύει ακόμη στην Ιαπωνία. Τα προβλήματα της αναθεώρησης του ιαπωνικού Συντάγματος σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλονται σε αυτό το γεγονός. Και τώρα το φαινόμενο αυτό πολλαπλασιάζεται. Βλέπουμε στην περιοχή μας κράτη ή οντότητες που λειτουργούν ως κράτη, αλλά δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένα πλήρως, να είναι εντεταγμένα σε αυτή τη λογική, δηλαδή να έχουν συντάγματα που να είναι προϊόντα διεθνούς διακανονισμού, όπως συμβαίνει με τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη και  το Κόσοβο.

Δεν υπάρχει όμως μόνον αυτή η ωμή και απλή εκδοχή της διεθνοποίησης του συντάγματος που αφορά τα κράτη εκείνα στα οποία η συντακτική εξουσία καθεαυτήν ασκείται από διεθνείς παράγοντες και είναι προϊόν διεθνούς διακανονισμού και όχι της λαϊκής κυριαρχίας. Υπάρχει και μία πιο ήπια μορφή που είναι ο πολύ αυστηρός διεθνής δικαστικός έλεγχος των εθνικών συνταγμάτων. Όλα τα δυτικά, ιδίως  τα ευρωπαϊκά  εθνικά συντάγματα, ακόμα και τα συντάγματα των πιο ισχυρών κρατών - δεν αναφέρομαι εδώ στις επιφυλάξεις που υπάρχουν στην αμερικανική θεωρία και την αμερικανική νομολογία για το θέμα αυτό - υπόκεινται σε διεθνή έλεγχο.  Όταν είσαι κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το σύνταγμά σου μπορεί να εμφανίζει πιθανές αντιθέσεις ή αντινομίες με την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το πρωτογενές ή και με το παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βεβαίως, εάν είσαι κράτος – μέρος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορεί το Σύνταγμά σου να προσκρούει στη Σύμβαση και άρα ασκείται δικαστικός έλεγχος. Κατά την άσκησή του τα διεθνή δικαστήρια- και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- αντιμετωπίζουν τα εθνικά συντάγματα σαν να είναι απλό τμήμα και κεφάλαιο της εθνικής έννομης τάξης[5]

Επιπλέον αναπτύσσεται και μία ολόκληρη διεργασία άτυπης συνταγματικής μεταβολής[6] σε εθνικό επίπεδο που είναι η σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο ή σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ερμηνεία του Συντάγματος. Η διεθνοποίηση του Συντάγματος υπό αυτή τη δεύτερη, την ηπιότερη μορφή,  είναι που μας φέρνει αντιμέτωπους με το φαινόμενο που λέγεται άτυπες συνταγματικές μεταβολές, μη ρητές, μη γραπτές, οι οποίες είναι ερμηνευτικές, οι οποίες αφορούν όμως το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος παρότι το γράμμα παραμένει το ίδιο αλλά αλλάζει η κανονιστική  ουσία.

Αυτό  συμβαίνει και στην εθνική έννομη τάξη  μέσω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και μέσω της δικαστικής ερμηνείας του Συντάγματος. Αυτό συμβαίνει κατεξοχήν στις Ηνωμένες Πολιτείες,  τόσο  που να υποστηρίζεται σθεναρά από μερίδα της επιστήμης ότι δεν χρειάζεται πια να πηγαίνουμε σε τυπικές αναθεωρήσεις γιατί όλα μπορούν να γίνουν μέσω άτυπων συνταγματικών μεταβολών[7]. Αυτό σημαίνει ότι φεύγει η αναθεωρητική λειτουργία από τα χέρια του κοινοβουλίου  ή του εκλογικού σώματος και μετατίθεται στα χέρια του δικαστή. Ο δικαστής δεν είναι όργανο εφαρμογής του Συντάγματος, αλλά όργανο που διαμορφώνει το Σύνταγμα και αποκτά όχι απλώς συνείδηση νομοθέτη μέσω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας, αλλά συνείδηση αναθεωρητικού νομοθέτη.

Τα παραδείγματα που ανέπτυξε ο αγαπητός Αλέκος Μαρκίδης προηγουμένως σε σχέση με τον νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, είναι νομίζω χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα ζήτημα το οποίο μας έχει απασχολήσει πάρα πολύ και στην Ελλάδα. Είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά κρίσιμο, παράγει άμεσες πολιτικές επιπτώσεις βαρύνουσες, που είναι η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της αναθεώρησης.  Η δυνατότητα αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Είναι ένα ζήτημα που με απασχόλησε πριν από πάρα πολλά χρόνια, όταν είχα παρουσιάσει την πραγματεία μου επί υφηγεσία (που υπήρχε την εποχή εκείνη στην ακαδημαϊκή κοινότητα), όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με το ερώτημα τί γίνεται όταν ο δικαστής αναμετριέται με το αναθεωρημένο Σύνταγμα και αυτό έχει συμβεί στην Ελλάδα σε όλες τις περιπτώσεις[8]. Ας πάρουμε τα μεταπολεμικά παραδείγματα, ο δικαστής κλήθηκε να ελέγξει τη συνταγματικότητα  της αναθεώρησης και το 1952 υπό συνθήκες μετεμφυλιακές, και το 1975 και το 2001 και πάρα πολλοί επιθυμούν να γίνει αυτό και τώρα, το 2019 ας πούμε, μετά τις εκλογές, όταν θα ολοκληρωθεί η τρέχουσα αναθεωρητική διαδικασία.

Σε όλες όμως αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστής αυτοσυγκρατήθηκε, υπεδύθη ότι ασκεί έλεγχο συνταγματικότητας, αλλά στην πραγματικότητα διέγνωσε την συμφωνία με το Σύνταγμα. Άρα, στήριξε και νομιμοποίησε τη συνταγματική μεταβολή. Έγινε κι αυτός  ένα μέρος του συσχετισμού των δυνάμεων. Δεν πρέπει να το δούμε αυτό ως ένα δικονομικό ή ερμηνευτικό πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα, ως ένα τμήμα του συσχετισμού δυνάμεων μέσω του οποίου γίνεται αποδεκτό ως Σύνταγμα το αναθεωρημένο Σύνταγμα. Δηλαδή στην πραγματικότητα, προσφέρει ο δικαστής ένα στοιχείο πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας  με τη νομολογία του αυτή. Αλλά, μπορεί ο δικαστής τώρα να κινηθεί με τα δεδομένα του 1952 ή του 1975; Μήπως αλλάζουν οι νοοτροπίες; Μήπως τώρα μπορεί να ελέγξει αυτό που στην Ελλάδα λέμε εσωτερική τυπική συνταγματικότητα της αναθεώρησης; Δηλαδή, όχι το περιεχόμενο, αλλά τη διαδικασία; Αυτό  είναι μία μεγάλη συζήτηση τώρα στην Ελλάδα σε σχέση με ορισμένα θέματα, όπως η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πλειοψηφία της παρούσας Βουλής πιστεύει  ότι η δεύτερη Βουλή  δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις που δίνει η πρώτη και αυτές ελέγχονται δικαστικά. Έχει πει σε μια παρεμπίπτουσα σκέψη του το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στην Ελλάδα, ότι εάν έχουν διατυπωθεί τέτοιες κατευθύνσεις από την Ολομέλεια, μπορεί και να δεσμεύουν, αλλά εν προκειμένω δεν είχαν διατυπωθεί, ποτέ δεν έχουν διατυπωθεί για λόγους για τους οποίους δεν αξίζει τώρα να σας απασχολήσω[9]. Αλλά αυτό ξέρετε που οδήγησε; Σε μία ψευδαίσθηση, ότι μπορεί ο δικαστής να ελέγξει τους συσχετισμούς των δυνάμεων και το αποτέλεσμα ήταν, να υπερψηφιστεί η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάγκη τροποποίησης του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη ΝΔ και τώρα πλέον, επειδή ψηφίστηκε αυτή η πρόταση με περισσότερους από 180 ψήφους, η επόμενη Βουλή μπορεί με 151 ψήφους να τροποποιήσει το Σύνταγμα και να εκλέξει και Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Χωρίς να υπάρχει κανένα αντικείμενο ελέγχου πλέον, διότι είναι έτσι διατεταγμένες οι επιμέρους διατάξεις, ώστε να έχει παραμείνει αλώβητη η διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο Πρόεδρος εκλέγεται από τη Βουλή. 

Άρα, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα στην επόμενη Βουλή να επιλέξει άλλο τρόπο εκλογής, για παράδειγμα την άμεση εκλογή, μένει μόνο η έμμεση εκλογή από το Κοινοβούλιο, αλλά μπορεί να μειώσει την πλειοψηφία. Η ψευδαίσθηση λοιπόν ότι μπορεί ο δικαστής να ελέγξει την εσωτερική τυπική συνταγματικότητα της αναθεώρησης, επηρέασε τους συσχετισμούς και άλλαξε το πολιτικό τοπίο στην πραγματικότητα.

Μήπως όμως ο δικαστής, έχει μεγαλύτερες δυνατότητες ή μεγαλύτερες υποχρεώσεις να ελέγχει την αναθεώρηση πλέον, όχι μόνο με βάση τα όρια τα ουσιαστικά της αναθεώρησης, που στην Ελλάδα προσδιορίζονται από το άρθρο 110, τον σκληρό πυρήνα των θεμελιωδών διατάξεων, όπως έλεγε παλιά το ελληνικό Σύνταγμα,  των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων  και αυτό μπορεί να ανακόψει κάποια  αναθεωρητική πρωτοβουλία;  Θα μπορούσε θεωρητικά να συμβεί αυτό, αν για παράδειγμα παραβιαζόταν δια της αναθεωρήσεως  μια διάταξη του κεφαλαίου των ατομικών δικαιωμάτων. Όμως, ούτως ή άλλως, αυτό θα παραβίαζε και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως ο δικαστής, ο εθνικός, αποκτά πλέον την δυνατότητα να ελέγχει την αναθεώρηση του εθνικού Συντάγματος και με βάση τις  διατάξεις του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου γιατί αυτό του επιβάλει το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος;  Είναι και αυτό ένα πολύ μεγάλο ανοιχτό θέμα, που ενισχύει την πεποίθηση ότι μένουν πολύ μικρά περιθώρια στην αναθεώρηση ως μεταβολή του γράμματος, δηλαδή, ως τυπική μεταβολή του κειμένου, ενώ το ουσιαστικό ζήτημα είναι η άτυπη μεταβολή, η μεταβολή μέσω της ερμηνείας με πολλούς και διάφορους τρόπους.

Η  διαφορά  ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα, για να επανέλθω στην εισαγωγική μου αναφορά, είναι, ότι ενώ από το 1975 τουλάχιστον και μετά, στην Ελλάδα  έχουμε μια περίοδο συνταγματικής ομαλότητας και οι αναθεωρήσεις για πρώτη φορά γίνονται καθ’ον τρόπο προβλέπει το Σύνταγμα, στην Κύπρο από το 1963, όπως ξέρετε όλοι καλύτερα από μένα και όπως είπε πολύ ωραία ο Αλέκος Μαρκίδης  προηγουμένως, ισχύει το δίκαιο της ανάγκης[10]. Αυτό κατά μείζονα λόγο συμβαίνει από το 1974, από την εισβολή και μετά, αυτό λοιπόν οδηγεί στην Κύπρο σε ένα διπλασιασμό της συνταγματικής τάξης.

Από το 1964 και μετά, έχουμε στην Κύπρο  μία «συνταγματική τάξη του κειμένου», η οποία ενεργεί ως υπενθύμιση ενός διεθνούς διακανονισμού που έπαψε να λειτουργεί από το 1963 και μετά, ως ένα έμβλημα και ως ένα επιχείρημα νομιμοποίησης, ανεξαρτήτως του αν επιβεβαιώθηκε ή όχι με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας το 1964 η διεθνής νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα είναι εκεί και περιμένει την επάνοδο των Τουρκοκυπρίων στην  ομαλότητα είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Και έχουμε δίπλα σε αυτή τη συνταγματική τάξη του κειμένου, τη «συνταγματική τάξη  της ανάγκης».

Αυτός ο διπλασιασμός καταργείται από το 1989 και μετά, όταν πλέον αποφασίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, η Βουλή των Αντιπροσώπων, να αρχίσει τις τροποποιήσεις του κειμένου, μέσα από τη λογική που παρουσίασε προηγουμένως ο Αλέκος Μαρκίδης, αλλά θέλω να σας το πω και εγώ με δικά μου λόγια[11]. Αυτό οφείλεται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, που ασκεί και τις αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου από το 1964 και μετά, χωρίς φυσικά τους ξένους, ουδέτερους προέδρους, με μία σύνθεση αμιγώς κυπριακή, αμιγώς ελληνοκυπριακή από ένα σημείο και μετά.  Είπε το Δικαστήριο ότι, επί των θεμελιωδών διατάξεων που αφορούν τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους, πρέπει να ισχύει το δίκαιο της ανάγκης.  Άρα, δεν χρειάζεται η αναθεωρητική διαδικασία με τις αυξημένες πλειοψηφίες, μπορείτε να ψηφίζετε κοινούς νόμους με κοινή πλειοψηφία. Επί των μη θεμελιωδών διατάξεων, μπορεί να συντελείται τυπική αναθεώρηση, με αυξημένη πλειοψηφία. Αυτό έχει πει κατ´αποτέλεσμα το Δικαστήριο και αυτό γίνεται. Στα θεμελιώδη ζητήματα ισχύουν απλούστερες διαδικασίες και μικρότερες πλειοψηφίες και στα μη θεμελιώδη μεταβάλλεται το κείμενο με αυξημένη πλειοψηφία δυο τρίτων μόνο των Ελληνοκυπρίων βουλευτών.

Η μεταβολή του κειμένου βεβαίως, μπορεί να οδηγήσει μέχρι και του σημείου, που ακούσατε προηγουμένως, δηλαδή να προστεθεί το άρθρο 1Α και να προσχωρήσει η Κύπρος στον απόλυτο μονισμό, δηλαδή, στην απόλυτη εκ του Συντάγματος παραδοχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου. Αυτό συμβαίνει και αλλού. Αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, η Κύπρος που κρατάει τον συμβολισμό του Συντάγματος του 1960, να το υποτάσσει στη θεωρία του μονισμού και του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, που κατατάσσει το εθνικό Σύνταγμα πρακτικά δεύτερο σε σχέση με την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όλους τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Όχι μόνο τους κανόνες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τους κανόνες που ισχύουν erga omnes, για να μιλήσω πιο τεχνικά στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου, αλλά όλους τους κανόνες τελικά του Διεθνούς Δικαίου, γιατί έτσι λέει η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών[12], όταν ακολουθείς τη μονιστική αυτή λογική, η οποία διαβαθμίζει το Εθνικό Σύνταγμα σε σχέση με το κλασικό Διεθνές Δίκαιο και όχι μόνο σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο.

Αυτή όμως η αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος στις μη θεμελιώδεις διατάξεις, γίνεται με ένα τρόπο που δεν έχει καμία σχέση τον τρόπο που γίνεται η αναθεώρηση στην Ελλάδα γιατί υπάρχει μια καθοριστική διαφορά.  Η μόνη εγγύηση που έχει απομείνει στην Κύπρο είναι η αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής. Υπήρχε η αυξημένη πλειοψηφία των δυο τρίτων η χωριστή των βουλευτών των δύο κοινοτήτων, τώρα αρκεί η αυξημένη πλειοψηφία δύο τρίτων της Βουλής. Προσέξτε. Σε μια σύνοδο, με μια ψηφοφορία,  χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Στην Ελλάδα η αυστηρότητα του Συντάγματος βασίζεται στις αυξημένες πλειοψηφίες αλλά και στους χρονικούς περιορισμούς. Πρέπει να μεσολαβήσουν δύο Βουλές και πρέπει να μεσολαβήσουν και πέντε χρόνια ανάμεσα σε μια αναθεώρηση και σε μια νεότερη αναθεώρηση που σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη προθεσμία διασκέψεως,  μεγάλη προθεσμία ώριμου χρόνου. Μα η Βαϊμάρη ήταν το Σύνταγμα εκείνο που προέβλεπε ότι με πλειοψηφία δύο τρίτων των παρόντων μελών σε μια σύνοδο μπορούσε να συντελεστεί αναθεώρηση. Όπως ξέρετε, συνελήφθησαν οι κομμουνιστές βουλευτές, αποκλείστηκαν από τη συνεδρίαση και αρκετοί σοσιαλιστές και επιτεύχθηκε η πλειοψηφία δύο τρίτων στην αναθεώρηση που ένωσε τα αξιώματα του Προέδρου του Ράιχ και του Καγκελαρίου[13].

Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να θυμόμαστε ότι η διαδικασία αναθεώρησης στην Κύπρο δεν περιέχει τις εγγυήσεις που περιέχει η διαδικασία αναθεώρησης στην Ελλάδα.  Πέραν του ότι στην Κύπρο η αναθεώρηση συντελείται με νόμο, δηλαδή από το  τακτικό νομοθετικό όργανο, ενώ η αναθεώρηση στην Ελλάδα συντελείται με ψήφισμα, δεν συντελείται με νόμο, δεν συμπράττει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθόλου. Το ψήφισμα δημοσιεύεται με εντολή του Προέδρου της Βουλής, δεν μετέχει καθόλου η κυβέρνηση στη διαδικασία αυτή.  Δεν έχει ούτε πρωτοβουλία, ούτε δυνατότητα παρέμβασης τυπικά. Άλλο αν κομματικά, υπό την βουλευτική τους ιδιότητα ως βουλευτές τα μέλη της κυβέρνησης ασκούν επιρροή και κυρίως ο πρωθυπουργός ως αρχηγός, συνήθως,  του πλειοψηφούντος κόμματος.

Η πρόσφατη λοιπόν διαδικασία αναθεώρησης στην Ελλάδα που είναι ανοιχτή και όλες οι συζητήσεις στην Κύπρο μας φέρνουν αντιμέτωπους με μερικά βασικά  ερωτήματα. Θα σας πω τα πολύ βασικά. Αντιλαμβανόμαστε ότι μιλάμε τώρα για το σύνταγμα,  ενός κράτους μειωμένης κυριαρχίας - όχι επειδή υπάρχει το Κυπριακό ή επειδή υπάρχει το μνημόνιο. Όλα  τα κράτη είναι μειωμένης κυριαρχίας, είναι διαμοιρασμένης κυριαρχίας, είναι κράτη μέλη. Αντιλαμβανόμαστε πόσο  διαφορετικό είναι να αναθεωρείς ένα Σύνταγμα κλασσικού εθνικού κράτους, «βεστφαλιανού», και πόσο διαφορετικό είναι να αναθεωρείς το Σύνταγμα ενός κράτους περιορισμένης ή διαμοιρασμένης κυριαρχίας που είναι «κράτος μέλος». Η βασική εκδήλωση της κυριαρχίας είναι η συντακτική εξουσία και η αναθεωρητική λειτουργία. 

Έχουμε επίσης αναθεώρηση χωρίς διασφαλισμένη υπεροχή. Αναθεωρείς ένα σύνταγμα που δεν έχει αυτονόητη υπεροχή και διεκδικεί την υπεροχή του στο πεδίο εφαρμογής του, μέσα από αυτό που ονομάζω «αλληλοπεριχώρηση». Υπάρχει μια συνεχής συνομιλία μεταξύ Συντάγματος, Ευρωπαϊκού Δικαίου και Διεθνούς Δικαίου και μια «ευγενής υπόκλιση», άλλοτε των εθνικών συνταγματικών ή ανώτατων δικαστηρίων, άλλοτε του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, άλλοτε του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, για να διαμορφωθεί σταδιακά ένας ενιαίος ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος[14]. Πάντως, αυτή είναι μια πολύ εκλεπτυσμένη, ανοιχτή διαδικασία, διότι, τελικά, για κάθε θέμα, μια διάταξη καλείται ως υπερέχουσα και αυτή δεν είναι αυτονόητο ότι είναι η συνταγματική διάταξη.

Στην Ελλάδα έχουμε κάνει τη μετάβαση στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό πολύ πιο κομψά με την ερμηνευτική δήλωση που προσθέσαμε το 2001 κάτω από το άρθρο 28[15]. Στην Κύπρο έγινε με τρόπο ευθύ και ρητό με το άρθρο 1 Α.

Θα κλείσω, λέγοντας πολύ σύντομα, ότι το πρώτο θέμα το οποίο έπρεπε να απασχολήσει την ελληνική αναθεώρηση έχει περάσει σιωπηρά και αδιάφορα. Είναι η δημοσιονομική επίγνωση[16]. Ο συνταγματικός λαϊκισμός και ο συνταγματικός βολονταρισμός είναι εγγενές στοιχείο του συντάγματος. Τα συντάγματα γεννιόνται  τον 18ο αιώνα ως κείμενα διακηρυκτικά, αφηγηματικά, πριν αποκτήσουν τον μηχανικό εαυτό τους και αυτό διατηρείται. Διατηρείται υποδορίως  η πεποίθηση ότι μπορείς με αλλαγές στο Σύνταγμα να αλλάξεις την πραγματικότητα, ενώ αυτό δεν αληθεύει. ΄Η να την κρύψεις την πραγματικότητα.

Η Ελλάδα, λοιπόν, έχει υπογράψει, όπως και η Κύπρος, έχει κυρώσει και επικυρώσει και  συνεπώς αυτή ισχύει στις έννομες τάξεις και των δύο χωρών, από το 2012, τη Συνθήκη για τη Συνεργασία, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση, ισχύει το Σύμφωνο Σταθερότητας, ισχύει το όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος και του Δημοσίου Χρέους, ελέγχεται αυτό μέσα από διάφορους μηχανισμούς,  το ευρωπαϊκό εξάμηνο, two packs, six packs, κ.ο.κ. αλλά δεν αναθεωρούμε το Σύνταγμά μας, δεν βάζουμε τον χρυσό δημοσιονομικό κανόνα στο Σύνταγμα[17]. Έχουμε όμως δεσμευτεί να έχουμε μέχρι το 2022 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, με μεγάλη χαρά η κυβέρνηση διεκδικεί υπερπλεόνασμα, και το επιτυγχάνει και επαίρεται και έχουμε και δεσμεύσεις για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ το χρόνο μέχρι το 2060, αλλά αναθεώρηση του Συντάγματος για να βάλουμε τον δημοσιονομικό κανόνα, δεν κάνουμε.

Τα ζητήματα του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας ήδη τα ανέφερα[18]. Υπάρχουν πολλά άλλα θέματα τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε στη συνέχεια. Δεν τίθεται προς αναθεώρηση η «σημαία» της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που είναι η τροποποίηση του άρθρου 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια[19]. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι την επόμενη αναθεώρηση,  αν συντελεστεί αυτή η αναθεώρηση, αν η επόμενη Βουλή διαλέξει να λύσει το πρόβλημα του Προέδρου της Δημοκρατίας και άρα να θυσιάσει την αναθεώρηση του άρθρου 16 και την οδηγήσει στο μέλλον, η μόνη λύση είναι να αντιμετωπισθεί  το ζήτημα αυτό μέσω της κυπριακής έννομης τάξης και του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου, δηλαδή μέσω του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών,  για να δείτε ποια είναι η σχέση του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου με το Εθνικό Σύνταγμα σε ένα ζήτημα τέτοιο.

Άλλωστε, με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που την αποδέχθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, άλλαξε η ερμηνεία μιας βασικής διάταξης του Συντάγματός μας που αναθεωρήθηκε το 2001, του άρθρου 14 παρ. 9, της διάταξης του «βασικού μετόχου» στα Μέσα Ενημέρωσης και του ασυμβιβάστου μεταξύ των προμηθευτών ή εργολάβων του Δημοσίου και των βασικών μετόχων των Μέσων Ενημέρωσης[20]. Η διαφορά όμως είναι ελάχιστη, είναι η μετατροπή ενός τεκμηρίου από αμάχητο σε μαχητό. Αυτό, πράγματι, λύθηκε νομολογιακά, ως άτυπη μεταβολή του Συντάγματος μέσω της σύμφωνης με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του. Κάποια στιγμή, μπορεί η νομολογία του Λουξεμβούργου να οδηγήσει σε μια παρόμοια άτυπη μεταβολή και του άρθρου 16 του Συντάγματος.

Άρα, όπως βλέπετε, οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές και η κορυφαία πρόκληση, είναι η πρόκληση της οικονομικής κρίσης. Για να το πω πιο συγκροτημένα, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία, η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση. Αξίζει να συζητήσουμε κάποια στιγμή, μπορεί αυτή τη συζήτηση να τη ξεκινήσουμε και σήμερα, με ποια αυτοσυνειδησία δικαστική λειτούργησε η Δικαιοσύνη απέναντι στο φαινόμενο της κρίσης της οικονομικής και στην ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής, σε αυτές τις χώρες[21]. Ας πάρουμε τις δύο που μας ενδιαφέρουν, την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα σας πω ότι ζητήματα αντίστοιχα με το άρθρο 23 του κυπριακού Συντάγματος και την τελευταία απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κύπρο[22], έχουμε και στην Ελλάδα. Περιμένουμε τώρα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ´  Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις αναδρομικές αξιώσεις που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι από τις περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας, των δώρων δηλαδή, του 13ου και 14ου μισθού[23]. Περιμένουμε την απόφαση  της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ζήτημα της πιθανής αντισυνταγματικότητας θεμελιωδών πτυχών του νόμου για την κοινωνικο-ασφαλιστική μεταρρύθμιση  του 2016, του γνωστού ως «νόμου Κατρούγκαλου». Στο μεταξύ ο νόμος αυτός, ενώ τελεί υπό διάσκεψη η υπόθεση, τροποποιείται. Δημοσιεύονται αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου[24], για υποθέσεις που συζητήθηκαν, προσέξτε, που συζητήθηκαν στο ακροατήριο το 2015 και δημοσιεύονται τον Δεκέμβριο του 2018 ή δεν έχουν δημοσιευτεί έως τώρα. Τελούσαν υπό διάσκεψη τέσσερα χρόνια, με αλλαγές στη σύνθεση του Δικαστηρίου στο μεταξύ,  γιατί αποχωρούν δικαστές κ.ο.κ. Παρόλα αυτά καμία απόφαση δεν αντιμετώπισε τα ζητήματα αυτά όπως τα αντιμετωπίζει με πολύ απλό τρόπο η τελευταία απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ως παράβαση του άρθρου 23. Η αλήθεια είναι ότι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ξέρετε καλύτερα από εμένα, στις λεγόμενες κυπριακές αποφάσεις, έστειλαν στα Δικαστήρια των κρατών μελών ένα μήνυμα δικαστικής αυτοσυγκράτησης[25].

 Σε αντίθεση με το κυπριακό πρόγραμμα το οποίο έχει ελεγχθεί ως προς ορισμένες πτυχές του στο επίπεδο της εθνικής έννομης τάξης, από το Ανώτατο Δικαστήριο ή κατώτερα δικαστήρια κυπριακά και από το Δικαστήριο  της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ελληνικό πρόγραμμα έχει ελεγχθεί από τρία ελληνικά ανώτατα δικαστήρια[26], από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Γενικό Δικαστήριο αρχικά[27], από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[28], από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο της αμοιβαίας προστασίας Επενδύσεων,  της Συνθήκης της Ουάσιγκτον,  του ICID[29] δηλαδή και από πολλά αλλοδαπά εθνικά δικαστήρια, κυρίως γερμανικά και αυστριακά[30]. Έχουμε, συνεπώς, ένα corpus νομολογιακό που είναι το πλουσιότερο που υπάρχει σε σχέση με άλλες χώρες, όπως είναι η Πορτογαλία που έχουμε επίσης αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα έχουμε ένα corpus πολύ πιο πλούσιο και από το ιρλανδικό και από το ισπανικό[31].

Άρα, το ερώτημα είναι το εξής, πάρα πολύ απλά, και τώρα θα κλείσω πραγματικά διότι το ερώτημα είναι υπαρξιακό και δεν νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω αφού το θέσω, είναι αυτοκαταλυτικό το ερώτημα: Όταν το κράτος τελεί υπό συνθήκες περιορισμού της κυριαρχίας του, της δημοσιονομικής κυριαρχίας του, της πιστοληπτικής κυριαρχίας, όταν το κράτος αποκλείεται από τις αγορές, άρα αποκλείεται από την κυριαρχία του γιατί, όπως θα θυμάστε από την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης η πραγματική αναγνώριση του επαναστατημένου έθνους προήλθε από τα δάνεια της ανεξαρτησίας τα οποία  ήταν μεν  καταπλεονεκτικά  αλλά δόθηκαν στο επαναστατημένο έθνος, άρα, οι αγορές της εποχής αναγνώριζαν το επαναστατημένο έθνος των Ελλήνων πριν από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Όταν λοιπόν ένα κράτος βρίσκεται υπό τέτοιες συνθήκες περιορισμού της δημοσιονομικής του κυριαρχίας,  περιορίζεται προφανώς η κυριαρχία του νομοθέτη ο οποίος είναι αναγκασμένος, για να αποφύγει την καταστροφή, να υιοθετήσει μέτρα ως νόμους εθνικούς που τα έχει συμφωνήσει με αντάλλαγμα, αντάλλαγμα χρηματοοικονομικό, δημοσιονομικό, πολιτικό και αν δεν ανταποκριθεί σε αυτήν του την υποχρέωση κινδυνεύει με κυρώσεις οικονομικές πολύ σοβαρές. Αυτός ο περιορισμός της κυριαρχίας που τον αναγνωρίζει και τον υφίσταται ο νομοθέτης, ο δημοκρατικά  νομιμοποιημένος νομοθέτης, η λαϊκή κυριαρχία δηλαδή, αφήνει αδιάφορο τον δικαστή; Δηλαδή μπορεί ο δικαστής να λέει στον νομοθέτη, «εγώ είμαι κυρίαρχος, όχι απλά ανεξάρτητος στην εσωτερική έννομη τάξη, είμαι διεθνώς κυρίαρχος,  ενώ εσύ είσαι υποτεταγμένος, υπακούς σε έναν διεθνή συσχετισμό και βλάπτεις τον λαό»;  Είναι αυτό μια έντιμη σχέση μεταξύ των κρατικών οργάνων; Είναι μια σχέση που υποβοηθά την νομιμοποίηση του Συντάγματος και την αποδοχή της Δημοκρατίας, της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας ως κοινού πλαισίου αναφοράς; Αυτό σας αφήνω να το σκεφθείτε.-

 


 

*Ομιλία σε ομότιτλη εκδήλωση που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Frederick στις 15 Απριλίου 2019 στη Λευκωσία. Στο κείμενο που προέκυψε από την απομαγνητοφώνηση της ομιλίας  προστέθηκαν ενδεικτικές υποσημειώσεις.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΔΗΜΩΝΑΣΣΑ, 2019, σελ 213



[1]
Ευάγγελος Βενιζέλος, Η Δημοκρατία μεταξύ ιστορίας και συγκυρίας – Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος, Εκδόσεις Πατάκη, 2018.

[2] Ευάγγελος Βενιζέλος, Το Κυπριακό ζήτημα, η κυπριακή συνταγματική τάξη  και η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέντε μελέτες για την αντοχή των συνταγματικών υλικών στην Κύπρο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000.

[3]  Aπό την πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. κυρίως Kévin Ferdinand Ndjimba,  L'internationalisation des Constitutions des Etats en crise : réflexions sur les rapports entre Droit international et Droit constitutionnel, Thèse de doctorat en Droit public, Nancy – Universite 2, 2010, ιδίως σελ. 98 επ., 191 επ. Πρβλ. Ioannis Prezas,  L’internationalisation structurelle des systèmes constitutionnels nationaux :

les cas de la Bosnie-Herzégovine et du Kosovo σε: Pierre-François Laval et Rémy Prouvèze  (dir), L'ONU, entre internationalisation et constitutionnalisation, Editions A.Pedone, 2015, 31 επ. 

[4] Πιο αναλυτικά για τα σχετικά θέματα βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1984.

[5] Βλ. πρόχειρα, Ευάγγελος Βενιζέλος, ο.π. (υποσ. 1), σελ. 359 επ. και παρακάτω υποσ. 31. Από την ελληνική βιβλιογραφία,  Λίνα Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: Το ζήτημα της «υπεροχής», Πρόλογος Δημήτρη Θ. Τσάτσου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009.

[6] Από την πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. Manon Altwegg-Boussac, Les changements constitutionnels informels, Institut Universitaire Varenne, 2013, Reijer Passchier, Informal Constitutional Change: Constitutional Change Without Formal Constitutional Amendment in Comparative Perspective

PhD Thesis, Leiden University, 2017.

 

[7] Βλ. κυρίως David A. Strauss, The Irrelevance of Constitutional Amendments, Harvard Law Review, 114, 2001,   σελ. 1457, Walter E. Dellinger III, The Legitimacy of Constitutional Change: Rethinking the Amendment Process, Harvard Law Review, 1983, σελ. 386. Πρβλ. όμως Raoul Berger, Government by Judiciary: The Transformation of the Fourteenth Amendment, 1997, σελ. 18 και ιδίως Adrian Vermeule, Constitutional Amendments and the Constitutional Common Law, Chicago Public Law and Legal Theory Working Papers, No 73, 2004

[8] Βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ο.π. (υποσ. 4), σελ. 249 επ. Από την πρόσφατη βιβλιογραφία Kemal Gözler, Judicial Review of Constitutional Amendments: A Comparative Stud, Ekin Press, 2008,

[9] Τις απόψεις μου για το ζήτημα αυτό παρουσιάζω στη μελέτη: Ευάγγελος Βενιζέλος, Δεσμεύεται η δεύτερη Βουλή από τις κατευθύνσεις της πρώτης στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος; Constitutionalism.gr (ανάρτηση 28.11.2018).

[10] Βλ.  τώρα Αχιλλέας Αιμιλιανίδης/ Χρήστος Παπαστυλιανός/ Κώστας Στρατηλάτης, Η Κυπριακή Δημοκρατία και το Δίκαιο της Ανάγκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016.

[11] Ευάγγελος Βενιζέλος, Το Κυπριακό Σύνταγμα του 1960 και η δυνατότητα αναθεώρησης του: Ένα εργαστήριο για τη δοκιμασία της αντοχής των συνταγματικών υλικών σε Ευάγγελος Βενιζέλος, ο.π. (υποσ. 2), σελ. 97 επ.

[12] Βλ. κυρίως το άρθρο 27 και τα σχόλια που έχουν διατυπωθεί ως προς  αυτό στη θεωρία του Διεθνούς Δικαίου και συνιστούν κοινό τόπο της σχετικής βιβλιογραφίας.

[13] Βλ. τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Η αυτοκτονία του δήμου. Πολιτική κρίση και Συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη (πρόλογος Νίκος Αλιβιζάτος), Εκδόσεις Ευρασία, 2018

[14] Βλ. πιο αναλυτικά Ευάγγελος Βενιζέλος, Η συνθήκη του Μάαστριχτ και ο ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994 σελ. 9-63, = ο ίδιος, Η συνθήκη του Μάαστριχτ και ο ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος - οι αμοιβαίες επιδράσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Συντάγματα των κρατών μελών, ΤοΣ 1993/3, σελ. 454-458, Evangelos Venizelos, The European Constitution as intergovernmental Constitution and the political Deficit of the European Union, in: G. Dimitropoulos – G. Kremlis (eds), A new Constitutional Settlement for the European People, Ant. N. Sakkoulas, 2004, σελ. 33-37 

[15] Πιο αναλυτικά  Ευάγγελος Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο – Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 229 επ.

[16] Βλ. πιο αναλυτικά Ευάγγελος Βενιζέλος, ο.π. (υποσ. 1), σελ. 234 επ.

[17] Βλ. ενδεικτικά, Federico Fabbrini, The Fiscal Compact, the “ Golden Rule” and the Paradox of European Federalism, Boston College International and Comparative Law Review, vol. 36, issue 1, 2013, σελ. 1 επ. Για μια «αυστηρή»  γερμανική προσέγγιση βλ. Heiko Burret/ Ian Schnellenbach, Implementation of the fiscal compact in the Euro area member states: Expertise on the behalf of the

German Council of Economic Experts, September 2013/January 2014.

[18] Βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Η εκδίκηση του Συντάγματος, Το Βήμα της Κυριακής, 17 Μαρτίου 2019

[19] Βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Αγόρευση στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος της Βουλής των Ελλήνων, συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2018.

[20] Βλ. τη συνολική παρουσίαση  του σχετικού προβληματισμού που κάνει ο Αντώνης Μανιτάκης, Οι θεσμικές παρενέργειες της υπόθεσης «βασικός μέτοχος»: Η εκνόμευση του συντάγματος και η παραγνώριση των άδηλων τροποποιήσεων του συντάγματος μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, σε: constitutionalism.gr (ανάρτηση 7.9.2015).

[21] Για τον σχετικό προβληματισμό στην Κύπρο βλ. ενδεικτικά Χριστίνα Ιωάννα/ Αχιλλεύς Αιμιλιάδης, Η Κύπρος και η Ε.Ε. μετά το κούρεμα των καταθέσεων, σελ. 124 επ.

[22] Διοικητικό Δικαστήριο, Απόφαση 29 Μαρτίου 2019 στις συνεκδ. υποθέσεις αρ. 98/2013, 244/2013 κλπ. Νικολαϊδης κατά Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Οικονομικών και Γενικού Λογιστή.

[23] ΣτΕ (Στ΄Τμήμα) 2226/2018 παραπεμπτική στην Ολομέλεια του  Δικαστηρίου.

[24] Βλ. για παράδειγμα  τις Ε.Σ. (Ολ.) 1388/2018 και 137/2019

[25] Βλ. Άννα Τσιφτσόγλου, Το Κυπριακό Μνημόνιο στο ΔΕΕ: όταν η πολιτική υπερβαίνει το δίκαιο; ΕφημΔΔ 1/2017 σελ. 99-105. Σταύρος Κιτσάκης, Παρατηρήσεις στην ΔΕΕ. C-8/15 P έως C-10 /15, Ledra Advertising Ltd κλπ/ Επιτροπή και ΕΚΤ, 20.9.2016, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως ΕΕΕυρΔ 3:2016, σελ. 367 επ. [καθώς και τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-105 /15 έως C-109 /15,  Μαλής και Μαλλή κλπ./Επιτροπή και ΕΚΤ, 20.5.2016, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως]. Θωμάς Παπαδόπουλος, Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως για εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον του ΔΕΕ σχετικά με το «κούρεμα» καταθέσεων στις κυπριακές Τράπεζες, Το Σύνταγμα (ΤοΣ) 1/2018, σελ. 229 επ.

[26] Από τις αποφάσεις που  καταφάσκουν τη συνταγματικότητα θεμελιώδεις είναι οι ΣτΕ (Ολ.) 668/2012 για το λεγόμενο πρώτο μνημόνιο και 1116/2014 για την δραστική παρέμβαση στο δημόσιο χρέος το κατεχόμενο από ιδιώτες (PSI). Βλ. και τις Α.Π. (ολ.)11/2017 και ΕΣ (ολ.)1388/2018.

[27] Βλ. χαρακτηριστικά CJEU, Stefan Fahnenbrock and others v. Hellenische Republic (C-226/13), Hellenische Republic v. Leo Kuhn (C-308/17). Επίσης General Court, Accorinthi and others v. ECB  (T-79/13), Nausicaa Anadyomène SAS and Banque d'escompte v. ECB (T-749/15)

[28] Koufaki and ADEDY v. Greece, Decision 7.5.2013, Mamatas and others v. Greece, final, 30.1.2017.

[29] International Centre for Settlement of Investment Disputes, award in the arbitration proceeding between Poštová Banca A.S. and Istrokapital  SE and the Hellenic Republic, ICSID Case No ARB/13/8, April 9, 2015 and international centre for Settlement of Investment Disputes, Decision on Poštová Banca’s Application for Partial Annulment of the Award, September 29, 2016

[30]  Βλ. Sebastian Grund, Enforcing Sovereign Debt in Court – A Comparative Analysis of Litigation and Arbitration Following the Greek Debt Restructuring of 2012, VLR, vol. 1 (2017), ο ίδιος, The legal Consequences of Sovereign Insolvency – a Review of Creditor Litigation in Germany following the Greek Debt Restructuring (May 14, 2017), Maastricht Journal of European and Comparative Law, available at SSRN.

[31] Βλ. πιο αναλυτικά Evangelos Venizelos, State Transformation and the European Integration Project: Lessons from the financial crisis and the Greek paradigm, Center for European Policy Studies (CEPS), Special Report No 130, February 2016  και Ευάγγελος Βενιζέλος, Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Διδάγματα της οικονομικής κρίσης: Η ελληνική περίπτωση, Πόλις, 2016, ιδίως σελ. 41 επ.