19.2.2020
Ευάγγελος Βενιζέλος
«Η εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ»*
Η συμμόρφωση στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «ΕΔΔΑ» ή «Δικαστήριο») ανατίθεται σε ένα κατεξοχήν πολιτικό όργανο, όπως είναι η Επιτροπή Υπουργών. Πρόκειται για ένα μηχανισμό αμοιβαίας εποπτείας μεταξύ των κρατών μερών της Σύμβασης. Βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στην Επιτροπή Υπουργών, στην οποία επί χρόνια μάς εκπροσωπούσε ο Καθηγητής Στ. Περράκης ως μόνιμος αντιπρόσωπος, με αυξημένη πλειοψηφία 2/3. Άρα, πρέπει να διαμορφώνονται συσχετισμοί και, μάλιστα, αρκετά δύσκολοι και φιλόδοξοι. Βέβαια, μετά το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμόν 14 εμπλέκεται στην εκτέλεση και το ίδιο το Δικαστήριο, το οποίο πλέον εκδίδει και αποφάσεις με τις οποίες υποδεικνύει το σχέδιο συμμόρφωσης εξαρχής. Άρα, υπάρχει ένα είδος επιτάχυνσης και ένα είδος ενεργότερης συμμετοχής του Δικαστηρίου στη διαδικασία αυτή πριν κινηθούν οι μηχανισμοί του άρθρου 46 παράγραφος 4.
I. Η προστιθέμενη αξία του Συμβουλίου της Ευρώπης και ο ρόλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης
Στο σύστημα αυτό, όμως, υπάρχει ένα όργανο το οποίο δεν καταγράφεται στο άρθρο 46, το οποίο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, που είναι η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η προστιθέμενη αξία του Συμβουλίου της Ευρώπης ως περιφερειακού Οργανισμού προκύπτει από πολλά και διάφορα στοιχεία. Είναι θεματοφύλακας των ευρωπαϊκών αξιών, του Κράτους Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης είναι ένας Οργανισμός που στεγάζει μέλη και μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου με διαφορετικές ιστορικές διαδρομές, διαφορετικές παραδόσεις και διαφορετικό επίπεδο ευαισθησίας για τα θέματα της δημοκρατίας του Κράτους Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα, βέβαια, του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η ύπαρξη της Σύμβασης, η ύπαρξη του Δικαστηρίου και η ύπαρξη της ατομικής πρωτίστως προσφυγής, παρότι και η διακρατική μπορεί να αποκτήσει άλλη δυναμική στο μέλλον.
Το δεύτερο στοιχείο που προσδίδει μία προστιθέμενη αξία είναι η ιδιορρυθμία της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση έχει υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας σε σχέση με τις κυβερνήσεις. Δεν είναι μία Συνέλευση Κοινοβουλευτικής Διπλωματίας, αναπτύσσεται ένας αρκετά αυξημένος βαθμός ανεξαρτησίας αντιλήψεων, όχι τόσο των εθνικών κοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών, όσο ατομικά των μελών της Συνέλευσης και, κυρίως, των πολιτικών ομάδων της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης που συγκροτούνται και επικαθορίζουν τις διαδικασίες της.
Η Συνέλευση λοιπόν είναι όχι μόνο ένα forum κοινοβουλευτικό, αλλά και ένα forum της κοινωνίας των πολιτών. Τα μεγάλα θέματα που αφορούν τις εκκρεμότητες σε σχέση με την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ τίθενται πάρα πολύ συχνά στη Συνέλευση, στα περιθώρια των συνόδων της, με εκδηλώσεις, με μορφές ακτιβισμού θεσμικού, υψηλού επιπέδου, οι οποίες ασκούν επιρροή, εμμέσως, στα αρμόδια όργανα, δηλαδή και στην Επιτροπή Υπουργών, αλλά και στο Δικαστήριο. Για την υπόθεση Mammadov[1] δεν υπήρξε Σύνοδος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης όλα αυτά τα χρόνια που να μην έχουμε σωρεία εκδηλώσεων. Αλλά και για ελληνικού ενδιαφέροντος υποθέσεις – όπως για τη Σαρία ή για τη Μανωλάδα– έχουμε συχνά τέτοιου είδους εκδηλώσεις στο περιθώριο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης.
Η Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Συνέλευσης, στην οποία λειτουργεί και η Υποεπιτροπή για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, είναι ένα forum το οποίο ασκεί σημαντικές αρμοδιότητες, διότι διά του εισηγητού για την εκτέλεση των αποφάσεων, ο οποίος έχει την εποπτεία όλων όσων συμβαίνουν στις 47 χώρες μέλη – αυτό τον ρόλο είχα παίξει για ένα χρονικό διάστημα – καταρτίζει και καταθέτει εισηγήσεις, δηλαδή εκθέσεις αξιολόγησης, για τα κράτη μέλη, και ιδίως για όσα έχουν υψηλό αριθμό εκκρεμών υποθέσεων. Είναι οι βασικοί «πελάτες» της Επιτροπής Νομικών Υποθέσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης που οργανώνει ακροάσεις, οι οποίες είναι κάτι διαφορετικό από τις συζητήσεις που γίνονται στην Επιτροπή Υπουργών μεταξύ των μονίμων αντιπροσώπων των κρατών μελών, δηλαδή μεταξύ των αναπληρωτών των Υπουργών Εξωτερικών, που στην πραγματικότητα είναι οι διαπιστευμένοι Πρέσβεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Αυτή η διαδικασία της κατάρτισης των ανά χώρα εκθέσεων και, τελικά, της ενιαίας μεγάλης έκθεσης του εισηγητή για την εκτέλεση των αποφάσεων, η οποία συζητείται και ψηφίζεται με συστάσεις οι οποίες απευθύνονται στην Επιτροπή Υπουργών, αλλά ουσιαστικά στα κράτη μέλη, είναι μία πολύ μεγάλη θεσμική πίεση, η οποία ασκείται. Είναι σημαντικό το ότι οργανώνονται ακροάσεις των επικεφαλής των Εθνικών Κοινοβουλευτικών Αντιπροσωπειών, οι οποίοι καλούνται σε δημόσια συνεδρίαση να παρουσιάσουν τις απόψεις της χώρας τους και να εξηγήσουν γιατί υπάρχουν εκκρεμότητες στη συμμόρφωση με συγκεκριμένες αποφάσεις, οι οποίες απασχολούν την Επιτροπή Υπουργών. Πολύ συχνά δε, οι επικεφαλής των Εθνικών Κοινοβουλευτικών Αντιπροσωπειών συνοδεύονται από εκπροσώπους της κυβέρνησης, από εκπροσώπους οργάνων, όπως είναι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σε εμάς, ή το Υπουργείο Δικαιοσύνης της αντίστοιχης χώρας. Άρα, η πίεση δεν ασκείται θεσμικά, κυρίως μέσω του τυπικού ελέγχου που ασκεί η Κοινοβουλευτική Συνέλευση στην Επιτροπή Υπουργών, μέσω δηλαδή της ακρόασης, στην οποία υπόκειται ο εκάστοτε Προεδρεύων της Επιτροπής Υπουργών κατά την περιοδική εξαμηνιαία Προεδρεία της Επιτροπής Υπουργών, αλλά μέσω του τρόπου αυτού.
Άρα, η σημασία όλης αυτής της διαδικασίας είναι κρίσιμη και πολιτικά και θεσμικά, αλλά και στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών, που δεν πρέπει καθόλου να το παραβλέπουμε στα ζητήματα αυτά, διότι ίσως είναι ο πρωταγωνιστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των αντιλήψεων.
Τώρα, μέσω της λειτουργίας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, των αποφάσεων και των συστάσεών της, διαμορφώθηκαν και οι μηχανισμοί στα κοινοβούλια των κρατών μερών για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης. Άρα, υπό την πίεση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης και εμείς στην Ελλάδα – αλλά αυτό έγινε, λίγο-πολύ, σε όλες τις χώρες– συγκροτήσαμε με τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Παρακολούθησης των Αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που είναι από μόνο του ένα πολύ σημαντικό βήμα.
Την ίδια εποχή βέβαια, το 2016, με τον νόμο 4443/ 2016 συγκροτείται και ο Εθνικός Μηχανισμός Εποπτείας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, που είναι διοικητικο-πολιτικού χαρακτήρα όργανο, ενώ ανατέθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη η πρόσθετη αρμοδιότητα να λειτουργεί ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, για να ανταποκριθούμε, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, στις υποχρεώσεις που υπήρχαν.
II. Ο κρίσιμος ρόλος των εθνικών ανώτατων δικαστηρίων
Για τη συμμόρφωση σε εθνικό επίπεδο καθοριστικός είναι ο ρόλος εκείνου του οργάνου που προκαλεί την υπόθεση ενώπιον του ΕΔΔΑ. Λαμβανομένου, λοιπόν, υπόψη ότι πρέπει να εξαντληθούν τα εθνικά ένδικα μέσα, συνήθως ένα ανώτατο δικαστήριο είναι αυτό που θα ερμηνεύσει και θα εφαρμόσει έτσι την εθνική νομοθεσία, ενδεχομένως υπό το φως του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης - στην προκειμένη περίπτωση το ΔΕΕ απαντώντας σε τυχόν προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ λειτουργεί ως εθνικός δικαστής του κράτους μέλους της ΕΣΔΑ, αντιστρέφονται οι ρόλοι – ώστε να προκαλείται ζήτημα πιθανής παραβίασης. Εφόσον λοιπόν ένα εθνικό ανώτατο δικαστήριο είναι αυτό που προκαλεί την παραβίαση της ΕΣΔΑ, αυτό είναι που πρέπει και να συμβάλει καθοριστικά στη συμμόρφωση του κράτους μέρους προς την απόφαση του ΕΔΔΑ.
III. Η επανάληψη της δίκης ως συμμόρφωση σε απόφαση του ΕΔΔΑ - Η ΣτΕ ( Β´τμ. επταμ.) 1992/2016
Βεβαίως, αυτό αφορά πρωτίστως τα ατομικά μέτρα συμμόρφωσης, διότι ο νομοθέτης είναι αυτός που θα προβλέψει τα γενικά μέτρα συμμόρφωσης. Άρα χρειάζονται, πολύ συχνά, νομοθετικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες, ενίοτε και αναθεωρητικού χαρακτήρα σε σχέση με το εθνικό Σύνταγμα. Νομοθετικού χαρακτήρα πρωτοβουλία απαιτείται και για να διασφαλιστεί το λεγόμενο reopening, η επανεκκίνηση, η επανάληψη εκείνης της δικαστικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της κρίσιμης, παραβατικής, απόφασης του Εθνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είδαμε και στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών[2] πώς έχει βελτιωθεί τώρα με το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η σχετική διατύπωση, ώστε να μην υπάρχει πια καμία αμφιβολία ότι υπάρχει αυτό το reopening. Αναφέρομαι στο άρθρο 525 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου προστέθηκε πλέον η κρίσιμη φράση ότι «δεν απαιτείται η διαπιστωθείσα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δικονομική παραβίαση να επηρέασε αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου».
Άρα, έχουμε μία νομοθετική τομή σε σχέση με μία προγενέστερη αμφισβήτηση και μία συζήτηση, αλλά εξακολουθούμε να έχουμε τις εκκρεμότητες των πολιτικών δικών, μετά τις γνωστές αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και για τα σωματεία της Θράκης, εν μέρει και για τη Σαρία, αν και εκεί ο νομοθέτης έχει κάνει πολύ σημαντικά βήματα και είναι έναν «πόντο» πριν την οριστική λύση του θέματος αυτού.
Προβλήματα υπάρχουν όμως και στο πεδίο της διοικητικής δικονομίας. Αναφέρομαι στην 1992/2016 του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, της επταμελούς συνθέσεως, η οποία για τον μελετητή των αντιστοίχων προβλημάτων του ρωσικού συστήματος, που θέτει υπό τον έλεγχο του Ρωσικού Συνταγματικού Δικαστηρίου τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι απολύτως συγκρίσιμη. Δηλαδή, κατά τον ίδιο τρόπο που ελέγχει και αποδέχεται σε μεγάλο βαθμό το Ρωσικό Συνταγματικό Δικαστήριο τμήματα του διατακτικού ή των σκέψεων με προσόντα διατακτικού του ΕΔΔΑ, με τον ίδιο τρόπο λέει και το Συμβούλιο Επικρατείας να κινηθούμε, άλλο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ ανταποκρινόταν στα κριτήρια. Αναφέρομαι στη μείζονα σκέψη και στο τι μπορεί αυτό να σημαίνει για το μέλλον, αλλά φαντάζομαι ότι το ζήτημα κάποια στιγμή θα απασχολήσει την Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
IV. Η τυπολογία των κρατών μερών της ΕΣΔΑ ως προς τη διάθεση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ
Υπάρχει μία τυπολογία κρατών μερών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίσιμη για το βαθμό συμμόρφωσης στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Όταν συνυπάρχουν κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κράτη, τα οποία έχουν άλλα ανακλαστικά, άλλη παράδοση, άλλη νοοτροπία, υπάρχει ένας υφέρπων διχασμός. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν και κράτη μέρη τα οποία έχουν υψηλή ευαισθησία για τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι η Ελβετία ή η Νορβηγία. Άρα, πιέζεται ένθεν κακείθεν το σώμα των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει μία προδιάθεση να είναι αυστηρό ελέγχοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τέτοια. Τη θέτει πολιτικά, στο επίπεδο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, πολύ συχνά στο στόχαστρό του και απευθύνει συστάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μέρος της Σύμβασης, ούτε μέρος του Συμβουλίου της Ευρώπης γενικότερα, αλλά έχει πολλές αξιώσεις από αυτήν.
V. Από τα ευρωπαϊκά συντάγματα στις ευρωπαϊκές αξίες και ο μέσω αυτών έλεγχος των εθνικών συνταγμάτων
Τώρα έρχομαι στο σενάριο τι θα συμβεί εάν ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποθαρρημένο από τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται ή μάλλον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή η προστασία των αξιών, κατά άλλου κράτους μέλους που παραβιάζει τις αξίες αυτές, υποβάλει μία διακρατική προσφυγή, όπως είχε γίνει με τις Σκανδιναβικές χώρες και την Ελλάδα επί δικτατορίας. Είναι ένα σενάριο, το οποίο δεν έχει εφαρμοστεί επειδή, προφανώς, δεν θέλουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θέσουν υπό τον έλεγχο των άλλων κρατών μερών, που δεν είναι μέλη της Ένωσης, δηλαδή υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, του Αζερμπαϊτζάν και ούτω καθεξής, την ευαισθησία επί των ευρωπαϊκών αξιών, των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει προέλθει μέσα από μία, ας το πούμε, αλληλομεταβίβαση ευαισθησιών, διότι είναι τα Εθνικά Συντάγματα, τα οποία παράγουν τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό. Ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός καταγράφεται στο Σώμα της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, πρωτίστως μέσω των κοινών συνταγματικών παραδόσεων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως «οι αξίες της ΕΕ». Ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός θέτει στη συνέχεια, δια του άρθρου 7 της ΣΕΕ, υπό έλεγχο τα Συντάγματα των κρατών μελών, ακόμη και όταν αυτά επικαλούνται ζητήματα εθνικής ταυτότητας, εν προκειμένω εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Όλες όμως οι παραβιάσεις, οι οποίες γίνονται από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος της ευρωπαϊκής αντίληψης για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία, γίνονται στο όνομα μίας δήθεν εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Αυτός είναι ο πυρήνας του επιχειρήματος της Ουγγαρίας, της Πολωνίας αλλά και άλλων χωρών μελών. Για παράδειγμα, οι δολοφονίες δημοσιογράφων στη Μάλτα ή στη Σλοβακία, που απασχόλησαν το Συμβούλιο της Ευρώπης, έχουν συντελεσθεί επί του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι εκτός αυτής.
VI. Τυπολογία των λόγων αντίστασης των κρατών μερών στη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ
Υπάρχει, λοιπόν, μία διαστρωμάτωση των κρατών μερών της Σύμβασης – δεν θα επεκταθώ περισσότερο, γιατί νομίζω ότι είναι αυτονόητο το ζήτημα – και υπάρχει και μία διαστρωμάτωση των λόγων αντίστασης. Διότι, πράγματι, μπορεί η αντίσταση να οφείλεται σε λόγους προφανώς πολιτικούς – πολιτικό κόστος, ζητήματα μειονοτικά και άλλα εθνικής ενότητας, συνοχής του κοινωνικού σχηματισμού – αλλά μπορεί η αντίσταση να οφείλεται και σε λόγους δογματικούς, δηλαδή στην αντίληψη που υπάρχει για τη σχέση μεταξύ εθνικής και διεθνούς έννομης τάξης, δηλαδή στην κλασική σύγκρουση μεταξύ μονιστικής και δυαδικής αντίληψης. Στη δυαδική αντίληψη δεν προσχωρεί μόνον η Ρωσία, προσχωρεί και το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο έφυγε τώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση – θα δούμε τους όρους στις 31 Δεκεμβρίου του 2020, γιατί ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα– αλλά, βεβαίως, είναι εκφραστής μίας απολύτως δυαδικής αντίληψης, όλα ισχύουν εκεί επί τη βάσει ενός εθνικού νόμου, πανομοιότυπου μεν κατά περιεχόμενο, αλλά πάντως εθνικού νόμου, του Human Rights Act.
Στο άλλο άκρο μπορείς να βρεις χώρες, όπως είναι η Κύπρος ή η Βόρεια Μακεδονία, που έχουν εκ του Συντάγματος τους μονιστική αντίληψη. Κάπου στη μέση είμαστε εμείς με αυτόν τον ήπιο δυισμό που τον διαμορφώνουμε προς μία μονιστική κατεύθυνση μέσω της σύμφωνης προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το δίκαιο της ΕΕ ερμηνείας του Συντάγματος.
VII. Γενικά μέτρα συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ με νομοθετική ή και αναθεωρητική πρωτοβουλία
Στα γενικά μέτρα συμμόρφωσης εκτός από το νομοθέτη πολύ συχνά μετέχει και ο συντακτικός νομοθέτης, ο αναθεωρητικός νομοθέτης (βλ. αναθεώρηση 2001 και 2019). Έχουμε τροποποιήσει το άρθρο 95 για την εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων με βάση παλαιότερη νομολογία, υπόθεση Hornsby[3] κ.ο.κ. Έχουμε αναθεωρήσει τη διάταξη για τους αντιρρησίες συνείδησης, τη διάταξη για το ασυμβίβαστο των βουλευτών, τώρα τη διάταξη για τη βουλευτική ασυλία, παρότι η πρακτική είχε μεταβληθεί ριζικά τα τελευταία χρόνια. Ακόμη θα έλεγα και η διάταξη για την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών είναι, εν μέρει, μία «συμμόρφωση» όχι στην απορριπτική απόφαση του μεγάλου τμήματος, αλλά στην ανάμνηση της θετικής απόφασης του τμήματος στην υπόθεση, που είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Χ. Γιακουμόπουλος (Σιταρόπουλος-Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδος)[4] σχετικά με το θέμα. Άρα, νομίζω ότι έχουμε φθάσει σε ένα σημείο το οποίο είναι πολύ υψηλό.
Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να εμφανίζει αντιστάσεις και καθυστερήσεις στη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Αντιλαμβάνομαι τα προβλήματα μίας χώρας όπως η Βοσνία που κινδυνεύει να διαλυθεί, επειδή της ζητά το Δικαστήριο και το Συμβούλιο της Ευρώπης να συμμορφωθεί, γιατί πρέπει οι μη ανήκοντες, κατά δήλωσή τους, σε κάποια από τις ομάδες που υφίστανται, να πάνε στη μικρότερη ομάδα –κάπου εκεί είναι η διαπραγμάτευση– δηλαδή στην κροατική ομάδα, η οποία, βεβαίως, δεν το δέχεται αυτό γιατί θεωρεί ότι αλλοιώνεται ο συσχετισμός και ο ρόλος της. Αυτό είναι, πράγματι, ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα αναγόμενο στη διεθνοποίηση του Συντάγματος, γιατί εδώ έχουμε ένα νέου τύπου «προτεκτοράτο» με Σύνταγμα το οποίο έχει επιβληθεί διεθνώς. Δε θα μνημονεύσω εδώ την κυπριακή και ιαπωνική εμπειρία σχετικά με τη διεθνοποίηση του Συντάγματος. -
* Ομιλία στην ημερίδα που οργάνωσε το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου στις 19.2.2020 με θέμα «Πρόσφατα ζητήματα εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ από την Ελλάδα, με έμφαση στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία». Στη Α΄ Συνεδρία με ειδικότερο θέμα «Η εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ», συμμετείχαν επίσης ο καθηγητής Γιώργος Γεραπετρίτης, υπουργός Επικρατείας και ο Χρήστος Γιακουμόπουλος, Γενικός Διευθυντής, Διεύθυνση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου, Συμβούλιο της Ευρώπης. Συντόνισε ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, πρώην Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.
*Δημοσιεύεται:
Ευαγγελος Βενιζέλος, «Η εφαρμογή́ των αποφάσεων του ΕΔΔΑ», στο: Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος (επιμ), Η εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ από την Ελλάδα, Μελέτες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σελ 3-9
[1] ΕΔΔΑ, Ilgar Mammadov κ. Αζερμπαϊτζάν, 22.5.2014 [αριθ. προσφ.: 15172/13]
[2] Πρόκειται για την εκδήλωση με θέμα «Η εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως θεμελιώδης προϋπόθεση σεβασμού της ΕΣΔΑ», η οποία πραγματοποιήθηκε στις 17.1.2020 < https://ekyklos.gr/17-01-2020-athina-i-efarmogi-ton-apofaseon-tou-evropaikoy-dikastiriou-dikaiomaton-tou-anthropou-os-themeliodis-proypothesi-sevasmoy-tis-esda.html>
[3] ΕΔΔΑ, Hornsby κ. Ελλάδας, 19.3.1997 [αριθ. προσφ. 18357/91]
[4] ΕΔΔΑ, Σιταρόπουλος-Γιακουμόπουλος κ. Ελλάδος, 15.3.2012 [αριθ. προσφ. 42202/07]














