Ναύπλιο, 11-12 Μαΐου 2018

Ευάγγελος Βενιζέλος

 

Κοινές δοκιμασίες και κοινές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης*

 

Α. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο: ας επαναλάβουμε τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας

 

Επειδή τίποτα δεν είναι αυτονόητο, ας ορίσουμε την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία ως συνώνυμη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της συνταγματικής δημοκρατίας και της δυτικής δημοκρατίας. Άρα όταν αναφερόμαστε στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία εννοούμε τη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία που μαζί με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου είναι το θεσμικό και ιστορικό κεκτημένο της νεωτερικότητας. Στις ιστορικές και θεσμικές βάσεις της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας βρίσκονται συνεπώς οι δύο μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα, η αμερικανική και η γαλλική, και τα αντίστοιχα συντάγματα, η σταδιακή διαμόρφωση του βρετανικού κοινοβουλευτισμού, που αρχίζει πολύ νωρίτερα, και βεβαίως οι εμπειρίες, οι μνήμες και οι τομές που υπήρξαν καθοριστικές για την ευρωπαϊκή ιδίως ήπειρο τον 20ό αιώνα: η έκπτωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού κατά τον Μεσοπόλεμο, ο ψυχρός πόλεμος και η διαίρεση της Ευρώπης μετά τον Β´ Παγκόσμιο πόλεμο, η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η σταδιακή αναβάθμιση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας όχι μόνο σε πανευρωπαϊκό αλλά σε οικουμενικά κυρίαρχο θεσμικό και αξιακό παράδειγμα.

            Πρόκειται για τη δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία με ορισμένα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας που προϋποθέτει και εγγυάται τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ισχύ, τόσο νομική όσο και έμπρακτη, των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, που βασίζεται στην πολυφωνία, τις περιοδικές ελεύθερες εκλογές, την ανεκτικότητα, τα δικαιώματα, τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τον δικαστικό έλεγχο, την ύπαρξη θεσμικών αντίβαρων και την ευρεία συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνιών γύρω από την αποδοχή και τη σημασία του συνταγματικού και γενικότερα του θεσμικού πλαισίου, βασίζεται, πριν από όλα αυτά, στην ιστορικότητά της: σε έναν δημοκρατικό και φιλελεύθερο νομικό και πολιτικό πολιτισμό που διαμορφώθηκε σταδιακά ως το μεγάλο κεκτημένο του 20ού αιώνα.

            Άρα η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δεν είναι μόνο η φιλελεύθερη δημοκρατία στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμικής οντότητας, ούτε μόνο στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης ως περιφερειακού οργανισμού ταγμένου στην προστασία της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, αλλά είναι, πρωτίστως, η φιλελεύθερη δημοκρατία στο επίπεδο κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δοκιμάζεται, απειλείται, διακυβεύεται και πρέπει να προστατεύεται και να ενισχύεται πρωτίστως στο επίπεδο του κάθε ευρωπαϊκού κράτους. Όχι μόνο λόγω της αρχής της επικουρικότητας που ισχύει και στην ΕΕ και στο Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά λόγω των θεσμικών μηχανισμών και της υλικής δύναμης που εξακολουθεί να διαθέτει το εθνικό κράτος, παρά τους μεγάλους περιορισμούς που έχει υποστεί η κυριαρχία του. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας –μετά την απόρριψη της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και την εγκατάλειψη της συζήτησης περί ευρωπαϊκού δήμου– έγινε μια προσπάθεια να μειωθεί το «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, στο πλαίσιο όμως της θεσμικής της φύσης και του δοτού χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων της. Όμως η αντοχή και η προοπτική της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας κρίνονται πρωτίστως στο επίπεδο του κράτους–μέλους.[1]

            Προφανώς, δεν πρέπει κανείς να υποτιμά το γεγονός ότι οι αξίες της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέσα στις οποίες κεντρική θέση κατέχουν η Δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, και η συνεχής αναφορά στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών που είναι δημοκρατικές και φιλελεύθερες αποδίδουν τον κοινό θεσμικό παρονομαστή της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Επιπλέον δε εισάγουν το πολύ σημαντικό στοιχείο του πολυμερούς ελέγχου ως προς τον σεβασμό των αρχών, των εγγυήσεων και των κανόνων της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Ελέγχου διεθνούς, για την ακρίβεια περιφερειακού, ελέγχου μεταξύ ομολόγων (peers) κρατών. Ελέγχου πολιτικού αλλά και δικαστικού τόσο ως προς επιμέρους παραβιάσεις όσο και ως προς συστημικές αποκλίσεις που θίγουν τον αξιακό και θεσμικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.

            Βεβαίως, η ιστορική διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας ως ειδικότερης εκδοχής της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας δεν κινήθηκε μόνο στο επίπεδο των θεσμών και της πολιτικής. Είναι απολύτως συνδεδεμένη με την κατίσχυση της οικονομίας της αγοράς, με τη μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, άρα με το υψηλό επίπεδο τεχνολογίας και ανάπτυξης και με την καλλιέργεια και την κατίσχυση ή μάλλον την «ηγεμονία» των αντίστοιχων ιδεών του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά ειδικά για την Ευρώπη και της σοσιαλδημοκρατίας, σε οικονομικό δε επίπεδο και του κεϋνσιανισμού.

            Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία εξελίχθηκε και εμπεδώθηκε υπό συνθήκες συνεχούς ανάπτυξης και ευημερίας. Αυτό συμπεριλαμβάνει και όλο το κεκτημένο του λεγόμενου ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, με τις διαφορές που παρατηρούνται στις επιμέρους εκδοχές του (σκανδιναβική, βρετανική, βορειοευρωπαϊκή, νοτιοευρωπαϊκή κ.ο.κ.). Πρόκειται για συνθήκες που δεν ακυρώνουν τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά διασφαλίζουν τις προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής, σε συνδυασμό με θεσμικές εγγυήσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες ως ανοικτές. Επιπλέον δε όλη αυτή η εξέλιξη από τον Β´ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά συντελείται στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης υπό συνθήκες ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας, εσωτερικής και εξωτερικής.

            Υπήρξαν βεβαίως κρίσεις και παλινδρομήσεις, στρατιωτικές δικτατορίες, όπως η ελληνική, και ολοκληρωτικά καθεστώτα μακράς διάρκειας στην Ισπανία και την Πορτογαλία, υπήρξαν περίοδοι έξαρσης της τρομοκρατίας, όπως συνέβη στην Ιταλία στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, πόλεμοι και στρατιωτικές εισβολές, όπως συνέβη στην Κύπρο, ενώ, μέχρι την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας, η διαίρεση της Ευρώπης περιόριζε το πεδίο ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη. Η γενική όμως εικόνα είναι αυτή της διαμόρφωσης και κατίσχυσης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας μέσα σε συνθήκες συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης, ανόδου του βιοτικού επιπέδου και προώθησης των στόχων αφενός μεν του ελέγχου του πληθωρισμού αφετέρου δε της πλήρους απασχόλησης.

            Άλλωστε, τα τελευταία εξήντα χρόνια για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τα τελευταία σχεδόν τριάντα για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας ταυτίζεται με την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θεσμικός και πολιτικός πυλώνας της οποίας είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Στο επίπεδο πρωτίστως των κρατών-μελών αλλά και σε αυτό της Ένωσης ως προϋπόθεση άλλωστε για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα κράτη-μέλη στην Ένωση και τον περιορισμό της κυριαρχίας των κρατών-μελών.

 

Β. Πολλαπλά επίπεδα αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας

 

Τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως, πυκνώνουν οι αμφισβητήσεις αυτού του θεμελιώδους κεκτημένου. Οι αμφισβητήσεις αυτές εκκινούν από τις εγγενείς αδυναμίες που έχει η δημοκρατία, πρώτον, σε σχέση με τον ιστορικό χρόνο: η σχέση δημοκρατίας-ιστορίας-συγκυρίας είναι εξ ορισμού αντιφατική. Η δημοκρατία λειτουργεί συγκυριακά λόγω των εκλογικών κύκλων και κρίνεται ιστορικά εκ του αποτελέσματος και εκ των υστέρων.

            Και δεύτερον, σε σχέση με τον ορθολογισμό και την αλήθεια. Οι πολιτικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται εντός του δημοκρατικού πλαισίου και διαμορφώνουν τις δημοκρατικά νομιμοποιημένες επιλογές των λαών δεν είναι εξ ορισμού και εγγυημένα ορθολογικές, ούτε βασίζονται στη γνώση και την αποδοχή της αλήθειας. Η σχέση δημοκρατίας και λαϊκισμού ή έστω δημαγωγίας και απλούστευσης είναι εγγενής, χωρίς αυτό να θίγει την οικουμενική υπεροχή και αξία της δημοκρατίας ως συστήματος πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης και ως συστήματος αξιών.

            Δίπλα σε αυτές τις εγγενείς αμφισβητήσεις προστίθενται στον ευρωπαϊκό (και όχι μόνο) χώρο πολλές άλλες που κινούνται σε πολλαπλά επίπεδα. Κατ’ αρχάς αμφισβητήσεις αναπτυξιακές και παραγωγικές που συνδέονται με τη μετάβαση από τη δεύτερη στην τρίτη και από την τρίτη, πολύ γρήγορα, στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Η μετάβαση αυτή που μεταβάλλει το τεχνολογικό και παραγωγικό παράδειγμα ασκεί καταλυτική επιρροή στις εργασιακές και γενικότερα στις κοινωνικές σχέσεις. Δεν αφορά μόνο προβλήματα όπως η ανεργία και ιδίως η ανεργία των νέων, αλλά θεμελιώδη συστήματα που καθορίζουν τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα, η αγορά εργασίας, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κ.ο.κ. Δηλαδή τα βασικά στοιχεία της κοινωνικής συνοχής, της κοινωνικής κινητικότητας, της αίσθησης του ανήκειν, του αισθήματος ασφάλειας. Στο υπόβαθρο δε όλων αυτών υπάρχει και η δημογραφική κρίση μιας Ευρώπης που περιορίζεται πληθυσμιακά και γερνάει.

            Εμφανίζονται επίσης οι πολύ γνωστές συνθήκες της δημοσιονομικής, χρηματοπιστωτικής και χρηματοοικονομικής κρίσης αλλά και της κρίσης ανταγωνιστικότητας που προκάλεσαν τα τελευταία χρόνια σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες φαινόμενα σωρευτικής ύφεσης, μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και εκτίναξης της ανεργίας, ιδίως της ανεργίας των νέων. Ετέθησαν με τον τρόπο αυτό ερωτήματα για τον δεδομένο και γραμμικό χαρακτήρα της οικονομικής ανάπτυξης και προόδου. Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, πολύ περισσότερες από τις κοινωνίες χωρών-μελών που βίωσαν την κρίση, όπως συνέβη στην Ελλάδα.[2]

            Την ίδια περίοδο, λόγω της οικονομικής κρίσης, αναπτύσσονται και πάλι διάφορες εκδοχές εθνικισμού, οικονομικού, με τη μορφή δισταγμού ως προς τα όρια της οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά και πολιτικού, με την ήπια μορφή της εμμονής στην εθνική συνταγματική ταυτότητα, δηλαδή σε έναν πυρήνα κυριαρχίας, αλλά και με την οξεία μορφή του απροκάλυπτου εθνικολαϊκισμού.

            Η κρίση ανέδειξε άλλωστε τις υπάρχουσες έντονες εσωτερικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, και ιδίως της Ζώνης του Ευρώ, που ακολουθούν ίδια νομισματική και εν πολλοίς οικονομική πολιτική, ευρισκόμενα όμως σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας και σε διαφορετική δημοσιονομική κατάσταση. Οι ανισότητες μάλιστα αυτές είναι νομικά «κλειδωμένες» μέσω των συνθηκών.

            Την ίδια περίοδο διαταράσσεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο ασφάλειας λόγω της εμφάνισης ασύμμετρων τρομοκρατικών απειλών στην επικράτεια πολλών κρατών-μελών. Παραλλήλως δε η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με την πίεση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Πίεση που θέτει σε δοκιμασία την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και ενεργοποιεί διάφορα ανακλαστικά σε σχέση με την εθνική ταυτότητα που γίνονται πρόσφορο πεδίο για την άνοδο του εθνικολαϊκισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ταυτοχρόνως υπάρχουν σοβαρά προβλήματα ασφάλειας που απασχολούν Ευρωπαίους πολίτες που είναι πιστοί στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δε ρέπουν στον ρατσισμό, την ξενοφοβία ή τον εθνικισμό.

            Η συρροή όλων αυτών των ζητημάτων προκαλεί στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών μια προϊούσα κρίση νομιμοποίησης που φτάνει να αφορά την επάρκεια τόσο της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας όσο και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το Brexit είναι το λιγότερο ως επίσημη θέση μιας χώρας-μέλους που αποχωρεί στο όνομα της εθνικής της κυριαρχίας αλλά και της αυτοπρόσληψής της ως μεγάλης χώρας με διεθνή ρόλο, πολιτικό και οικονομικό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι μετασχηματισμοί και οι διακλαδώσεις του ευρωσκεπτικισμού. Η μετατροπή του αντιευρωπαϊσμού σε όχημα ενός διαρκώς μεταλλασσόμενου αντισυστημισμού που συνενώνει σε μια κοίτη ετερόκλητες ριζοσπαστικές, εθνικιστικές, λαϊκίστικες, ακροαριστερές, ακροδεξιές, ξενοφοβικές, ρατσιστικές και άλλες παρόμοιες δυνάμεις.

            Μπορεί να αντιταχθεί ότι τέτοια φαινόμενα υπήρχαν πάντα. Η περιβόητη έκθεση Ευρυγένη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τον φασισμό, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία είναι κείμενο του 1984. Όμως τώρα υπάρχει ένα πρόσθετο καταλυτικό στοιχείο. Η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας δεν αφορά μόνο τα ανθρώπινα δικαιώματα στο επίπεδο των μειονοτήτων και της διαφορετικότητας. Αφορά τον κορμό των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Δεν αφορά μόνο επιμέρους δικαιώματα ή τον λόγο μίσους. Αφορά τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τη λειτουργία των συνταγματικών δικαστηρίων. Αφορά τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και τον έλεγχό τους από την κυβέρνηση. Όλα δε αυτά που συγκροτούν την εικόνα μιας ανελεύθερης (illiberal) δημοκρατίας συμβαίνουν στο όνομα πλειοψηφιών εκλογικών, κοινοβουλευτικών ή δημοψηφισματικών. Απορρέουν από έναν δημοκρατικά νομιμοποιημένο ισχυρό ηγέτη που καταστρατηγεί τις συνταγματικές του αρμοδιότητες. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν καταλύονται με στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά υπονομεύονται εσωτερικά στο όνομα της αρχής της πλειοψηφίας.[3] Μιας πλειοψηφίας συγκυριακής ή εκβιασμένης, που μπορεί να μην έχει καν καταγραφεί σε εκλογές κοινοβουλευτικές ή προεδρικές ή σε δημοψήφισμα, αλλά να είναι προϊόν του εκλογικού συστήματος ή θεσμικών τεχνασμάτων.

            Αυτό το φαινόμενο της ανελεύθερης ή αυταρχικής δημοκρατίας εμφανίζεται δυστυχώς και στην Ευρώπη, και δεν εννοώ την ευρύτερη Ευρώπη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τη Ρωσία ή την Τουρκία κ.ο.κ., αλλά τον στενότερο χώρο της ΕΕ, με τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Πολωνία και την Ουγγαρία, αλλά και σε άλλες χώρες–μέλη, με προβλήματα σχετικά με τη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, τον διχαστικό λόγο και την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής για λόγους άσχετους με πραγματικά ζητήματα διαφάνειας.

            Το ευρύτερο δε πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία (με το απλό κριτήριο του κατά κεφαλήν εισοδήματος) φαίνεται τα τελευταία χρόνια να αποσυνδέεται από την ύπαρξη και τη λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς αυξάνει ο αριθμός χωρών με αυταρχικά καθεστώτα που πετυχαίνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος.[4]

            Η τρέχουσα συζήτηση για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και για τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές διεξάγεται με τον περιορισμό ότι πρέπει να αποφευχθεί μια μεγάλη τροποποίηση των ιδρυτικών συνθηκών, γιατί αυτή προϋποθέτει έγκριση από τα κράτη-μέλη σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες του καθενός από αυτά και αυτό σημαίνει ότι σε πολλά κράτη-μέλη πρέπει να διεξαχθούν δημοψηφίσματα. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία που έχει η θέσπιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ή τον εγγυητικό ρόλο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αν τάχθηκε κατά της προσχώρησης της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι επίσης έκδηλη η ανησυχία των ευρωπαϊκών θεσμών για τις εξελίξεις στην Ουγγαρία, την Πολωνία, εξελίξεις που αφορούν διαδικαστικά δημοκρατικές επιλογές που θέτουν ζητήματα σε σχέση με τις δημοκρατικές αξίες. Ή για τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία, που δε θίγουν τις φιλελεύθερες εγγυήσεις αλλά θέτουν σοβαρά προβλήματα συνοχής της Ευρωζώνης από πλευράς οικονομικής πολιτικής και θεσμών οικονομικής διακυβέρνησης. Τίθεται συνεπώς ένα πρόβλημα εναρμόνισης και συνοχής μεταξύ δημοκρατικής αρχής ως αρχής της πλειοψηφίας, φιλελεύθερων εγγυήσεων και αντίβαρων και βασικών πολιτικών επιλογών που συνδέονται με την αντοχή και την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

            Η γενική εικόνα είναι ότι υπάρχουν χώρες και περιφερειακές οντότητες όπως η ΕΕ στις οποίες η δημοκρατική αρχή και ειδικότερα η αρχή της πλειοψηφίας λειτουργεί απειλητικά για τις φιλελεύθερες εγγυήσεις, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα θεσμικά αντίβαρα, για τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τον δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας και τις ανεξάρτητες αρχές. Αυτό οδηγεί σε αντιδράσεις που είναι μεν φιλελεύθερες, ενισχύουν την προστασία των δικαιωμάτων και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, αλλά είναι επιφυλακτικές ως προς τα αποτελέσματα των δημοκρατικών διαδικασιών. Είναι επιφυλακτικές κυρίως για την προσφυγή σε δημοψηφίσματα, αλλά και ανήσυχες για τα πιθανά αποτελέσματα βουλευτικών εκλογών σε ευρωπαϊκά κράτη. Καταγράφεται μια τάση αποχωρισμού της δημοκρατίας από τις φιλελεύθερες εγγυήσεις του κράτους δικαίου και το αντίστροφο.[5]

            Η σχέση δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν είναι όμως διπολική. Συγκροτεί ένα τρίγωνο, καθώς τόσο η δημοκρατία όσο και το κράτος δικαίου συσχετίζονται με την κυριαρχία. Οι περιορισμοί στην εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών της ΕΕ, ακόμη και αν οι αρμοδιότητες της Ένωσης είναι δότες, λειτουργούν προφανώς και ως περιορισμοί της δημοκρατικής αρχής σε εθνικό επίπεδο, καθώς και το εκλογικό σώμα και το κοινοβούλιο στο επίπεδο του κράτους-μέλους περιορίζονται στις δημοκρατικές τους επιλογές από διακανονισμούς που έχουν ήδη συντελεστεί ή συντελούνται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το προφανές αντίβαρο είναι η προστασία της δημοκρατικής αρχής, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου στο επίπεδο της Ένωσης και ο έλεγχος τόσο από τα όργανα της Ένωσης όσο και από τα άλλα κράτη-μέλη για την πραγματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ισχύ των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, δηλαδή των αξιών της Ένωσης και των θεσμών που της δίνουν υπόσταση στο επίπεδο του κάθε κράτους-μέλους. Από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη στο επίπεδο του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τα εκλογικά σώματα των κρατών-μελών στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν τον πολιτικό έλεγχο της εφαρμογής των ίδιων αξιών στο εσωτερικό της Ένωσης, υπό τον δικαστικό έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).

            Αυτή όμως η περιγραφή είναι τυπική, ή έστω θεσμική. Εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι η σύγκρουση μεταξύ δημοκρατικά νομιμοποιημένων πολιτικών επιλογών, επιλογών κυρίως οικονομικής πολιτικής, σε εθνικό επίπεδο με τις θεμελιώδεις ή έστω στρατηγικές επιλογές που έχουν ήδη κατοχυρωθεί νομικά ως ρυθμίσεις της έννομης τάξης της Ένωσης ή αποφασίζονται από τα αρμόδια όργανα της Ένωσης κατά την προβλεπόμενη στις συνθήκες διαδικασία που συχνά έχει, ή προσλαμβάνει στην πράξη, έντονα διακυβερνητικά χαρακτηριστικά. Η σύγκρουση αυτή προκαλεί τη μεγαλύτερη κρίση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας που είναι η πολλαπλή κρίση νομιμοποίησης. Κρίση λόγω της αδυναμίας εφαρμογής εθνικών επιλογών που είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένες, αλλά αντίθετες προς το ενωσιακό πλαίσιο. Κρίση λόγω της αδυναμίας του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου της Ένωσης να θωρακίσει με επίκαιρη δημοκρατική νομιμοποίηση στο επίπεδο της Ένωσης επιλογές κανονιστικές που έχουν συμφωνηθεί και κυρωθεί από όλα τα κράτη–μέλη, σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές τους διαδικασίες, αλλά κατά την εφαρμογή και την εξειδίκευσή τους παράγουν, για ορισμένα κράτη-μέλη, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που δεν είναι αποδέκτες από την κοινή γνώμη και τελικά από το αντίστοιχο εθνικό εκλογικό σώμα.

            Το κρίσιμο παράδειγμα είναι προφανές: Το δημοσιονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η ΕΕ και ιδίως η Ζώνη του Ευρώ είναι συμφωνημένο και νομικώς δεσμευτικό, όπως και το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ΕΚΤ ασκεί τη νομισματική πολιτική. Όμως μέσα σε μια νομισματική ένωση με κράτη-μέλη που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας ή σε τελείως διαφορετικές δημοσιονομικές συνθήκες ή με κράτη-μέλη που απειλούνται από τις επιπτώσεις μιας κρίσης αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους τους ή μιας κρίσης ευστάθειας του τραπεζικού τους συστήματος ή αντιμετωπίζουν μακροχρόνιο και οξύ πρόβλημα ανεργίας, αν οι πολιτικές της Ένωσης δεν κρίνονται ικανοποιητικές από τους πολίτες, το κενό στη δημοκρατική νομιμοποίηση δεν καλύπτεται με την επίκληση των συμφωνημένων από όλα τα κράτη-μέλη ρυθμίσεων της έννομης τάξης της Ένωσης.

            Οι κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και της Ζώνης του Ευρώ δίνουν επαρκή απάντηση στο επίπεδο της ενωσιακής νομιμότητας, όχι όμως στο επίπεδο των πολιτικών αντιδράσεων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, δηλαδή στο επίπεδο της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Είναι προφανές ότι το πρόβλημα οξύνεται όταν αποφάσεις με πολύ σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις για κάποια κράτη–μέλη, ή έστω για ένα, λαμβάνονται με ένα είδος θεσμικού αυτοματισμού, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων στο επίπεδο των πολιτικών συμπεριφορών και επιλογών, οι οποίες σταδιακά καθίστανται αντισυστημικές και αντιευρωπαϊκές.

            Ο αντίλογος είναι γνωστός και σοβαρός: Οι διακανονισμοί ως προς το δημοσιονομικό πλαίσιο έχουν συμφωνηθεί, έχουν κυρωθεί από τα κράτη-μέλη σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές τους διαδικασίες και συνιστούν προϋπόθεση για την ύπαρξη, την αντοχή και τη λειτουργία της ΕΕ και ιδίως της Ευρωζώνης. Η νομισματική πολιτική ασκείται με θεσμική ανεξαρτησία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επειδή αυτό προβλέπεται από τις συνθήκες που κύρωσαν τα κράτη-μέλη, πολλά από αυτά με δημοψηφίσματα ή αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Όπου χρειάστηκαν μετά το 2010, λόγω της κρίσης, τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις των συνθηκών αυτές έγιναν, κυρώθηκαν από τα κράτη-μέλη και ελέγχθηκαν από εθνικά ανώτατα ή συνταγματικά δικαστήρια και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Αν δεν τηρείται το θεσμικό αυτό πλαίσιο που οδηγεί σε συγκεκριμένες επιλογές οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, δεν μπορεί να υπάρξει νομισματική ένωση.

            Όμως το θεσμικό αυτό πλαίσιο παράγει, σε αρκετές χώρες-μέλη, κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα με έντονα και ενίοτε επικίνδυνα εθνικολαϊκιστικά και αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Λειτουργεί ως αφορμή για θεσμικές αποκλίσεις, σε εθνικό επίπεδο, που θέτουν σε κίνδυνο τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Είναι προφανές ότι υπάρχει εγγενές πρόβλημα σε μια νομισματική ένωση που δε συνοδεύεται από θεσμικές εγγυήσεις δημοκρατικού χαρακτήρα οι οποίες να διασφαλίζουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων σε ενωσιακό επίπεδο. Δεν αναφέρομαι εδώ στο απλουστευτικό επιχείρημα ότι χωρίς πολιτικό και δημοσιονομικό ομοσπονδισμό δεν μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά, χωρίς διαρκείς εσωτερικές τριβές, αντιφάσεις και κρίσεις, μια νομισματική ένωση, ούτε να προχωρήσει ομαλά ένα μεγάλο σχέδιο όπως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αναφέρομαι σε κάτι πιο συγκεκριμένο, πρακτικό και άμεσο, που αφορά την υπάρχουσα νομισματική ένωση και το υφιστάμενο επίπεδο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το ερώτημα είναι αν αυτό μπορεί να λειτουργεί και να είναι ανθεκτικό χωρίς να λαμβάνεται επαρκώς υπόψη σε ενωσιακό επίπεδο το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης και των πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων και συμπεριφορών στις κοινωνίες και τα εκλογικά σώματα των κρατών-μελών στα οποία κρίνεται η αντοχή, η ποιότητα και η προοπτική της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Χωρίς όμως πλήρη και υψηλής ποιότητας Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δεν έχει προοπτική η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

 

Γ. Η απάντηση στις αμφισβητήσεις της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας μπορεί να δοθεί μέσα από την πολιτική επαναπροώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

 

Ποια μπορεί να είναι η απάντηση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα; Ποιος και σε ποιο επίπεδο έχει τη θεσμική και ιστορική ευθύνη να διαγνώσει έγκαιρα την απειλή και να αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες αποδεκτές από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες;

            Το να θέτουμε τον ρητορικό στόχο της προστασίας και της ανανέωσης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας προφανώς δεν αρκεί. Όπως δεν αρκούν οι διστακτικές «διπλωματικές» κινήσεις σε σχέση με την ενεργοποίηση των διαδικασιών του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) για την παραβίαση των αξιών της ΕΕ ή σε σχέση με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ιδίως στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και την Επιτροπή Βενετίας. Το έργο που επιτελείται από τα όργανα αυτά είναι πολύ σημαντικό, όπως και όλος ο διεθνής έλεγχος, πολιτικός και δικαστικός, το κρίσιμο επίπεδο είναι όμως ακόμη αυτό του κράτους-μέλους και των εθνικών συνταγματικών θεσμών, εγγυήσεων και πρακτικών.

            Σημασία έχει, πριν από οτιδήποτε άλλο, να αντιμετωπισθούν τα φαινόμενα που προκαλούν την κρίση νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας ως βασική συνιστώσα της κρίσης νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό ότι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέλλον, δηλαδή την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία, της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στο επίπεδο όμως της ΕΕ το δημοκρατικό στοιχείο συνυπάρχει με το διακρατικό/διακυβερνητικό. Η λειτουργία της δημοκρατίας στο εθνικό επίπεδο δε μεταφέρεται ευθύγραμμα και αθροιστικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και η κοινοτική μέθοδος αλλά, πολύ περισσότερο, η διακυβερνητική μέθοδος και πάνω από αυτήν η διακυβερνητική πραγματικότητα του συσχετισμού των δυνάμεων και των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών μελών συνιστούν αποκλίσεις από τη δημοκρατική αρχή.

            Ο ρόλος του Συμβουλίου της Ευρώπης ως προς την προστασία των δημοκρατικών θεσμών, των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πολύ σημαντικός και η πίεση που ασκείται παράγει αποτελέσματα. Αυτά όμως είναι συνήθως σημειακά. Πρόκειται για έλεγχο αμυντικό, αρνητικό.

            Αυτό που χρειάζεται, ειδικότερα για τον χώρο της ΕΕ, είναι μεγάλες πολιτικές: Οικονομική και νομισματική πολιτική που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανανέωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους χωρίς να τροφοδοτείται η δημοσιονομική κρίση, τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Πρωτοβουλίες στο πεδίο της πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης. Απάντηση στα προβλήματα ασφάλειας και στην κρίση ταυτότητας. Αντιμετώπιση των ασύμμετρων απειλών. Διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Ενίσχυση της πολιτικής οντότητας της ΕΕ στο πεδίο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Δεν αρκεί να συζητούμε για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή για τη θεσμοθέτηση θέσης αντιπροέδρου της Επιτροπής και προέδρου του Ecofin και του Eurogroup ή για την ενίσχυση των νομοθετικών πρωτοβουλιών μέσω συλλογής υπογραφών.

            Πριν από δέκα χρόνια προσπάθησα να επεξεργαστώ την έννοια της «μετα-αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας που δεν είναι απλώς πλειοψηφική αλλά ενισχύεται με μετα-πλειοψηφικές εγγυήσεις και νέες δυνατότητες πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης.[6] Όμως οι θεσμικές αλλαγές δεν είναι ζήτημα επιστημονικό και εργαστηριακό. Πρέπει να διαμορφώνονται οι κατάλληλες πολιτικές προϋποθέσεις.

            Τα θεμελιώδη προβλήματα των κλειδωμένων ανισοτήτων, των ίδιων πόρων και του προϋπολογισμού της Ένωσης, της διαφοροποίησης των επιτοκίων και του country risk μεταξύ των κρατών-μελών, όπως και αυτά των πραγματικών ανισοτήτων στο πεδίο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, δεν μπορούν δυστυχώς να αντιμετωπισθούν χωρίς μεγάλες θεσμικές διαδικασίες και τροποποίηση των συνθηκών. Όμως αν κινηθούν τέτοιες φιλόδοξες διαδικασίες, ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε αντίθετη κατεύθυνση και σε αδιέξοδο είναι πολύ μεγάλος. Αυτό είναι το στρατηγικό, για να μη πω υπαρξιακό δίλημμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.

            Το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας δεν είναι ούτε business as usual ούτε άσκηση θεσμικών μικροδιευθετήσεων. Οι πολιτικές δυνάμεις που σήκωσαν το ιστορικό βάρος της εμπέδωσης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και της προώθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, παρ’ ότι βρίσκονται και οι ίδιες σε κρίση και έχουν μειωμένη επιρροή λόγω της εμφάνισης ποικίλων αντισυστημικών δυνάμεων, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη μιας μεγάλης κινητοποίησης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να δοθούν οι αναγκαίες πολιτικές, πρωτίστως, και θεσμικές, όπου είναι εφικτό, απαντήσεις. Αυτή η κινητοποίηση δεν είναι ούτε προφανής ούτε εύκολη. Είναι όμως αναγκαία και επείγουσα. Το πρώτο ζητούμενο είναι βεβαίως η συνειδητοποίηση του προβλήματος σε όλες του τις διαστάσεις. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος αν οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις που, παρά τις ιστορικές, αξιακές και αισθητικές διάφορες τους και τις πολιτικές τους συγκρούσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πιστεύουν και στην Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και στην ευρωπαϊκή υπόθεση και τις προοπτικές της μπορούν να αναλάβουν με αξιόπιστο και αποτελεσματικό τρόπο το εγχείρημα αυτό έναντι των κοινωνιών στις οποίες απευθύνονται σε εθνικό και τελικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

            Πρέπει να σπάσει ένας φαύλος κύκλος, καθώς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες νιώθουν ότι υποαντιπροσωπεύονται πολιτικά και είναι θεσμικά εγκλωβισμένες, με αποτέλεσμα να καταλογίζουν πολιτικές ευθύνες στις συστημικές πολιτικές δυνάμεις και να υποτιμούν τη σημασία των κατακτήσεων και των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, ενώ αυτό τις καθιστά επιρρεπείς σε νέες μορφές εθνικολαϊκισμού, ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού, που εμφανίζονται ως αντισυστημικές και ανανεωτικές, αλλά θέτουν σε αμφισβήτηση τις κατακτήσεις και τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, χωρίς τις οποίες καθίσταται εύθραυστο όλο το οικοδόμημα και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

            Οι πολιτικές δυνάμεις που ταυτίζονται ιστορικά και αξιακά με την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πρέπει συνεπώς –η καθεμιά με την ιδιαίτερη πολιτική της ταυτότητα– να αποκτήσουν συνείδηση του ζητήματος που διακυβεύεται και της ευθύνης τους και να αντιδράσουν στο κρίσιμο πεδίο που, όπως είπαμε, δεν είναι μόνο αυτό των θεσμών, αλλά και αυτό των πολιτικών. Χωρίς επανάπαυση, γραφειοκρατική αντίληψη και αίσθηση απεριόριστου χρόνου. Να αντιδράσουν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, όχι ρητορικά, αλλά με ουσιαστικές και ειλικρινείς πρωτοβουλίες. Με πρωτοβουλίες που δεν υποτιμούν τις εθνικές στρατηγικές και προτεραιότητες, αλλά τις τοποθετούν στη μεγάλη εικόνα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που πρέπει να δίνει απάντηση, μακροπρόθεσμη και ιστορική, στις επιφυλάξεις που διατυπώνονται στο όνομα του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής ταυτότητας. Να πείθει δηλαδή ότι μόνο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, εφόσον βεβαίως συνοδεύεται από τις κατάλληλες θεσμικές και πολιτικές εγγυήσεις –με πρώτη την αναστήλωση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας­–, προστατεύει μακροπρόθεσμα και αποτελεσματικά το εθνικό συμφέρον και την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών.-

 

*Εισήγηση στη στρογγυλή τράπεζα με θέμα «What Future for the European Democracy?», με την οποία έκλεισε το International Conference «Safeguarding Democratic Institutions within a Europe in Crisis: Challenges and Responses», Ναύπλιο, 11-12 Μαΐου 2018.

 

Δημοσιεύεται στο:

Ευάγγελος Βενιζέλος, Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας, εκδ. Πατάκη 2018, σελ 37-55

 

[1] Βλ. Vassilios Skouris, Demokratie und Rechtsstaat: Europäische Union in der Krise?, C.H. Beck, 2018.

[2] Ευάγγελος Βενιζέλος, Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης: Η ελληνική περίπτωση, Πόλις, 2016.

[3] Steven Levitsky – Daniel Ziblatt, How Democracies Die, Penguin, 2018.

[4] Yascha Mounk – Roberto Stefan Foa, «The End of the Democratic Century. Autocracy's Global Ascendance», Foreign Affairs, May/June 2018.

[5] Yascha Mounk, The People vs. Democracy: Why Our Freedom Is in Danger and How to Save It, Harvard University Press, 2018.

[6] Ευάγγελος Βενιζέλος, Προς μία μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οι θεσμικές προϋποθέσεις μιας άλλης πολιτικής, Πόλις, 2008,

10-11.6.2025: Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975

Περισσότερα …

16-18.3.2025 Η Ελλάδα Μετά VIII: Η Ευρώπη, η Ελλάδα και ο καταιγισμός των νέων προκλήσεων. Αναζητώντας πλαίσιο αναφοράς

Περισσότερα …

12-14 Μαΐου 2024: Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης (1974-2024)



Σχετικό link https://ekyklos.gr/ev/849-12-14-maiou-2024-i-kampyli-tis-metapolitefsis-1974-2024.html 

2.5.2023, Ch. Dallara - Ευ. Βενιζέλος: "Ελληνική κρίση: Μαθήματα για το μέλλον"

https://ekyklos.gr/ev/839-ch-dallara-ev-venizelos.html 

Περισσότερα …

Ευ. Βενιζέλος, Μικρή εισαγωγή στο Σύνταγμα και στο Συνταγματικό Δίκαιο, ebook

Περισσότερα …

Πρακτικά του συνεδρίου "Δικαιοσύνη: Η μεταρρύθμιση μιας εξουσίας και η αφύπνιση μιας ιδέας", ebook, 2022

Περισσότερα …

6.6.2019 Αποχαιρετιστήρια ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Ολομέλεια της Βουλής

https://vimeo.com/340635035

13.2.2019, Ευ. Βενιζέλος Βουλή: Οδηγούμε τη χώρα σε θεσμική εκκρεμότητα, κολοσσιαίων διαστάσεων

https://vimeo.com/316987085

20.12.2018, Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» 

https://vimeo.com/307841169

8.3.2018, Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί της πρότασης της ΝΔ για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης 

https://vimeo.com/259154972 

21.2.2018, Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου για την υπόθεση Novartis | "Πάρτε το σχετικό"

https://vimeo.com/256864375

20.2.2018, Ευ. Βενιζέλος: Τελειώνει ο πολιτικός τους χρόνος. Αλλά φεύγοντας καταστρέφουν τις γέφυρες και ναρκοθετούν τον τόπο.

https://vimeo.com/256570153