28.1.2025
Ευάγγελος Βενιζέλος
Δημοκρατική διακυβέρνηση και Ένοπλες Δυνάμεις στην εποχή της επιστροφής της γεωπολιτικής
και του ‘Μεγάλου Πολέμου’ *
Α. Το θέμα της εισαγωγικής ομιλίας, όπως το έχουν προσδιορίσει οι οργανωτές, είναι γενικό, φιλόδοξο και αμφίσημο βεβαίως. «Δημοκρατική διακυβέρνηση και ένοπλες δυνάμεις στην εποχή της επιστροφής της γεωπολιτικής», καθόλου αθώος όρος. Για επιστροφή της γεωπολιτικής μιλούσαμε ξανά στην αρχή της δεκαετίας του ’90, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όταν το έργο που παιζόταν μπροστά μας ήταν αφενός μεν η διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αφετέρου δε η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και όλοι μιλούσαν για την επιστροφή της γεωπολιτικής εννοώντας ότι επιστρέφουμε στα γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα των παραμονών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά από έναν πάρα πολύ μακρύ ιστορικό κύκλο που είχε διαγραφεί.
Άρα όταν μιλάμε για την εποχή της επιστροφής της γεωπολιτικής σήμερα, εννοούμε προφανώς την εποχή της ρευστοποίησης των μεγάλων ερμηνευτικών σχημάτων στις διεθνείς σχέσεις. Δεν ξέρουμε ποιο είναι το πλαίσιο αναφοράς, δεν ξέρουμε αν ισχύει το μοντέλο της μονοπολικής οργάνωσης της διεθνούς κοινότητας, εάν έχουμε περάσει σε έναν πολυπολικό κόσμο, εάν το μοντέλο είναι το λεγόμενο μονο-πολυπολικό. Έχουμε μία γενικευμένη αβεβαιότητα που επιτείνεται και από το γεγονός ότι η Δύση την περίοδο αυτή και ιδίως μετά την ημέρα της ορκωμοσίας του νέου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, αναζητά τον εαυτό της, τη στρατηγική της ταυτότητα, την υπόστασή της, ενδεχομένως σε αντίθεση με τον ηγέτη της, ή πάντως είναι αδιευκρίνιστη η σχέση μεταξύ της Δύσης ως ιστορικής οντότητας και του εκ των πραγμάτων ηγέτη της.
Στον τίτλο του θέματος μετά τη γεωπολιτική προστίθεται και η εποχή του «Μεγάλου Πολέμου» που είναι μία έκφραση προφανώς συνεκδοχική, θα προτιμούσα ίσως τον όρο, «εποχή των ασύμμετρων κινδύνων», διότι εδώ πράγματι έχουμε να αντιμετωπίσουμε κινδύνους οι οποίοι είναι αφενός μεν αρχαϊκοί, αφετέρου μεταμοντέρνοι. Ο πόλεμος ή η πολεμική απειλή εμφανίζεται με πολλές υβριδικές μορφές, με τεχνολογίες διπλής χρήσης, η πυρηνική απειλή έχει επανέλθει με ωμό τρόπο, ιδίως μετά τη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μιλάμε συνεχώς για έξυπνα όπλα, για φθηνές και απλές εφαρμογές, συσχετίζουμε πάντα την οικονομική ισχύ ως παράμετρο, θεμελιώδη μάλιστα, της εθνικής ισχύος με τη στρατιωτική ισχύ. Αλλά θα έλεγα ότι, εάν έπρεπε να διατυπώσω πολύ πιο επιγραμματικά το θέμα, το ζητούμενο είναι η δημοκρατική διακυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις ή ακριβέστερα η δημοκρατική διακυβέρνηση των ενόπλων δυνάμεων, σε μία εποχή που δεν ξέρουμε ποια είναι η Δύση και τι θέλει.
Άρα θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω από μία αυτονόητη αναφορά, ότι η Δύση δεν είναι φαινόμενο μόνο γεωπολιτικό, είναι πρωτίστως φαινόμενο αξιακό. Η Δύση είναι και η φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν υπάρχει Δύση χωρίς δημοκρατική διακυβέρνηση, δεν υπάρχει Δύση χωρίς τις εγγυήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που είναι οι εγγυήσεις της συνταγματικής δημοκρατίας, θεμελιώδες συστατικό της οποίας είναι και η υπαγωγή των ενόπλων δυνάμεων σε πολιτικό έλεγχο συνταγματικά προδιαγεγραμμένο. Αυτό για τα ελληνικά δεδομένα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, διότι εμείς έχουμε ακολουθήσει ιστορικά την αντίστροφη σειρά. Γεννιόμαστε για γεωπολιτικούς λόγους ως ανεξάρτητο κράτος, παραλλήλως επιδιώκουμε να οργανωθούμε ως συνταγματικό κράτος, πρώιμο, από το πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα, αλλά το επαναστατικό αυτό Σύνταγμα είναι εξαρχής διαπραγματεύσιμο, δηλαδή είμαστε έτοιμοι να το παραδώσουμε ή να το ανταλλάξουμε εάν αντί της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μας δοθεί η μεγάλη χάρη της διεθνούς αναγνώρισης του ανεξάρτητου κράτους[1]. Στοχεύουμε στην αναγνώριση της γεωπολιτικής σημασίας του τόπου μας και δια του τρόπου αυτού στη διεθνοπολιτική μας αναγνώριση, θέλουμε μέσα από τη σχέση γεωγραφίας και ιστορίας να προκύψει το νομικό αποτέλεσμα της αναγνώρισης ενός νέου ανεξάρτητου κράτους. Το ελληνικό κράτος γεννιέται, όπως έχει ευφυώς ειπωθεί [2], ως κράτος - έθνος πρωτίστως γεωπολιτικό, ακόμη και αν δεν το ξέρει, και ταυτόχρονα επιδιώκει να γεννηθεί ως έθνος-κράτος συνταγματικά οργανωμένο, αλλά αυτό υποτάσσεται στον μεγάλο στόχο που είναι ο στόχος της εθνικής και κυρίως της εδαφικής ολοκλήρωσης. Όπως υποστηρίζω τα τελευταία χρόνια[3], το κόκκινο νήμα που διαπερνά την ελληνική Ιστορία τα τελευταία 200 χρόνια είναι η σύγκρουση των ολοκληρώσεων, η σύγκρουση ανάμεσα στην εθνική-εδαφική ολοκλήρωση, τη θεσμική- δημοκρατική -συνταγματική ολοκλήρωση και την οικονομική- αναπτυξιακή ολοκλήρωση. Και όλων αυτών, προτάσσεται για πάρα πολλά χρόνια η εδαφική ολοκλήρωση στον βωμό της οποίας πολύ συχνά θυσιάζεται η συνταγματική ολοκλήρωση, ενώ καταβάλλονται πάρα πολύ υψηλά τιμήματα στο πεδίο της οικονομικής και αναπτυξιακής ολοκλήρωσης.
Τα 50 τελευταία χρόνια, τα χρόνια που εξετάζουμε, τα χρόνια της λεγόμενης Μεταπολίτευσης ως περιόδου και όχι ως στιγμής, είναι τα χρόνια εκείνα στα οποία έχουμε, επιτέλους, ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις τρεις εκδοχές ολοκληρώσεων, με αποτέλεσμα να αναζητούμε μία ολιστική προσέγγιση της εθνικής ισχύος που περιλαμβάνει βεβαίως και τις τρεις αυτές όψεις.
Αυτά όμως τώρα τα λέμε εμείς εδώ, σε μία μεσαία ευρωπαϊκή χώρα με μία διαρκώς παρούσα ατζέντα εθνικών θεμάτων, σε μία εποχή κατά την οποία, όπως ανέφερα ήδη, έχουμε κρίση ταυτότητας και στρατηγικής υπόστασης της Δύσης και ως φιλελεύθερης δημοκρατίας, που είναι η πατρίδα μας η αξιακή, αλλά και ως γεωπολιτικής οντότητας, γιατί πρέπει στην πραγματικότητα να ξανασυζητήσουμε και να επαναθεμελιώσουμε τη δυτική ασφάλεια σε μία συναντίληψη ανάμεσα στην αμερικανική ασφάλεια και την ευρωπαϊκή ασφάλεια, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, αυτονόητο.
Συχνά θέτουμε το ερώτημα, τίνος υπόθεση είναι η ευρωπαϊκή ασφάλεια, είναι υπόθεση των ευρωπαίων, των ευρωπαϊκών κρατών και λαών, των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ή είναι μία υπόθεση Ευρω-ατλαντική, δηλαδή Ευρω-αμερικανική, η οποία μάλιστα τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια, από την τελευταία φάση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται, επί Προέδρου Γούντροου Ουίλσον, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μία υπόθεση πρωτίστως αμερικανική. Αυτό επαναλαμβάνεται ως πρόβλημα και ως φαινόμενο, μετά από την παρεμβολή μιας ακόμη περιόδου αμερικανικού απομονωτισμού, από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης περίπου έως το Περλ Χάρμπορ, και έτσι έχουμε το περίεργο φαινόμενο οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από περιόδους απομονωτισμού, όπως είναι το δόγμα Μονρόε στην πρώτη περίπτωση και η περίοδος 1922-1941 στη δεύτερη, να εισέρχονται πλησίστιες στο πεδίο της ευρωπαϊκής ασφάλειας, επειδή θεωρούν ότι αυτό είναι κρίσιμο για την αμερικανική ασφάλεια. Έτσι συγκροτείται, ως κοινό αίτημα ασφάλειας και ως κοινό αίσθημα ασφάλειας η δυτική ασφάλεια, κάτι το οποίο αυτή τη στιγμή είναι πλήρως αμφισβητούμενο. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι στις προτεραιότητες της προεδρικής ομιλίας, την ημέρα της ορκωμοσίας (20.1.2025), ακούσαμε πολλές αναφορές στο Μεξικό, τον Καναδά, τη Γροιλανδία, τη Ρωσία, αλλά πολύ λίγες αναφορές στην Ευρώπη και σχεδόν καμία αναφορά, τόσο επίσημη, στο ΝΑΤΟ.
Άρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, το οποίο για εμάς έχει μία επιπλέον ιδιορρυθμία: Η Ελλάδα μετά το 1949, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, που ήταν «προκεχωρημένο φυλάκιο» της πρώιμης φάσης του Ψυχρού Πολέμου, ακριβέστερα μετά το 1952, δηλαδή μετά την επίσημη ημερομηνία της από κοινού ένταξης της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, με την πρώτη διεύρυνση ( αν και το τουρκικό έδαφος ήταν ΝΑΤΟϊκώς προστατευόμενο και ενεργοποιούσε την ρήτρα αλληλεγγύης του άρθρου 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και πριν την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ) έχει διαμορφώσει μία αρκετά παράδοξη σχέση με το ΝΑΤΟ και με τις προτεραιότητες της δυτικής ασφάλειας.
Από τα 200 χρόνια του ανεξάρτητου κρατικού βίου μας έχουμε περάσει 100 συμπαγή στην αρχή, θα έλεγα σχηματικά από το 1821 μέχρι το 1923, με πρώτη προτεραιότητα τη σχέση μας με την Τουρκία και την εδαφική ολοκλήρωση σε σχέση με την παρακμάζουσα και διαλυόμενη οθωμανική αυτοκρατορία έως ότου φθάσαμε βεβαίως στην ήττα, τη μικρασιατική καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάνης. Μετά βλέπω 50 χρόνια που οι προτεραιότητες δεν είναι πρωτίστως Ελληνοτουρκικές, αλλά είναι ευρύτερα ευρωπαϊκές ή δυτικές, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του Μεσοπολέμου, του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, είναι η πεντηκονταετία 1924-1974. Και από το 1974 και μετά λόγω του μεγάλου και ζωντανού καταγωγικού τραύματος της Μεταπολίτευσης που είναι η στρατιωτική ήττα και η προδοσία της χούντας στην Κύπρο, έχουμε άλλα 50 χρόνια όπου οι προτεραιότητες καθορίζονται από τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, άρα από το εθνικό αίτημα ασφάλειας υπό το πρίσμα του οποίου εξετάζουμε το ευρωπαϊκό και το δυτικό ζήτημα ασφάλειας.
Αυτό λοιπόν που έχουμε τώρα να απαντήσουμε είναι εάν και τις νέες αβεβαιότητες, τη νέα κατάσταση, τις νέες προκλήσεις οι οποίες είναι παγκόσμιες, αν μη τι άλλο δυτικές, θα τις αναγνώσουμε υπό το πρίσμα των δικών μας εθνικών προτεραιοτήτων, δηλαδή υπό το πρίσμα της Ελληνοτουρκικής σχέσης ή θα ερμηνεύσουμε την Ελληνοτουρκική σχέση και τη δυναμική της υπό το πρίσμα αυτού που συντελείται τώρα και που είναι υπό διαμόρφωση και πρέπει να το διαβλέψουμε ή πάντως να το κατανοήσουμε.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι εμείς μετά το 1974 μετέχουμε στο σύστημα δυτικής ασφάλειας μέσω του ΝΑΤΟ, διατηρώντας πάντα αλώβητες τις δικές μας προτεραιότητες. Προτεραιότητά μας στο επίπεδο της ασφάλειας δεν είναι η ρωσική απειλή, δεν είναι καν η παγκόσμια τρομοκρατία, είναι πάντα η τουρκική απειλή και έτσι προσανατολίζουμε το αμυντικό μας δόγμα, τα εξοπλιστικά μας προγράμματα, το λαϊκό μας φρόνημα, τη δημόσια συζήτηση και πάρα πολύ συχνά έτσι καθορίζουμε τον συσχετισμό των εκλογικών και κοινοβουλευτικών δυνάμεων, άρα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία μας. Ως εκ τούτου μετέχουμε βεβαίως ως ένα ενεργό και ισότιμο κράτος μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας και στο ΝΑΤΟ βεβαίως που είναι ο κρίσιμος μηχανισμός, αλλά έχοντας πάντα κατά νου αυτή την προτεραιότητα η οποία είναι εθνική και ως εκ τούτου όλα τα αξιολογούμε από αυτή την οπτική γωνία, ξεκινώντας από τις αμυντικές δαπάνες και φθάνοντας στο αμυντικό δόγμα καθεαυτό.
Έχει λοιπόν, νομίζω τώρα, πολύ μεγάλη σημασία, να δούμε αν αλλάζει κάτι στις ελληνικές προτεραιότητες σε σχέση με την Τουρκία και την τουρκική απειλή και πώς αυτό συνδέεται με όλον αυτόν τον επίκαιρο και τρέχοντα διεθνή προβληματισμό που προσπάθησα πολύ συνοπτικά να παρουσιάσω.
Υπάρχει και μία άλλη διάσταση την οποία πρέπει να την ομολογήσουμε σε μία παρόμοια επιστημονική συζήτηση, η οποία έχει καθήκον εθνικής αληθείας, το οποίο δεν υπηρετείται πάντα με τον επώδυνο και ακριβή τρόπο που απαιτείται, ότι οι εδαφικές μας ολοκληρώσεις, οι εδαφικές μας επεκτάσεις, τα 200 αυτά χρόνια, είναι πολλές φορές αποσυνδεδεμένες από τον στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων. Δηλαδή δεν είναι πάντα το αποτέλεσμα ενός νικηφόρου πολέμου, μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα μίας στρατιωτικής ήττας. Εάν δούμε πώς διαμορφώνεται η πρώτη ελληνική επικράτεια το 1827/1830, στη συνέχεια, πώς εντάσσονται τα Επτάνησα, πώς εντάσσεται και παραμένει η Θεσσαλία, παρά τον ατυχή πόλεμο του 1897, θα δούμε ότι το σχήμα «νίκη και εδαφική επέκταση» δεν λειτουργεί. Δεν λειτούργησε ούτε όταν η Επανάσταση ηττήθηκε στρατιωτικά στην Πελοπόννησο και μόνη η παρέμβαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων διέσωσε την Επανάσταση και οδήγησε στην Ανεξαρτησία.
Οι Α΄ και ο Β΄ Βαλκανικοί Πόλεμοι, βεβαίως, συνδέουν τη στρατιωτική νίκη με την εδαφική επέκταση αλλά και αυτό στη συνέχεια κλονίζεται όταν μπαίνουμε στο διακεκαυμένο πεδίο της συμμετοχής της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του εθνικού διχασμού και στη συνέχεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, της Μικρασιατικής Καταστροφής, της Συνθήκης της Λωζάνης. Φθάνουμε εμμέσως, λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό των νικητών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ένταξη της Δωδεκανήσου του 1947, που είναι και η τελευταία πράξη εδαφικής επέκτασης. Αλλά η Μεταπολίτευση αρχίζει με μία εδαφική υποχώρηση, διότι ο Αττίλας επιφέρει τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα στρατιωτική κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, που μπορεί να μην είναι ελληνική επικράτεια αλλά είναι επικράτεια του ελληνισμού, είναι έδαφος εθνικού ενδιαφέροντος στο πιο προκεχωρημένο φυλάκιο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Β. Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία, υπό παρόμοιες συνθήκες και μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικών αναμνήσεων και αναψηλαφήσεων το οποίο πρέπει να το προσεγγίζουμε με σεβασμό και ταπεινοφροσύνη, να δούμε τι σημαίνει δημοκρατική διακυβέρνηση για τον τόπο και τις ένοπλες δυνάμεις, όταν οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι είναι τόσο μεγάλοι, τόσο υψηλά στρατηγικοί, δηλαδή τόσο βαθιά ιστορικοί. Σημαίνει ότι έχουμε ανάγκη από αυξημένη εθνική στρατηγική ενότητα και επίγνωση, όταν καλούμαστε να ασχοληθούμε με τα ζητήματα αυτά. Δεν αρκεί η λειτουργία της δημοκρατικής αρχής, δεν αρκεί η λειτουργία της αρχής της πλειοψηφίας, δεν αρκεί το δημοκρατικό σχήμα «κυβερνητική πλειοψηφία-αντιπολιτευόμενη μειοψηφία». Χρειαζόμαστε άλλου τύπου μεταπλειοψηφικές εγγυήσεις και συναινέσεις, άλλου τύπου σχέση των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας των πολιτών, άλλου τύπου λειτουργία της Βουλής, άλλου τύπου αντίληψη για το τι σημαίνει εθνική ασφάλεια, εθνικό απόρρητο και συζήτηση ουσιώδης για τα θέματα αυτά.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα συμφραζόμενα, ιστορικά και διεθνοπολιτικά, πρέπει να δούμε ειδικότερα ως προς τη δημοκρατική διακυβέρνηση των ενόπλων δυνάμεων, ποιο είναι το ιστορικό υπόβαθρο. Αυτό είναι η σύγκρουση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία έχει γενετικά χαρακτηριστικά από την έκρηξη της Επανάστασης και η οποία, λίγο ή πολύ, ακολουθεί μία μακρότατη ιστορική διαδρομή που φθάνει στο 1974. Από την έκρηξη της επανάστασης μέχρι το 1974, δηλαδή για 150 από τα 200 χρόνια του ανεξάρτητου βίου μας, καταγράφονται πολλές στιγμές ή, και περίοδοι έντασης μεταξύ του στρατού ( όπως η έννοια αυτή μορφοποιείται κάθε φορά ) και την πολιτική εξουσία, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη, μοναρχική, αυταρχική, αν πρόκειται για την Καποδιστριακή εξουσία ή για την Αντιβασιλεία του Όθωνα, αν πρόκειται για κάμψεις της κοινοβουλευτικής αρχής. Αν και ο 19ος αιώνας είναι γενικά ένας δημοκρατικός και κοινοβουλευτικός αιώνας, περισσότερο από ό,τι το πρώτο μέρος του 20ου αιώνα, εντούτοις τα 150 χρόνια είναι, από την άποψη αυτή, χρόνια έντασης και αβεβαιότητας. Όπως έχει ερευνητικά υποστηριχθεί με πολύ μεγάλη ενάργεια, και υιοθετώ την άποψη αυτή[4], στην πραγματικότητα, η υπερπολιτικοποίηση του σώματος των αξιωματικών, οφείλεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος κλήθηκε στην Ελλάδα από την Κρήτη, ως αποτέλεσμα ενός στρατιωτικού κινήματος, αλλά είχε να αντιμετωπίσει έναν βασιλικό στρατό, έναν στρατό με σαφή πολιτική ταυτότητα. Άρα η υπερπολιτικοποίηση του σώματος των αξιωματικών ήταν ένα στοιχείο το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε διαρθρωτικό για μία πολύ μεγάλη περίοδο και διπλού προσήμου, είναι και βασιλικό και Βενιζελικό, και «προοδευτικό» ( πχ Πλαστηρικό) και «συντηρητικό » ( πχ Μεταξικό ) το πρόσημο αυτό.
Αυτό λοιπόν όλο το σχήμα, καταρρέει με το καταγωγικό τραύμα της κυπριακής τραγωδίας. Από το τραύμα της κυπριακής τραγωδίας, δηλαδή από μια ακραία προσβολή, σε επίπεδο ύβρεως, του κεκτημένου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εισερχόμαστε στο πεδίο του Συντάγματος του 1975. Το Σύνταγμα του 1975 τακτοποιεί τα πράγματα και τοποθετεί τις ένοπλες δυνάμεις υπό δημοκρατικό έλεγχο. Στο Σύνταγμα του 1975, η μεγάλη προσπάθεια είναι να πάψουν να υπάρχουν τα λεγόμενα σταγονίδια της εποχής, να στεγανοποιηθεί ο δημοκρατικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων. Αυτό απαιτεί να ενταχθούν στο συνταγματικό κείμενο πάμπολλες διατάξεις, αρχής γενομένης από το άρθρο 45 που προβλέπει ρητά ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άρχει των ενόπλων δυνάμεων. Στη μεταφορά στη Δημοτική, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, τη διοίκηση των οποίων ασκεί η κυβέρνηση». Ποια κυβέρνηση; Η κυβέρνηση που κατά το άρθρο 82 Σ έχει την ευθύνη για την άσκηση της γενικής πολιτικής της χώρας και η οποία οργανώνεται με κεντρικό τον ρόλο του Πρωθυπουργού ο οποίος κατευθύνει και συντονίζει τις ενέργειες και τις δράσεις της κυβέρνησης. Και έρχεται πια ο νόμος, τον οποίο είχα την τιμή να εισηγηθώ ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας το 2010, ο νόμος 3883/2010 ο οποίος περιλαμβάνει τις ρητές διατάξεις για τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, για τη δομή διοίκησης, ο οποίος μας λέει στο σχετικό άρθρο 71: «Η ευθύνη για την άμυνα της χώρας ανήκει στην κυβέρνηση η οποία καθορίζει την πολιτική εθνικής άμυνας και ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Συντάγματος, τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων διά του Υπουργού Εθνικής Άμυνας που δρα στο πλαίσιο του νόμου και των σχετικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου και του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας. Η Βουλή ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις διά του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ο οποίος είναι υπεύθυνος ενώπιόν της.»
Άρα στο Σύνταγμα, βλέπουμε ανάγλυφες όλες αυτές τις έννοιες, την έννοια «ένοπλες δυνάμεις» ( άρθρο 45), την έννοια «πόλεμος» ( πχ στα άρθρα 36 και 48 ), την έννοια «ειρήνη» (άρθρο 36), την έννοια «αμυντικές ανάγκες» (κυρίως στα άρθρα 18 παρ.3 και 22 παρ. 4), την έννοια «εθνική ασφάλεια» (άρθρα 5Α και 19 παρ.1). Βλέπουμε λοιπόν δια του Συντάγματος ένα ιστορικά υπερ-πολιτικοποιημένο σώμα αξιωματικών να καλείται να μετατραπεί, και μετατρέπεται τα 50 αυτά χρόνια, σε ένα άψογο, επαγγελματικά επαρκές και αξιοκρατικό σώμα αξιωματικών που διέπεται από συνταγματικό καθήκον κομματικής ουδετερότητας (άρθρο 29 παρ.3). Χωρίς αυτό να σημαίνει πρακτικά ότι στεγανοποιείται η σχέση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων με τα κόμματα. Όχι, θα ήταν ψέμα να πούμε κάτι τέτοιο, αλλά εν πάση περιπτώσει υπάρχει υποχρέωση τήρησης τουλάχιστον των προσχημάτων της κομματικής ουδετερότητας και, βεβαίως, δεν μπορεί κανείς να ελέγξει τι γίνεται στον ευαίσθητο και κρίσιμο χώρο των αποστράτων αξιωματικών και των κομματικών τους σχέσεων και διασυνδέσεων. Το ιδεώδες είναι ο επαγγελματισμός, η αξιοκρατία και η πολιτική ουδετερότητα, το καθήκον πειθαρχίας, το καθήκον πίστεως στο Σύνταγμα, αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι υπάρχει σε όλη την πεντηκονταετία της Μεταπολίτευσης διαφάνεια και πλήρης νομιμότητα στις κρίσεις, δηλαδή στις προαγωγές, ιδίως από τον βαθμό του Συνταγματάρχου και πάνω, στις τοποθετήσεις ιδίως των αρχηγών των επιτελείων και των διοικητών μεγάλων σχηματισμών με αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ. Ο δε κοινοβουλευτικός έλεγχος, που διασφαλίζεται διά του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, είναι εντατικότερος στα ζητήματα αμυντικών προμηθειών, αλλά λιγότερο εντατικός στα θέματα που αφορούν το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων[5].
Τη διοίκηση λοιπόν των ενόπλων δυνάμεων την ασκεί, κατά το Σύνταγμα, η κυβέρνηση διά του αρμοδίου Υπουργού, αλλά αυτή η διοίκηση του άρθρου 45 που είναι η διάταξη κλειδί για τη δημοκρατική διακυβέρνηση των ενόπλων δυνάμεων, τι είδους διοίκηση είναι; Τι σημαίνει η φράση, «τη διοίκηση των οποίων ασκεί η κυβέρνηση»; Ποια διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων ασκεί η κυβέρνηση; Ασκεί, προφανώς, την πολιτική διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, άρα οι ένοπλες δυνάμεις είναι δημοκρατικά ελεγχόμενες και υποτεταγμένες και συνταγματικά νόμιμες όταν τελούν υπό την πολιτική διοίκηση της νόμιμης κοινοβουλευτικής κυβέρνησης της χώρας, που σημαίνει ότι η πολιτική διοίκηση υπηρετεί την εξωτερική πολιτική που την καθορίζει η κυβέρνηση, υπηρετεί την εθνική στρατηγική που χαράσσει η κυβέρνηση υπό συνθήκες τυπικής συνταγματικής νομιμότητας και άρα πλειοψηφίας, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν αρκεί, γιατί δεν αρκεί η πλειοψηφία στη σημερινή εποχή. Απαιτούνται, όπως είπα και προηγουμένως, μεταπλειοψηφικού χαρακτήρα εγγυήσεις και συναινέσεις, οι οποίες πρέπει να ενσωματώνουν και ένα πολύ σοβαρό αίσθημα γεωγραφίας και ιστορίας.
Κάτω από την πολιτική διοίκηση, προφανώς, υπάρχει η στρατιωτική διοίκηση που απαιτεί επαγγελματισμό, διαρκή εκπαίδευση, πειθαρχία και αποτελεσματικότητα. Αυτή η διοίκηση, όπως προβλέπεται ρητά στον ίδιο νόμο, αυτόν που είχα την τιμή να εισηγηθώ το 2010, είναι αφενός μεν επιχειρησιακή, αφετέρου δε διοικητική διοίκηση. Ακριβώς επειδή τότε εισήχθη πλέον ρητά νομοθετικά η αρχή της διακλαδικότητας στη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και κατέστη ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ όχι μόνο αρχιστράτηγος εν καιρώ πολέμου, αλλά επιχειρησιακός Διοικητής του συνόλου των κλάδων και εν καιρώ πολέμου και εν καιρώ ειρήνης. Η διοικητική διοίκηση ασκείται από τους αρχηγούς των κλαδικών Επιτελείων, των τριών Επιτελείων, οι οποίοι όμως με τον νόμο του 2010 και υπό το πρίσμα των εμπειριών της προηγουμένης περιόδου, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το επεισόδιο των Ιμίων, εντάσσονται στην αλυσίδα της επιχειρησιακής διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων. Τα επίπεδα της διοίκησης είναι γνωστά σε εσάς που ασχολείστε με τις στρατιωτικές σπουδές, το στρατηγικό θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το επίπεδο της πολιτικής διοίκησης του άρθρου 45 του Συντάγματος, είναι κατεξοχήν το άρθρο που διασφαλίζει την υψηλή στρατηγική, αλλά όχι μόνο την υψηλή στρατηγική, γενικότερα τη στρατηγική διοίκηση υπέρ της κυβέρνησης. Το επιχειρησιακό ανατίθεται στον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, το τακτικό στον Διοικητή του σχηματισμού, του συγκροτήματος, της μονάδας, εντέλει ενός απομονωμένου φυλακίου σε ένα μικρό νησί.
Το μεγάλο ζήτημα όμως που δεν μπορεί να ρυθμίσει το Σύνταγμα με ευκολία εν πάση περιπτώσει και πρέπει να το εκμαιεύσουμε ερμηνευτικά είναι το πρόβλημα της σύγκλισης των επιπέδων διοίκησης. Όποιος έχει ασκήσει ενεργό διοίκηση αντιλαμβάνεται τι εννοώ. Προσωπικά έχω ασκήσει την πολιτική διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και μια άλλη εποχή την εξωτερική πολιτική της χώρας, και έχω διαχειριστεί κρίσεις από τότε που είχα την τιμή και την ευκαιρία να αναλάβω κυβερνητικά καθήκοντα ως υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος το 1993, άρα γνωρίζω πάρα πολύ καλά τι σημαίνει να βρίσκεσαι στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων βλέποντας τη σύγκλιση των επιπέδων διοίκησης, πώς συγκλίνει το στρατηγικό, το επιχειρησιακό και το τακτικό επίπεδο. Εάν παρακολουθείς την επακούμβηση των πολεμικών σκαφών ή το επεισόδιο στο φράκτη του Έβρου, ή οποιοδήποτε επεισόδιο συμβαίνει σε οποιοδήποτε σημείο της επικράτειας, βλέπεις ότι τα τρία επίπεδα ανά πάσα στιγμή συγκλίνουν και την ευθύνη του τακτικού επιπέδου, σε επίπεδο φυλακίου ή ομάδας, ούτε καν διμοιρίας, την έχει ο Υπουργός Άμυνας και εντέλει ο Πρωθυπουργός. Γιατί το ερώτημα ποιος ασκεί τη διοίκηση και σε ποιο επίπεδο, απαντάται μέσω ενός άλλου ερωτήματος, το ερώτημα είναι ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της ήττας, ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της αποτυχίας ή της ατυχίας; Την επωμίζεται ο τακτικός διοικητής, ο επιχειρησιακός διοικητής ή ο στρατηγικός διοικητής; Εάν για οποιοδήποτε συμβάν η ευθύνη ανυψώνεται στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, τότε πρέπει να δούμε τι νόημα έχει στη σημερινή εποχή η ταξινόμηση των επιπέδων διοίκησης; Αυτό αφορά βεβαίως και τον πολιτικό και τον στρατιωτικό σχεδιασμό της αμυντικής πολιτικής και της άμυνας της χώρας.
Εάν θυμηθούμε την καμπύλη της σχέσης Ελευθερίου Βενιζέλου και Ιωάννη Μεταξά [6], από το 1910, όταν πρωτοδιορίστηκε Πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έως το 1914, όταν υπέβαλε τη θορυβώδη παραίτησή του ο Ιωάννης Μεταξάς μη αποδεχόμενος την επιλογή του Πρωθυπουργού να μετάσχει η Ελλάδα με ένα σώμα στρατού στις επιχειρήσεις στην Καλλίπολη και στη συνέχεια τη μεγάλη διαφωνία για τη Μικρασιατική εκστρατεία, που είναι μία διαφωνία που παρουσιάστηκε εκ των υστέρων αναλυτικά, το 1934 στην ανταλλαγή των άρθρων των δύο ανδρών, θα δούμε νομίζω με αρκετή ενάργεια τι σημαίνει διάκριση μεταξύ πολιτικού και στρατιωτικού σχεδιασμού, ποιος χαράσσει την εξωτερική πολιτική, ποιος έχει την ευθύνη της στρατηγικής. Θα μου πείτε, ο Μεταξάς ενεργούσε κατά βάθος εν ονόματι του τότε βασιλιά, αλλά υπήρχε ένα μικρό σώμα προνομιούχων επιτελικών αξιωματικών –που ευτυχώς δεν υπάρχει τώρα– με σπουδές, με τίτλους, με σχέσεις, που είχε την αίσθηση ότι μπορεί να μπαίνει και να βγαίνει στην πολιτική. Από την άλλη μεριά, τις εντολές προς τον διάδοχο / αρχιστράτηγο, τις έδινε ο Πρωθυπουργός και Υπουργός των στρατιωτικών, ιδιότητα που δεν εγκατέλειψε ποτέ ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μπορεί να μην είχε την ιδιότητα του Υπουργού των Εξωτερικών, αλλά την ιδιότητα του Υπουργού των στρατιωτικών δεν την εγκατέλειψε ποτέ στις κρίσιμες περιόδους, γιατί ήξερε ότι πρέπει να μπορεί να διατάσσει στρατηγικά. Η εντολή να στραφεί ο ελληνικός στρατός υπό τον τότε διάδοχο προς τη Θεσσαλονίκη ή να επιμείνει στην επιχείρηση κατάληψης των Ιωαννίνων, τι εντολή είναι; Υψηλής στρατηγικής ή επιχειρησιακή; Και εάν αποτύγχανε αυτό ποιος είχε την ευθύνη της αποτυχίας; Άρα, λοιπόν, έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε τα επίπεδα σχεδιασμού, την πολιτική εθνικής άμυνας, το αμυντικό δόγμα, την εθνική στρατιωτική στρατηγική, τη στρατιωτική αξιολόγηση της κατάστασης, το γενικό σχέδιο εθνικής άμυνας, τα ειδικά και τα ενδεχόμενα σχέδια. Όλα αυτά τα επίπεδα σχεδιασμού είναι πάρα πολύ καλά αλλά η διαχείριση της κρίσης αποτελεί άλλου είδους παίγνιο και απαιτεί άλλου είδους προσόντα και άλλου είδους ανακλαστικά.
Σχεδιάζουμε λοιπόν έναν πόλεμο, μία αποτροπή, έχουμε πολλές φορές το δίλημμα ένα πρέπει να υιοθετήσουμε την πολιτική του πρώτου χτυπήματος ή του ανταποδοτικού χτυπήματος. Μπορούμε να ξοδέψουμε ώρες σε μία πολεμολογική φιλοσοφία, έχοντας στο μυαλό μας τι, έναν γενικευμένο πόλεμο ή ένα επεισόδιο; Ένα επεισόδιο εντός ΝΑΤΟϊκού πλαισίου; Ένα επεισόδιο εντός του πλαισίου της Ελληνοαμερικανικής εταιρικής στρατηγικής συνεργασίας; Ένα επεισόδιο το οποίο λαμβάνει υπόψη το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής μας συμμετοχής, που είναι και ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα εντάχθηκε πρωίμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί αυτό ήταν το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στρατιωτική ασφάλεια και δημοκρατία πριν από οτιδήποτε άλλο, λόγω της εμπειρίας του Κυπριακού και της δικτατορίας; Τι σήμαινε η στρατιωτική αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και πότε επανήλθαμε στο καθεστώς που είχαμε το 1974; Μπορώ να σας πω χωρίς καμία αμφιβολία, ποτέ.
Έχω διαπραγματευτεί με επιμονή και κόπο τη νέα δομή διοίκησης και τη νέα δομή δυνάμεων του ΝΑΤΟ το πρώτο εξάμηνο του 2011, πριν πω τη φράση όταν έφυγα από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης τον Ιούνιο του 2011 για να ορκιστώ υπουργός Οικονομικών, λέγοντας, «φεύγω από το Υπουργείο Αμύνης για να πάω στον πραγματικό πόλεμο». Αλλά πριν πάω στον πραγματικό πόλεμο της οικονομίας είχα ασχοληθεί πολύ με τον σχεδιασμό ενός ενδεχόμενου πολέμου που θα ενέπλεκε το ΝΑΤΟ, το οποίο είχε ανάγκη από ένα άλλο δόγμα, καθώς ήταν ακόμα η εποχή της προσέγγισης με τη Ρωσία, δεν είχε μεσολαβήσει η προσάρτηση της Κριμαίας και ο Πρόεδρος Μεντβέντεφ ήταν ο επίτιμος προσκεκλημένος στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ της Λισαβόνας το 2010 και γνωρίζω, από προσωπική εμπειρία ποιος είναι ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων στο ΝΑΤΟ.
Άρα, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να απαντήσουμε σε τέτοιου είδους ερωτήματα, γιατί από αυτά, δηλαδή από το ζητούμενο το πολιτικό και το ιστορικό εξαρτάται και ο σχεδιασμός και εξαρτάται στην πραγματικότητα και η δομή δυνάμεων και η δομή διοίκησης. Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να διαμορφώσουμε τους όρους ενός σοβαρού, ουσιώδους, εν ιστορική επιγνώσει δημοσίου διαλόγου, ο οποίος ορθά και συγχαίρω και το ΕΛΙΑΜΕΠ και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρέπει να ξεκινήσει ως διάλογος ακαδημαϊκός, στο πλαίσιο του οποίου και τηρουμένης της δεοντολογίας του ακαδημαϊκού διαλόγου, μπορούν και πρέπει να ειπωθούν πολλά πράγματα προκειμένου να διευκολυνθεί ο διάλογος με τη στρατιωτική ηγεσία, να ενθαρρυνθεί να εκφέρει την άποψή της με τον επαγγελματισμό και την ικανότητα που διαθέτει, το απόθεμα γνώσης και εμπειρίας που έχει και μετά αυτό θα μεταφερθεί στο εσωτερικό του θεσμικού μας συστήματος, στην κυβέρνηση και στις σχέσεις της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της λειτουργίας της Βουλής που είναι το forum αυτών των ευρύτερων συναινέσεων και συναντιλήψεων που πρέπει να διαμορφώσουμε εάν έχουμε πράγματι συνείδηση του γεγονότος ότι ο κόσμος αλλάζει επιτακτικά και απαιτητικά.
***
Λ. Τσούκαλης: Να ευχαριστήσω τον Ευάγγελο Βενιζέλο για αυτή την εξαιρετικά πλούσια, περιεκτική, ενδιαφέρουσα ομιλία, στην οποία παρουσίασε τη μεγάλη εικόνα, αλλά ταυτόχρονα δεν δείλιασε από το να παρουσιάσει εξαιρετικά ευαίσθητα θέματα. Το έκανε αυτό με τον πολύ γνωστό κομψό του τρόπο. Θα ήθελα να κάνω δύο πολύ σύντομες ερωτήσεις, νομίζω ότι έχουμε ακόμα άλλα πέντε λεπτά περίπου.
Πρώτη ερώτηση, πώς διαμορφώνει τη στρατηγική της μία χώρα όπως η Ελλάδα, μικρού ή μεσαίου μεγέθους τουλάχιστον σε ένα διεθνές περιβάλλον, στο οποίο τα δύο κύρια χαρακτηριστικά σήμερα είναι η αστάθεια και η αβεβαιότητα; Σε ένα διεθνές περιβάλλον, στο οποίο κύριο συστατικό στοιχείο, από ό,τι φαίνεται, της εξωτερικής πολιτικής του ηγέτη της Δύσης, είναι η μη προβλεψιμότητα. Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση.
Η δεύτερη είναι, εφόσον αρχίζει και παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις η συζήτηση για μία ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας, που κάποια στιγμή, ήδη το κάνει αναπόφευκτα, θέτει σοβαρά διλήμματα και δύσκολες επιλογές μεταξύ της Ευρωπαϊκής και της Ατλαντικής διάστασης, τι θέση θα μπορεί να πάρει η δική μας χώρα;
Ευ. Βενιζέλος: Το ζήτημα της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας μας απασχολεί επί δεκαετίες. Έχω προσωπικά μετάσχει σε πάρα πολλές συζητήσεις και πρωτοβουλίες, ακόμη και συζητήσεις επιχειρησιακού χαρακτήρα και έχω καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα που για εμένα δεν είναι απλώς βιωματικά, θα μου επιτρέψετε να πω ότι αγωνίζομαι να τα θεωρητικοποιήσω. Δεν υπάρχει άμεση προοπτική μίας ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας. Άλλωστε η συζήτηση είναι προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική συνεργασία. Ακόμη και στο πεδίο αυτό, της αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των διπλής χρήσης προϊόντων, οι εξελίξεις είναι πολύ αργές, αντιφατικές πολύ συχνά, διότι υπάρχει η ενεργός παρουσία και η αμερικανική και η βρετανική, την οποία δεν μπορούμε να την υποτιμάμε, αλλά και ο ενδοευρωπαϊκός ανταγωνισμός είναι πάρα πολύ ισχυρός.
Ως εκ τούτου, βεβαίως, μπορούν να γίνουν πολύ μεγάλα βήματα στο πεδίο της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας και σίγουρα εμείς πρέπει να κάνουμε πολύ μεγάλα βήματα στο πεδίο της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και, αν μη τι άλλο, στο πεδίο της εθνικής αμυντικής βιομηχανικής προστιθέμενης αξίας όταν οργανώνουμε τις αμυντικές μας προμήθειες, χωρίς να παραβιάζουμε το Ενωσιακό Δίκαιο, στο πλαίσιο των προβλέψεων του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αυτό που λέγεται ευρωπαϊκός στρατός, που μπορεί να είναι μονάδες μεγέθους μισής ελληνικής μεραρχίας, δεν αποτελούν απάντηση στο πρόβλημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας ή πολύ περισσότερο στο πρόβλημα της δυτικής στρατηγικής και της δυτικής ασφάλειας, δεν γίνεται έτσι.
Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά, θα πω το ουσιώδες, η Ευρώπη χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να προσφέρει στον εαυτό της αντιπυραυλική ασπίδα, δεν μπορεί να προσφέρει στον εαυτό της πυρηνικά όπλα αποτροπής. Ο αριθμός των ενεργών πυρηνικών κεφαλών στον κόσμο μας δίνει μία εικόνα, μέσα στην οποία η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών κεφαλών, είναι πολύ μικρή . Διότι όπως ξέρετε οι γαλλικές κεφαλές είναι εθνικό asset και δεν εντάσσονται στο ΝΑΤΟϊκό σχεδιασμό, ποτέ δεν επέστρεψε η Γαλλία του Ντε Γκωλ στον πυρηνικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Ο Γάλλος Υπουργός Αμύνης κατεβάζει το ταμπελάκι του και φεύγει όταν αρχίζει η συζήτηση του πυρηνικού σχεδιασμού και ως εκ τούτου ένα άθροισμα περίπου 400 πυρηνικών κεφαλών, συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών, έχει να αντιμετωπίσει την απειλή των περίπου 4.700 ρωσικών πυρηνικών κεφαλών, τις οποίες επικαλείται με πολύ μεγάλη ευκολία, ευκαίρως ακαίρως ο Πρόεδρος Πούτιν και ο πρώην Πρόεδρος Μεντβέντεφ.
Από την άλλη μεριά, πραγματική κίνηση αμφισβήτησης του ΝΑΤΟ, ποτέ δεν έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, για αυτό και οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις γίνονται με τα μέσα, με τα capabilities του ΝΑΤΟ οι περισσότερες, οι κρισιμότερες . Άλλωστε το αντίθετο θα ήταν το εφαλτήριο ή η κερκόπορτα προκειμένου να αμφισβητηθεί η αμερικανική συμμετοχή και ηγεμονία στο ΝΑΤΟ, η οποία από πλευράς δαπανών, ως αθροίσματος των εθνικών δαπανών και από πλευράς διαθέσιμων δυνάμεων, είναι συντριπτικά ασύμμετρη , διότι οι Ηνωμένες Πολιτείε καλύπτουν ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 80% της συνολικής δύναμης, με οποιοδήποτε τρόπο και αν τη μετρήσει κανείς. Ως εκ τούτου υπάρχει ένα ζήτημα, το οποίο δεν μπορούμε να το λύσουμε, αν δεν το συζητάμε, με τον ρεαλισμό και την επίγνωση που απαιτείται.
Τώρα αυτό μεταφέρεται και ως απάντηση στο πρώτο ερώτημα, το οποίο είναι το υπαρξιακό ερώτημα, τι θα κάνει η Ευρώπη; Νομίζω ότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να κάνουμε αυτό το οποίο ιστορικά οφείλουμε να κάνουμε, δηλαδή να πείσουμε ότι η Ευρώπη είναι κρίσιμη για την αμερικανική ασφάλεια. Η γη είναι στρογγυλή άμα δούμε τον χάρτη,καταλαβαίνουμε ίσως γιατί μιλά για την Γροιλανδία ο Πρόεδρος Τραμπ; Γιατί μιλά για τον Καναδά ; Δεν παριστάνω τον γεωγράφο, ούτε τον θεωρητικό της γεωπολιτικής, αλλά νομίζω ότι μπορώ να διαβάζω τον χάρτη. Στο γραφείο του Υπουργού Εθνικής Αμύνης υπάρχει πάντα ένας πολύ μεγάλος χάρτης που αποτυπώνει το FIR Αθηνών και τον υποκείμενο χερσαίο και θαλάσσιο χώρο . Η αγαπημένη μου ερώτηση ήταν στην τυπολογία του IMO, πού τελειώνει το Αιγαίο και πού αρχίζει η Ανατολική Μεσόγειος και όταν μιλάμε για Αιγαίο, εννοούμε την Ανατολική Μεσόγειο και το αντίστροφο;
Άρα λοιπόν ανοίγοντας τον χάρτη στον Βερίγγειο πορθμό, βλέπεις τη Ρωσία και την Αλάσκα, αλλά μεταξύ της Αλάσκας και των άλλων αμερικανικών πολιτειών παρεμβάλλεται ο Καναδάς, και δίπλα στον Καναδά, στην ίδια σχεδόν γεωγραφική γραμμή είναι η Γροιλανδία. Αντιλαμβάνεται προφανώς ο Πρόεδρος Τραμπ το πρόβλημά της αμερικανικής ασφάλειας σε σχέση με τη ρωσική απειλή, μέσω της Γροιλανδίας σε πολύ μεγάλο βαθμό και όχι σε σχέση με την Ευρώπη που είναι γεωγραφικά πίσω από την ρωσική ομοσπονδία , αλλά αυτά έρχονται στην κυκλική γη και ενώνονται, δηλαδή ο χάρτης διαβάζεται και από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς τα αριστερά.
Πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να μπορεί να «εκπροσωπείται νομίμως» με πειστικότητα και να μιλήσει με την αμερικανική ηγεσία και να εξηγήσει γιατί υπάρχει ένα κοινό ζητούμενο που λέγεται δυτική ασφάλεια και γιατί για την αμερικανική ασφάλεια είναι κρίσιμη η Ευρώπη και δεν αποτελεί μία προσφορά, μία γενναιοδωρία των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ευρώπη, η ενασχόληση με τη γηραιά ήπειρο. Σας ευχαριστώ πολύ.
Αντιστράτηγος ε.α Ιπ.Δασκαλάκης : Μία ερώτηση. Προέρχομαι από τον πρώην στρατιωτικό χώρο, στρατιωτικός. Συμφωνώ με τις επισημάνσεις. Το σημαντικό για εμένα το είπατε στο τέλος, χρειαζόμαστε διάλογο στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Υπάρχει μία εντύπωση, προσωπική μου άποψη, ότι αυτός ο διάλογος μέχρι τώρα δεν ήταν πραγματικός, δεν ήταν ειλικρινής, δεν ήταν σε βάθος. Είναι αλήθεια κατά τη γνώμη σας και τι μπορούμε να κάνουμε για να γίνει πιο ζωντανός; Ευχαριστώ.
Ευ. Βενιζέλος: Στρατηγέ μου, αυτό εξαρτάται από την ποιότητα της φυσικής ηγεσίας, της εκάστοτε φυσικής ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων. Μία ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, Αρχηγοί των Επιτελείων και Επιτελείς οι οποίοι έχουν αυτοπεποίθηση, γνώση, βαρύτητα, στοχαστικότατα, που ξέρουν τις απώτερες επιπτώσεις αυτού που λένε, θα πείσει ή πάντως θα προβληματίσει την πολιτική ηγεσία . Άρα βεβαίως πρέπει να γίνει αυτό, στρατιωτικός σύμβουλος της πολιτείας είναι η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, ο Επιχειρησιακός Διοικητής είναι ο εκάστοτε Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, οι Αρχηγοί των Επιτελείων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην διοικητική Διοίκηση, αλλά και στην επιχειρησιακή αλυσίδα. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία,η δημοκρατικά νομιμοποιημένη, γνωρίζει ότι έχει τους κατάλληλους ανθρώπους απέναντί της, και έχει, γιατί η ποιότητα είναι εξαιρετική, που μπορούν μετά λόγου γνώσεως να παρουσιάσουν τα ζητήματα, όχι συγκυριακά, ούτε σημειακά, αλλά με το στρατηγικό βάθος που απαιτείται. -
*Κεντρική ομιλία στην τελετή έναρξης του συνεδρίου του ΕΛΙΑΜΕΠ «50 χρόνια Δημοκρατίας και οι Ένοπλες Δυνάμεις: Τι μέλλει γενέσθαι;». Αίθουσα τελετών ΕΚΠΑ, 28 Ιανουαρίου 2025.
Συντονισμός: Λουκάς Τσούκαλης
[1] αναλυτικότερα, Ευάγγελος Βενιζέλος, Παλιγγενεσία και αναστοχασμός. Κείμενα για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση (Πατάκη 2021)
[2] Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική (Πόλις 2019)
[3] Βενιζέλος, ο.π
[4] τη συνοψίζει εξαιρετικά ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, σε : Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης (1974-2024). Ένα συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, (Επίκεντρο 2024)
[5] Πιο αναλυτικά, Νίκος Αλιβιζάτος, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων , Ι, 1987 και ΙΙ , 1992
[6] Χρήσιμη η σύνοψη της Μαρίνας Πετράκη, Μεταξάς - Βενιζέλος. Μια παράδοξη σχέση (εκδόσεις Πατάκη, 2024)