11 Δεκεμβρίου 2025
Ευάγγελος Βενιζέλος*
Είναι ακόμη εμφανές το χριστιανικό υπόβαθρο του Ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού;**
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι αρχιερείς, κυρίες και κύριοι, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, ευχαριστώ καταρχάς την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Μακαριότατο, τον θεοφιλέστατο Επίσκοπο Τανάγρας και το Γραφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την τιμητική πρόσκληση και για την ωραία ευκαιρία να βρίσκομαι σήμερα εδώ με εκλεκτούς συναδέλφους και ακόμη πιο εκλεκτό συντονιστή της συνεδρίασης, για να προβληματιστούμε γύρω από το θέμα.
Η συνεδρίαση αυτή θα προσεγγίσει τα νομικά ζητήματα, τον ευρωπαϊκό νομικό, κατ’ ανάγκη και πολιτικό, πολιτισμό και τη συνάφειά του με τον Χριστιανισμό. Το ειδικότερο δικό μου θέμα είναι η απάντηση στο ερώτημα, εάν είναι ακόμη εμφανές το χριστιανικό υπόβαθρο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.
Τον Μάρτιο του 2003 στο Ηράκλειο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοργάνωσε ένα μεγάλο συνέδριο στο οποίο ήμουν εισηγητής για την ορθόδοξη στάση απέναντι στο ζήτημα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που τότε ήταν υπό κυοφορία και ειδικότερα απέναντι στο γνωστό ζήτημα της ρητής αναφοράς στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης. Αυτές οι εισηγήσεις δημοσιεύτηκαν, όπως δημοσιεύτηκε και όλος ο διάλογος στον οποίο μετείχαν τα χριστιανικά δόγματα, όλες οι ομολογίες, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σε έναν τόμο με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Dieu et l’ Europe? Liberté religieuse et liberté politique dans le traité fondateur de l’ Europe réunifiée”.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτή η Συνθήκη για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος απορρίφθηκε σε δύο δημοψηφίσματα, ένα στη Γαλλία και ένα στην Ολλανδία και καταλήξαμε σε μία υποτίθεται μεταβατική Συνθήκη, αυτή της Λισαβόνας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Το ερώτημα όμως παραμένει, υφέρπει, γιατί αφορά ούτως ή άλλως την ιστορία μας, την ιστορική μας μνήμη και συνείδηση, ακόμη και για όσους θέλουν απλώς να εστιάζουν σε ένα είδος αταβισμού που υπάρχει στις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Το 1988, ως εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχα βρεθεί μαζί με τον τότε Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ετιμάτο αναγορευόμενος σε επίτιμο διδάκτορα, στον μεγάλο εορτασμό των 900 ετών από την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Μπολόνια που θεωρείται το αρχαιότερο πανεπιστήμιο στην Ευρώπη και επειδή η Ελλάδα ήταν ένα από τα ιδρυτικά έθνη, δηλαδή η ομάδα των Ελλήνων την καταγωγή φοιτητών ήταν ιδρυτική, τιμήθηκε και η Ελλάδα. Τότε ο διάσημος Πρύτανης που είχε το Πανεπιστήμιο αυτό, καθηγητής του Δημοσίου Δικαίου, ο Fabio Alberto Roversi Monaco, μας θύμισε ότι οι πρώτοι φοιτητές του Δικαίου στο πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης, το 1088, το 1988 εορτάζονταν τα 900 χρόνια, άρχισαν να διδάσκονται την επιστήμη του Δικαίου, μελετώντας τι ως Δίκαιο; Το Corpus Juris Civilis, την Ιουστινιάνεια νομοθεσία.
Άρα, στη Μπολόνια, το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο που στην Ελλάδα ίσχυσε μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, δηλαδή μέχρι το 1941, έστω μέχρι το 1946, ήταν η βάση της νομικής διδασκαλίας. Ο διδάκτορας νομικής του μεσαίωνα από πανεπιστήμια όπως της Μπολόνια ή των Παρισίων, έφερε τον τίτλο doctor utriusque iuris (civilis et canonici). Διδάκτωρ αμφότερων των δικαίων ( αστικού / πολιτικού και κανονικού). Υπάρχουν και σήμερα πανεπιστήμια που διατηρούν αυτή την παράδοση. Ακόμη και τώρα, όταν σπουδάζουμε στο εξωτερικό και επιδιώκουμε την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού διπλώματος, αυτό το δίπλωμα λέγεται LLM. Γιατί είναι Master of Laws, δηλαδή είναι του θύραθεν Δικαίου και του Κανονικού Δικαίου, είναι αμφοτέρων των Δικαίων το δίπλωμα αυτό, ως μνήμη. Το Κανονικό Δίκαιο βρίσκεται στη μήτρα και του Πολιτειακού Δικαίου.
Άρα πράγματι υφέρπει ο χριστιανικός πολιτισμός, η χριστιανική αντίληψη, η χριστιανική ανθρωπολογία στις βάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, θα έλεγα γενικότερα του Δυτικού Δικαίου, γιατί αυτό αφορά τόσο τη μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού Δικαίου, όσο και την παράδοση του common law. Στο πρόσφατο έγγραφο που έδωσε στη δημοσιότητα ο Πρόεδρος Τραμπ για τη National Security Strategy, που είναι εξαιρετικά επικριτικό απέναντι στην Ευρώπη, τις κυβερνήσεις της και τον πολιτισμό της, την πολιτιστική της έκπτωση κατά τη δική του αντίληψη, γίνεται συνεχώς αναφορά στα God-given rights, δηλαδή τα εκ του Θεού δικαιώματα παραπέμποντας στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της 4ης Ιουλίου 1776.
Άρα η χριστιανική παράδοση, η διδασκαλία, το αξιακό της σύστημα, η χριστιανική ηθική, βρίσκεται στο υπόβαθρο αφενός του μεγάλου συστήματος του θετού Δικαίου και του νομικού θετικισμού, αλλά προφανώς και στο θεμέλιο όλων των φυσικοδικαιϊκών απόψεων, είτε παλαιών και κλασικών είτε σύγχρονων, γιατί καταγράφεται το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μία εντυπωσιακή αναβίωση φυσικοδικαιϊκών απόψεων και θα έχετε προφανώς και οι μη νομικοί ακούσει σημαντικά ονόματα εκπροσώπων αυτής της αντίληψης. Πρωτίστως τον Ντουόρκιν (R. Dworkin) σε αντίθεση με τον νεοθετικισμό του Χάρτ (H. L. A. Hart).
Το βασικό ερώτημα σήμερα είναι αν είναι δυνατόν να έχουμε μία έννομη τάξη κρατική, μία έννομη τάξη ενωσιακή και μία έννομη τάξη διεθνή, πρωτίστως την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αυτές οι έννομες τάξεις, η κάθε μία χωριστά και οι τρεις μαζί, να ισχύουν στις ευρωπαϊκές χώρες. Στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ισχύει μόνο το εθνικό Σύνταγμα και η εθνική έννομη τάξη, αλλά ισχύει ταυτοχρόνως, πλήρως, ευθέως και αμέσως, και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρα και η νομολογία του Δικαστηρίου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ενωσιακό Δίκαιο, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή λοιπόν η τριπλή και τελικά ενιαία μέσα από διάφορες προσεγγίσεις (η δική μου προσέγγιση είναι αυτή του λεγόμενου επαυξημένου Συντάγματος, της αλληλοπεριχώρησης των εννόμων τάξεων και του ερμηνευτικού μονισμού) έννομη τάξη, παράγει κανόνες συμπεριφοράς εξωγενείς, ετερόνομους, επιβεβλημένους. Αλλά αυτοί παράγουν και μία ηθική την οποία μπορούμε να ονομάσουμε συνταγματική ηθική.
Αυτή η συνταγματική ηθική μας λέει πώς αντιμετωπίζουμε τα βιοηθικά ζητήματα, την άμβλωση, τον γάμο των ομοφύλων, την ευθανασία, τις σχέσεις των δύο φύλων, τις οικογενειακές σχέσεις, την κληρονομική διαδοχή. Αυτή η συνταγματική ηθική προφανώς δεν είναι η χριστιανική ηθική, δεν είναι η ηθική που θα απέρρεε από την εφαρμογή στην πράξη, σε μία ολόκληρη κοινωνία, όχι μόνο στο σώμα των πιστών, της χριστιανικής διδασκαλίας, της χριστιανικής ποιμαντικής, του Κανονικού Δικαίου και της χριστιανικής οικονομίας.
Είναι δυνατόν να αποδεχθούμε αυτή το μονοπώλιο του θετού Δικαίου και της συνταγματικής ηθικής, ή πρέπει να αφήσουμε χώρο να λειτουργούν άλλες έννομες τάξεις, οι οποίες έχουν τη δική τους ηθική και τη δική τους δικαιοδοσία μέσα σε έναν πλουραλισμό των εννόμων τάξεων; Αυτό είναι μία πολύ γνωστή θεωρία στην Iστορία της φιλοσοφίας του Δικαίου, την είχε εντέλει διατυπώσει κωδικοποιημένα ένας γνωστός Ιταλός δημοσιολόγος του μεσοπολέμου, ο Santi Romano. Να σας πω πρακτικά τι σημαίνει αυτή η ερώτηση; Πρέπει να ανεχθούμε στην Ευρώπη να ισχύει ο ιερός ισλαμικός νόμος; Η Σαρία πρέπει να ισχύει στην Ελλάδα; Γιατί αυτή η πολλαπλότητα των εννόμων τάξεων υπάρχει και στη χώρα μας. Σύμφωνα με την ισχύουσα ακόμη νομοθεσία όσα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης θέλουν να υπαχθούν στη Σαρία, για τις οικογενειακές και κληρονομικές τους σχέσεις, μπορούν να το κάνουν . Επιτρέπεται αν δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, εάν δεν προσκρούει δηλαδή στον σκληρό πυρήνα των επιταγών του θετού Δικαίου και της συνταγματικής ηθικής. Άρα δεν μπορεί να υποτιμάται η γυναίκα στο γάμο, δεν μπορεί να υποτιμάται η σύζυγος στην κληρονομική διαδοχή. Αυτό δεν το ανέχεται, όχι η χριστιανική ηθική, αλλά η ηθική του συνταγματισμού, η ηθική του θετού Δικαίου.
Εάν δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ότι η Σαρία θα ισχύει στις ευρωπαϊκές χώρες ( εν τοις πράγμασι ισχύει σε βρετανικές πόλεις στις οποίες λειτουργούν μουσουλμανικά δικαστήρια ή στην Ολλανδία όπου λειτουργούν παρόμοια δικαστήρια), τότε βεβαίως δεν μπορούμε να διεκδικούμε να ισχύει η χριστιανική ηθική, η οποία πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ισχύει επί των πιστών αλλά δεν ισχύει επί των πολιτών. Ισχύει επί των πιστών, επειδή οι πιστοί της την θέλουν, την αποζητούν, την αποδέχονται, αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί διά της δυνάμεως του νόμου, δηλαδή μέσα από τη δύναμη της πολιτείας. Δεν μπορεί το μεγάλο επίτευγμα του χωρισμού κράτους και εκκλησίας, του χωρισμού μεταξύ του imperium και του sacerdotium να το άρουμε.
Τελικά βρισκόμαστε προ ενός ερωτήματος που είναι ιστορικά αντιφατικό, αποφατικό. Εάν ο χριστιανισμός γέννησε εν πολλοίς τον διαφωτισμό και την νεωτερικότητα ή αν παρεμπόδισε τη γέννηση τους και είναι κατά βάθος ακόμα σε σύγκρουση μαζί τους. Η αλήθεια είναι ότι συμβαίνουν και τα δύο. Προφανώς υπήρξε μία μακρά σύγκρουση, προσπάθησαν να ανακόψουν οι χριστιανικές διδασκαλίες τη γέννηση του διαφωτισμού, του ορθολογισμού, της επιστήμης, της επιστημονικής εξήγησης, αλλά από την άλλη μεριά, ο λόγος, ο εν αρχή λόγος, είναι αυτός που διαμόρφωσε τον άνθρωπο και την αξία του, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, ο κατ´εικόνα Θεού, προσέφερε στην ανθρωπότητα, δηλαδή στην ιστορία και τελικά στην οικουμένη, τα δώρα των μεγάλων ανακαλύψεων και άρα την νεωτερικότητα , βασικό στοιχείο της οποίας είναι το Σύνταγμα, διότι ο συνταγματισμός είναι ένα μεγάλο επίτευγμα της νεωτερικότητας.
Η συμβολή δε της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είναι ενσωματωμένη στον δυτικό πολιτισμό. Επικρατεί η αντίληψη ότι έχουμε αποδεχθεί τον γερμανικό πανδεκτισμό και τον έχουμε εισαγάγει στην Ελλάδα μέσω του Αστικού Κώδικα, ενώ η αλήθεια είναι ότι υπήρξε καταρχάς η συγκρότηση της Εκκλησίας χάρη στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, τον μεγάλο Άγιο της πολιτικής θεολογίας, χάρη στον οποίον συγκλήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, αλλά και σε έναν που δεν αγιοποιήθηκε, δεν αγιοκατατάχθηκε ποτέ, που είναι ο Ιουστινιανός, ο οποίος πέραν του ότι προσέφερε τον κώδικά του και τις «νεαρές» του και τους θεσμούς του ως εγχειρίδιο διδασκαλίας, έχει προσφέρει και την Χαλκηδόνια θεολογία, τη θεολογική απόρριψη του μονοφυσιτισμού και την τομή μεταξύ προχαλκηδόνιων και Χαλκηδόνιων Εκκλησιών.
Αυτές λοιπόν οι αξίες μας φέρνουν αντιμέτωπους με το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης. Είναι άλλο πράγμα η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, δηλαδή η υπονόμευση των αξιών της, η απώλεια της ιερότητάς της και άλλο πράγμα η εκκοσμίκευση του κράτους. Η εκκοσμίκευση του κράτους βασίζεται στην πολιτική θεολογία και στη νομική θεολογία στην οποία αναφέρθηκα. Βασίζεται στο γεγονός ότι όλες οι θεμελιώδεις έννοιες, οι έννοιες του ανθρώπου και της αξίας του, της ελευθερίας, της ισότητας, της αναλογικότητας, της επιεικείας, αόριστες έννοιες που κυριαρχούν στο Δίκαιο όπως είναι τα χρηστά ήθη, οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, προέρχονται όλες από μία θεολογική καταγωγή, εκκοσμικεύονται αλλά διατηρούν φυσικά αυτό το γενετικό υλικό της χριστιανικής, της θεολογικής καταγωγής τους.
Η εκκοσμίκευση του κράτους, διαμορφώνει το κράτος μέσα από την έννοια της κυριαρχίας ως υποκατάσταση του ίδιου του Θεού, της αντιπροσώπευσης που εκκινεί από τη θέση του Επισκόπου εις τύπον και τόπον Χριστού, του Κοινοβουλίου που εμπνέεται από το συνοδικό σύστημα και κυρίως μέσα από τη διάκριση των κανόνων μεταξύ κανόνων τυπικής ισχύος και κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος, δηλαδή υπερεχόντων, όπως η Αγία Γραφή. Το Ευαγγέλιο υπερισχύει οποιασδήποτε απόφασης Οικουμενικής Συνόδου ή οποιασδήποτε παπικής εγκυκλίου, από εκεί απορρέει και η βασική συνάφεια ανάμεσα στη Βίβλο και το Σύνταγμα, δηλαδή ανάμεσα σε δύο κείμενα τα οποία είναι τα υπερέχοντα κείμενα, τα κείμενα αναφοράς.
Η εκκοσμίκευση του κράτους δεν είναι θεωρία, είναι Ιστορία και μάλιστα Ιστορία των θεσμών και αυτό φαίνεται καταρχάς στις δύο μεγάλες επαναστάσεις από τις οποίες προέκυψε το συνταγματικό φαινόμενο. Το αμερικανικό Σύνταγμα βασίζεται στην establishment clause, δηλαδή στη νομικά απόλυτη ουδετερότητα του κράτους, στον πλήρη διαχωρισμό κράτους και θρησκευτικών κοινοτήτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο χριστιανισμός δεν έχει επηρεάσει αυτό καθ’ αυτό το κείμενο του αμερικανικού Συντάγματος και των τροποποιήσεών του για τα θεμελιώδη δικαιώματα ή ότι δεν επηρεάζει την ερμηνεία, πρωτίστως τη νομολογία μέχρι τώρα. Η μεταστροφή η νομολογιακή μετά από πολλές δεκαετίες, στο ζήτημα της άμβλωσης λόγω της αλλαγής της σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, προφανώς έχει θεολογική βάση. Από την άλλη μεριά στη Γαλλία, λόγω και της ρουσωικής παράδοσης της religion civile, της πολιτικής θρησκείας, η laïcité η οποία επικρατεί μετά την Γαλλική Επανάσταση, είναι και αυτή μία πολιτική θρησκεία. Η laïcité είναι θρησκευτικό φαινόμενο, είναι ένα φαινόμενο πολιτικής θεολογίας, όχι με την θεωρητική έννοια της υιοθέτησης θεολογικών εννοιών στην πολιτειολογική σκέψη, αλλά με τη συγκρότηση ενός συστήματος δεϊσμού. Οι αξίες λοιπόν οι λαϊκές, με την έννοια του σεκουλαρισμού, égalité, fraternité liberté είναι απολύτως θεολογικές υπό την έννοια αυτή.
Εμείς, λοιπόν, όταν ασχολούμαστε θύραθεν με την πολιτική θεολογία, ξέρουμε τις οφειλές μας γιατί πολλές κρίσιμες έννοιες έχουν θεολογική προέλευση. Ακόμη και η έννοια του θαύματος έγινε αντικείμενο της νομικής θεωρίας και προκάλεσε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ του φιλοναζιστή νομικού Καρλ Σμιτ, και του δημοκράτη και σοσιαλδημοκράτη νομικού Χανς Κέλσεν. Το νομικό θαύμα κατά τον Σμιτ είναι η κατάσταση εξαίρεσης που υπερβαίνει την έννομη τάξη, στον Κέλσεν που είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στην έννοια του θαύματος αυτό αφορά την παράβαση, η οποία δεν καταλύει όμως συνολικά τη συνταγματική τάξη. Υπό την έννοια αυτή, η νομική θεολογία, για την οποία γράφονται ακόμη και τώρα πολλά στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι τμήμα αυτής της πολιτειολογικής πολιτικής θεολογίας.
Υπό την έννοια αυτή πράγματι το χριστιανικό υπόβαθρο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού είναι κάτι παραπάνω από εμφανές, αλλά η χριστιανική ηθική πρέπει να αποδέχεται ότι η συνταγματική ηθική και το συνταγματικό κεκτημένο εντέλει την προστατεύει μέσω των εγγυήσεων του συνταγματισμού, είναι ο θώρακάς της, δεν είναι ο αντίπαλός της.
Η χριστιανική ηθική απορρέει από την πίστη, από την ποιμαντική φροντίδα, από την οικονομία. Όλα αυτά μέσα στον πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας προστατεύονται, δεν γίνονται ανεκτά απλώς, δεν μιλάμε για ανεκτικότητα, για tolerance, μιλάμε για ελευθερία. Μοιραζόμαστε το ίδιο σώμα; Το corpus mysticum είναι το corpus socialis και το corpus electoralis; Μοιραζόμαστε τους ίδιους ανθρώπους σε διαφορετικές όψεις τους; Εμείς στο imperium και η Εκκλησία στο sacerdotium; Όχι, διότι αυτό είναι μία πλειονοτική αντίληψη, εμείς εδώ ως πλειονοτική ορθοδοξία παρεξηγούμε τα πράγματα, δηλαδή θεωρούμε ότι κατά τεκμήριο και λόγω νηπιοβαπτισμού, όλοι είναι ορθόδοξοι. Σε ποια ορθοδοξία; Σε μία ορθοδοξία opt-in, opt-out, είμαι ορθόδοξος όποτε θέλω, είμαι ορθόδοξος το Πάσχα, είμαι ορθόδοξος τη Μεγάλη Παρασκευή, είμαι ορθόδοξος την ημέρα των Χριστουγέννων. Είναι πιστός όποιος κάνει αρχικά πολιτικό γάμο, μετά θέλει να κάνει γαμο-βάπτιση, θρησκευτικό γάμο και αμέσως μετά βάπτιση του παιδιού; Είναι ανεκτό αυτό; Η απάντηση θα δοθεί από την Εκκλησία όχι από κράτος. Αυτό αφορά βεβαίως μία πλειονοτική ορθοδοξία, η οποία συμβιβάζεται ή πιέζεται μέσα από την ανάγκη να επιλύει κατ’ οικονομία διαρκώς περισσότερα προβλήματα. Ας δούμε όμως τώρα τη μειονοτική ορθοδοξία. Πόσοι είναι οι ορθόδοξοι στον κόσμο συμπεριλαμβανομένων όλων των εκδοχών της Ορθοδοξίας, δηλαδή των εκδοχών αυτών που πιστεύουν στην Ορθοδοξία της ειρήνης και στην Ορθοδοξία του πολέμου, των εκδοχών που πιστεύουν στον εθνοφυλετισμό και των εκδοχών που καταγγέλλουν τον εθνοφυλετισμό, των εκδοχών που αποδέχονται την παραχώρηση της αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία και των εκδοχών που καταγγέλλουν την παραχώρηση της αυτοκεφαλίας, συμπεριλαμβανομένων συνεπώς και των Ρώσων ορθόδοξων. Είναι το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 12% των χριστιανικών πληθυσμών.
Φοβούμαι συνεπώς ότι εάν δεν αντιληφθεί η Ορθοδοξία η ούτως ή άλλως μειονοτική στην Ευρώπη ακόμη και αν είναι πλειονοτική στην Ελλάδα, ότι το κράτος και το Σύνταγμά του, το Ενωσιακό Δίκαιο και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διασφαλίζουν τη συνέχεια των χριστιανικών αξιών, θα έχει κάνει, όχι ιστορικό, αλλά σωτηριολογικό λάθος. Αυτό είναι το δάνειο και το αντιδάνειο ότι τελικά τώρα η θετικιστική, κρατική, ενωσιακή και διεθνής έννομη τάξη προστατεύει τις χριστιανικές αξίες. -
Βιβλιογραφική σημείωση
Εκτενέστερη ανάλυση και υπομνηματισμό βασικών αναφορών της εισήγησης αυτής ,μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης στις ακόλουθες συλλογές μελετών μου που έχουν εκδοθεί με τη μορφή βιβλίου :
Ευάγγελος Βενιζέλος, Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική, εκδ. Αρμός, 2024
Ευάγγελος Βενιζέλος, Η πρόκληση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003
Καθώς και στη μονογραφία μου
Ευάγγελος Βενιζέλος, Oι σχέσεις κράτους και εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες, Παρατηρητής, 2000
αλλά και στη μελέτη μου
Evangelos Venizelos, ‘Religious Freedom for Muslims: A Challenge to the Historical Foundations and Resilience of European Constitutionalism’, in: Mark Hill, Lina Papadopoulou (eds), Islam, Religious Liberty and Constitutionalism in Europe (Hart Publishing, 2024) pp 17-30
* Ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών .
** Εισήγηση στην ημερίδα «Ο ρόλος του Χριστιανισμού σε μια Ευρώπη που αλλάζει» που διοργάνωσε στις 11 Δεκεμβρίου 2025, στην Αθήνα, στο ΕΒΕΑ, το γραφείο της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ, υπό την αιγίδα του ΥΠΕΞ. Η εισήγηση αναπτύχθηκε στην Β΄ συνεδρία με ειδικότερο θέμα «Ο Χριστιανισμός και η έννοια του κράτους δικαίου στην Ευρώπη»













