Δεκέμβριος 2023
Επίμετρο Ευάγγελου Βενιζέλου στο βιβλίο του Θανάση Διαμαντόπουλου, «Χωρίς Στέμμα. Η αβασίλευτη του μεσοπολέμου»
Ο αβασίλευτος ελληνικός μεσοπόλεμος και η «σύγκρουση των ολοκληρώσεων»
Η μελέτη της Συνταγματικής Ιστορίας εστιάζεται συνήθως στα κείμενα των συνταγμάτων και στις συντακτικού, πρωτογενούς ή αναθεωρητικού, χαρακτήρα διαδικασίες από τις οποίες προέκυψαν τα νέα ή τα αναθεωρημένα συντάγματα. Τα πολιτικά, εσωτερικά ή διεθνή, τα οικονομικά, κοινωνικά και πολύ συχνά τα στρατιωτικά συμφραζόμενα των συνταγματικών μεταβολών συνήθως υπονοούνται καθώς εξετάζονται στο πεδίο άλλων κλάδων, όπως η πολιτική, η διπλωματική και η οικονομική Ιστορία.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, έγκριτος καθηγητής της πολιτικής επιστήμης, με μεγάλες επιδόσεις στην πολιτική ιστορία, διαθέτει στέρεη νομική κατάρτιση, εφάπτεται με πολλά από τα επιμέρους αντικείμενα του Συνταγματικού Δικαίου και συλλαμβάνει πάντοτε συνολικά και συνθετικά τις ιστορικές περιόδους με τις οποίες ασχολείται. Γνωρίζει άλλωστε να κινείται διαχρονικά και συγχρονικά και να συνδέει τις ιστορικού χαρακτήρα έρευνές του με τις σημερινές προσλαμβάνουσες παραστάσεις και τα θεωρητικά και εννοιολογικά εργαλεία της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Με τα πλούσια αυτά εφόδια μας έχει προσφέρει και το συνθετικό του έργο για τις δεκαετίες της ελληνικής πολιτικής ιστορίας (Θ. Διαμαντοπουλος, 10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων: Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017, Επίκεντρο), που βασίζεται στην ανάδειξη της κυρίαρχης διαίρεσης κάθε δεκαετίας.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, με τη βαθιά γνώση και την ερευνητική, διδακτική και συγγραφική ωριμότητα που έχει προ πολλού κατακτήσει, στο παρόν βιβλίο του επανέρχεται στον αγαπημένο του ελληνικό Μεσοπόλεμο. Πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου του για τη Δίκη των έξι και γενικότερα για τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους μέχρι σήμερα. Κορμός της εμβριθούς ανάλυσής του είναι οι διαδοχικές εκδοχές των συνταγμάτων της περιόδου της Αβασίλευτης Δημοκρατίας από το 1924 έως το 1936. Καταρχάς το Σύνταγμα του 1925/26 που απηχούσε τις αντιλήψεις του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και εντέλει το Σύνταγμα του 1927. Υπό αυτό σχηματίστηκε και λειτούργησε η τελευταία κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου την περίοδο 1928-1932 και αυτό οδήγησε στο 1936, στο annus horribilis της ελληνικής δημοκρατίας.
Από πλευράς συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου και συνταγματικής θεωρίας οι βασικές επιλογές και ιδίως οι καινοτομίες του Συντάγματος του 1925/26 έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, ιδίως ο τρόπος με τον όποιον συγκροτείται ο δικαμεραλισμός με τη συνύπαρξη Βουλής και Γερουσίας, η εκλογή των μελών της δεύτερης και ο θεσμός της ενιαύσιας θητείας του πρωθυπουργού και συνεπώς της συνταγματικά επιβεβλημένης διαρκούς εναλλαγής πρωθυπουργών. Οι σχετικές αναλύσεις του Θ. Διαμαντόπουλου ανανεώνουν και τροφοδοτούν και τη σχετική συνταγματολογική συζήτηση.
Η τελική εκδοχή του Συντάγματος του 1927 είναι πιο συμβατική με κριτήριο τα αβασίλευτα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Άλλωστε σε σχέση με τον συνταγματισμό στροβιλισμό της Ευρώπης του Μεσοπολέμου που προκάλεσε και αντίστοιχο στροβιλισμό της συνταγματικής και πολιτειολογικής θεωρίας της ίδιας περιόδου, οι ελληνικές συνταγματικές εξελίξεις είναι μάλλον «αθώες». Το ελληνικό συνταγματικό ζήτημα εξακολουθεί να καθορίζεται από τον εθνικό διχασμό, όπως αυτός μετεξελίσσεται λόγω Μικρασιατικής Καταστροφής, των γεγονότων που ακολουθούν και των καταστάσεων που διαμορφώνονται.
Στην Ελλάδα το «πολιτειακό» είναι συνεπώς πάντα το κυρίαρχο ζήτημα. Δεν τίθενται όμως ζητήματα του θεωρητικού βάθους που τίθενται πχ στη Γερμανία της Βαϊμάρης σε σχέση με τον θεσμικό ρόλο του αιρετού αρχηγού του κράτους, την κατάσταση ανάγκης, την ιδιότητα του «εγγυητή του Συντάγματος», την ίδια την έννοια του Συντάγματος και την καταστρατήγησή του κ.ο.κ. Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος είναι ταραγμένος, αλλά λιγότερο σκοτεινός από τον γερμανικό, τον ιταλικό, τον αυστριακό παρότι οι αλλαγές στη διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας είναι συγκλονιστικές λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών και της ενσωμάτωσης των προσφύγων, πέραν των αλλαγών που προκαλούν η διεθνής οικονομική κρίση του 1929, η τεχνολογική εξέλιξη, οι αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο.
Το αναλυτικό σχήμα της «σύγκρουσης των ολοκληρώσεων», της εθνικής / εδαφικής, της θεσμικής / δημοκρατικής και της αναπτυξιακής / οικονομικής ολοκλήρωσης, που προσπαθώ να δοκιμάσω τα τελευταία χρόνια, έχω την εντύπωση ότι επιβεβαιώνεται ως προς την περίοδο 1922-1936 ( Ευ. Βενιζέλος, Παλιγγενεσία και Αναστοχασμός, Εκδόσεις Πατάκη, 2021, ιδίως σελ. 19 επ., 31 επ., 43 επ. ). Η Μικρασιατική Καταστροφή ως καταλυτική οπισθοχώρηση της εθνικής / εδαφικής ολοκλήρωσης που οδηγεί στη Συνθήκη της Λωζάννης, στο τέλος της Μεγάλης Ιδέας και στην ανταλλαγή των πληθυσμών, προκαλεί αντιστοίχου μεγέθους διατάραξη της θεσμικής / δημοκρατικής ολοκλήρωσης. Η μετάβαση από τη Βασιλευόμενη στην Αβασίλευτη Δημοκρατία δεν συνιστά βήμα θεσμικής ολοκλήρωσης από πλευράς ποιότητας των δημοκρατικών θεσμών και κυρίως των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Η μετάβαση δε αυτή σε δώδεκα χρόνια οδηγεί στην παλινόρθωση της Βασιλείας και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά.
Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η θεσμική ολοκλήρωση υποτάσσεται και πάλι στην καμπύλη της εθνικής / εδαφικής ολοκλήρωσης. Η καμπύλη της αναπτυξιακής / οικονομικής ολοκλήρωσης την ίδια περίοδο παρουσιάζει, νομίζω, περισσότερες αποχρώσεις λόγω της ένταξης των προσφύγων στην ελληνική οικονομία και λόγω των επιπτώσεων του κραχ του 1929, αλλά και αυτή η καμπύλη προσκρούει την επόμενη δεκαετία στο καταλυτικό γεγονός της έκρηξης του Β´ ΠΠ, δηλαδή στη μείζονα σύγκρουση περί εθνικής κυριαρχίας που είναι ταυτόχρονα και σύγκρουση περί δημοκρατίας, αλλά αυτό γίνεται απολύτως σαφές και οριοθετείται μετά το τέλος του Β ´ ΠΠ και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Πάντως η γενική εικόνα φαίνεται να στηρίζει το αναλυτικό σχήμα της «σύγκρουσης των ολοκληρώσεων», εκτός και αν το προσλαμβάνω έτσι επηρεασμένος από το σχήμα που έχω προτείνει.
Θα έλεγα ότι με ειδικότερο κριτήριο τη θέση της μοναρχίας στην Ελλάδα, το σχήμα της «σύγκρουσης των ολοκληρώσεων» είναι αρκετά σαφές. Η εδαφική παλινδρόμηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής επιφέρει το τέλος της μοναρχίας που επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις και εισήχθη θεσμικά και καταστατικά στο νέο ελληνικό κράτος το 1827/1830 ως προϋπόθεση της διεθνούς αναγνώρισής του, δηλαδή για λόγους εδαφικής επάρκειας και εθνικής κυριαρχίας. Η δε παλινόρθωση του 1935 σε συνδυασμό με την αντοχή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, θεωρώ ότι ερμηνεύονται με βάση το σχήμα της «σύγκρουσης των ολοκληρώσεων», εκ των υστέρων, υπό το πρίσμα της συμμετοχής της Ελλάδας στον Β´ ΠΠ στο πλευρό των Συμμάχων και κατά του άξονα. Υπό το πρίσμα αυτό η θεσμική διάσταση υποχωρεί το 1936, επειδή προτάσσεται η εθνική με την έννοια των γενετικών διεθνοπολιτικών προϋποθέσεων του νέου ελληνικού κράτους που παραμένει στη Δύση μετά το τέλος του Πολέμου και αυτό επιβεβαιώνεται με την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου το 1949 και την ένταξη στο ΝΑΤΟ το 1952.
Το βιβλίο του Θ. Διαμαντόπουλου για τον Μεσοπόλεμο και ιδίως την πολιτειακή και συνταγματική διάσταση της περιόδου, είναι σύνοψη και επαναπροσέγγιση ταυτοχρόνως μιας περιόδου που όπως όλη η διαδρομή του νέου ελληνικού κράτους βρίσκεται στο υπόβαθρο της ύστερης Μεταπολίτευσης στην οποία ζούμε. Μας βοηθά συνεπώς να αντιληφθούμε το βάθος και τις διαδρομές θεσμικών και πολιτικών προβλημάτων που είναι πάντα ανοικτά και κρίσιμα. Μια συμβολή τέτοιας στόχευσης και ποιότητας είναι πάντοτε καλοδεχούμενη.-
*Επίμετρο Ευάγγελου Βενιζέλου στο βιβλίο του Θανάση Διαμαντόπουλου, «Χωρίς Στέμμα», εκδ. Πατάκη, 2023 σελ 349-359