8 Ιουνίου 2025
Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στο αφιέρωμα της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ, «50 χρόνια Σύνταγμα»
Η πεντηκονταετία του Συντάγματος του 1975 ως πρόκληση εθνικού αναστοχασμού
Η επέτειος των πενήντα ετών ενός εθνικού συντάγματος πρέπει να είναι μια στιγμή εθνικού - δηλαδή πολιτικού, κοινωνικού αλλά και επιστημονικού - αναστοχασμού για το τι σημαίνει αυτή καθεαυτήν η συγκρότηση μιας μακράς ενιαίας περιόδου κατά την οποία ισχύει το ίδιο συνταγματικό κείμενο, όπως αυτό έχει στο μεταξύ αναθεωρηθεί (1986, 2001, 2008, 2019), σύμφωνα όμως με τις δικές του προβλέψεις (άρθρο 110 Σ), δηλαδή εντός των διαδικαστικών και ουσιαστικών ορίων της αναθεώρησής του.
Η επέτειος δεν είναι πρωτοφανής στη συνταγματική Ιστορία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους καθώς πενήντα χρόνια ισχύος είχε καταγράψει και το Σύνταγμα του 1864 έως το κίνημα στο Γουδή και την κίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης που κατά παράβαση των προβλέψεων του ίδιου του Συντάγματος για την αναθεώρησή του οδήγησε στο Σύνταγμα του 1911. Σύνταγμα βασιλευομένης δημοκρατίας που ήθελε να εμφανίζεται αφενός μεν ως το Σύνταγμα της φιλελεύθερης και εκσυγχρονιστικής τομής, αφετέρου δε ως το Σύνταγμα της πολιτειακής συνέχειας έστω έως τον εθνικό διχασμό. Άλλωστε πολλά χρόνια αργότερα το μετεμφυλιακό Σύνταγμα του 1952 εμφανιζόταν και αυτό ως συνέχεια ή μάλλον ως επανασυγκόλληση του σπασμένου νήματος του Συντάγματος του 1864/1911.
Αυτά όμως τα πενήντα μεταπολιτευτικά χρόνια είναι πενήντα χρόνια πραγματικής ισχύος και συνέχειας του Συντάγματος του 1975/1986/2001/2019 σε ένα θεσμικό περιβάλλον το οποίο δεν προοιωνίζεται την υπέρβαση ή τη διάρρηξή του. Παρά τη βαθιά αξιακή και στρατηγική κρίση που αντιμετωπίζει η Δύση ως ιστορική οντότητα μετά την επανεκλογή Τραμπ και την ανάδειξη των σοβαρών διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική εκδοχή της φιλελεύθερης / συνταγματικής δημοκρατίας, η Ελλάδα τοποθετημένη μέσα στα δυτικά και ευρωπαϊκά συμφραζόμενά της έχει ή πάντως πρέπει να διεκδικεί και να διασφαλίζει τις προϋποθέσεις της συνταγματικής της σταθερότητας. Αυτό δεν σημαίνει απουσία διαφωνιών ή ακόμη και συγκρούσεων ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματoς, ούτε απουσία παραβιάσεών του αλλά ευρύτατη πολιτική και κοινωνική αποδοχή του Συντάγματος ως πλαισίου αναφοράς. Ως βάσης και ως κορυφής της εθνικής έννομης τάξης.
Η εθνική έννομη τάξη θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, συγκροτείται μέσω των δικαιοπαραγωγικών διαδικασιών που αυτό προβλέπει και ανάγεται σε αυτό για τον έλεγχο της τυχόν αντισυνταγματικότητας αλλά και για την εναρμονισμένη με αυτό ερμηνεία όλων των υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Δεν είναι όμως μόνη και απομονωμένη. Συνυπάρχει με άλλες έννομες τάξεις που διεκδικούν την υπεροχή τους στην ελληνική επικράτεια. Για μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Ελλάδα αυτές είναι η διεθνής έννομη τάξη (κυρίως αυτή της ΕΣΔΑ) και η ενωσιακή έννομη τάξη που ισχύουν αυτοαναφορικά και διεκδικούν την προτεραιότητα της εφαρμογής τους και την υπεροχή τους στο πεδίο τους. Ανεξάρτητα από τη θέση στις οποίες τοποθετεί τις δύο αυτές έννομες τάξεις το ίδιο το εθνικό Σύνταγμα (άρθρο 28), αυτές αυτοτοποθετούνται υποτάσσοντας κάθε εθνικό Σύνταγμα στον τρόπο με τον οποίο θεμελιώνουν και προσλαμβάνουν τον εαυτό τους.
Αυτή η πολλαπλότητα των έννομων τάξεων, είναι το πιο κρίσιμο πλέον θεωρητικό ζήτημα, υπαρξιακού χαρακτήρα, γιατί αφορά την ίδια την κυριαρχία του εθνικού κράτους, τη μετατροπή του σε «κράτος μέλος», τη φύση και τα όρια της συντακτικής του εξουσίας, πρωτογενούς και αναθεωρητικής. Είναι όμως ταυτόχρονα και ένα ισχυρό κέλυφος διεθνούς και ενωσιακής προστασίας του εθνικού Συντάγματος και του ρυθμιστικού και εγγυητικού περιεχομένου του για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Οι περιπτώσεις που το προστατευτικό περιεχόμενο του εθνικού Συντάγματος ενισχύεται μέσω της διεθνούς έννομης τάξης (κυρίως μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και μέσω της έννομης τάξης της ΕΕ (όχι μόνο μέσω του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αλλά και πολλών άλλων κανόνων του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου) είναι συντριπτικά περισσότερες από τις περιπτώσεις που η διεκδίκηση της υπεροχής από το διεθνές ή το ενωσιακό δίκαιο ενδέχεται να μειώσει αποχρώσεις της προστασίας που παρέχει το εθνικό Σύνταγμα. Αρκεί να δούμε με πόσες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) διευρύνθηκε η προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων (δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, θρησκευτική ελευθερία, προστασία προσωπικών δεδομένων, περιουσία, απόρρητο επικοινωνιών, ne bis in idem) και πόσες αποφάσεις των ίδιων δικαστηρίων ανάγκασαν τα ελληνικά δικαστήρια να υποχωρήσουν ως προς την προτεραιότητα εφαρμογής μιας εθνικής συνταγματικής πρόβλεψης ( πχ άρθρο 14 παρ. 9 για τον βασικό μέτοχο). Αυτά τα ζητήματα είναι για τη ζωή των πολιτών πολύ πιο κρίσιμα από το αν οι θητείες του ΠτΔ που εκλέγεται πλέον και με σχετική πλειοψηφία θα είναι έως δύο πενταετείς ή μία εξαετής.
Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή πρακτικά με την εναρμονισμένη προς την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία, συγκροτείται αυτό που έχω προτείνει να ονομαστεί «επαυξημένο Σύνταγμα» (augmented constitution). Ένα εθνικό Σύνταγμα που αντί να φιλονικεί ερμηνευτικά με τις άλλες έννομες τάξεις, αφομοιώνει ερμηνευτικά τη συνεισφορά τους ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη προστασία της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης εκπληρώνεται μόνο μέσα από αυτή τη διεργασία που διασφαλίζει την ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τον διεθνή δικαστικό έλεγχο των συμπεριφορών (νομοθετικών, διοικητικών, δικαστικών) που την υποβαθμίζουν.
Το εθνικό Σύνταγμα διατηρεί βεβαίως τη σημασία του, άρα εξακολουθεί να έχει σημασία και η τυπική αναθεώρησή του, η συντακτική εξουσία όμως, πρωτογενής και αναθεωρητική, ως ύψιστη νομική εκδήλωση της κρατικής κυριαρχίας υφίσταται τις συνέπειες των περιορισμών της τελευταίας. Αυτό ισχύει ακόμη και για θέματα στα οποία αναγνωρίζεται καταρχήν η σημασία της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας γιατί αφορούν τη «θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική δομή» (άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ) καθώς και στο πεδίο αυτό τα κράτη πρέπει να σέβονται τις αξίες της Ένωσης και πρωτίστως την ευρωπαϊκή αντίληψη περί δημοκρατίας και κράτους δικαίου που μπορεί να θίγει με εθνικές συνταγματικές επιλογές φαινομενικά οργανωτικές οι οποίες όμως επηρεάζουν άμεσα την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων ( πχ το απόρρητο των επικοινωνιών) ή θεσμικές εγγυήσεις που περιβάλλουν τέτοια δικαιώματα ( πχ τις ανεξάρτητες αρχές). Εθνικοί «αυτοσχεδιασμοί» συγκυριακού χαρακτήρα που χρησιμοποιούν το Σύνταγμα ως επικοινωνιακό αντιπερισπασμό και θεσμικές διολισθήσεις που θίγουν την ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν μπορούν να συγκαλυφθούν πίσω από την επίκληση της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας και ευτυχώς το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ έχουν ασκημένα ανακλαστικά που δεν αφορούν μόνο την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Για τη δική μου επιστημονική και πολιτική γενιά η πεντηκονταετία αυτή είναι η ίδια μας η ζωή. Ιδίως όταν έχει κάποιος το ιστορικό προνόμιο να έχει εισηγηθεί και συντάξει μεγάλο μέρος των ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων και όταν έχει μετάσχει στις ερμηνευτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις όλης σχεδόν της περιόδου, η πρόκληση του αναστοχασμού είναι πολλαπλή, επιστημονική, πολιτική, αλλά και προσωπική. Εντέλει ιστορική. -
*Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ήταν ο γενικός εισηγητής της αναθεώρησης του 2001.
Ο «Κύκλος Ιδεών» διοργανώνει υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, με τη συνεργασία της διαΝΕΟσις και του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, διεθνές επιστημονικό συνέδριο την Τρίτη 10 και την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025 (ακριβώς την ημέρα κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975) με το γενικό θέμα «Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης και η ποιότητα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.»