7 Ιουνίου 2025
Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στο αφιέρωμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ «50 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975»
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό
Η πεντηκονταετία του ισχύοντος Συντάγματος ενός κράτους που έχει συνολική διάρκεια λίγο μεγαλύτερη των διακοσίων ετών και η γενέθλια πράξη του ήταν η διακήρυξη της ανεξαρτησίας του παράλληλα με τη θέσπιση του πρώτου επαναστατικού Συντάγματός του, σημαίνει πολλά.
Σημαίνει πώς το ένα τέταρτο της ζωής του συνιστά μια ενιαία ως προς το συνταγματικό της θεμέλιο περίοδο, με αφετηρία τη Μεταπολίτευση, την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μια περίοδο που διανύθηκε υπό συνθήκες πολιτειακής σταθερότητας με τη μορφή της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση όλης της δέσμης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που εμπλουτίζονται από τις αντίστοιχες διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαίου της ΕΕ, ιδίως του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Αυτό καθιστά την Ελλάδα, μια σύγχρονη συνταγματική / φιλελεύθερη δημοκρατία, ένα δημοκρατικό κοινωνικό κράτους δικαίου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 2 και 25 Σ.
Η συνταγματική αυτή περιγραφή προφανώς δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που πέρασε τα προηγούμενα πενήντα χρόνια χωρίς πολιτικές και θεσμικές εντάσεις, χωρίς συγκρούσεις γύρω από την ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος, χωρίς πολιτικές και δικανικές καταγγελίες για προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεσμικών εγγυήσεων, χωρίς αιτιάσεις για παραβιάσεις του Συντάγματος, χωρίς δικαστικές διαγνώσεις της αντισυνταγματικότητας νόμων που ψηφίστηκαν από τη Βουλή.
Η αντοχή και η ανθεκτικότητα του Συντάγματος αποδεικνύεται όταν αυτό έχει την ικανότητα να τα τοποθετεί όλα αυτά εντός του πλαισίου του χωρίς να καταλύεται ή να καθίσταται εικονικό και κενό κανονιστικού περιεχομένου. Αποδεικνύεται όταν το ίδιο προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο αναθεωρείται θέτοντας διαδικαστικά και ουσιαστικά όρια στην αναθεώρησή του και αυτή συντελείται με επιτυχία και τελικά με ευρύτατη αποδοχή και συναίνεση, έστω εκ των υστέρων, τέσσερις φορές έως τώρα (1986, 2001, 2008, 2019).
Επιπλέον η αντοχή και η ανθεκτικότητα ενός εθνικού τυπικού, δηλαδή γραπτού και αυστηρού, Συντάγματος αποδεικνύεται όταν αυτό χάνει το μονοπώλιο της υπεροχής του επειδή το κράτος χάνει σταδιακά βαθμούς κυριαρχίας και καλείται να συνυπάρξει με άλλα συστήματα κανόνων δικαίου που ανήκουν σε άλλες έννομες τάξεις και διεκδικούν τη δική τους υπεροχή και τη δική τους προτεραιότητα εφαρμογής διαθέτοντας και δικά τους συστήματα δικαστικού ελέγχου. Αυτό συμβαίνει με το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με το Δίκαιο της ΕΕ με το Δικαστήριο της ΕΕ.
Αυτές οι εξελίξεις που εντάθηκαν τα πενήντα αυτά χρόνια, αντί να οδηγήσουν στη σχετικοποίηση του εθνικού Συντάγματος, οδήγησαν (για την ακρίβεια, πρέπει να οδηγούν) στην ανάδειξη του φαινομένου του «επαυξημένου Συντάγματος» που αντλεί από την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ και επαυξάνει το κανονιστικό του περιεχόμενο περιβάλλοντας με τη μέγιστη δυνατή προστασία τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.
Αυτό το Σύνταγμα δεν παρεμποδίζει καμία μεταρρύθμιση αναγκαία σε μια σύγχρονη δημοκρατική και δικαιοκρατική κοινωνία. Δεν εμποδίζει την άσκηση καμίας δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου και άρα τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τις Ανεξάρτητες Αρχές, τα δικαιώματα των διαφωνούντων, των λίγων, του ενός που δεν συμφωνεί με την πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία.
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, αλλά πολιτικό και αναπτυξιακό. Ενδεχομένως μορφωτικό και πολιτισμικό. Αφορά τα ανεκτά όρια των ανισοτήτων και την ανάγκη για κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Αφορά τη σχέση μας με την Ιστορία και τη γεωγραφία. Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα που κινούνται στο υπόβαθρο της εθνικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής, το Σύνταγμα δεν μας παρεμποδίζει αλλά εγγυάται τον δημοκρατικό και δικαιοκρατικό χαρακτήρα των επιλογών χωρίς διολισθήσεις εκτός συνταγματικού φάσματος.
Το ίδιο ισχύει και αν θελήσουμε, στο μέτρο που αυτό αφορά το εθνικό επίπεδο, να αντιμετωπίσουμε τις νέες μεγάλες προκλήσεις της κλιματικής κρίσης, της τεχνητής νοημοσύνης, της βιοτεχνολογίας και της νέας ανθρωπολογίας, των δικαιωμάτων των ζώων και των φυσικών οντοτήτων. Αυτή είναι η ουσιαστική συζήτηση του συνταγματικού μέλλοντος και όχι ο εύκολος και πρόχειρος συνταγματικός λαϊκισμός που αναπαράγει κοινοτοπίες και υπόσχεται έναν δήθεν συνταγματικά εγγυημένο παράδεισο που η πολιτική βούληση απέτυχε να τον διασφαλίσει νομοθετικά. Στην πραγματικότητα όχι γιατί δεν την άφηνε το Σύνταγμα αλλά γιατί την παρεμπόδιζε η υποχρέωση ανάληψης πολιτικού κόστους. Αυτό πάντως μας δίδαξε η δεκαετία της κρίσης και αυτά τα διδάγματα πρέπει να διέπουν πλέον τη συνταγματική μας αντίληψη. -
* Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ . Γενικός εισηγητής της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001. Πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και πρώην υπουργός, μεταξύ άλλων, Εξωτερικών, Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας.
Ο «Κύκλος Ιδεών» διοργανώνει υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, με τη συνεργασία της διαΝΕΟσις και του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, διεθνές επιστημονικό συνέδριο την Τρίτη 10 και την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025 (ακριβώς την ημέρα κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975) με το γενικό θέμα «Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης και η ποιότητα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.»