1 Νοεμβρίου 2023
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Απ. Παπατόλια, «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη σύγχρονη διακυβέρνηση», εκδόσεις Παπαζήσης
Μπορώ να δώσω μία συνοπτική απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε για τον λαό και τη μοίρα του : Ποιος μπορεί να πει σε έναν λαό που συγκροτημένος ως εκλογικό σώμα κάνει επιλογές και αποφασίζει στο πλαίσιο μίας δημοκρατίας η οποία είναι αντιπροσωπευτική –γιατί η σύγχρονη δημοκρατία, η φιλελεύθερη δημοκρατία ή είναι αντιπροσωπευτική ή δεν υπάρχει, πάρα πολύ απλά– αναδεικνύει τα όργανα που προβλέπει το Σύνταγμα κάθε κράτους όχι για τη διακυβέρνηση ( governance) αλλά για την κυβέρνηση ( government ) ότι έκανες τις επιλογές σου, τις ξανάκανες, είσαι άξιος της μοίρας σου, αφού το κρίσιμο στοιχείο είναι η σχέση με τη μοίρα.
Ο μόνος που μπορεί να το πει αυτό είναι η ιστορία. Η ιστορία όμως σου λέει με καθυστέρηση ότι οι επιλογές που έκανες και ξανάκανες μέσα στην καμπύλη της συγκυρίας, ασκώντας τα δημοκρατικά σου δικαιώματα και σεβόμενος τις περιοδικές εκλογές που είναι το θεμελιώδες, το ύπατο χαρακτηριστικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οδήγησαν εκεί που οδήγησαν. Αυτό το μαθαίνεις εκ των υστέρων. Είναι υπερβολικό να ζητάς μία ιστορική αίσθηση ή μία ιστορική ευθύνη ή μία ιστορική διορατικότητα ή επίγνωση όταν ο καθένας είναι αιχμάλωτος της συγκυρίας μέσα στην οποία εξελίσσονται τα πράγματα. Άρα, λοιπόν, η νεκροψία πάντα σου λέει ότι, «ξέρεις, ας πρόσεχες».
Σε αυτό το ερώτημα κατά βάθος επιχειρεί να απαντήσει ο Απόστολος Παπατόλιας με το βιβλίο αυτό, ένα πολύ φιλόδοξο και επικίνδυνο ερώτημα και έχει τη σκευή που του επιτρέπει να ασχοληθεί με το θέμα. Είναι ένας συγκροτημένος ,με στέρεη γνώση, συνταγματολόγος που έχει ασχοληθεί με τη θεωρία του Συντάγματος, έχει μεγάλη τριβή με το Δημόσιο Δίκαιο γενικότερα, έχει επαφή με την πολιτική και με τους καταναγκασμούς της πολιτικής, έχει υπηρετήσει στην τοπική αυτοδιοίκηση, έχει υπηρετήσει σε ανεξάρτητες αρχές, είναι πάντα συνδεδεμένος με την ακαδημαϊκή κοινότητα γιατί είναι πάντα ερευνητής και συγγραφέας. Ως εκ τούτου καταπιάνεται με μεγάλα και δύσκολα θέματα όπως είναι το θέμα αυτό.
Προφανώς ο συγγραφέας δεν θέλει να απαντήσει σε κοινότοπα ερωτήματα στα οποία έχουν δοθεί εδώ και αιώνες γνωστές και κοινότοπες απαντήσεις. Δεν θα ασχοληθούμε τώρα με την πλατωνική αντίληψη περί πολιτικής και για τη σχέση βασιλέων και φιλοσόφων ή για τη σχέση των επαϊόντων με αυτό που λέγεται πολιτικός βίος. Σε αυτό, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει δώσει μία πάρα πολύ ευθεία απάντηση η Κίνα, η οποία δεν εμφανίζεται ως μία δημοκρατία και αυτή, εικονική, διότι πίσω από τον όρο δημοκρατία μπορεί να κρύβονται αυταρχικά καθεστώτα ή εν πάση περιπτώσει μη φιλελεύθερα καθεστώτα. Η Κίνα λέει, δεν είμαι δημοκρατία, είμαι meritocracy, είμαι ένα αξιοκρατικό σύστημα το οποίο βασίζεται σε μία σύνθεση πλατωνικής και κομφουκιανής αντίληψης. Το κομμουνιστικό κόμμα προφανώς υπάρχει, αλλά το κόμμα επιλέγει αυτούς που είναι οι πιο καταξιωμένοι, οι πιο σημαντικοί σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού, οικονομικού, τοπικού βίου, τους καθιστά μέλη του κόμματος και τους συστρατεύει σε έναν εθνικό σχεδιασμό προκειμένου να κυβερνηθεί μία τόσο πολυπρόσωπη χώρα. Άρα προσφέρει ένα μοντέλο διαφορετικό από το μοντέλο που προσφέρει μία έστω προβληματική κοινοβουλευτική δημοκρατία μίας ακόμα πιο πολυπρόσωπης χώρας που είναι η Ινδία, γιατί οι πολυπρόσωπες χώρες με πολλές εθνοτικές ομάδες, με προβλήματα ταυτότητας, με προβλήματα ανισοτήτων, με προβλήματα διακυβέρνησης, για να χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο, δεν διολισθαίνουν αναγκαστικά σε αντιδημοκρατικές επιλογές, μπορούν να αγωνίζονται να παραμείνουν σε μία λίγο-πολύ δημοκρατική επιλογή.
Άρα αυτά είναι ζητήματα τα οποία έχουν απασχολήσει την πολιτική θεωρία επί αιώνες. Ψάχνουμε προφανώς κάτι άλλο, ψάχνουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα πώς λειτουργεί η δημοκρατία ως μέθοδος νομιμοποίησης της εξουσίας τώρα, σε ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο έχει πάψει να είναι βεστφαλικό, εθνικό κράτος και έχει καταστεί «κράτος μέλος» γενικά, όχι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη και εάν είσαι μόνο μέλος του ΟΗΕ, είσαι κράτος μέλος με πολύ σημαντικούς περιορισμούς στην κυριαρχία σου, η κυριαρχία σου πλέον δεν είναι η παλιά ενιαία κυριαρχία, εσωτερική και εξωτερική, είναι μία διαμοιρασμένη όπως λέμε κυριαρχία. Αυτό ξεκινά από τη συνταγματική σου κυριαρχία διότι το Σύνταγμά σου δεν το προσδιορίζεις εσύ μόνο, πρέπει να λάβεις υπόψη πολλά άλλα στοιχεία για να συγκροτηθεί το ισχύον Σύνταγμα της χώρας και βεβαίως αφού αυτό ξεκινά από το Σύνταγμα διαπερνά το σύνολο της έννομης τάξης, το σύνολο της κρατικής οργάνωσης.
Όταν μιλάμε για κράτος δεν μιλάμε για έναν μηχανισμό θεσμικό, για έναν μηχανισμό διοικητικό, για έναν μηχανισμό παροχής υπηρεσιών, μιλάμε για μία συμπύκνωση του συσχετισμού των δυνάμεων. Μιλάμε δηλαδή για τον θεσμό των θεσμών, μιλάμε στην πραγματικότητα για κάτι που αφορά εξίσου πολύ το κράτος ως μηχανισμό και την κοινωνία, αυτό που λέμε κοινωνία των πολιτών και φυσικά και την οικονομία, όλο το γίγνεσθαι, φυσικά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Άρα τη συμμετοχή του κράτους ως υποκειμένου του Διεθνούς Δικαίου, όπως λέμε, στο διεθνές γίγνεσθαι και βεβαίως στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Εάν αυτό το πρόβλημα μας ξενίζει ακόμα και τώρα μετά από τόσες δεκαετίες σε εθνικό επίπεδο όπου λειτουργούν οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το έχουμε αποδεχθεί ως κυρίαρχη πραγματικότητα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το έλλειμμα δημοκρατίας, παρότι ενδεχομένως υπάρχει πλεόνασμα κράτους δικαίου, δικαιοκρατικών εγγυήσεων και εγγυημένων δικαιωμάτων, το έλλειμμα της δημοκρατίας οδηγεί στο να αναδεικνύονται όργανα και λύσεις οι οποίες είναι τεχνοκρατικές διότι έχει ανατεθεί στα όργανα αυτά από τις ίδιες τις συμβάσεις, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο συνταγματικά η αρμοδιότητα να αποφασίζουν επί των θεμάτων αυτών.
Η κυριαρχία ήταν πάντα νομισματική κυριαρχία, ήταν κυριαρχία κοπής νομίσματος, ήταν κυριαρχία άσκησης της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής. Τώρα αυτή η πολιτική –η οποία δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί σε νομισματική και οικονομική, παρότι αυτό είναι πάντα ένα πολύ μεγάλο νομικό θέμα, κατ’ ουσίαν δεν μπορεί να διαχωριστεί– ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ανεξάρτητη, δεν υπόκειται σε πολιτικό έλεγχο, υπόκειται σε πολύ χαλαρό δικαστικό έλεγχο και σε αυτό αντέδρασε εάν θυμάστε το Συνταγματικό Δικαστήριο το γερμανικό, αλλά τη μία ημέρα αντέδρασε το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην ποσοτική χαλάρωση και την άλλη ημέρα λόγω πανδημίας πολλαπλασιάστηκε η ποσοτική χαλάρωση και είπε η γερμανική κυβέρνηση, εδώ όταν τίθενται τέτοια θέματα, δεν εκπροσωπεί τη Γερμανία το Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά η κυβέρνηση. Αυτό είναι σωστό κατά το Διεθνές Δίκαιο το οποίο ισχύει όταν ερμηνεύουμε τις συνθήκες τις ιδρυτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα η σχέση μεταξύ τεχνοκρατίας και δημοκρατίας, η σχέση μεταξύ επιστήμης και πολιτικής είναι ένα διαρκές παίγνιο νομιμοποίησης και το ζήτημα είναι εάν μπορεί αυτή η μεταφορά της νομιμοποίησης και άρα της αρμοδιότητας και άρα της εξουσίας και άρα της κυριαρχίας, να οδηγήσει σε μία σχεδόν ολοκληρωτική αφυδάτωση των πολιτικών αποφάσεων και άρα και των πολιτικών οργάνων, αυτών που είναι δημοκρατικά, δηλαδή εκλογικά νομιμοποιημένα.
Όσο και εάν φαίνεται περίεργο εδώ θα έπρεπε να τεθεί ένα άλλο ερώτημα: Η δικαιοσύνη, η οποία είναι ο άλλος βασικός πυλώνας της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στη δικαιοσύνη δίπλα, εάν θέλετε, μπορούμε να τοποθετήσουμε και τις ανεξάρτητες αρχές ως υβρίδιο, τι όργανο είναι; Είναι όργανο πολιτικό, είναι όργανο δημοκρατικά νομιμοποιημένο, είναι όργανο φιλελεύθερα νομιμοποιημένο ή είναι όργανο τεχνοκρατικό; Η δικαστική κρίση, τι κρίση είναι; Είναι εντέλει κρίση τεχνική ή είναι μία κρίση η οποία έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά ουσίας; Σε αυτό δεν έχουμε απαντήσει ποτέ, οριστικά δεν έχει δοθεί ποτέ καμία απάντηση, διότι το ύψιστο επίπεδο δικαστικής κρίσης είναι ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Όταν ο δικαστής δηλαδή θέτει επί ποδών τον νομοθέτη, όταν θεωρεί ότι η κατεξοχήν πολιτική απόφαση που είναι ο νόμος ως έκφραση της volonté générale, δεν μπορεί να ισχύσει γιατί προσκρούει σε έναν άλλο νόμο ο οποίος είναι και αυτός έκφραση της volonté générale, το Σύνταγμα ή το Ενωσιακό Δίκαιο ή το Διεθνές Δίκαιο, αλλά σε ένα υψηλότερο επίπεδο και είναι υπερέχων κανόνας. Λέει λοιπόν ο δικαστής –για να καταλάβετε πώς συνάπτεται αυτή η σχέση, εδώ και δεκαετίες πλέον– ξέρετε, εγώ ασκώντας τον έλεγχο της συνταγματικότητας, όπως ακριβώς κάνω όταν ελέγχω τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, θα ελέγχω την αιτιολογία του νόμου και εάν ο νόμος δεν έχει επαρκή αιτιολογία, εάν δεν έχει μία αιτιολογία η οποία είναι εναρμονισμένη με το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεωρώ ότι ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός.
Η μεγάλη σύγκρουση στο Ισραήλ που διαρκεί ενάμιση χρόνο και που αποδυνάμωσε το κράτος του Ισραήλ επειδή αντιδρούν σε πολύ μεγάλο ποσοστό και με πολύ μεγάλη ένταση οι Ισραηλινοί πολίτες στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας της Βουλής να τροποποιήσει βασικούς νόμους, γιατί δεν υπάρχει ενιαίο Σύνταγμα, αφορά τη δυνατότητα της δικαιοσύνης να ελέγχει την αιτιολογία του νόμου και αυτό οδήγησε τους εφέδρους να μην προσέρχονται να λάβουν όπλα, στελέχη των μυστικών υπηρεσιών να παραιτηθούν και οδήγησε σε μία ένταση η οποία αποδυνάμωσε αμυντικά τη χώρα. Για να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι αυτό το ζήτημα.
Άρα βρισκόμαστε στον πυρήνα των προβλημάτων, που είναι προβλήματα δημοκρατίας, νομιμοποίησης, ιστορίας, προβλήματα που σχετίζονται με τον προσδιορισμό του φάσματος της πολιτικής. Είναι πολύ εύκολο να πεις ότι η πολιτική είναι τα πάντα, εγώ είμαι οπαδός μίας παμπολιτικής θεώρησης. Τι σημαίνει ότι η πολιτική είναι τα πάντα; Τι είναι πολιτικό; Πολιτικό είναι αυτό το οποίο τελικά κρίνεται μέσα από μία οργανωμένη δημοκρατική διαδικασία, αλλά πολιτικό δεν σημαίνει ότι κάτι είναι γενικό και αόριστο, ότι ο πολιτικός είναι ένας généraliste ο οποίος ασχολείται λίγο-πολύ με όλα και με τίποτα. Πολιτική αντιμετώπιση των πραγμάτων δεν είναι η μη τεκμηριωμένη, η ανεύθυνη, ενδεχομένως η αυταρχική ή εν πάση περιπτώσει η δημοκρατική που καθίσταται αυταρχική επειδή έχει την πλειοψηφία.
Άρα η ίδια η πολιτική πλέον για να μπορέσει να αντιμετωπίσει όλο αυτό το φάσμα θεμάτων έχει τεχνοκρατικές αξιώσεις. Η πολιτική ,όπως έχει πει ο Μαξ Βέμπερ , είναι και κλίση και επάγγελμα, είναι beruf που λένε στα γερμανικά, είναι και vocation, έχεις μία κλίση να προσέλθεις να επιτελέσεις αυτό το λειτούργημα ή εν πάση περιπτώσει να εισέλθεις σε αυτή τη διακινδύνευση αλλά αυτό έχει και προϋποθέσεις επαγγελματικές, πρέπει να καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται, πρέπει να ξέρεις τι σημαίνει ιστορία καταρχάς των πραγμάτων και των σχέσεων. Πρέπει να καταλάβεις τι σημαίνει ιστορία, τι σημαίνει γεωγραφία για να ασχολείσαι με τις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική, τι σημαίνει Σύνταγμα και τι σημαίνουν θεσμοί, για να ασχολείσαι με την πολιτική θεσμών και πολύ περισσότερο με τη συνταγματική πολιτική και με τη διαχείριση των δικαιωμάτων και με το σεβασμό των δικαιωμάτων, τι σημαίνει οικονομία, τι σημαίνει δημόσιο χρέος, τι σημαίνει ανάπτυξη. Τώρα μαθαίνουμε ότι για να έχεις τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της πολιτικής, πρέπει να έχεις σπουδάσει σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο και να μιλάς καλά αγγλικά και επίσης κατά προτίμηση να έχεις και μία προσωπική περιουσία, είτε οικογενειακή είτε αυτοδημιούργητη. Διότι εάν δεν έχεις αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορείς να ασχοληθείς σε σοβαρή βάση, δηλαδή στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο με την πολιτική, άρα με τη δημοκρατία, άρα με την ιστορία. Άρα τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά, απλοποιημένα εντέλει, είναι αυτά που σε νομιμοποιούν, αλλιώς δεν μπορείς να διεκδικήσεις καμία σοβαρή θέση, είσαι καταδικασμένος σε ένα δεύτερο ή τρίτο ρόλο, άρα έτσι σκέφτονται και αυτοί που εισέρχονται στο χώρο του δημοσίου βίου ως τεχνοκράτες.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι πολιτικές παράμετροι που λάμβανε υπόψη της η επιτροπή εμπειρογνωμόνων ήταν ενδεχομένως περισσότερες από αυτές που λάμβανε υπόψη η κυβέρνηση. Είχε γίνει μία υποκατάσταση του ενός από τον άλλον, μία αλληλοπεριχώρηση, μία ανταλλαγή αντιλήψεων και ρόλων, διότι αντιλαμβάνονταν οι επιστήμονες ότι αυτό που λένε έχει επιπτώσεις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, έχει κόστος εκλογικό και αντιλαμβάνονταν οι πολιτικοί ότι εάν κάνουν λάθος επιλογή υγειονομικά, τεχνοκρατικά, εάν πουν κάτι το οποίο είναι εσφαλμένο, μπορεί να έχουν εκατόμβες, μπορεί να μη λειτουργήσει τίποτα, να καταρρεύσει το σύστημα, άρα έπρεπε να κάνουν ορθολογικές επιλογές. Ερχόταν ο δικαστής σε όλες τις χώρες και στην πραγματικότητα αποδεχόταν αυτές τις λύσεις ως νόμιμες, ως σύμφωνες με το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο, αλλά κάποια στιγμή ηρεμούν τα πράγματα και από εκεί που ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα η υποχρέωση εμβολιασμού των υγειονομικών και η αναστολή της εργασιακής τους σχέσης, ξαφνικά βρέθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα η επαναφορά του .Επανήλθαν μάλιστα κατά παράβαση του Συντάγματος, των δικονομικών όρων του Συντάγματος, γιατί αυτή είναι μία απόφαση τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απεφάνθη επί θέματος, για το οποίο κατά το Σύνταγμα μπορεί να αποφαίνεται μόνον η Ολομέλεια του δικαστηρίου και αντί η κυβέρνηση να πει ότι αυτή είναι μία απόφαση η οποία στην πραγματικότητα είναι ανυπόστατη διότι έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, συμφώνησε και έδωσε τη λύση αυτή, επανήλθαν οι υγειονομικοί.
Αυτό είναι το παιχνίδι, πολιτεύονται όλοι και ταυτόχρονα πρέπει να ανταποκρίνονται σε τεχνικές προδιαγραφές όλοι, το θέμα είναι ποιος σηκώνει το βάρος, ποιος καλείται να αναλάβει το βάρος, το κόστος. Όταν ο πολιτικός αποφεύγει να αναλάβει το βάρος, λαϊκίζει κατ’ ανάγκη, άρα δεν συνομιλεί με την ιστορία, συνομιλεί με τη συγκυρία, όταν ο τεχνοκράτης δεν αναλαμβάνει το βάρος της αλήθειας του, η οποία μπορεί να ανατραπεί επιστημονικά μετά από λίγο καιρό γιατί ανατρέπονται τα επιστημολογικά παραδείγματα, οι αντιλήψεις, αυτός πια εγκληματεί διότι έχει καθήκον να πει την αλήθεια. Άρα αυτό είναι λίγο-πολύ το πλέγμα. Ζούμε μέσα σε έναν κόσμο όπου ο Έλον Μασκ μπορεί να παρεμβαίνει στον πόλεμο στην Ουκρανία διότι διασφαλίζει κρίσιμες επικοινωνίες ή χρήση κρίσιμων όπλων. Το Facebook έχει το δικό του συνταγματικό δικαστήριο και κρίνει την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, αντιλαμβάνεσθε ότι μιλάμε για άλλες οντότητες πλέον οι οποίες συγκροτούν το διεθνές γίγνεσθαι.
Εμείς τώρα αυτή τη συζήτηση, για να τελειώσουμε να μη σας κουράζω περισσότερο, την έχουμε –να το πω ευγενικά– γειώσει επικινδύνως, επειδή προσφάτως χρησιμοποιήθηκε ο όρος αυτός της γείωσης και έχουμε εφεύρει τον όρο επιτελικό κράτος με το οποίο ασχολείται ο Απόστολος σε ένα από τα πιο επιτυχημένα κεφάλαια του βιβλίου του. Το επιτελικό κράτος, για να έχουμε μία στοιχειώδη συνεννόηση μεταξύ μας, είναι μία μετωνυμία, επιτελικό κράτος δεν υπάρχει, δεν υπάρχει στην τυπολογία του κράτους, στη θεωρία του κράτους η έννοια επιτελικό κράτος, ούτε μεταφράζεται ο όρος αυτός, εάν κάποιος μπορεί να τον μεταφράσει με στοιχειώδεις αξιώσεις ακρίβειας και συνεννόησης σε άλλη γλώσσα, διεθνώς γνωστή, μπορούμε να το συζητήσουμε. Επιτελικό κράτος…
(…): État stratège το λένε οι Γάλλοι.
Ευ. Βενιζέλος: État stratège δεν είναι το επιτελικό κράτος, είναι…
(…): Κράτος στρατηγείο.
(…): Αυτό εννοούν αυτοί.
Ευ. Βενιζέλος: Ποιοι το εννοούν αυτό;
(…): Οι Γάλλοι.
Ευ. Βενιζέλος: Οι Έλληνες τώρα τι εννοούν. Οι Έλληνες εννοούν ότι αλλάζω το νόμο περί Υπουργικού Συμβουλίου. Νόμος περί Υπουργικού Συμβουλίου υπήρχε πάντα, ο νόμος περί επιτελικού κράτους έχει δύο γενικόλογες διατάξεις για την κεντρική και την αποκεντρωμένη διοίκηση, πραγματικά δύο γενικόλογες ρυθμίσεις που επαναλαμβάνουν τις συνταγματικές προβλέψεις, τίποτα δηλαδή. Κατά τα λοιπά, το ογκώδες αυτό νομοθέτημα είναι ο πάντα υπάρχων νόμος περί Υπουργικού Συμβουλίου, απλώς τι συμβαίνει; Αντί να έχουμε μία κυβερνητική επιτροπή η οποία ήταν πάντοτε πολύ κρίσιμη, το μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, αντί να έχουμε ένα Υπουργείο Συντονισμού που είχαμε παλαιότερα, ένα Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης, δηλαδή τα κατεξοχήν επιτελικά υπουργεία, έχουμε ένα διογκωμένο γραφείο Πρωθυπουργού, το οποίο έχει αυτή τη στιγμή τέσσερις Υπουργούς Επικρατείας, έναν Υφυπουργό, έναν χωρίς κυβερνητική ιδιότητα κυβερνητικό εκπρόσωπο που θα μπορούσε να είναι Υφυπουργός ή Υπουργός, νομίζω έξι ή επτά γενικές γραμματείες, δύο ειδικές γραμματείες, άρα έχει έναν όγκο και βεβαίως αυτό σημαίνει ότι έχουμε σοβαρά προβλήματα λειτουργίας ενός κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης. Δηλαδή οι Υπουργοί έχουν ατομική ευθύνη για πράξεις που υπογράφουν, αλλά των οποίων το πολιτικό περιεχόμενο δεν καθορίζουν, η κυβέρνηση έχει συλλογική ευθύνη για αποφάσεις που δεν λαμβάνει ως Υπουργικό Συμβούλιο, ως συλλογικό όργανο και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μία ουσιώδης αλλοίωση βασικών χαρακτηριστικών του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο αργά ή γρήγορα θα τεθεί, αλλά το να τεθεί νομικά, θεσμικά ή αντιπολιτευτικά έχει πολύ μικρή σημασία, σημασία έχει εάν το σύστημα λειτουργεί. Λειτουργεί όταν υπάρχει αποτελεσματικότητα, υπάρχει ικανοποίηση, λύνονται προβλήματα. Λειτουργούν τα μεγάλα συστήματα του κράτους, δηλαδή είμαστε ικανοποιημένοι από τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, του εθνικού συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος, της αστυνομίας, των ενόπλων δυνάμεων; Μπορεί να λειτουργήσει το κράτος αυτό ως κράτος πολιτικής προστασίας; Όπως έχω πει σε ένα πρόσφατο άρθρο μου με αφορμή τα γεγονότα της Θεσσαλίας, είναι το κράτος αυτό ικανό να λειτουργήσει ως κράτος πολιτικής προστασίας και να αναδιοργανώσει τη λειτουργία όλου του συστήματος προς την κατεύθυνση αυτή; Θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλλω, δεν μπορούμε να διαχειριστούμε αυτές τις προκλήσεις που είναι προκλήσεις καταλυτικές για τη λειτουργία του κράτους, για τη νομιμοποίηση της δημοκρατίας, για την ποιότητα της ζωής. Μπορεί αυτό να καλυφθεί από την ανυπαρξία αντιπολίτευσης ή την ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης ή την ασυμμετρία του πολιτικού συστήματος; Δηλαδή μπορεί αυτό να καλυφθεί επειδή έχουμε ένα κομματικό σύστημα ενός κόμματος και από εκεί και πέρα υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας ανοικτός ανταγωνισμός, καλώς νοούμενος, για το ποιος θα καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Εγώ δεν θεωρώ ότι αυτά τα ζητήματα λύνονται στο επίπεδο των συμμετριών του κομματικού συστήματος, υπερβαίνουν το κομματικό σύστημα. Πρέπει και το κομματικό σύστημα να αντιληφθεί ότι έτσι όπως είναι δομημένο οδηγεί στην υποαντιπροσώπευση της κοινωνίας. Υπάρχει πολιτική υποαντιπροσώπευση, ο πολίτης δεν μπορεί να κάνει επιλογές, κάνει αναγκαστικές επιλογές. Οι αναγκαστικές επιλογές είναι εκβιασμένες επιλογές, είναι επιλογές δεύτερης ή τρίτης λύσης, δεν είναι η πρώτη λύση, είναι από το second best και μετά. Ως εκ τούτου πρέπει να δούμε πώς μπορεί να αντέξει αυτού του τύπου η λειτουργία της δημοκρατίας.
Αυτά είναι πολύ μεγάλα θέματα τα οποία όπως αντιλαμβάνεσθε κινούνται ταυτοχρόνως σε όλα τα επίπεδα, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, των διεθνών οικονομικών σχέσεων, της προοπτικής και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της κλιματικής αλλαγής, των μεγάλων προκλήσεων της διάρρηξης της παγκοσμιοποίησης και της νέας fragmentation, της νέας αποσπασματοποίησης του κόσμου και μπορεί αύριο και μόνο ένα εκλογικό αποτέλεσμα στις Ηνωμένες Πολιτείες –που οδηγεί σε μία άλλη αντίληψη για την αμερικανική διοίκηση όπως λέμε, για την αμερικανική κυβέρνηση και σε μία άλλη αντίληψη για το ρόλο της Αμερικής στον κόσμο και ιδίως για το ρόλο της Αμερικής στην ευρωπαϊκή ασφάλεια– να θέσει όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, είτε είναι επιτελικά είτε είναι état stratège, το οποίο όμως δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι ναπολεόντειο και γκωλικό, δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι αυτό που είναι, ότι είναι république. Υπάρχει μία έννοια που γεννά έναν πατριωτισμό συνταγματικό, υπερασπίζονται αν μη τι άλλο τη république, κάτι υπερασπίζονται, ενώ εμείς δεν υπερασπιζόμαστε απολύτως τίποτα, δηλαδή όπως έρθουν τα πράγματα και αυτό νομίζω ότι αδικεί τους κόπους των Ελλήνων την περίοδο της οικονομικής κρίσης και τις θυσίες τους, διότι θα έπρεπε να τις θυμούνται και να θέλουν οπωσδήποτε να τις αποφύγουν πριν κηρύξουν τη χώρα προώρως σε οριστική κατάσταση κανονικότητος, γιατί ο πιο σύντομος δρόμος για να πας σε κατάσταση κρίσης είναι να κηρύξεις πρόωρα την κανονικότητα. Οπότε νομίζω ότι αυτό είναι ένας καλός κανόνας για να επιλύσουμε τα ζητήματα της σχέσης δημοκρατίας και τεχνοκρατίας.
https://www.youtube.com/live/C1KnO9bXg6o?si=r1r3Kj4WgyMJdg-Q&t=2596