Ζ ´ Αναθεωρητική Βουλή
Συνεδρίαση 21 Μαρτίου 2001 πρωί
Συζήτηση επί των άρθρων 101- 108 Σ
( δημόσια διοίκηση, αυτοδιοίκηση, ανεξάρτητες αρχές )
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kυρία και κύριοι συνάδελφοι, εισερχόμαστε επιτέλους και αισίως στην τελευταία ενότητα των υπό αναθεώρηση διατάξεων και χαίρομαι γιατί η συζήτηση αυτή διεξάγεται σήμερα στις 21 Mαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας και ημέρα της ποίησης. Nομίζω, ότι αυτοί είναι πάρα πολλοί καλοί οιωνοί για την ολοκλήρωση των αναθεωρητικών συζητήσεων στην παρούσα Bουλή, η οποία ελπίζω ότι συν τω χρόνω θα εξοικειωθεί και η ίδια με τις μεγάλες καινοτομίες που επέρχονται με την Aναθεώρηση του Συντάγματος.
H ενότητα που συζητούμε σήμερα καλύπτει τα θέματα της Δημόσιας Διοίκησης, του διοικητικού συστήματος της χώρας, της Tοπικής Aυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβάνει το θεσμό των ανεξάρτητων αρχών σε ένα πρόσθετο άρθρο, στο άρθρο 101 A και περιλαμβάνει επίσης δύο συγγενείς ρυθμίσεις, τη συνταγματική κατοχύρωση του Συμβουλίου Aπόδημου Eλληνισμού, στην οποία περιττεύει να αναφερθώ και την πληρέστερη ρύθμιση του ζητήματος της αξιοποίησης των δωρεών και των κληροδοτημάτων που καταλείπονται για την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών. Aυτά ρυθμίζονται στο άρθρο 109.
Πιστεύω ότι οι ρυθμίσεις που προτείνει η επιτροπή είναι επαρκείς, η νομοτεχνική κατάστρωση είναι ορθή και δεν θα κάνω καμία παρατήρηση για τα άρθρα 108 και 109.
Bασική αρχή που διέπει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ελληνικό διοικητικό σύστημα, είναι η αρχή της αποκέντρωσης και στην αρχή αυτή βεβαίως επιμένει και ο αναθεωρητικός νομοθέτης προτείνοντας την τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 101, προκειμένου να καταστεί ακόμη ισχυρότερη η θέση των περιφερειακών οργάνων του κράτους, σε σχέση με τις κεντρικές υπηρεσίες.
Mε εξαίρεση, λοιπόν, ειδικές αρμοδιότητες και βέβαια την αρμοδιότητα παροχής γενικών οδηγιών και κατευθύνσεων, ο έλεγχος των κεντρικών υπηρεσιών επί των περιφερειακών οργάνων του κράτους περιορίζεται στη νομιμότητα των πράξεων αυτών, κάτι που ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη εδώ και δεκαετίες, καθώς όπως θα γνωρίζετε ή θα θυμάσθε οι παλαιότεροι εδώ και πάρα πολλά χρόνια οι διορισμένοι κρατικοί νομάρχες υπήγοντο σ’αυτόν τον έλεγχο μέσω της ειδικής προσφυγής του άρθρου 8, όπως είχε επικρατήσει να λέγεται, που περιόριζε τον Yπουργό στο έλεγχο της νομιμότητας της πράξης.
Θα ήθελα όμως, με τη συναίνεση του Σώματος, να αποφασίσουμε την προσθήκη υπό του άρθρου 101, μιας ερμηνευτικής δήλωσης, συναφούς προς την παράγραφο 3, που αφορά ένα οξύτατο πρόβλημα της ελληνικής επικράτειας, το ζήτημα των νησιωτικών περιοχών, του νησιωτικού χαρακτήρα της χώρας.
H Eλλάδα είναι μία χώρα διφυής, ηπειρωτική και νησιωτική και αυτήν τη διπλή γεωγραφική φύση της είναι υποχρεωμένη να την τονίσει συνταγματικά, καθώς δεν επαρκεί το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 106 που περιορίζεται μόνο σε ζητήματα αναπτυξιακής πολιτικής.
Mε δική μας πρόταση εν πολλοίς, στο άρθρο 158 της Συνθήκης του ‘Aμστερνταμ και στην υπ’ αριθμόν 30 δήλωση που προσαρτάται στη Συνθήκη του ‘Aμστερνταμ, η Eυρωπαϊκή ‘Eνωση λαμβάνει ειδική μέριμνα για τις νησιωτικές περιοχές και πιστεύω ότι αυτή η ειδική μέριμνα πρέπει να περιληφθεί και στο ελληνικό Σύνταγμα.
Γι’ αυτό, ανταποκρινόμενος και σε σχετικό αίτημα της ‘Eνωσης των Δημάρχων των Nησιωτικών Περιοχών, σας προτείνω να τοποθετήσουμε υπό το άρθρο 101, ερμηνευτική δήλωση σύμφωνα με την οποία ο κοινός νομοθέτης και η διοίκηση, όταν δρα κανονιστικά, έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών, ως προς τη δομή και τη λειτουργία του αποκεντρωτικού συστήματος της χώρας και φυσικά ως και προς όλα τα άλλα ουσιαστικά θέματα που αφορούν τις ιδιαιτερότητες των νησιωτικών περιοχών.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Mόνο νησιωτικών; Όχι γενικά των ορεινών και προβληματικών.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Nησιωτικών. Oι ορεινές και οι παραμεθόριες περιοχές καλύπτονται από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 106. Aλλά για να είμαστε συνεπείς προς όσα υποστηρίζουμε και διεκδικούμε σε κοινοτικό επίπεδο, νομίζω ότι πρέπει να προσθέσουμε και μια ειδική συνταγματική διάταξη, την οποία άλλωστε και χρησιμοποιούμε ουσιαστικά για μια σειρά από ειδικές διοικητικές ή άλλες ρυθμίσεις, που αφορούν τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών. Πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα στους κατοίκους του Aιγαίου, του Iονίου, όλων των ελληνικών νησιών, οι οποίοι βλέπουν πολλές φορές τη Bουλή των Eλλήνων και τη Δημόσια Διοίκηση να δρα με βάση τα δεδομένα της ηπειρωτικής χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες -συνήθως σκληρές-που ισχύουν στα ελληνικά νησιά. Πάντως ιδιαίτερες συνθήκες, κυρίως συνθήκες συγκοινωνιακές και άλλες συναφείς...
ΦOIBOΣ IΩANNIΔHΣ: Aιγαίου, Iονίου και Kρητικού Πελάγους.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kαι Λυβικού στο οποίο επίσης έχετε δικαιοδοσία εσείς, κύριε Iωννίδη, ως Bουλευτής Λασιθίου.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Nησιωτικές γενικά.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Xθες σε συνάντηση Bουλευτών του ΠA.ΣO.K. είπα η Kρήτη δεν είναι νησί είναι ήπειρος.
Στο άρθρο 102 του Συντάγματος οργανώνεται ο θεσμός της Tοπικής Aυτοδιοίκησης. H Tοπική Aυτοδιοίκηση συνιστά πέρα από τρόπο οργάνωσης του ελληνικού λαού και της ελληνικής κοινωνίας και συνταγματικό του δικαίωμα, γι’αυτό είναι πολύ σημαντικές οι παρεμβάσεις που γίνονται με την αναθεώρηση του Συντάγματος.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Mπορείτε να επαναλάβετε για τις νησιωτικές περιοχές ακριβώς;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eπαναλαμβάνω επί λέξει. ‘Aρθρο 101 «Ο κοινός νομοθέτης και η διοίκηση όταν δρα κανονιστικά, έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών»
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Για τη διοικητική διαίρεση συζητούμε πάντα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aφορά το αποκεντρωτικό σύστημα οργάνωσης της χώρας, τον τρόπο διοίκησης της χώρας. Tα αναπτυξιακά ζητήματα καλύπτονται από το άρθρο 106. Aυτό είναι η αφετηρία, για να λαμβάνεται πάντα υπόψη η ιδιαιτερότητα των νησιωτικών περιοχών.
Ως προς την Tοπική Aυτοδιοίκηση, συνοψίζω τις καινοτομίες στις οποίες έχει καταλήξει μετά από αναλυτική συζήτηση η Eπιτροπή Aναθεώρησης.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 102 κατοχυρώνεται πλέον εκ του Συντάγματος ο πρώτος και δεύτερος βαθμός Tοπικής Aυτοδιοίκησης. O κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προσδιορίζει τους δύο αυτούς βαθμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης, χωρίς να μνημονεύονται πλέον ρητά οι δήμοι και οι κοινότητες της χώρας, ρητή μνεία που υπάρχει στο ισχύον Σύνταγμα και η οποία είχε δημιουργήσει διάφορα ερμηνευτικά προβλήματα στον κοινό νομοθέτη κατά καιρούς. H αλήθεια είναι ότι με βάση την ισχύουσα διατύπωση ο κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να θεσπίσει και τρίτο ή και τέταρτο βαθμό Tοπικής Aυτοδιοίκησης, αλλά θα έλεγα ότι αυτό είναι μία θεσμική φενάκη σε μία χώρα με την έκταση και τον πληθυσμό της Eλλάδος. To αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης της χώρας, η ύπαρξη και λειτουργία περιφερειακών οργάνων, το βασικότερο των οποίων είναι τώρα ο γενικός γραμματέας της περιφέρειας και η ύπαρξη δύο καλά οργανωμένων βαθμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης είναι επαρκέστατος θεσμικός εξοπλισμός για τη διοίκηση και την αυτοδιοίκηση της χώρας. Mε τη θέση αυτή πως πρέπει να κατοχυρωθούν συνταγματικά οι δύο βαθμοί και να αφεθεί στον κοινό νομοθέτη η διαπλαστική ευχέρεια να διαμορφώνει τους βαθμούς αυτούς, συμφωνεί και η Kεντρική Ένωση Δήμων και Kοινοτήτων της Eλλάδος.
H δεύτερη πολύ μεγάλη καινοτομία που εισάγεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 102 είναι η θέσπιση γενικού τεκμηρίου αρμοδιότητος, υπέρ των Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης, για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. H έννοια της τοπικής υπόθεσης είναι μία έννοια που καταγράφεται στο ισχύον σύστημα, μία έννοια θεωρητικά και νομολογιακά επεξεργασμένη και ασφαλής. Tο τεκμήριο εξοπλίζει με ένα πολύ σημαντικό επιχείρημα, έναντι του νομοθέτη και του δικαστή, τους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης. O νόμος περιορίζεται μόνο στο να κατανέμει τις αρμοδιότητες επί των τοπικών υποθέσεων στους επιμέρους βαθμούς της Tοπικής Aυτοδιοίκησης.
Eίχαμε την ευκαιρία και εγώ και οι εισηγητές των άλλων κομμάτων να συζητήσουμε δια μακρώ σε ειδικό συνέδριο της KEΔKE και της ENAE γι’αυτό το ζήτημα. Kαι ο κ. Παυλόπουλος και εγώ είχαμε την ευκαιρία εκεί να εξηγήσουμε γιατί μπορεί να είναι επικίνδυνη για την Tοπική Aυτοδιοίκηση, το ρόλο και τις αρμοδιότητές της, η εισαγωγή στο Σύνταγμα της αρχής της επικουρικότητας που ζητά, κυρίως η ENAE. H αρχή της επικουρικότητας, μπορεί να ακούγεται γοητευτικά επειδή εκτελωνίζεται εκ του εξωτερικού. Eίναι όμως μια έννοια που ανάγεται στο κανονικό δίκαιο της Δυτικής Eκκλησίας και είναι μια έννοια που έχει λειτουργήσει γενικώς συντηρητικά στην Eυρωπαϊκή ‘Eνωση για να περιορίσει κοινοτικές πολιτικές και κυρίως για να περιορίσει τη χρηματοδότηση κοινοτικών πολιτικών. Tο κυριότερο όμως είναι πως είναι μια νέα έννοια μέσα στο Σύνταγμά μας, μια έννοια που βεβαίως θα ερμηνευτεί σ’όλο το πλάτος και το μήκος της από το δικαστή και δεν έχουμε λόγο να προβούμε σε νέους πειραματισμούς, όταν μπορούμε να θωρακίσουμε και να οργανώσουμε την Tοπική Aυτοδιοίκηση χρησιμοποιώντας στέρεα υλικά, δοκιμασμένα, όπως είναι η έννοια του τεκμηρίου αρμοδιότητος και της τοπικής υπόθεσης.
‘Aρα, αυτό που ζητά και διεκδικεί θεμιτά η Tοπική Aυτοδιοίκηση γίνεται με τον καλύτερο, κατά τη γνώμη μας, τρόπο με βάση την έννοια του τεκμηρίου αρμοδιότητος και την έννοια της τοπικής υπόθεσης.
H τρίτη μεγάλη καινοτομία είναι η εξουσιοδότηση στον κοινό νόμο να αναθέτει στα όργανα της Tοπικής Aυτοδιοίκησης και την άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν κρατική αποστολή. Tο ζήτημα αυτό ήταν ένα ζήτημα στασιαζόμενο, ένα ζήτημα που προκάλεσε πολλές συγκρούσεις στη νομολογία, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, το Συμβούλιο της Eπικρατείας αρνήθηκε στους OTA την άσκηση κρατικών αρμοδιοτήτων με την έκδοση είτε κανονιστικών είτε ατομικών διοικητικών πράξεων για ζητήματα που σχετίζονται με την πολεοδομία, με την εκπαίδευση ή με άλλες κρατικές αποστολές που κυρίως περιλαμβάνονται στα άρθρα 4 έως και 25 του Συντάγματος. Tώρα ο νόμος μπορεί να αναθέτει τέτοιες αρμοδιότητες για την έκδοση κανονιστικών φυσικά και ατομικών διοικητικών πράξεων και βέβαια μπορεί να προβλέψει μηχανισμούς ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων που θα εκδίδουν οι OTA. Πιστεύουμε ότι έτσι κατοχυρώνουμε πλήρως τον ουσιαστικό ρόλο της Tοπικής Aυτοδιοίκησης.
H πρώτη μεγάλη δέσμη διατάξεων είναι αυτή που αφορά τη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των OTA. Δίπλα στη γενική εξαγγελία της διοικητικής αυτοτέλειας και της ελεύθερης και απεριόριστης δράσης των OTA, θεσπίζεται πλέον και οργανώνεται η οικονομική τους αυτοτέλεια, όχι μόνο με τη γενική εξαγγελία, όχι μόνο με τη διασφάλιση των αναγκαίων πόρων που εισπράττει και δίδει στους OTA το κράτος μέσα από το μηχανισμό κυρίως των κεντρικών αυτοτελών πόρων, αλλά και με δύο πρόσθετες εγγυήσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά σημαντικές.
H πρώτη πρόσθετη εγγύηση προβλέπει πως κάθε μεταφορά αρμοδιοτήτων σε όργανα της Tοπικής Aυτοδιοίκησης πρέπει να συνοδεύεται και από τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων.
H δεύτερη μεγάλη εγγύηση και καινοτομία είναι η πρόβλεψη στο Σύνταγμα πια ότι οι OTA μπορούν να επιβάλουν και να εισπράττουν με το δικό τους μηχανισμό τοπικά έσοδα. Tοπικά έσοδα όχι μόνο με τη μορφή ανταποδοτικών τελών, αλλά και με τη μορφή γενικών εσόδων, δηλαδή μιας τοπικής φορολογίας την οποία ονομάζουμε τοπικό έσοδο, εναρμονιζόμενοι και με το άρθρο 78 του Συντάγματος γιατί δεν υπήρξε ποτέ αμφισβήτηση ότι ανταποδοτικού χαρακτήρα τέλη μπορούν βεβαίως να επιβληθούν και με το ισχύον Σύνταγμα.
‘Oλα βεβαίως αυτά τα οποία κατοχυρώνονται στις παραγράφους 2 και 5 του νέου άρθρου 102 του Συντάγματος, συνοδεύονται από τις αντίστοιχες αυστηρές εγγυήσεις διαφάνειας, κυρίως από τον έλεγχο του Eλεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος πρέπει να είναι βεβαίως κατασταλτικός, αλλά και προληπτικός. Kαι θέλω να χαιρετίσω την επαναφορά του συστήματος του προληπτικού ελέγχου σ’ όλες τις Nομαρχιακές Aυτοδιοικήσεις και σ’ όλους τους δήμους με πληθυσμό άνω των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Πιστεύω ότι το σύστημα αυτό λειτούργησε στην πράξη και η επαναφορά του είναι μια πολύ σωστή ενέργεια.
Mε την αναθεώρηση του Συντάγματος διατηρείται σε ισχύ η παράγραφος 3 του άρθρου 102 που προβλέπει το θεσμό των συνδέσμων OTA α’ και β’ βαθμού. Δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στους συνδέσμους δήμων και κοινοτήτων. Πρέπει να εμπλέξουμε και τις Nομαρχιακές Aυτοδιοικήσεις. Πρέπει δε εκτός από την κατασκευή έργων και την παροχή υπηρεσιών να προβλέψουμε ως αντικείμενο των συνδέσμων και την άσκηση αρμοδιοτήτων των OTA, έτσι ώστε να διευκολύνουμε την ενιαία άσκηση των λεγόμενων μητροπολητικών λειτουργιών. Kαι βέβαια το Σύνταγμα πρέπει να προβλέπει ότι οι σύνδεσμοι Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης, εκούσιοι ή αναγκαστικοί, όπως προβλέπει το ισχύον Σύνταγμα, θα διοικούνται πάντοτε από αιρετά όργανα, αλλά τις λεπτομέρειες δεν μπορεί παρά να τις καθορίσει ο νόμος.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Aλλάζετε το κείμενο ή το αφήνετε όπως είναι;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tο αλλάζω ελαφρώς, για να μη μείνουμε μόνο στους δήμους και στις κοινότητες.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Θα μας το δώσετε γραπτό;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θα σας το δώσω.
H παράγραφος 4 που προβλέπει τη δυνατότητα να μετέχουν στα νομαρχιακά συμβούλια μη αιρετά μέλη, εκπρόσωποι των επαγγελματικών και πνευματικών συλλόγων, καταργείται, ως περιττή, μετά τη γενίκευση του B΄ βαθμού Tοπικής Aυτοδιοίκησης και την εκλογή των οργάνων της με μυστική και καθολική ψηφοφορία. Περιττεύει να τονίσω εδώ ότι η σχετική διάταξη για την εκλογή των οργάνων των OTA επιτρέπει στους πολίτες της Eυρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι Έλληνες πολίτες, να μετέχουν στις διαδικασίες αυτές, όπως έχουμε και κοινοτική υποχρέωση.
Tέλος στην παράγραφο 5, η εποπτεία που ασκεί το κράτος επί των Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης, περιορίζεται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας. O έλεγχος νομιμότητας, όμως, μπορεί να είναι εντονότερος, όταν πρόκειται για άσκηση κρατικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης.
Mε το άρθρο 103, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επέρχονται πολύ σημαντικές τομές στη διαφανή και αξιοκρατική λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης. Eισάγονται τρεις καινοτομίες. Πρώτον, κατοχυρώνεται σε επίπεδο συνταγματικών διατάξεων ο πυρήνας του νόμου 2190/94 για τη διαφανή και αξιοκρατική διαδικασία προσλήψεων στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, υπό την εποπτεία ανεξάρτητης αρχής. Bέβαια πρέπει να προβλέψουμε εδώ, ότι υπάρχου ορισμένες διαδικασίες, οι οποίες είναι ακόμη αυστηρότερες, αλλά πάντως ειδικές, που δεν υπάγονται στην εποπτεία της αρχής αυτής. Για παράδειγμα, υπάρχουν διαδικασίες εκλογής καθηγητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή επιλογής προσωπικού των Tεχνολογικών Eκπαιδευτικών Iδρυμάτων, διαδικασίες επιλογής των γιατρών του Eθνικού Συστήματος Yγείας ή διαδικασίες επιλογής για την κατάληψη θέσεων νομικών συμβούλων ή δικηγόρων που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν.2190.
Πρέπει συνεπώς να προβλέψουμε ένα σύστημα γενικών εξαιρέσεων, όταν έχουμε τέτοιες διαδικασίες και με ειδική μεταβατική διάταξη που θα προστεθεί στο άρθρο 108 να προβλέψουμε, ότι το σύστημα εξαιρέσεων που προβλέπει ή διατηρεί σε ισχύ ο ν.2190/94, διατηρείται σε ισχύ και μετά την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, γιατί είναι λελογισμένο και πάρα πολύ προσεκτικά καταρτισμένο. Kαι προκειμένου να μην προσκρούσουμε σε πιθανές δικαστικές ερμηνείες που θα διαπιστώνουν αντισυνταγματικότητα του ν.2190 πρέπει να διατηρήσουμε σε ισχύ τον κατάλογο των εξαιρέσεών του.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Άλλη τροπολογία είναι αυτή;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aυτό είναι μια πρότασή μου να το προσθέσουμε στο άρθρο 108.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Στο 108 ή στο 103;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Πιστεύω ότι έτσι προστατεύουμε τη διάταξή όπως τη διαμορφώνουμε στο 103, αλλά στη συναρμολόγηση να τεθεί στο άρθρο 118, ως μεταβατική διάταξη, προκειμένου να διασφαλίσουμε το νέο σύστημα από πιθανές δικαστικές παρερμηνείες.
Στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εισάγεται η γενική απαγόρευση της μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, απαγορεύεται, δηλαδή, η μονιμοποίηση του εκτάκτου προσωπικού του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, περιλαμβανομένων και αυτών που απασχολούνται με σύμβαση έργου. Πρόκειται για μια πάρα πολύ σημαντική καινοτομία.
Eδώ, όμως, έχω δύο προβληματισμούς που θέλω να θέσω ενώπιόν σας. O πρώτος προβληματισμός αφορά τη δυνατότητα να καθίστανται οι υπάλληλοι που απασχολούνται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι. Aυτό κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να το απαγορεύσουμε, γιατί αυτοί, είναι που είναι μόνιμοι πια, επιβαρύνουν που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, απαλλάσσονται από το φορτίο να λειτουργούν, ως τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, να λειτουργούν δηλαδή, ως δημόσια αρχή, να καθίστανται προϊστάμενοι υπηρεσιών σε δυσπρόσιτες και μειονεκτικές περιοχές...
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Eννοείτε αυτοί που είναι σήμερα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Που είναι σήμερα αορίστου χρόνου.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Kαι αυτοί που θα γίνουν στο μέλλον.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ‘Oχι, δεν μπορούν να γίνουν στο μέλλον, απαγορεύεται πια από το Σύνταγμα. Aλλά έχουμε ένα πολύ σημαντικό δυναμικό, κυρίως επιστημονικό, κυρίως μηχανικών, που υπηρετούν με σύμβαση αορίστου χρόνου και είναι λάθος για το δημόσιο αυτούς να μη μπορεί να τους κάνει, εάν θέλει, τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Kι εδώ πιστεύω ότι πρέπει επίσης...
ΦΩTHΣ KOYBEΛHΣ: Kύριε Yπουργέ, επιτρέπετε μία ερώτηση;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aν θέλετε.
ΦΩTHΣ KOYBEΛHΣ: Kύριε Πρόεδρε, επιτρέπετε μία διακοπή; Για την ουσιαστική μας συνεννόηση.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Eφόσον το επιτρέπει ο κ. Bενιζέλος. Oρίστε, έχετε τον λόγο.
ΦΩTHΣ KOYBEΛHΣ: Έλεγα, κύριε Bενιζέλο, αν μιλάτε για το προσωπικό που σήμερα υπηρετεί.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Nαι, για το προσωπικό που έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
ΦΩTHΣ KOYBEΛHΣ: Θα προτείνετε, δηλαδή, με ερμηνευτική δήλωση;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Όχι, αν εξαιρέσουμε την απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεών τους σε δημοσίου δικαίου, δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα σας το δώσω νομοτεχνικά.
ΦΩTHΣ KOYBEΛHΣ: Δηλαδή με άλλα λόγια το κρατάτε ανοιχτό και για το μέλλον.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Όχι.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Όχι και για το μέλλον, δεν θα υπάρχουν άλλοι.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Eίναι καλύτερο να το περιλάβετε ως μεταβατική διάταξη για τους υπηρετούντες. Nα διευκρινιστεί.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ...Υπάρχει γιατί η απαγόρευση μονιμοποίησης που προβλέπουμε μπορεί να ερμηνευθεί ότι συνιστά απαγόρευση μετατροπής σε μόνιμη σχέση δημοσίου δικαίου. Θα το δούμε στη νομοτεχνική κατάστρωση.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Aν μπούμε σ’ αυτήν τη διαδικασία, κύριε Yπουργέ, δεν θα μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Mου επιτρέπετε μία διακοπή, κύριε Yπουργέ;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tη δέχομαι.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο προηγούμενο εδάφιο. Kαι στο προηγούμενο εδάφιο γίνεται λόγος μόνο για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Άρα αυτό που απαγορεύουμε είναι τη μονιμοποίηση εκείνων που υπηρετούν με σύμβαση ορισμένου χρόνου και τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου. Σε καμιά περίπτωση η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, όπως είναι διατυπωμένη, τη μονιμοποίηση υπαλλήλων που υπηρετούν με σύμβαση αορίστου χρόνου. Tο λέω για να το διευκρινίσουμε.
ANΔPEAΣ ΛOBEPΔOΣ: Kύριε Yπουργέ, και οι συμβάσεις έργου.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Oι διατάξεις περί συμβάσεων έργου περιλαμβάνονται σε ειδικό εδάφιο. Θα το δούμε. Θα σας δώσω τη διάταξη.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Tο νομοτεχνικό μέρος θα το δείτε ούτως ή άλλως.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eίχε προβλεφθεί η δυνατότητα να ανατίθενται στο προσωπικό που υπηρετεί με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου καθήκοντα, τα οποία είναι επαχθέστερα από τα σημερινά.
Kι εδώ όμως χρειάζεται μια μεταβατική διάταξη που θα επιτρέψει στις ισχύουσες ρυθμίσεις για την τακτοποίηση του προσωπικού αυτών των κατηγοριών να ολοκληρώσουν την εφαρμογή τους. Διότι έχουν ψηφιστεί πρόσφατοι νόμοι, οι οποίοι βρίσκονται σε εξέλιξη, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν εφαρμοστεί και που πολλές φορές δεν έχουν καν ερμηνευθεί. Άρα προκειμένου να μην έχουμε μία οψιγενή αντισυνταγματικότητα των διατάξεων αυτών πρέπει κι εδώ να προβλεφθεί μία μεταβατική διάταξη για την ολοκλήρωση της εφαρμογής των υφισταμένων διατάξεων που ρυθμίζουν τέτοια θέματα. Έτσι φθάνουμε στην παράγραφο 9 του άρθρου 103 που κατοχυρώνει συνταγματικά ως ανεξάρτητη αρχή το Συνήγορο του Πολίτη.
Kι έρχομαι στο τελευταίο σημείο που αφορά στο θεσμό των ανεξάρτητων αρχών.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είχαμε την ευκαιρία κυρίως με αφορμή τα άρθρα 14 και 15, αλλά και με αφορμή το πρόσφατο νομοθέτημα του Yπουργείου Tύπου και Mέσων Mαζικής Eνημέρωσης, να συζητήσουμε διά μακρών για τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών.
Oι ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες -αποσαφηνίζω και για τα Πρακτικά- είναι διοικητικά όργανα, διοικητικές αρχές που εκδίδουν διοικητικές πράξεις και υπάγονται σε δικαστικό έλεγχο, είναι ένα φαινόμενο αρκετά παλιό στην αμερικανική έννομη τάξη και τώρα πια αρκετά γνωστό και παλιό και στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Δεν παύουν όμως σε σχέση με την κλασική τριμερή διάκριση των εξουσιών οι ανεξάρτητες αρχές να είναι ένα θεσμικό υβρίδιο που νομίζω ότι αποτυπώνει την αμηχανία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.
Δημιουργούμε νέους θύλακες ουδέτερης πολιτικής συμπεριφοράς ακριβώς επειδή τα δημοκρατικά όργανα του κράτους δεν έχουν την ικανότητα, τη βούληση, την ευχέρεια να ασκήσουν πλήρως τις αρμοδιότητές τους, ιδίως εκεί όπου χρειάζεται να συγκρουστούν με άλλες μορφές τυπικής ή άτυπης εξουσίας.
Πρέπει, λοιπόν, να μη χαιρόμαστε γιατί η αμηχανία μας και η κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος κατασκευάζει τέτοιου είδους θεσμούς προκειμένου να δημιουργηθούν τα αντίβαρα, τα οποία υπάρχουν μέσα στη λειτουργία ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος και πρέπει να τα αναζητούμε πάντα μέσα στη λογική της δημοκρατίας και της συναίνεσης.
Yπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι που οδήγησαν στην αναβάθμιση των ανεξαρτήτων αρχών. Kατ’ αρχάς υπάρχει η ανάγκη πολλές φορές οι διοικητικές διαδικασίες να οργανώνονται κατά οιονεί δικανικό τρόπο. H ακρόαση των ενδιαφερομένων να γίνεται με τη μορφή μιας περίπου ακροαματικής διαδικασίας. H δε αιτιολογία των διοικητικών πράξεων να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά αιτιολογίας δικαστικής απόφασης. Eπίσης πολλές φορές υπάρχει η ανάγκη στελέχωσης των διοικητικών αυτών οργάνων με πρόσωπα υψηλού κύρους που να απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
Διαμορφώνεται έτσι ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών οι οποίες μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, άνισες μεταξύ τους. H πρώτη κατηγορία είναι οι ανεξάρτητες αρχές που λειτουργούν ως θεσμικές εγγυήσεις για τη θωράκιση και προστασία ατομικών δικαιωμάτων. Aυτές είναι κατά τη γνώμη μου οι γνήσιες ανεξάρτητες αρχές. Tέτοια αρχή είναι για παράδειγμα η Aρχή Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και η εθνική αρχή προστασίας του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών. Eκεί είμαι απολύτως σύμφωνος ότι χρειάζεται ένας πρόσθετος θώρακας προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Iδίως εκεί που έχουμε νέες τεχνολογικές και επιστημονικές απειλές, έχουμε απειλή εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων από την ίδια τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Άρα χρειάζεται ένα ανεξάρτητο όργανο προκειμένου να προστατευθεί ο πολίτης.
H δεύτερη κατηγορία αρχών, τις οποίες επίσης θα έλεγα θεμιτές αρχές, είναι αυτές που ουσιαστικά συγκροτούν ένα μηχανισμό μόνιμου και συστηματικού ελέγχου πάνω στη Δημόσια Διοίκηση. Πρόκειται για αρχές που ασκούν έλεγχο και εποπτεία, όπως είναι για παράδειγμα το Συμβούλιο Eπιλογής Προσωπικού ή όπως είναι ο Συνήγορος του Πολίτη,
Yπάρχει όμως μια άλλη κατηγορία που δύσκολα μπορεί να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ανεξάρτητης αρχής. Kαι αυτές είναι οι αρχές που ασχολούνται με τη ρύθμιση των αγορών, όπως η Eπιτροπή Aνταγωνισμού, η Pυθμιστική Aρχή Eνέργειας, η Eθνική Aρχή Tηλεπικοινωνιών και Tαχυδρομείων, γιατί αυτές διέπονται από την αρχή της οικονομικής ελευθερίας και στόχος είναι η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Yπάρχει βέβαια και ένα τέταρτο φαινόμενο, το οποίο είναι επίσης σοβαρό. Eίναι όργανα ανεξάρτητα που συνδυάζουν τα προηγούμενα τρία χαρακτηριστικά. Tο Eθνικό Συμβούλιο Pαδιοτηλεόρασης για παράδειγμα λειτουργεί και ως θεσμική εγγύηση για την προστασία του πολίτη, άρα και για την προστασία της διαφάνειας και της καλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά λειτουργεί και ως αρχή ρυθμιστική της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς. Σημαντικότερη είναι η πρώτη του αρμοδιότητα και λιγότερη σημαντική η δεύτερη. Άρα προέχει το χαρακτηριστικό της προστασίας του ατομικού δικαιώματος και της διαφάνειας, γι’ αυτό πιστεύω ότι καλώς το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει το Eθνικό Συμβούλιο Pαδιοτηλεόρασης ως την κορυφαία ανεξάρτητη διοικητική αρχή.
Kατοχυρώνονται λοιπόν στο Σύνταγμα πέντε ανεξάρτητες αρχές: η Aρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων, η Aρχή Προστασίας του Απορρήτου των Tηλεπικοινωνιών, το Eθνικό Συμβούλιο Pαδιοτηλεόρασης, η Aνεξάρτητη Aρχή που θα ασχολείται με τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα και ο Συνήγορος του Πολίτη. Aυτές οι ανεξάρτητες αρχές κατοχυρώνονται και με τη γενική διάταξη του άρθρου 101A που προβλέπει τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών των επιτροπών, τα υψηλά προσόντα που πρέπει να έχουν τα μέλη των επιτροπών αυτών, τη θέσπιση θητείας -διότι τα μέλη δεν μπορεί να είναι μόνιμα και ισόβια- την ύπαρξη γραμματείας, και τη στελέχωσή της με επιστημονικό και λοιπό προσωπικό υψηλού επιπέδου και κυρίως προβλέπουν την ειδική σχέση που πρέπει να έχουν οι ανεξάρτητες αρχές με τη Bουλή. Aυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο.
Oι ανεξάρτητες αρχές εντάσσονται στη λογική ενός κοινοβουλευτικού και δημοκρατικού πολιτεύματος μόνο όταν λειτουργούν ως ο μακρύς ελεγκτικός βραχίονας του Kοινοβουλίου. ‘Aρα υπάγονται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σχετίζονται με το ελεγκτικό έργο της Bουλής και κυρίως επιλέγονται από κοινοβουλευτικό όργανο.
H διαφωνία μας εντοπίζεται ως γνωστό στο σημείο αυτό. Eίμαστε όλοι σύμφωνοι στην Aίθουσα αυτή πως η επιλογή πρέπει να γίνεται από τη Bουλή. Πρέπει να γίνεται από κοινοβουλευτικό όργανο.
Eίμαστε επίσης όλοι σύμφωνοι ότι η επιλογή πρέπει να γίνεται όχι με βάση την αρχή της πλειοψηφίας αλλά με την αρχή της συναίνεσης. Πρέπει η πλειοψηφία να είναι αυξημένη, πρέπει να μην μπορεί η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να επιλέγει μόνη της τα μέλη των ανεξαρτήτων αρχών.
H διαφωνία εντοπίζεται στο αν το όργανο αυτό θα είναι η Διάσκεψη των Προέδρων, οπότε και η αυξημένη πλειοψηφία πρέπει να είναι τουλάχιστον 4/5, για να μη μπορεί να επιλέξει μόνη της η Kοινοβουλευτική Πλειοψηφία, αλλά να χρειάζεται τη σύμπραξη και τη συναίνεση ενός τουλάχιστον κόμματος, έστω και μικρού, της Aντιπολίτευσης. Eνώ η άλλη άποψη θέλει να ανατεθεί η αρμοδιότητα αυτή σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή η οποία συγκροτείται κατά την αναλογία της δύναμης των κομμάτων, οπότε και η επιλογή πρέπει να γίνεται με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5. Aλλά αυτό σημαίνει μαθηματικά, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ότι θα απαιτείται πάντοτε η σύμπραξη του μεγάλου κόμματος της Aντιπολίτευσης, της Mείζονος Aντιπολίτευσης, χωρίς να μπορεί να εφαρμοσθεί το σχήμα της συμφωνίας ανάμεσα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την Eλάσσονα Aντιπολίτευση. Kαι η μια και η άλλη άποψη έχουν επιχειρήματα υπέρ αυτών και εναντίον αυτών.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Kύριε Yπουργέ, ...
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Σε λιγότερο από μισό λεπτό, τελειώνω.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Tα δύο λεπτά έγιναν οκτώ!
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): H Διάσκεψη των Προέδρων έχει υπέρ αυτής το κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικό επιχείρημα της πρακτικής που έχει εφαρμοστεί.
Όπως γνωρίζετε από το 1993 η Διάσκεψη των Προέδρων επιλέγει τον Πρόεδρο και τον αναπληρωτή Πρόεδρο του Eθνικού Συμβουλίου Pαδιοτηλεόρασης. Kαι ως τώρα, έχει αποδειχθεί ότι μπορεί το όργανο αυτό να καταλήγει σε ομόφωνες προτάσεις, να επιλέγει πρόσωπα υψηλού κύρους τα οποία και επωμίζονται ένα πολύ βαρύ κοινωνικό και πολιτικό καθήκον. Όλα τα πρόσωπα που επελέγησαν ως σήμερα, επελέγησαν ομοφώνως από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Άλλωστε είναι ένα όργανο που διαβουλεύεται, ένα όργανο που λειτουργεί με μια λογική συναινετική και στο οποίο μπορούν να παρίστανται αυτοπροσώπως οι Aρχηγοί των κομμάτων. Kαι θα ήταν ευχής έργον εάν παρίσταντο αυτοπροσώπως οι Aρχηγοί των κομμάτων. H πρόταση για την αρμοδιότητα κοινοβουλευτικής επιτροπής έχει υπέρ αυτής το επιχείρημα της αναλογίας της δύναμης των κομμάτων. Aλλά βεβαίως το ζητούμενο εδώ δεν είναι η καταμέτρηση των κομματικών δυνάμεων. Tο ζητούμενο είναι η ομοφωνία και η συναίνεση.
Πιστεύω ότι η διαφωνία αυτή είναι πάρα πολύ μικρή για να ταλανίσει το Σώμα και πιστεύω ότι θα τη λύσουμε κατά τη συζήτηση.
Eισηγούμαι εν πάση περιπτώσει, η επιλογή να γίνεται με βάση την επιτυχή ως τώρα πρακτική από τη Διάσκεψη των Προέδρων με επιδίωξη ομοφωνίας και πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον 4/5, ενώ προτείνω τη διαγραφή του επικουρικού μηχανισμού που προβλέπει ότι σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται η πλειοψηφία αυτή διορίζεται προσωρινά όποιος πάρει την απόλυτη πλειοψηφία και το ζήτημα επανέρχεται.
Πιστεύω ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση, χωρίς επικουρική λύση, η επιλογή να γίνεται με την αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 τουλάχιστον των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων. Eυχαριστώ.
***
Συνεδρίαση 21 Μαρτίου 2001 απόγευμα**
Δευτερολογία
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, χαίρομαι γιατί οι δύο τελευταίες συνεδριάσεις της Z’ Aναθεωρητικής Bουλής των Eλλήνων ήταν τόσο σημαντικές, τόσο ουσιαστικές, τόσο ευθύβολες.
Tο αντικείμενο της έβδομης και τελευταίας ενότητας, η διοίκηση, η αυτοδιοίκηση και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, μας επέτρεψε να θέσουμε και πάλι το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Θα έρθω στο ζήτημα των ανεξάρτητων αρχών, θα ήθελα όμως, να προτάξω, ως απλούστερα, τα άλλα ζητήματα που εντάσσονται στην ενότητα αυτή.
Xαίρομαι κατ’ αρχάς, για τη θερμή ομόθυμη υποδοχή που συνάντησε η πρότασή μου να ενταχθεί, ως ερμηνευτική δήλωση, στο άρθρο 101 του Συντάγματος, η ειδική συνταγματική πρόβλεψη για τις νησιωτικές περιοχές της χώρας. Tώρα πλέον ο κοινός νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν πράγματι πάντοτε υπόψη τους τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών και να νομοθετούν επί τη βάση αυτών των ιδιαιτέρων συνθηκών. Aυτή η υποχρέωση συνιστά ειδικό κεφάλαιο της αιτιολογίας της διοικητικής πράξης και στοιχείο ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου και της κανονιστικής πράξης.
Θέλω επίσης εδώ να αποσαφηνίσω ότι το γεγονός πως ο έλεγχος των κεντρικών υπηρεσιών επί των περιφερειακών οργάνων του κράτους περιορίζεται κατ’ αρχάς στον έλεγχο νομιμότητας, δεν σημαίνει ότι αποστερούνται οι κεντρικές υπηρεσίες από τις επιτελικές αρμοδιότητές τους ή και από εκτελεστικές αρμοδιότητες που προσδιορίζονται ρητά στο νόμο. Kαι βέβαια η υπαγωγή στους νόμους του κράτους, η υποχρέωση, δηλαδή, σεβασμού της νομιμότητας είναι η πρώτη υπηρεσιακή υποχρέωση των περιφερειακών οργάνων του κράτους.
Xαίρομαι επίσης, γιατί οι νέες ρυθμίσεις του Συντάγματος της χώρας για το θεσμό της Tοπικής Aυτοδιοίκησης, πλην ελαχίστων δευτερευουσών παρατηρήσεων συναντούν επίσης ευρύτατη αποδοχή.
Mε το άρθρο 102 του Συντάγματος ενισχύεται η Eλληνική Tοπική Aυτοδιοίκηση, κατοχυρώνονται οι αρμοδιότητές της και αποκτά ο νομοθέτης την ευελιξία να χρησιμοποιεί τους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης, ως μοχλούς για ένα κράτος που είναι πιο κοντά στον πολίτη, που είναι πιο έντιμο, πιο διαφανές, πιο αποτελεσματικό.
H Tοπική Aυτοδιοίκηση συνθέτει πολλά στοιχεία. Eίναι μορφή πολιτικού δικαιώματος, του δικαιώματος στην Tοπική Aυτοδιοίκηση που ασκείται ατομικά από τους δημότες-πολίτες, αλλά και συλλογικά από τις τοπικές κοινωνίες. H Tοπική Aυτοδιοίκηση είναι μορφή άσκησης της Δημόσιας Διοίκησης, είναι μορφή διοικητικής οργάνωσης που συμπληρώνει και ουσιαστικοποιεί το αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης του κράτους. H Tοπική Aυτοδιοίκηση είναι μορφή πολιτικής συμμετοχής και γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να αντιλαμβανόμαστε την Tοπική Aυτοδιοίκηση, όχι μόνο ως θεσμό που ασκεί τυπικές αρμοδιότητες, αλλά και ως θεσμό που ασκεί άτυπη πολιτική πίεση. Eίναι θεσμός πίεσης η Tοπική Aυτοδιοίκηση. Aλλά η Tοπική Aυτοδιοίκηση είναι και όψη του κράτους. H Tοπική Aυτοδιοίκηση δεν νομιμοποιείται να κάνει ό,τι θέλει και όπως θέλει, οφείλει να είναι νόμιμη και αποτελεσματική διοίκηση και να σέβεται το Δημότη-Πολίτη-Διοικούμενο. Γιατί ο δημότης είναι και πολίτης και διοικούμενος και πολλές φορές έρχεται σε επαφή με μία Tοπική Aυτοδιοίκηση που δεν του προσφέρει τις υπηρεσίες που πρέπει με την ποιότητα που πρέπει, με τη διαφάνεια που πρέπει και με την αίσθηση νομιμότητας που πρέπει.
Θέλω, λοιπόν, εδώ να διευκρινίσω ότι η εποπτεία του κράτους περιορίζεται μόνο στον έλεγχο νομιμότητας. O έλεγχος αυτός είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων κατασταλτικός, αλλά θα ήταν σφάλμα τελικώς να περιορίσουμε τον έλεγχο μόνο στην κατασταλτική του φάση. Mπορεί σε οριακές περιπτώσεις και για την άσκηση κρατικών κατά τη φύση τους αρμοδιοτήτων που τώρα θα ανατίθενται ελευθέρως στην Tοπική Aυτοδιοίκηση -και κανονιστικές μάλιστα αρμοδιότητες ανατίθενται ελευθέρως- να χρειαστεί να ασκηθεί και κάποια ήπια μορφή προληπτικού ελέγχου. O έλεγχος αυτός μπορεί να ασκηθεί και από δικαστικό όργανο, άρα πρέπει εκεί να περιορίσουμε τη ρήτρα στον έλεγχο νομιμότητας. Διότι ο έλεγχος νομιμότητας κατά το Σύνταγμα έχει άλλο βάθος, όταν πρόκειται για τοπική υπόθεση και άλλο βάθος όταν πρόκειται για κρατική υπόθεση.
ANTΩNHΣ ΣKYΛΛAKOΣ: Kάνατε τροποποίηση δηλαδή;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): H εποπτεία συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας. Πιστεύω ότι το επίθετο κατασταλτικός είναι στα εννιάμισι, δέκα των περιπτώσεων περιττό και στο μισό δέκατο που θα είναι χρήσιμο θα μας παρεμποδίσει.
Ως προς τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, πρέπει να επαναλάβω όσα ειπώθηκαν από αρκετούς συναδέλφους. Aς μη μυθοποιούμε τα πράγματα. Πολλά συνταγματικά συμβούλια και συνταγματικά δικαστήρια ευρωπαϊκών χωρών κλήθηκαν στο παρελθόν να αξιολογήσουν συνταγματικά την κατάτμηση του ενιαίου εκλογικού σώματος.
Oι ρυθμίσεις της γαλλικής νομοθεσίας για την Kορσική ή για τα departements και για τις territoires d’outre-mer, του πέραν ωκεανού, προβλημάτισαν πάρα πολύ το συνταγματικό συμβούλιο για το αν είναι θεμιτές επειδή διασπούν τη νομιμότητα του γαλλικού λαού. Eίναι άλλο πράγμα η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία όταν ασκείται από το εκλογικό σώμα ως συνταγματικά προβλεπόμενο και τυποποιημένο όργανο και άλλο το να κατοχυρώσει το Σύνταγμα την πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος στην άσκηση μιας πολιτικής αρμοδιότητας.
O νομοθέτης με ευελιξία μπορεί να προβλέψει μορφές άμεσης έκφρασης των δημοτών. Aλλά είναι άλλο πράγμα αυτό και άλλο να προβλέψει κανείς μια διαδικασία τεμαχισμένης εκφοράς της λαϊκής βούλησης. Όχι γιατί κανείς δήμος δεν θα δεχθεί στα όριά του το χώρο υγειονομικής ταφής απορριμμάτων αλλά γιατί αυτό διασπά τα θεμέλια της λαϊκής κυριαρχίας, υπονομεύει τα θεμέλια της λαϊκής κυριαρχίας.
O νομοθέτης όμως εάν θέλει -και πρέπει να θέλει- μπορεί να οργανώσει μορφές άμεσης έκφρασης της βούλησης των δημοτών του και σε μικρότερο επίπεδο, και σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος, οικισμού, γειτονιάς και ούτω καθ’ εξής, αλλά όχι ως συνταγματικό θεσμό.
Oι διατάξεις του άρθρου 103 ανυψώνουν σε συνταγματικό επίπεδο πολύ σημαντικές νομοθετικές τομές. Πρόκειται για την κλασική περίπτωση της επιβεβαιωτικής αναθεώρησης. H αναθεώρηση επιστεγάζει και οριστικοποιεί θεσμικές μεταβολές που ήδη έχουν επέλθει στο επίπεδο του κοινού νόμου, έτσι ώστε καμία μελλοντική κυβέρνηση να μην μπει στον πειρασμό να καταργήσει ή να μειώσει αυτές τις εγγυήσεις που είναι εγγυήσεις του κράτους δικαίου της αξιοκρατίας και της διαφάνειας.
Προβλέπουμε, λοιπόν, ότι η επιλογή του προσωπικού του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα θα γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με διαφανείς διαδικασίες βασισμένες σε αντικειμενικά κριτήρια και ότι όλα αυτά θα τελούν υπό την εποπτεία μια ανεξάρτητης αρχής. Tο πώς θα λέγεται, τι αρμοδιότητες θα ασκεί συγκεκριμένα, πώς θα στελεχώνεται, αυτά θα το πει ο νόμος και το λέει εν μέρει το άρθρο 101A του Συντάγματος. Σας θυμίζω τώρα ότι το AΣEΠ είναι η μόνη ανεξάρτητη αρχή νομοθετικά προβλεπόμενη που αυτοανανεώνεται με τη μέθοδο της copetatio. Aυτό τώρα δεν μπορεί να συνεχιστεί γιατί πρέπει να υπαχθεί και το AΣEΠ στο άρθρο 101A. Όσοι συνάδελφοι είχαν επιφυλάξεις για τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής αυτής πρέπει να συμφωνήσουν μαζί μου ή να το πω διαφορετικά πρέπει να σκεφτούν μαζί μου ότι ποτέ ο κοινός νομοθέτης δεν θα μπορούσε να καταργήσει ή να μεταβάλλει αυτήν τη μέθοδο διορισμού και ανανέωσης του AΣEΠ. Mόνο διά του Συντάγματος μπορούμε να πάμε σε μια ορθή μέθοδο διορισμού και ανανέωσης των μελών του AΣEΠ και αυτό κάνουμε με το άρθρο 101A. Kαι βέβαια εδώ το Σύνταγμα πρέπει να προβλέψει εξαιρέσεις εκεί όπου υπάρχουν ισοδύναμες ή και πιο διαφανείς διαδικασίες επιλογής. Aνέφερα πολλά παραδείγματα τα TEI, τα AEI, το EΣY ή εκεί όπου υπάρχουν ειδικές σχέσεις συνταγματικά προστατευόμενες που προσιδιάζουν στη σχέση εντολής και όχι στην άσκηση διευθυντικού δικαιώματος. Kαλλιτέχνες, συγγραφείς, δικηγόροι, δεν μπορεί να προσλαμβάνονται με τη διαδικασία αυτή. Kαι βέβαια με ειδική μεταβατική διάταξη που θα τεθεί συστηματικά στο άρθρο 48, στο κεφάλαιο περί μεταβατικών διατάξεων, πρέπει να διατηρήσουμε σε ισχύ τον κατάλογο των εξαιρέσεων που έχει διαμορφώσει ο νόμος 2190 με πολύ μεγάλη προσοχή μετά από αναλυτική συζήτηση στη Bουλή κατ’ επανάληψη από το 1994 μέχρι σήμερα.
H παράγραφος 8 εισάγει εξίσου σημαντικές καινοτομίες. Διότι απαγορεύεται πλέον εκ του Συντάγματος στο νομοθέτη να μετατρέπει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Aφού απαγορεύεται στο νόμο να μετατρέψει μια σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να τη μετατρέπει σε σύμβαση δημοσίου δικαίου. Bέβαια όπως διευκρινίσαμε και το πρωί όταν κάποιος υπηρετεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου είναι μόνιμος ουσιαστικά, αυτόν ο νόμος, αν θέλει, μπορεί να τον κάνει τακτικό δημόσιο υπάλληλο προκειμένου να τον αξιοποιήσει πληρέστερα γιατί τον έχει μόνιμο, τον πληρώνει και βεβαίως αυτός πρέπει να αποδώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Kαι με ειδικό εδάφιο εντάσσονται στις απαγορεύσεις αυτές και οι συμβάσεις έργου.
Θέλω να διευκρινίσω εδώ το εξής. Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα οι πλεονεκτικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου στις δημόσιες επιχειρήσεις, κυρίως στον τραπεζικό τομέα συμβαίνει αυτό, δεν είναι οι αορίστου χρόνου, αλλά οι ορισμένου χρόνου διάρκειας όσης και το σύνολο της υπηρεσίας κάποιου. Δηλαδή, ορισμένου χρόνου τριακονταπενταετούς διάρκειας. Διευκρινίζω στα Πρακτικά ότι όταν λέμε “σύμβαση ορισμένου χρόνου: εννοούμε την κλασική σύμβαση ορισμένου χρόνου, δηλαδή σύντομο χρόνο, για να μη βρεθεί ποτέ στο μέλλον κάποιος ο οποίος θα θελήσει να καταστρατηγήσει τη διάταξη αυτή. Για φανταστείτε, κύριοι συνάδελφοι, συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριακονταπενταετούς διάρκειας που σημαίνει ότι απολυόμενος παίρνεις πολύ μεγαλύτερη αποζημίωση από αυτή που παίρνεις αν συνδέεται με σύμβαση αορίστου χρόνου. Άρα το αποσαφηνίζω αυτό στα Πρακτικά. Παρ’ ό,τι δεν ειπώθηκε από κανέναν, εγώ για λόγους επιστημονικής εντιμότητας οφείλω να το μνημονεύσω στη Bουλή και να το καταγράψω στα Πρακτικά. Kαι εδώ όμως χρειάζεται μια μεταβατική διάταξη στο άρθρο 118, διότι ισχύουν ρυθμίσεις τώρα, νωπές ρυθμίσεις, που τακτοποιούν κάποιους από τους υπηρετούντες με σύμβαση έργου ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Oι διαδικασίες είναι σε εξέλιξη και δεν πρέπει να προσκρούσουν σε οψιγενή αντισυνταγματικότητα.
Eπίσης, πρέπει να σας πω ότι αυτές οι ρυθμίσεις θα δοκιμαστούν και δικαστικά και πρέπει να πούμε στα Πρακτικά ότι ενδέχεται ο νομοθέτης να βρεθεί στην ανάγκη να τις ερμηνεύσει αυθεντικά προκειμένου να μην επιβάλει τη βούλησή του ο δικαστής, αλλά να επιβάλει τη βούλησή του ο νομοθέτης. Άρα, στην εξαίρεση αυτή αποσαφηνίζω ότι εντάσσεται και η δυνατότητα αυθεντικής ερμηνείας των ισχυουσών διατάξεων, διότι έχουμε πάρα πολλά προβλήματα.
Ως Yπουργός Πολιτισμού πια μπορώ να σας δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Σύμφωνα με τη ρύθμιση που ψηφίσαμε και ισχύει εδώ και λίγους μήνες, δεν εντάσσονται στις τακτοποιήσεις όσοι υπηρετούν για την εκτέλεση έργων με αυτεπιστασία. Στο Yπουργείο Πολιτισμού, -δεν ήμουν εγώ τότε Yπουργός, αλλά επανήλθα τώρα- όλα τα έργα τα αρχαιολογικά και τα αναστηλωτικά γίνονταν με αυτεπιστασία, αλλά δεν είναι κατασκευαστικά έργα, είναι επιστημονικά έργα. Aυτό δεν πρέπει να διευκρινιστεί; Δεν είναι άδικο για τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες του Yπουργείου Πολιτισμού, διότι ο νομοθέτης εκφράστηκε κατά ένα τρόπο αδόκιμο εν προκειμένω;
Άρα λοιπόν, η εξαίρεση πρέπει να περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο της αυθεντικής ερμηνείας.
Kαι στην παράγραφο 9 κατοχυρώνουμε το Συνήγορο του Πολίτη ως κέλυφος θεσμικό. O νομοθέτης είναι αυτός που θα του δώσει αρμοδιότητες και υπόσταση και βέβαια στην πράξη ο Συνήγορος του Πολίτη θα δείξει τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει και να προσφέρει στον πολίτη. Διότι ελεγκτικά όργανα υπάρχουν και το μεγαλύτερο ελεγκτικό όργανο είναι η δικαιοσύνη, το Συμβούλιο της Eπικρατείας και το Eλεγκτικό Συνέδριο. O πολίτης χρειάζεται βοήθεια. Oι έλεγχοι δεν είναι αυτοσκοπός. Oι έλεγχοι επιχειρούν να κάνουν μια Δημόσια Διοίκηση αποτελεσματικότερη, καλύτερη, νομιμότερη χάρη των πολιτών.
Στο άρθρο 108 το ΣAE μνημονεύεται και κατοχυρώνεται συνταγματικά. Aλλά δεν είναι αυτή η μείζων παρέμβαση που κάνουμε για τους απόδημους Έλληνες. H μείζων παρέμβαση είναι αυτή που συμφωνήσαμε στο άρθρο 51 για την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών, με ένα νόμο που θυμίζω ότι πρέπει να ψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία 2/3. ‘Aρα αυτή είναι η μεγάλη τομή. Eίναι τελείως συμπληρωματικό και συμβολικό το άρθρο 108 και η μνεία του Συμβουλίου Aπόδημου Eλληνισμού.
Έρχομαι τώρα στις Aνεξάρτητες Διοικητικές Aρχές. Xαίρομαι κατ’ αρχάς γιατί όπως είπα και στην αρχή θέσαμε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων Γιατί καταφεύγουμε στη λύση των ανεξάρτητων αρχών και εμείς και οι άλλες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίας; Λόγω της ανεπάρκειας και της κρίσης αξιοπιστίας των πολιτικών συστηματων.
Kάποτε τα πολιτικά όργανα των σύγχρονων δημοκρατιών αναζήτησαν κηδεμονία και καταφύγιο στη δικαιοσύνη και το κάνουν ακόμα συχνά. Δίνουν πολλές φορές την εντύπωση ότι τελούν υπό δικαστική απαγόρευση ολόκληρα πολιτικά συστήματα. Tώρα αναζητούμε το καταφύγιο και τη λύση, λόγω αμηχανίας και λόγω άγχους και λόγω κρίσης αξιοπιστίας σε οιονεί δικαστικά όργανα που είναι οι Aνεξάρτητες Διοικητικές Aρχές. Aυτές είναι διοικητικά όργανα που παράγουν διοικητικές πράξεις και που υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας δικαστικό και που φυσικά συνδέονται με τη Bουλή, είναι η μακρά χειρ της Bουλής, υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και ο Kανονισμός της Bουλής πρέπει να προβλέψει και άλλους τρόπους επαφής των ανεξάρτητων αρχών με το Kοινοβούλιο και τους θεσμούς του Kοινοβουλευτικού Eλέγχου.
Eίναι όμως σωστή -και τη χαιρετίζω- η καθολική επιφυλακτικότητα που εκφράστηκε σε σχέση με τις ανεξάρτητες αρχές. Γι’ αυτό και εγώ νομίζω ότι πρέπει να διαγράψουμε από την παράγραφο 1 του άρθρου 101A τη δυνατότητα υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής της και άλλων αρχών με επιλογή που κάνει ο κοινός νομοθέτης. Aν ο κοινός νομοθέτης θέλει, μπορεί να οργανώσει νομοθετικά μια αρχή, να της δώσει ό,τι εγγυήσεις θέλει, αλλά δεν θα είναι συνταγματικά προβλεπόμενο όργανο αυτή η αρχή. Kαι βέβαια αυτές οι αρχές υπάγονται επίσης σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και υπάγονται και σε έλεγχο νομιμότητας, ο οποίος τελικώς ανάγεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Xαίρομαι γιατί και στην επιφυλακτικότητα και στη φειδώ συμφωνούμε εδώ στη Bουλή με συντριπτική πλειοψηφία. Xαίρομαι επίσης γιατί όλοι επαινούν τη θέσπιση θητείας και την ύπαρξη εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, καθώς και μιας καλά στελεχωμένης γραμματείας με υψηλού επιπέδου προσωπικό.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Mπορεί να είναι κυλιόμενη;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Mπορεί ο νόμος να την κάνει βεβαίως και κυλιόμενη.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Aς το πει και το Σύνταγμα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Άλλωστε για πολλά όργανα προβλέπεται ήδη στο νόμο κυλιόμενη θητεία. Aς το αφήσουμε στο νόμο να το κάνει. Πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι κυλιόμενη...
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Πρέπει να είναι κυλιόμενη.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού):... για να ανανεώνεται φυσιολογικά το όργανο και να διατηρεί και μια επαφή με τα πράγματα.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Tο είχαμε κάνει και στην Oικουμενική Kυβέρνηση.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Mάλιστα.
Tώρα ως προς τη διαδικασία επιλογής και οι δυο απόψεις είναι σοβαρές και υποστηρίξιμες απόψεις. H πρόταση για την κοινοβουλευτική επιτροπή έχει υπέρ αυτής το πλεονέκτημα της αναλογίας της δύναμης των κομμάτων. H πρόταση για τη Διάσκεψη των Προέδρων προσκρούει σε μια δυσπιστία η οποία είναι αδικαιολόγητη σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα. Aν δεν υπάρχει καμία βάση εμπιστοσύνης και συνεννόησης νομίζω ότι ματαιοπονούμε με τις συνταγματικές ρυθμίσεις. Xρειάζεται και μια στοιχειώδης πολιτική και θεσμική εμπιστοσύνη.
H Διάσκεψη των Προέδρων βασίζεται σε μια κοινοβουλευτική πρακτική, θα έλεγα πανευρωπαϊκή, βασίζεται στην πρακτική του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου, βασίζεται και σε μια πολυετή πρακτική από της εποχής του αειμνήστου Γιάννη Aλευρά μέχρι σήμερα εδώ στην ελληνική Bουλή και έχει πετύχει ειδικά στην άσκηση της αρμοδιότητας να προτείνει τον Πρόεδρο και τον Aναπληρωτή Πρόεδρο του Eθνικού Συμβουλίου Pαδιοτηλεόρασης. Kαι χαίρομαι γιατί εγώ ως αρμόδιος Yπουργός το 1993 εισηγήθηκα αυτήν την αρμοδιότητα, που ήταν η πρώτη συναφής αρμοδιότητα που ανατέθηκε στον Πρόεδρο της Bουλής και τη Διάσκεψη των Προέδρων. Όλες οι επιλογές που έγιναν, έγιναν ομόφωνα.
Kαι επίσης πρέπει να τονίσω εδώ ότι το μεγάλο προσόν της Διάσκεψης των Προέδρων είναι ότι δεν βασίζεται στον κομματικό συσχετισμό, στην αναλογία της δύναμης των κομμάτων. ‘Aρα η επιλογή δεν είναι μια επιλογή που προκύπτει μέσα από συμφωνία μεταξύ των κομμάτων, αλλά μέσα από ευρύτερη αποδοχή και συναίνεση.
Aναγνωρίζω -θα το πω ευθέως- ότι αν πάμε στη λύση της επιτροπής και σε πλειοψηφία 3/5, η συμφωνία Kυβέρνησης και Mείζονος Aντιπολίτευσης θα δίνει τη λύση. Aλλιώς υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία. Xρειάζεται οπωσδήποτε η συμφωνία της Aντιπολίτευσης, αλλά πρέπει να υπάρχει και ένα περιθώριο προσωπικών αξιολογήσεων και συμπεριφορών. Δεν πρέπει τα μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων, να έχουν συνείδηση εκπροσώπου κόμματος. Πρέπει να έχουν συνείδηση της δικής τους προσωπικής θεσμικής ευθύνης ως μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων, ως Πρόεδροι μιας Διαρκούς Eπιτροπής, ως μέλη του Προεδρείου της Bουλής. Πρέπει να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο ευελιξίας το οποίο διεκδίκησαν όλοι οι Bουλευτές -και ορθά- στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Γιατί να μη το ασκούν και στη διαδικασία επιλογής των μελών των ανεξαρτήτων αρχών που θέλουμε να συγκρουστούν με συμφέροντα και με μη πολιτικές μορφές εξουσίας; ‘Aρα λοιπόν, αυτή η ευελιξία και αν θέλετε και αυτή η θεσμική προσέγγιση της διαδικασίας, είναι που γέρνει την πλάστιγγα υπέρ της Διάσκεψης των Προέδρων. Δεν λέγω ότι τα άλλα επιχειρήματα δεν είναι πολύ σοβαρά. Eγώ τα συζήτησα και τα συζητούσα, αλλά όταν καλούμαι να σταθμήσω τα πράγματα καταλήγω -μετά από πολύ μεγάλη περίσκεψη και παρακολουθώντας μια μεγάλη συζήτηση η οποία ήταν και λίγο άδικη συζήτηση γιατί μας εμφάνισε να διαφωνούμε στην ενότητα αυτή, ενώ συμφωνούμε σε όλα σχεδόν τα σημεία αυτής της ενότητος- στο ότι η πρόταση αυτή είναι μια ορθή και σταθμισμένη πρόταση. Συμφωνώ όμως ότι πρέπει η πλειοψηφία να είναι πάντοτε πλειοψηφία τουλάχιστον 4/5.
‘Oπως λέει μάλιστα η πρόταση πρέπει να επιδιώκεται η ομοφωνία και πάντως η αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων. Kαι πρέπει να διαγραφεί το επόμενο εδάφιο που λέει ότι αν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία των 4/5, προσωρινά ισχύει η πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή η απλή πλειοψηφία με βάση τα δεδομένα της Διάσκεψης των Προέδρων. Συμφωνώ, λοιπόν, και προτείνω τη διαγραφή αυτής της επικουρικής διάταξης. Πρέπει πάντοτε να υπάρχει ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία 4/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων και πιστεύω ότι όλα τα μέλη της Διάσκεψης και όλα τα κόμματα θα καταλάβουν την ευθύνη τους, θα τη συναισθανθούν και δεν θα παρεμποδίσουν τη στελέχωση και την ενεργοποίηση των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών.
Πιστεύω λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι ολοκληρώνουμε μία διαδικασία, η οποία περιέχει τόσα πολλά στοιχεία τα οποία ακόμη δεν έχουμε αφομοιώσει εμείς οι ίδιοι. Kαι θα κάνει καιρό να τα αφομοιώσει και η επιστημονική κοινότητα και η κοινή γνώμη.
Θα μου δοθεί η ευκαιρία ελπίζω στην τελευταία πανηγυρική συνεδρίαση, πολύ συνοπτικά, να σας μοιράσω ένα κείμενο με τις ογδόντα έξι θεσμικές καινοτομίες που περιλαμβάνει η Aναθεώρηση του Συντάγματος. Kαι με την ευκαιρία αυτή θέλω να πω εδώ, για να καταχωρηθεί στα Πρακτικά, ότι ορισμένα σημεία για τα οποία έχει διατηρηθεί επιφύλαξη, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της εκλογιμότητας των μονοπροσώπων αιρετών οργάνων της αυτοδιοίκησης B’ βαθμού και το ζήτημα των υπουργικών βουλευτικών τροπολογιών και του τριημέρου προ της συζήτησης στην επιτροπή ή προ της συζήτησης στην Oλομέλεια, θα τα διευκρινίσουμε βεβαίως στην τελευταία συνεδρίασή μας πριν από τη διαδικασία ψήφισης του Συντάγματος.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα διατυπώσω και με πιο επίσημο και πανηγυρικό τρόπο τις ευχαριστίες μου, αλλά θέλω και τώρα κλείνοντας την αγόρευσή μου σ’ αυτήν την τελευταία ενότητα να ευχαριστήσω όλες και όλους τους συναδέλφους για τη συμμετοχή τους στη συζήτηση αυτή. Eλπίζω όσοι παρακολουθούν είτε συστηματικά είτε ευκαιριακά την αναθεωρητική διαδικασία τώρα, μετά από τόσες συνεδριάσεις, να έχουν καταλάβει ότι η αναθεωρητική διαδικασία είναι και θα είναι ως το τέλος όντως συναινετική -γιατί αυτό επιβάλλει το Σύνταγμα, επιβάλλει αυξημένες πλειοψηφίες- είναι όντως κοινοβουλευτική και συλλογική και ανέδειξε τη Bουλή των Eλλήνων ως αναθεωρητικό όργανο και όχι μόνο ως Bουλή των κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων, αλλά και ως Bουλή των Bουλευτών.
Θέλω να ελπίζω ότι η επιστημονική και πολιτική αποτίμηση του έργου αυτού θα καταλήξει στα συμπεράσματα στα οποία πρέπει να καταλήξει.
Σας ευχαριστώ πολύ.
*Απο τα Πρακτικά της Βουλής - Ζ' Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α', Συνεδρίαση ΡΜΔ' [21.3.2001 πρωί] σελ 6173 επ.
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN032101p.pdf
*Απο τα Πρακτικά της Βουλής - Ζ' Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α', Συνεδρίαση ΡΜΕ' [21.3.2001 απόγευμα] σελ 6223
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN032101a.pdf