Τετάρτη, 14 Δεκεμβρίου 2011
Ομιλία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στο 22ο ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου με θέμα: «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας - Ώρα ευθύνης, αποφάσεων και δράσης»
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Γραμματίδη, τον Πρόεδρο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, για την προσφώνησή του. Ευχαριστώ τον κ. Πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών και τον κ. Πρόεδρο του ΕΒΑ για την κατανόησή τους.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, εάν μπορούσα να συνοψίσω σε μια φράση το βασικό περιεχόμενο της ομιλίας μου, θα έλεγα ότι εις πείσμα των προβλέψεων και εις πείσμα της απαισιοδοξίας που κυριαρχεί, μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η μακρά ανακυκλούμενη κρίση που στην Ελλάδα δεν ανέδειξε μόνο τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική της όψη, αλλά και τη διαρθρωτική της πλευρά, ανέδειξε όλες τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις του μοντέλου ανάπτυξης, του τρόπου με τον οποίο σχετίζεται το κράτος με την οικονομία και την κοινωνία. Αυτή η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια κρίση βαθύτατα ηθική.
Πάντα το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το πρόβλημα κάθε εθνικής οικονομίας είναι πολιτικό. Αλλά εδώ είναι κάτι παραπάνω από πολιτικό, είναι πρόβλημα κοινωνικής νοοτροπίας και αντίληψης, είναι πρόβλημα πολιτικού, πολιτειακού και κοινωνικού ήθους. Δοκιμάζονται οι αρμοί της κοινωνίας μας.
Είπα προχθές, απαντώντας σε μια δημοσιογραφική παρατήρηση πως είμαι ίσως κουρασμένος, ότι «δεν είμαι κουρασμένος, είμαι εξουθενωμένος». Και νόμισαν, όσοι ερμηνεύουν τα λεγόμενά μου, ότι αυτό σημαίνει ότι νιώθω προσωπική κόπωση. Επειδή διατηρώ κι εγώ, όπως ο καθένας από εσάς το δικαίωμα να έχω τους αγαπημένους του ποιητές, θέλω να σας εξομολογηθώ ότι ο πιο αγαπημένος από τους ποιητές μου, είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο μεγαλύτερος υμνογράφος της ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος στο καταπληκτικό κείμενο της εξοδίου ακολουθίας χρησιμοποιεί το στίχο «… νεώτερος εγώ ειμί και εξουθενωμένος».
Όταν λοιπόν είπα ότι είμαι εξουθενωμένος, εννοούσα ότι ειλικρινά με βασανίζει πάρα πολύ το να βλέπω την ελληνική κοινωνία να πενθεί το χαμένο παράδεισό της και να βλέπω τον επιπόλαιο και ελαφρό τρόπο, με τον οποίο πολιτικοί, αναλυτές, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, παράγοντες του οικονομικού και πολιτιστικού βίου αντιμετωπίζουν το φαινόμενο αυτό, που στην πραγματικότητα είναι μια άσκηση εθνικής αυτογνωσίας.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, μας επιβάλλει να ξαναγνωριστούμε, μας επιβάλλει να ξαναγράψουμε τους όρους λειτουργίας της χώρας. Και όταν λέω «της χώρας» δεν εννοώ μόνο του κράτους, εννοώ και της κοινωνίας και της οικονομίας. Και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί αυτό υπερβαίνει κάθε αναθεωρητικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, κάθε συντακτικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αυτό είναι κάτι πολύ βαθύτερο.
Στην πραγματικότητα, πρέπει να ξαναμοιράσουμε όλη την τράπουλα, πρέπει να βρούμε νέους κανόνες κατανομής της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής επιρροής. Αυτό είναι λοιπόν το στοίχημα.
Πηγαίνουμε σε αυτό τον αγώνα, σε ένα γήπεδο, το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο και πρέπει να πάμε όλοι μαζί στην προσπάθεια αυτή, να εισέλθουμε όλοι μαζί στο σωστό και κρίσιμο αγωνιστικό χώρο. Γιατί αν κάποιοι, λίγοι, είναι στον αγωνιστικό χώρο τον κρίσιμο, κάποιοι άλλοι έχουν επιλέξει έναν άλλο και οι πολύ περισσότεροι απλώς κάθονται στην κερκίδα, πάσχουν, αλλά απλώς παρακολουθούν και σχολιάζουν, τότε δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε το στόχο μας.
Κυρίες και κύριοι, η δημοσιονομική, χρηματοοικονομική και διαρθρωτική κρίση, στην πραγματικότητα φέρνει στο μυαλό και στο στόμα όλων των Ελλήνων το ερώτημα: αν τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά τα δυο τελευταία χρόνια. Εάν είχαμε πραγματικά άλλη λύση, αν θα μπορούσαμε να επιλέξουμε ένα άλλο μοντέλο πιο ήπιας και αργής δημοσιονομικής προσαρμογής, εάν μπορούσαμε να αναβάλλουμε την προσπάθειά μας για εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών.
Η αλήθεια είναι πως ναι, εάν μπορούσαμε να χρηματοδοτήσουμε μόνοι μας τα ελλείμματα, εάν μπορούσαμε να καλύψουμε μόνοι μας τις ταμειακές ανάγκες του κράτους μας, θα έπρεπε να κάνουμε μια επιλογή, πιο αργής και ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Θα έπρεπε η μείωση και του δημοσιονομικού και του πρωτογενούς ελλείμματος να γίνει με πολύ πιο σταδιακό τρόπο και αυτό να επηρεάσει πολύ λιγότερο την οικονομία και να μην μπούμε σε αυτή τη δύσκολη περιδίνηση, να πρέπει να πετύχουμε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μια γιγαντιαία δημοσιονομική προσαρμογή, από 24 δισ. ευρώ πρωτογενούς ελλείμματος το 2009 στα περίπου 4 δισ. ευρώ πρωτογενούς ελλείμματος το 2011 και σε στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος το 2012.
Και βεβαίως αυτά όλα αναμφίβολα επέτειναν μια προϋπάρχουσα από το 2008 ύφεση. Η ύφεση αυτή ξεπερνάει τα δεδομένα οποιασδήποτε ειρηνικής περιόδου, είναι σωρευτική, είναι βαθιά, είναι συνεχής και επιπλέον όλο αυτό το διάστημα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα σχεδόν γεωμετρικά αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Στον πυλώνα, όμως -το έχω πει πάρα πολλές φορές- των διαρθρωτικών αλλαγών, εκεί όπου στην πραγματικότητα παίζεται το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, εκεί δεν νομίζω ότι χρειαζόταν καμία εξωτερική πίεση. Είχαμε ήδη καθυστερήσει πολύ, εκεί έπρεπε να κινηθούμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα και να έχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Εξακολουθούμε λοιπόν τώρα, δύο και κάτι χρόνια μετά, να είμαστε αντιμέτωποι με τα ίδια διλήμματα, με τα ίδια προβλήματα. Στην ουσία όλη αυτή η συζήτηση είναι μια συζήτηση για το αν μπορεί η χώρα, υπό συνθήκες κρίσης και δημοσιονομικής προσαρμογής, να βρει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, μια άλλη εθνική αφήγηση, μια άλλη εθνική ταυτότητα.
Και αυτό δεν αφορά μόνον τα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά μεγέθη, δεν αφορά μόνο τις επώνυμες διαρθρωτικές αλλαγές, αυτές που σχετίζονται με την αγορά εργασίας, με την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, με τη Δημόσια Διοίκηση, με την αναδιάρθρωση των φορέων, με το νέο βαθμολόγιο και μισθολόγιο, με την εργασιακή εφεδρεία. Αυτό αφορά, στην πραγματικότητα, τη δυνατότητά μας να δώσουμε ξανά στα παιδιά αυτής της χώρας το δικαίωμα να προσδοκούν κάτι εδώ, να μείνουν εδώ. Έχει, λοιπόν, πάρα πολύ μεγάλη σημασία να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτά που τώρα βρίσκονται μπροστά μας.
Κυρίες και κύριοι, το τελευταίο τρίμηνο ήταν ένα τρίμηνο πολλαπλής αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα δεν ήταν μόνον εθνική -ήταν βεβαίως και εθνική- αλλά ήταν πανευρωπαϊκή και διεθνής. Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξακολουθεί να είναι μετέωρο και στην πραγματικότητα οι αγορές ζητούν από την Ευρώπη, ζητούν από την Ευρωζώνη να απαντήσει στο ιστορικό ερώτημα εάν θα ολοκληρωθεί αυτή η προσπάθεια, εάν το βήμα θα μείνει μισό ή αν θα γίνει ολόκληρο.
Και είναι λογικό, όταν έχουν καλλιεργηθεί οικονομικοί εθνικισμοί, όταν δεν έχουμε συνηθίσει σε ολοκληρωμένες λύσεις στην Ευρώπη, να είναι δύσκολο να δοθεί μία απάντηση, τη στιγμή που η Ευρωζώνη διεκδικεί από τις αγορές την κάλυψη ετήσιων δανειακών αναγκών οι οποίες είναι υπερβολικές, διεκδικεί από τις αγορές 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ τη χρονιά που μας έρχεται.
Και αντιλαμβάνεστε ότι όταν βρίσκεσαι σε μια τέτοια σχέση εξάρτησης κλασικές έννοιες -έννοιες που έχουν εμπεδωθεί στη συνείδηση της ανθρωπότητας και ιδίως του δυτικού κόσμου από τον 17ο αιώνα και μετά, όπως είναι η έννοια της εθνικής κυριαρχίας- έχουν χάσει ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος του ουσιαστικού τους περιεχομένου.
Άρα λοιπόν, αυτό που στην πραγματικότητα κάνει τώρα η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση ευρύτερα, είναι να δίνει, θα έλεγα, δείγματα των ιστορικών απαντήσεων, που κάποια στιγμή πρέπει να δώσει ολοκληρωμένα. Γιατί αν η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν το ευρωπαϊκό φαινόμενο δεν καταφέρει να απαντήσει σε αυτού του είδους τις προκλήσεις, τότε ούτε η Ευρωζώνη θα αποκτήσει τη θεσμική και πολιτική υπόσταση που πρέπει να έχει, για να υποστηρίζεται ένα κοινό νόμισμα όπως το ευρώ, ούτε η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση θα γίνει πραγματικότητα.
Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου οι δηλώσεις του Gordon Brown το 2008, όταν υπό τη Βρετανική Προεδρία συγκλήθηκε η Σύνοδος των είκοσι μεγάλων οικονομικών του κόσμου, το G20, στο Λονδίνο. Τίποτα από όσα εξαγγέλθηκαν τότε δεν έγινε πραγματικότητα, κανένα ουσιαστικό βήμα δεν έχει γίνει στην εγκαθίδρυση στοιχειωδών θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης.
Αυτός ο ασύμμετρος πόλεμος, ανάμεσα σε κράτη, σε πολιτικά συστήματα, σε Διεθνείς Οργανισμούς, από τη μια μεριά και στις ρυθμισμένες ή και αρρύθμιστες οντότητες της διεθνούς αγοράς από την άλλη, αυτός ο ασύμμετρος πόλεμος είναι εξοντωτικός και αυτός συνεχώς αναπαράγει και ανακυκλώνει και μεγεθύνει την κρίση.
Κυρίες και κύριοι, το ερώτημα -για να έρθω στα πιο συγκεκριμένα- είναι εάν η τελευταία απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης και 9ης Δεκεμβρίου του 2011 προσθέτει ή αφαιρεί κάτι στη βασική απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης της 26ης και 27ης Οκτωβρίου, που συνιστά ένα είδος στρατηγικού άξονα -για να μην πω ευαγγελίου- για την Ελλάδα. Και συνιστά σίγουρα το θεμέλιο της Κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, που έχει αυτή τη στιγμή τη στήριξη μιας πρωτοφανούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, στηριγμένης σε τρία κόμματα, στο ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία και το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό.
Η εικόνα που έχω είναι, πως ευτυχώς για μας, οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 8ης και 9ης Δεκεμβρίου δεν έθιξαν σε τίποτα το ελληνικό σκέλος της απόφασης της 26ης και 27ης Οκτωβρίου. Θα έλεγα ότι, αντιθέτως, ορισμένες διευκρινίσεις, σε σχέση με το ρόλο που καλείται να παίξει ο ιδιωτικός τομέας σε μελλοντικές κρίσεις χρέους κρατών-μελών της Ευρωζώνης, μας διευκολύνουν να εφαρμόσουμε κρίσιμες πτυχές της απόφασης της 26ης Οκτωβρίου και πιο συγκεκριμένα την πτυχή που αφορά την ενεργό συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε ένα μοντέλο μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους. Είναι το περιβόητο PSI.
Βεβαίως από την εικόνα που έχουμε όλοι μας, προκύπτει η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία, την οποία όλοι αποδεχόμαστε -για μας είναι άλλωστε μια πραγματικότητα που απορρέει από το ίδιο το μνημείο της συνεργασίας με τους θεσμικούς μας εταίρους, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα χρηματοοικονομικά εργαλεία, που πρέπει να έχει στη διάθεσή της η Ευρωζώνη.
Και το τρίτο και μεγαλύτερο ζήτημα, που είναι τα μεγάλα θεσμικά βήματα, τα βήματα που μας επιτρέπουν να διατηρήσουμε τη θεσμική ισότητα των κρατών-μελών και να μην κλειδώσουμε οριστικά ανισότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη-μέλη, είναι βήματα τα οποία δεν έχουν γίνει με την ίδια ένταση και με την ίδια αυτοπεποίθηση με την οποία έγινε το βήμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας στις 8 και 9 Δεκεμβρίου, πριν από λίγες ημέρες.
Βεβαίως, εμείς είμαστε σε μία ιδιόρρυθμη κατάσταση, οι αποφάσεις αυτές για μας θα έχουν κάποια πρακτική σημασία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος, δηλαδή ουσιαστικά μετά το 2015. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ένας σιωπηλός παρίας των ευρωπαϊκών διαδικασιών. Η Ελλάδα μετέχει, μετέχουμε όλοι ενεργά και με την αναγκαία διορατικότητα σε αυτήν την διαρκή διαπραγμάτευση, που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση: Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, είναι ένα ανοικτό πεδίο διαρκούς διακυβερνητικής πρωτίστως διαπραγμάτευσης.
Κι εκεί οφείλουμε και μπορούμε -και το κάνουμε- να έχουμε άποψη και να λέμε την άποψή μας αυτή, έχοντας πάντα κατά νου ότι η ειδική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τώρα, υπό καθεστώς επιτήρησης, υπό καθεστώς μνημονίου για να πω τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι μία κατάσταση η οποία θα είναι διαρκής.
Από την άλλη μεριά, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ το γενικότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον να μην είναι υφεσιακό, να μην είναι αντιαναπτυξιακό, γιατί ένα γενικότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον υφεσιακού περιεχομένου -για να χρησιμοποιήσω μια ευγενική έκφραση- επιδεινώνει τις αρνητικές όψεις της ελληνικής οικονομίας κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για εμάς.
Να έχουμε, λοιπόν, πάντα κατά νου ότι στόχος μας είναι να βγούμε από αυτό το ιδιόρρυθμο καθεστώς, ότι στόχος μας είναι να ξανα-ασκήσουμε τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά μας ως πλήρους μέλους της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να πάψουμε να είμαστε οι δανειζόμενοι ή οι αιτούντες και να ξαναγίνουμε μία δημοσιονομικά φυσιολογική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχουμε υποχρέωση να κάνουμε όλα τα βήματα που είναι αναγκαία, να περάσουμε από αυτή τη δοκιμασία την καθαρτήρια, προκειμένου όχι απλά και μόνο να διαφυλάξουμε τη θέση της χώρας μέσα στη ζώνη του ευρώ αλλά ταυτόχρονα να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, δηλαδή να διαμορφώσουμε τους όρους μιας ελληνικής εθνικής ανταγωνιστικότητας. Αυτό θα μπορούσε ίσως να έχει σχεδιαστεί με διαφορετικό τρόπο.
Διάβασα σήμερα ένα δημοσίευμα που έθετε ερωτηματικό και θαυμαστικό πίσω από τη φράση «και ο Υπουργός Οικονομικών αντιμνημονιακός;» Όχι, δεν είναι αυτό το ερώτημα. Το ερώτημα δεν είναι αν στην Ελλάδα υπάρχουν φίλοι και εχθροί του μνημονίου. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι εάν μπορούμε να απαντήσουμε σε ορισμένα βασικά υπαρξιακά ερωτήματα. Εάν μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε πως ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας πρέπει να διατηρηθεί αλώβητος, πως έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη διατήρηση του επιπέδου ζωής, του επιπέδου εισοδημάτων και της αντίληψης που έχουμε για την αξία των περιουσιών των Ελλήνων πολιτών, των νοικοκυριών αυτής της χώρας, που θα διασφαλιστεί με τη διατήρηση της χώρας μέσα στη ζώνη του ευρώ.
Άρα, λοιπόν, ας απαντήσουμε στα πραγματικά ερωτήματα και όχι σε υποθετικά ερωτήματα τα οποία δημιουργούν μια ψευδή εικόνα. Τώρα λοιπόν έχουμε μπροστά μας ορισμένες ανυπέρβλητες και δύσκολες πραγματικότητες.
Τώρα είναι η ώρα να διαπραγματευθούμε το νέο πρόγραμμα που θα μας εξοπλίσει με 130 δισεκατομμύρια ευρώ νέας βοήθειας από τους θεσμικούς μας εταίρους, θα καλύψει τις ταμειακές μας ανάγκες μέχρι το 2015 και θα μας επιτρέψει να χρηματοδοτήσουμε την επανακεφαλαιοποίηση και άρα την εξυγίανση και την ανασυγκρότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Αλλά και θα μας επιτρέψει να χρηματοδοτήσουμε, να ολοκληρώσουμε και να εκτελέσουμε το PSI, το μοντέλο συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Τώρα -όπως σωστά είπε και ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προηγουμένως- είναι η ώρα της διαπραγμάτευσης. Δεν μπορεί κανείς να επιφυλαχθεί για μία επαναδιαπραγμάτευση μετά τη σύναψη, την υπογραφή και την κύρωση της νέας δανειακής σύμβασης που θα ενσωματώνει το νέο πρόγραμμα, δηλαδή τους όρους που τάσσουν οι θεσμικοί μας εταίροι προκειμένου να διπλασιάσουν, να υπερδιπλασιάσουν τη βοήθειά τους προς την Ελλάδα προκειμένου η Ελλάδα να διατηρηθεί μέσα στη ζώνη του ευρώ και προκειμένου να απαλλαγούμε από ένα τεράστιο μέρος του φορτίου του δημοσίου χρέους. Να απαλλαγούμε από 100 δισεκατομμύρια ευρώ, από 47% περίπου του ΑΕΠ δημοσίου χρέους.
Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία να θυμόμαστε όλοι πως η πέμπτη αναθεώρηση του παλαιού και ισχύοντος ακόμη προγράμματος προσαρμογής και στήριξης της ελληνικής οικονομίας, η οποία στην πραγματικότητα απαρτίζεται από δύο κρίσιμα θεσμικά κείμενα, το μνημόνιο συναντίληψής μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που έγινε αποδεκτό από την Ελλάδα στις 31 Οκτωβρίου, επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου και το μνημόνιο για την οικονομική και χρηματοοικονομική πολιτική, το MEFP, που μας συνδέει με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και έγινε αποδεκτό από την κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου στις 30 Νοεμβρίου του 2011, είναι η βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η συμφωνία μας με τους θεσμικούς μας εταίρους για το νέο πρόγραμμα.
Υπάρχουν όμως ζητήματα που πρέπει να εξειδικευθούν. Υπάρχουν όροι που πρέπει να συζητηθούν. Υπάρχουν ιδέες οι οποίες έχουν κατατεθεί στο δημόσιο διάλογο και φυσικά το μεγάλο πρόβλημα είναι να κάνουμε μία ψύχραιμη, αντικειμενική συζήτηση για τις μακροοικονομικές προγνώσεις, για την ύφεση και την εξέλιξή της το 2011, το 2012 και το 2013.
Να δούμε πώς μπορούμε να ανασχέσουμε την ύφεση, να βοηθήσουμε την πραγματική οικονομία, να ανασχέσουμε την ανεργία, να τροφοδοτήσουμε ξανά με ελπίδα τους Έλληνες, να αλλάξουν οι καταθετικές συμπεριφορές, να αλλάξουν οι επενδυτικές συμπεριφορές, να κινηθεί κάτι στην πραγματική οικονομία.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Και έχω πει πολλές φορές και στη Βουλή, το επαναλαμβάνω και εδώ, πως ελπίζω να έρθουν έτσι τα πράγματα και να μου δοθεί κάποτε η ευκαιρία να ασκήσω ως Υπουργός Οικονομικών την οικονομική πολιτική που πιστεύω ως ωφέλιμη για τη χώρα. Αλλά όταν βρισκόμαστε σε μία κατάσταση ανάγκης, όταν δεν μπορούμε να αναπτύξουμε τον πλούτο των ιδεών μας και να αναπτύξουμε σε ένα δεοντολογικό επίπεδο την άποψή μας και τις προτάσεις μας, αλλά πρέπει να διαχειριστούμε μετά λόγου γνώσεως και με αίσθηση ιστορικής ευθύνης μία κατάσταση εθνικής κρίσης, εκεί δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για θεωρητικές συζητήσεις.
Οι εναλλακτικές λύσεις ή υπάρχουν, προτείνονται, εγκρίνονται από το λαό και εφαρμόζονται ή υποτάσσονται σε αυτήν την πολύ μεγάλη, συγκεκριμένη και πρακτική εθνική ανάγκη. Τώρα λοιπόν έχουμε την πέμπτη αναθεώρηση του προηγουμένου προγράμματος. Έχουμε συγκεκριμένους θεσμικούς εταίρους, οι οποίοι καλούνται να μας δώσουν σε λίγες εβδομάδες περίπου 90 δισεκατομμύρια ευρώ συγκεντρωμένα, δηλαδή περισσότερα από τα 2/3 του συνόλου του νέου προγράμματος, προκειμένου να καλύψουμε ταμειακές ανάγκες, να αλλάξουμε τα επίπεδα ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, να ανασυγκροτήσουμε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και να χρηματοδοτήσουμε το PSI.
Όταν λοιπόν ο επίσημος τομέας, τα κράτη-μέλη, οι εταίροι μας, οι οργανισμοί στους οποίους ανήκουμε και οι οποίοι μας στηρίζουν, καλούνται να χρηματοδοτήσουν με τόσο μεγάλα ποσά μία χώρα που εξακολουθεί να ανήκει στις 30 μεγάλες οικονομίες του κόσμου, που παρά τη μείωση των εισοδημάτων, τη δυσπραγία, την κρίση και πολλές φορές τη δυστυχία που υπάρχει, εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τότε αντιλαμβάνεστε ότι κι αυτοί θέλουν εγγυήσεις, θέλουν να ξέρουν ότι αυτά που συμφωνούμε τηρούνται, ότι έχουμε την εθνική βούληση και την εθνική ικανότητα να προχωρήσουμε, ότι υπάρχει συνέχεια του κράτους, ότι ό,τι λέμε το εννοούμε, ότι είμαστε σοβαροί συνομιλητές, ότι είμαστε μία υπεύθυνη κοινωνία, μία υπεύθυνη πολιτεία, ότι ό,τι λέμε το εννοούμε και εσωτερικά και εξωτερικά, ότι δεν έχουμε το σύνδρομο της διγλωσσίας και ότι σεβόμαστε τις υπογραφές μας.
Αυτό είναι το νόημα των υπογραφών για την έκτη δόση. Αλίμονο αν πιστεύει κάποιος ότι από το Σεπτέμβριο έως τώρα διαπραγματευόμασταν τα 8 δισεκατομμύρια ευρώ της έκτης δόσης. Αλίμονο αν πιστεύει κανείς ότι η αξία των υπογραφών που αξιολογήθηκαν στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup είναι 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Όχι.
Η αξία των υπογραφών που δέσμευσαν τη χώρα και τις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, είναι ισοδύναμη με την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Είναι ισοδύναμη με την προστασία του επιπέδου ζωής και των προοπτικών των Ελλήνων πολιτών. Είναι ισοδύναμες οι υπογραφές αυτές με τη διαφύλαξη μιας ιστορικής κατάκτησης που δεν αφορά μόνον τα 37 χρόνια της μεταπολίτευσης, αλλά τα 60 και πλέον χρόνια της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας, κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Δεν ζητήθηκαν οι υπογραφές για την έκτη δόση. Οι υπογραφές ζητήθηκαν για τη συνολική πορεία της χώρας μέχρι την ολοκλήρωση του νέου προγράμματος, μέχρι την έξοδο της χώρας στις αγορές, μέχρι την επάνοδο της Ελλάδας στην κατάσταση μιας χειραφετημένης, φυσιολογικής χώρας μέλους της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό είναι το ζητούμενο τώρα. Τώρα, λοιπόν, είναι η ώρα της αλήθειας σε σχέση με προτάσεις. Τώρα είναι η ώρα της αλήθειας σε σχέση με τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρωζώνη και στη διεθνή οικονομία. Τώρα είναι η ώρα να πούμε όλοι και μεταξύ μας και προς τα έξω τι είναι αυτό που προτείνουμε και πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας μέσα στον κόσμο και μέσα στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει μετά κανένα περιθώριο να πούμε μια άλλη αφήγηση στον ελληνικό λαό.
Το στοίχημα της επόμενης μέρας για το έθνος, παίζεται στην ειλικρίνεια των προσώπων και στην αλήθεια. Αλλά επειδή η αλήθεια, όπως έχω πει και στη Βουλή, μεταβάλλεται, επειδή μεταβάλλεται η συγκυρία, μεταβάλλονται οι καταστάσεις, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία πρώτον, να είμαστε ειλικρινείς ως ηθική πρόθεση και, δεύτερον, να είμαστε ικανοί να κατανοούμε το μεταβαλλόμενο συσχετισμό δυνάμεων.
Άρα, τώρα είναι η στιγμή της διαπραγμάτευσης, δεν υπάρχει περιθώριο για επαναδιαπραγμάτευση, δεν υπάρχει περιθώριο να λέμε τίποτα ανακριβές και ατεκμηρίωτο. Είναι δύσκολη αυτή η άσκηση, πάρα πολύ δύσκολη. Πρέπει να δούμε πώς θα εκτελεστεί ολοκληρωμένα ο προϋπολογισμός του 2011.
Πιστεύω ότι το τελευταίο τρίμηνο δεν είναι ένα αντιπροσωπευτικό τρίμηνο, το τελευταίο τρίμηνο ήταν γεμάτο από εθνικές και ευρωπαϊκές και διεθνείς αβεβαιότητες. Και η αβεβαιότητα είναι πάρα πολύ κακός σύμβουλος και για τη φορολογική συμμόρφωση, και για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας.
Εάν τώρα αυτές τις τελευταίες είκοσι ημέρες κάνουμε μια συντονισμένη προσπάθεια και αν αξιοποιήσουμε ταμειακά το α’ δίμηνο του 2012 για ένα καλό δημοσιονομικό αποτέλεσμα το 2011, γιατί έτσι λογίζονται όλα αυτά, μπορούμε να είμαστε κοντά στους στόχους του προϋπολογισμού του 2011 όπως τους αποτυπώνει σε επίπεδο πραγματοποιήσεων, ο μόλις ψηφισθείς προϋπολογισμός του 2012.
Το μεγάλο στοίχημα δεν είναι τόσο τα έσοδα. Και στο πολύ κρίσιμο πεδίο του ειδικού τέλους επί των ακινήτων, βλέπουμε να υπάρχει ένας ρυθμός συμμετοχής ο οποίος είναι συγκινητικά ικανοποιητικός γιατί οι άνθρωποι πιέζονται, υπάρχουν νοικοκυριά που πιέζονται. Αλλά έχουν αίσθηση καθήκοντος και μετέχουν σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα, τόσο που πιστεύω ότι σ’ αυτό το θέμα θα ξεπεράσουμε τον αριθμητικό στόχο του 2011.
Υπάρχει όμως η αγορά εργασίας, υπάρχει η ανεργία, υπάρχει η εισφοροδιαφυγή, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τον έλεγχο των κοινωνικών δαπανών. Άρα, εκεί πρέπει να δώσουμε πραγματικά μια μάχη συστηματική, επίμονη και πειθαρχημένη. Και εκεί θα κριθεί τελικά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Στο χώρο των κοινωνικών δαπανών, στο χώρο των δαπανών υγείας, κυρίως της πρωτοβάθμιας αλλά και της δευτεροβάθμιας, στο χώρο της εισφοροδιαφυγής, στο χώρο της αγοράς εργασίας.
Κι έχουμε μια εξαιρετική συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, Εργασίας και Υγείας, αλλά θέλει συστράτευση κυβερνητική, κοινοβουλευτική, διοικητική και κοινωνική. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα. Έχω πει σε μια προχθεσινή συνέντευξη, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως όλος ο κατάλογος των διαρθρωτικών αλλαγών πρέπει να νομοθετηθεί ώστε να μην υπάρχει κανένα απολύτως κενό, και αυτό πρέπει να γίνει ει δυνατόν με κατεπείγουσα ή ακόμα και με έκτακτη νομοθετική διαδικασία τις επόμενες μέρες ώστε να μπούμε καθαροί, χωρίς προβλήματα, στο 2011 και στο τελικό σκέλος της διαπραγμάτευσης.
Και βεβαίως όλοι μαζί, με ειλικρίνεια, με συστράτευση, πρέπει ν’ αξιολογήσουμε το αποτέλεσμα και να διαμορφώσουμε το δημοσιονομικό πλαίσιο του 2012 έτσι ώστε κανείς να μη μπορεί να κρυφτεί πίσω από την αδυναμία του ν’ αναλάβει το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί. Αλλά και κανείς άλλος δεν πρέπει ν’ αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης από αυτό που του αναλογεί. Και αυτό αφορά και τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών και όλα τα μέλη της κυβέρνησης, και όλον τον πολιτικό κόσμο.
Κυρίες και κύριοι, ακούω να επαναλαμβάνεται η ερώτηση αν έχουμε προβλήματα στη συζήτησή μας, στη διαβούλευσή μας με το διεθνή ιδιωτικό τομέα για το περιβόητο PSI. Θέλω να σας πω, μιλώντας με απόλυτη ειλικρίνεια και μετά λόγου γνώσεως, ότι ίσως η πιο δημιουργική και ευχάριστη όψη των τελευταίων ημερών να ήταν οι διαβουλεύσεις μας με τον ιδιωτικό τομέα. Η αίσθησή μου και από τις προσωπικές επαφές που κατ’ επανάληψη είχα με τους εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα, είναι πως μπορούμε, όχι πολύ δύσκολα, να φτάσουμε σ’ ένα σχήμα κοινής αποδοχής, σε μια λύση εθελοντική, σε μια λύση ολοκληρωμένη, σε μια λύση που θα σέβεται και θα εκτελεί πλήρως την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου.
Και βέβαια, αυτό για μας συνδέεται απολύτως με δυο ζητήματα: Με την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών Τραπεζών, η Διοίκηση των οποίων θα είναι πάντα ιδιωτική αλλά η επένδυση που κάνει ο ελληνικός λαός στις Τράπεζες πρέπει να του αποδοθεί, δε μπορεί να είναι μια επένδυση χωρίς ανταπόδοση και πρέπει να του αποδοθεί έτσι ώστε η ζημία του τελικά να είναι η μικρότερη δυνατή και το κοινωνικό και αναπτυξιακό όφελος το μεγαλύτερο δυνατό. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμοστεί η ισχύουσα νομοθεσία για την οποία έχω πολλές φορές μιλήσει.
Και δεύτερο μέτωπο είναι τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Έχουμε μιλήσει για την αναπλήρωση της περιουσίας των Ασφαλιστικών Ταμείων και για την πλήρη κάλυψη των ασφαλισμένων από την άποψη αυτή, έτσι ώστε να μη νιώσουν ότι χάνουν κάτι από τα χαρτοφυλάκιά τους και ότι αυτό επηρεάζει το επίπεδο των συντάξεων. Δεν είναι αυτό που καθορίζει το επίπεδο των συντάξεων.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, το πρόβλημα της οικονομίας, όπως είπα και προηγουμένως, ήταν και είναι πολιτικό. Πιστεύω ότι το τρίπτυχο για το οποίο μίλησα στη Βουλή στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό «διάσωση, ανάκτηση του χαμένου εδάφους και εκτίναξη» προκειμένου να βρούμε τη θέση που μας αξίζει στην Ευρώπη και τον κόσμο, μπορεί να είναι ένα τρίπτυχο που διαμορφώνει εθνική στρατηγική.
Σήμερα, καθ’ οδόν προς το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης για το νέο πρόγραμμα και καθ’ οδόν προς το τελικό στάδιο της διαβούλευσης για το PSI, για τη συμμετοχή των ιδιωτών στη μείωση του βάρους του δημοσίου χρέους, θεωρώ ότι μπορούμε να θέσουμε ορισμένους ενδιάμεσους, αλλά καθοριστικούς στόχους οι οποίοι ν’ αποτελέσουν έναν άξονα για την εθνική μας συμπεριφορά:
- Το πρώτο λοιπόν που εγώ θέτω ως τέτοιο στόχο είναι η επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Κανείς δεν έχει τώρα άλλοθι ν’ αφήσει την όποια δυνατότητα έχει, τα όποια ποσά έχει αποταμιεύσει, έξω από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι απολύτως διασφαλισμένο, η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου εγγυάται την επανακεφαλαιοποίησή του, στην πράξη. Όχι η Ελληνική Δημοκρατία, αλλά οι θεσμικοί μας εταίροι και εμείς εγγυόμαστε το σύνολο των καταθέσεων. Η επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές Τράπεζες, θ’ αλλάξει ταχύτερα απ’ ό,τι περιμένει κανείς στα επίπεδα ρευστότητας. Σε συνδυασμό με όλα τ’ άλλα στα οποία αναφέρθηκα μπορεί να είναι το κρίσιμο στοιχείο, να είναι η αλλαγή. Είναι εθνικό, πατριωτικό καθήκον για μικρούς και μεγάλους καταθέτες, να συμβάλλουν σ’ αυτή την επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές Τράπεζες.
- Το δεύτερο στοιχείο είναι πως πρέπει να εγγυηθούμε πως κανένας δε θα μείνει μόνο και αβοήθητο θύμα της κρίσης σε κατάσταση απόλυτης φτώχιας. Τα δημοσιονομικά μας δεδομένα είναι δύσκολα αλλά έχουμε αναμφίβολα τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε επί του πεδίου, γι’ αυτόν που πράγματι έχει ανάγκη, ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης ώστε κανείς να μη νιώσει ότι γίνεται αποσυνάγωγος. Όλοι πρέπει να νιώσουν ότι έχουν αυτή την ελάχιστη εγγύηση.
- Και βέβαια, το τρίτο το οποίο πρέπει να θέσουμε ως στόχο από την άποψη αυτή, είναι να ξαναβρούμε την εμπιστοσύνη που μας λείπει ως κοινωνία. Τα επίπεδα ρευστότητας είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, αλλά ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Εάν αποκαταστήσουμε στοιχειώδεις σχέσεις εμπιστοσύνης, τότε μπορούμε πράγματι ν’ αλλάξουμε την κατάσταση. Μπορούμε πράγματι να έχουμε μια πολύ καλύτερη επίδοση ως χώρα.
- Επίσης, πρέπει να πείσουμε τη μεσαία τάξη, την ελληνική μεσαία τάξη, ότι υπάρχει. Το μεγάλο πρόβλημα της κοινωνίας, του ελληνικού παραγωγικού ιστού, της εθνικής ανταγωνιστικότητας, είναι ο κίνδυνος να διαλυθεί η ελληνική μεσαία τάξη. Πρέπει να πείσουμε τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας, τη μεσαία τάξη, ότι υπάρχει, να έχει μια αυτοσυνειδησία της ταυτότητάς της και του ρόλου της.
- Και το τελευταίο στοιχείο: Ν’ απευθυνθούμε στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας και να τους πούμε ότι «μένουμε και θα μένουμε στην Ελλάδα». Ότι η Ελλάδα τους ανήκει, ότι η Ελλάδα μπορεί να τους προσφέρει μια θέση κάτω από τον εθνικό ήλιο, ότι η Ελλάδα είναι και θα είναι η πατρίδα μας, πως δεν είναι υποψήφιοι μετανάστες, αλλά είναι αυτοί που πρέπει να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση αυτής της χώρας.
Επιστροφή καταθέσεων. Διατήρηση της μεσαίας τάξης. Μένουμε στην Ελλάδα ως εθνικό κίνημα. Και στήριξη όσων διολισθαίνουν σε κατάσταση απόλυτης φτώχιας ώστε να μη νιώσουν την εγκατάλειψη. Νομίζω ότι είναι οι άμεσοι στόχοι που πρέπει να υπηρετήσουμε. Εάν αυτά τα καταφέρουμε, θα έχουμε δώσει στη χώρα αυτή, το δικαίωμα να ελπίζει. Και αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε και για την οικονομία και για την κοινωνία και για το ίδιο το κράτος.
Σας ευχαριστώ πολύ.