3 Ιουνίου 2024

Ευάγγελος  Βενιζέλος*

 

 

Χριστιανική και συνταγματική αντίληψη ως προς τη Βιοηθική **

 

Ευχαριστώ  για την πρόσκληση και για την ευκαιρία που μου δίνετε να συζητήσω μαζί σας, σε αυτόν τον ωραίο κύκλο που ασχολείται με θέματα υγείας και θρησκείας, γύρω από τη βιοηθική, σε μία προσπάθεια να συγκρίνω τη συνταγματική και τη χριστιανική αντίληψη ως προς αυτήν. Σας ευχαριστώ επίσης για τα πολύ θερμά λόγια που είπατε και για την παρουσίαση του βιογραφικού μου, θα μπορούσαμε να το είχαμε παραλείψει αυτό. Είπατε ότι με θεωρούν κάποιοι «θεολόγο της πολιτικής». Αυτό ισχύει κατά βάθος για όλους τους ομοτέχνους μου. Η πολιτική θεωρία, η θεωρία του κράτους βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε θεολογικές βάσεις[1]. Βασικές έννοιες του Δημοσίου Δικαίου και της πολιτειολογίας έχουν την καταγωγή τους στη θεολογική σκέψη και ως εκ τούτου είμαστε βαθύτατα επηρεασμένοι ανεξάρτητα από τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός και ανεξάρτητα από το εάν μιλάμε σήμερα για ένα κρατικό φαινόμενο το οποίο έχει καταστεί κοσμικό, secular [2].

Ας μπούμε λοιπόν στο θέμα μας, το οποίο είναι πολύ πιο προκλητικό και δύσκολο από ό,τι νομίζει κανείς διά γυμνού οφθαλμού. Η δική μου προσέγγιση από τη σκοπιά του Συντάγματος και του Συνταγματικού Δικαίου, του Διεθνούς Δικαίου Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα είναι αναγκαστικά μία προσέγγιση θύραθεν, σε σύγκριση με τις χριστιανικές αντιλήψεις και ευαισθησίες, για να δούμε αν αυτές οι δύο προσεγγίσεις τελικώς γειτνιάζουν, συγκρούονται, συνυπάρχουν. Θα επιλέξουμε στο τέλος το ρήμα με το οποίο θα χαρακτηρίσουμε τη δύσκολη αλλά και γοητευτική αυτή σχέση.

Επειδή αρχή της σοφίας είναι η επίσκεψη των ονομάτων, θα μου επιτρέψετε, παρότι χρησιμοποιούμε με πολύ μεγάλη ευκολία τον όρο βιοηθική, να προσπαθήσω να ορίσω πώς αντιλαμβάνομαι  τη  βιοηθική και πώς θα χρησιμοποιήσω τον όρο αυτόν  για τις ανάγκες της σημερινής μας επικοινωνίας. Αντιλαμβάνομαι καταρχάς τη βιοηθική ως μία διαρκή συζήτηση που διεξάγεται γύρω από τα θεμελιώδη και δύσκολα ηθικού χαρακτήρα διλήμματα που θέτει η πρόοδος της ιατρικής,  της βιολογίας, της βιοτεχνολογίας, των επιστημών υγείας γενικά[3] . Αλλά βιοηθικά διλήμματα έχουμε και αρχαϊκού χαρακτήρα όχι μόνον προερχόμενα από την πρόοδο τη διαρκή και ιλιγγιώδη  της επιστήμης, αλλά και από καταστάσεις οι οποίες είναι βαθιά ανθρωπολογικές, τις χαρακτηρίζω αρχαϊκές, καταστάσεις που συνδέονται με τη ζωή, με τον θάνατο, με το ανθρώπινο πρόσωπο. Βιοηθικό πρόβλημα είναι η κλωνοποίηση αλλά βιοηθικό πρόβλημα είναι και η αυτοκτονία  ή η ευθανασία.

Ως εκ τούτου ο καινοτόμος χαρακτήρας των διλημμάτων δεν είναι στοιχείο του ορισμού της βιοηθικής όπως τον αντιλαμβάνομαι. Κατά καιρούς έχει επιχειρηθεί να δοθούν πολλοί ορισμοί της βιοηθικής, κάθε ασχολούμενος με το θέμα, κάθε εθνική επιτροπή βιοηθικής[4] , κάθε θεσμός ο οποίος τυχαίνει να εκδίδει ένα κείμενο του λεγόμενου soft law, διακηρυκτικού κατά βάση χαρακτήρα ή κάθε ένας που νομοθετεί στο πεδίο της αρμοδιότητάς του γύρω από τα θέματα αυτά, δίνει και έναν ορισμό της βιοηθικής[5].

Στη βιβλιογραφία[6] υπάρχει η αίσθηση ότι ένα από τα προσχέδια της Παγκόσμιας Διακήρυξης για τη βιοηθική και τα ανθρώπινα δικαιώματα που εκπονήθηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Βιοηθικής της UNESCO το 2005, ένα προσχέδιο που δεν υιοθετήθηκε τελικά,  έδινε έναν ορισμό που διεκδικεί πληρότητα. Ο όρος βιοηθική αναφέρεται, κατά τον ορισμό αυτό, «σε συστηματική, πλουραλιστική και διεπιστημονική μελέτη και απόφαση επάνω σε ηθικά ζητήματα που εγείρουν οι ιατρικές επιστήμες, οι επιστήμες της ζωής και οι κοινωνικές επιστήμες όπως εφαρμόζονται στους ανθρώπους και στη σχέση τους με τη βιόσφαιρα, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητά των σε συστηματική, πλουραλιστική και διεπιστημονική μελέτη και απόφαση.»

Κατά τον ορισμό αυτό στην έννοια της βιοηθικής δεν εμπίπτει μόνον η «συζήτηση», αλλά και η «απόφαση», αυτό όμως μας μετατάσσει από το πεδίο της ηθικής έστω και εάν  εκλάβουμε την ηθική ως πρακτική και κανονιστική, στο πεδίο της ρύθμισης, άρα αρχίζουμε να πλησιάζουμε αισθητά το πεδίο της έννομης τάξης. Ως εκ τούτου υποστηρίζεται[7]  ότι αυτό που ονομάζουμε βιοηθική καταλαμβάνει έναν ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ της  κατά κυριολεξία ηθικής σφαίρας, που είναι μία σφαίρα του forum internum, της συνείδησης του κάθε ανθρώπου και άρα στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να συνάγεται ένας ευρύτερα αποδεκτός κοινός παρονομαστής, ο οποίος όμως κάθε φορά κρίνεται στο πεδίο της συνείδησης του κάθε ανθρώπου και της σφαίρας της έννομης τάξης, της ετερόνομης ρύθμισης, αυτού που ονομάζουμε δηλαδή Δίκαιο, κανόνα Δικαίου.

Θα έλεγα ότι αυτός ο ενδιάμεσος χώρος δεν οριοθετείται εύκολα, γιατί ή κινείσαι στο πεδίο της ηθικής και ως εκ τούτου μπορείς να διατυπώνεις την άποψη σου, να απευθύνεις συστάσεις, να εκφράζεις μία γνώμη, να προκαλείς μία ζύμωση, να επηρεάζεις τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις, την ηθική ευαισθησία, ή κινείσαι  στο πεδίο  των ετερόνομων ρυθμίσεων, οπότε θεσπίζεις ή ερμηνεύεις έναν κανόνα Δικαίου, οποιουδήποτε επιπέδου ισχύος και οποιασδήποτε έννομης τάξης. Άρα μπορεί ο κανόνας αυτός να ανήκει στην εθνική έννομη τάξη, στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη διεθνή έννομη τάξη και μπορεί να είναι κανόνας που υπερέχει, διεκδικεί τη μέγιστη δυνατή νομική ισχύ ή κανόνας υποδεέστερης ισχύος. Συνήθως αυτό συμβαίνει αυτοαναφορικά, όπως λέμε. Υπέρτερης ισχύος είναι ο κανόνας που  λειτουργεί ως θεμέλιο μίας έννομης τάξης, οι άλλοι κανόνες είναι  υποδεέστερης ισχύος. Στη δική μας περίπτωση έχουμε το Σύνταγμα με υπέρτερη ισχύ, και στη συνέχεια τον τυπικό νόμο, τον νόμο που ψηφίζει η Βουλή που είναι η συνήθης βαθμίδα και κανονιστικές πράξεις που εκδίδει η διοίκηση, συνήθως προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Λίγο-πολύ το ίδιο σχήμα υπάρχει και στις άλλες έννομες τάξεις, σίγουρα στην ενωσιακή έννομη τάξη με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι, με τις ιδρυτικές συνθήκες που είναι το Πρωτογενές Δίκαιο, με κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, που είναι το Παράγωγο Δίκαιο. Το ίδιο συμβαίνει πολύ συχνά και στο Διεθνές Δίκαιο με τις διεθνείς συμβάσεις και τους γενικώς αναγνωρισμένους κανόνες που ισχύουν  στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αλλά μπορεί ένας διεθνής οργανισμός να παράγει και δευτερογενείς  κανόνες δικαίου, όπως συμβαίνει με τις αποφάσεις  του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Άρα όταν μιλάμε για βιοηθική κινούμαστε στη σφαίρα της ηθικής και άρα στη σφαίρα μιας  διαρκούς συζήτησης για το πώς θα τοποθετηθούμε απέναντι στα διλήμματα τα οποία πολλαπλασιάζονται και εντείνονται. Περιττεύει να διευκρινίσω ότι όταν χρησιμοποιούμε τον όρο  βιοηθική  αναφερόμαστε στα  bioethics, άρα στον λόγο περί ηθικής, περί morality. Εάν  θέλουμε να κυριολεκτούμε, κινούμενοι στο πεδίο του Συντάγματος, του Ενωσιακού Δικαίου και  του Διεθνούς Δικαίου θα ήταν προτιμότερο να μη μιλάμε για βιοηθική αλλά για βιοδίκαιο ή για βιονομία όπως έχει προταθεί από άλλους συγγραφείς[8] .

Υπό την έννοια αυτή στον χώρο της ηθικής ο καθένας προσέρχεται με τις δικές του αποσκευές, τις δικές του πεποιθήσεις, τις δικές του προκαταλήψεις, τη δική του πίστη εφόσον αυτή εμφανίζεται τουλάχιστον σε κρίσιμες καταστάσεις, οπότε και δοκιμάζονται τα όρια της συνείδησής μας και πολύ συχνά τα όρια της αγωνίας μας, του φόβου μας, η σχέση μας με τον Θεό, ενώ στο πεδίο του βιοδικαίου, της έννομης τάξης, πρέπει να απαντάμε πάντα στο ερώτημα “quid juris”, τι ισχύει και τι επιτάσσεται ως Δίκαιο.

Ο νομοθέτης κάθε επιπέδου, του εθνικού Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Δικαίου  μέσα από τη διακρατική διαπραγμάτευση που στη συνέχεια μετατρέπεται σε διεθνή σύμβαση, η οποία  συνομολογείται, υπογράφεται, κυρώνεται, επικυρώνεται και ισχύει κατά το Διεθνές αλλά και κατά το εσωτερικό Δίκαιο, προφανώς επηρεάζεται από αξίες, από ιδεολογικές προδιαθέσεις, από προεπιλογές οι οποίες δεν είναι νομικές αλλά μετατρέπονται τελικά σε κανόνα Δικαίου. Άλλωστε το νομοθετείν σε οποιοδήποτε επίπεδο είναι μία πολιτική διαδικασία και ως  τέτοια βεβαίως επικοινωνεί με την Ιστορία.

Άρα και όταν αντιμετωπίζουμε νομοθετικά, δηλαδή πολιτικά και στη συνέχεια νομικά, θέματα βιοηθικού χαρακτήρα πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις, να θεσπίζονται κανόνες Δικαίου. Συνεπώς βρισκόμαστε ούτως ή άλλως στο πεδίο του θετού Δικαίου και της θετικιστικής αντίληψης για το Δίκαιο, ακόμα και εάν είναι πάντα εξαιρετικά σημαντική η σχέση Δικαίου και Ηθικής, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτό που ονομάζεται φυσικό Δίκαιο, το οποίο τελικά ανάγεται σε ηθικές αρχές και αξίες που υπερβαίνουν το γράμμα του νόμου, έχει σημασία ακριβώς ως Δίκαιο. Δηλαδή όταν τελικώς η σχέση Δικαίου και Ηθικής εισέρχεται στο μαγνητικό πεδίο της έννομης τάξης και κρίνεται με τα δικά της κριτήρια[9].

Η βιοηθική, δεν αφορά μόνο τις ηθικές και αξιακές αφετηρίες και τις επιρροές του νομοθέτη οποιουδήποτε επιπέδου, αλλά αφορά και τις αξίες και τις αφετηρίες και τις ηθικές πεποιθήσεις του εφαρμοστή του Δικαίου, είτε αυτός είναι ένα όργανο διοικητικού χαρακτήρα είτε εντέλει ένα δικαστικό όργανο. Άρα η ηθική αντίληψη του δικαστή έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, ιδίως όταν υπάρχουν από το γράμμα του νόμου περιθώρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η διαπλαστική ευχέρεια του δικαστή, ο οποίος παράγει Δίκαιο.

Από την άλλη μεριά υπάρχει κάτι πιο απλό ως φαινόμενο, που είναι η παραπομπή που κάνει ο νόμος, ο κανόνας Δικαίου στην «ηθική», στα «δημόσια ήθη», στα «χρηστά ήθη», όταν αντιλαμβάνεται αυτούς τους όρους ως αόριστες νομικές έννοιες, οι οποίες έχουν έναν λίγο -πολύ προσδιορισμένο ή κοινά αντιληπτό πυρήνα, αλλά έχουν μία μεγάλη και απροσδιόριστη περιφέρεια και στην πραγματικότητα η παραπομπή σε αυτές  λειτουργεί ως κανόνας κατανομής αρμοδιότητος. Ο νομοθέτης, ο συντακτικός ή ο κοινός, που χρησιμοποιεί τέτοιες έννοιες, ανάλογα με το κείμενο και με την έννομη τάξη, στην πραγματικότητα απεκδύεται της δικής  του αρμοδιότητας και την αναθέτει στον εφαρμοστή, σε αυτόν που θα αντιληφθεί, θα ερμηνεύσει και θα εφαρμόσει τις έννοιες αυτές, άρα στον δικαστή συνήθως και εντέλει  σε έναν διεθνή δικαστή. Γιατί για όλα αυτά τα θέματα, επειδή άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, έχουμε οργανωμένο και αυστηρό διεθνή έλεγχο των εθνικών συνταγμάτων, των εθνικών νομοθεσιών και της εθνικής νομολογίας, δηλαδή των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, που με πολύ μεγάλη δικονομκή ευκολία άγονται προς περαιτέρω κρίση στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπου λειτουργεί ο βασικός δικαστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη, που είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[10].

Στο πεδίο δε των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ισχύει και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η τελική κρίση ανήκει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης[11]. Με διάφορους δικονομικούς τρόπους αυτό θέτει υπό έλεγχο την εθνική νομοθεσία, την εθνική πρακτική, πολλές φορές το εθνικό Σύνταγμα των κρατών μελών. Εξ ου και η σύγκρουση μεταξύ εθνικού Συντάγματος και Ενωσιακού Δικαίου ως προς την προτεραιότητα εφαρμογής η οποία εμφανίζεται με διάφορες ευκαιρίες, που μπορεί να είναι βιοηθικές, μπορεί να είναι οικονομικές,  η τελευταία ευκαιρία είναι η συζήτηση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια.

Ούτως ή άλλως τα ζητήματα βιοηθικής συνδέονται, πέρα από τις ατομικές ευαισθησίες, πολύ συχνά και με ένα «κοινό περί δικαίου αίσθημα», το οποίο είναι όμως ασαφές και  επισφαλές καθώς δεν υπακούει στους κανόνες του κράτους δικαίου. Το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για κρίσιμα κοινωνικά θέματα (άρθρο 44 παρ.2), θέματα όμως που κινούνται  στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και  αφορούν μειονότητες, μειοψηφίες, ατομικές περιπτώσεις, ταυτότητες, τελικά την υπόσταση του προσώπου, δεν μπορούν να τεθούν σε δημοψήφισμα δεν κρίνονται δημοκρατικά αλλά  δικαιοκρατικά, άρα  εντέλει  δικαστικά. Δεν  μπορούν να κριθούν πολιτικά με την έννοια μίας κατά πλειοψηφία απόφασης που λαμβάνεται από το εκλογικό σώμα ή από το κοινοβούλιο κατ’ εντολή του εκλογικού σώματος.

Σε όλα λοιπόν τα ηθικά (άρα και τα βιοηθικά) θέματα είναι προφανές ότι υπάρχει μεγάλη επιρροή της χριστιανικής παράδοσης και της χριστιανικής ταυτότητας ιδίως στον χώρο της Ευρώπης στον οποίο κινούμαστε. Το ίδιο συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες παρά τη non establishment clause, παρά τον απόλυτα κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Ακόμη και στη Γαλλία, που έχει ανυψώσει την laïcité, τον secularism, στο  επίπεδο μίας «θρησκείας»  - καθώς ιστορικά  λειτούργησε ως ένα είδος δεϊσμού, αλλά και γιατί υποκαθιστά τη σχέση με το υπέρτατο ον - ακόμα και εκεί η επιρροή του καθολικισμού κυρίως είναι ισχυρή, στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, στον δημόσιο χώρο, στις παραδοσιακές αντιθέσεις. Μην ξεχνάμε ότι από τη σύσταση των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν εκλεγεί μόνον δύο καθολικοί πρόεδροι, ο Τζον Κένεντι και ο Τζο Μπάιντεν, στη δε Γαλλία πάρα πολύ συχνά αναζητούνται τα αίτια της εκλογικής  ήττας σημαντικών πολιτικών προσώπων, όπως ο Μισέλ Ροκάρ ή ο Λιονέλ Ζοσπέν, στο γεγονός ότι είναι προτεστάντες .

Θυμόμαστε τη συζήτηση που είχε διεξαχθεί με αφορμή τη Συνθήκη για τη θέσπιση ευρωπαϊκού συντάγματος μετά τη σύνοδο κορυφής που η ελληνική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ  διοργάνωσε στη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη το 2003, για τις χριστιανικές βάσεις της Ευρώπης. Αναφορά που τελικώς δεν εντάχθηκε στο κείμενο της λεγόμενης μεταβατικής  Συνθήκης  της Λισαβώνας. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό που λέγεται «αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «αξίες του Συμβουλίου της Ευρώπης»,  «ευρωπαϊκή συνταγματική κληρονομιά» ή «ευρωπαϊκό συνταγματικό κεκτημένο», οφείλει πολλά στο ιστορικό φαινόμενο του βεστφαλικού κράτους που ήταν βασισμένο στο χριστιανικό δόγμα του ηγεμόνος το οποίο   καθίστατο η επίσημη θρησκεία του κράτους. Οι άποικοι που πήγαν από την Ευρώπη στην Αμερική δεν έφεραν μαζί τους την παράδοση του ευρωπαϊκού βεστφαλικού κράτους, αλλά  μην ξεχνάμε ότι το κρατικό φαινομενικά στη Δύση προέρχεται από τη μεγάλη μήτρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του διχασμού της σε ανατολική και δυτική, της εισαγωγής του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, του «Επισκόπου των εκτός», όταν ο δογματικά καθαρμένος και κωδικοποιημένος χριστιανισμός δεν γίνεται απλά και μόνον η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας αλλά  ο συνεκτικός της  λόγος. Δηλαδή ένα είδος αυτοκρατορικού «εθνικού» λόγου που ενοποιεί έναν χώρο, με αποτέλεσμα οι μεγάλες δογματικές συγκρούσεις – παράδειγμα η εικονομαχία/  εικονολατρία– να έχουν ένα πολύ μεγάλο πολιτικό βάθος, να αφορούν δηλαδή στην πραγματικότητα όχι τη μοίρα και την προοπτική του χριστιανικού δόγματος  αλλά της υπόστασης και της ηγεμονίας, με την πολιτική έννοια του όρου,  της αυτοκρατορίας.

Όλα αυτά λοιπόν μεταφέρονται από ένα σημείο και μετά στον συνταγματισμό ως κίνημα που διεκδικεί την επιβολή συνταγμάτων. Ως εκ τούτου έχει εν δυνάμει χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να ξεκινούν από τη συνταγματική μοναρχία, από τον περιορισμό του απολυταρχισμού, αλλά καταλήγουν σχετικά γρήγορα σε δημοκρατικές και φιλελεύθερες κατακτήσεις, το βλέπουμε και στην ελληνική συνταγματική ιστορία αυτό, σε όλη την ευρωπαϊκή συνταγματική ιστορία, στην πορεία των δύο συνταγμάτων που λειτούργησαν ως μήτρες της έννοιας του Συντάγματος, δηλαδή στην αμερικανική και στη γαλλική περίπτωση. Βέβαια αυτό φθάνει σε εμάς μέσα από μία πολιτική θεολογία όπως υπαινίχθηκα  στην αρχή, η οποία γίνεται από ένα σημείο και μετά νομική θεολογία. Δεν έχουμε τον χρόνο τώρα να πούμε πώς γίνεται αντιληπτό αυτό από μεγάλους πολιτειολόγους και συνταγματολόγους του μεσοπολέμου, όταν εξελισσόταν   η  καταλυτική σύγκρουση μεταξύ ναζισμού και φασισμού από τη μία μεριά και δημοκρατίας που φθίνει, παρακμάζει και παραπαίει από την άλλη. Έχει πάντως  μεγάλο ενδιαφέρον το πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια του «θαύματος» και του «κυρίαρχου» που σε οριακές περιπτώσεις, όπως η κατάσταση πολιορκίας, λειτουργεί ως ένα υποκατάστατο του Θεού [12].

Φθάνουμε έτσι να ρυθμίζουμε σε εθνικό, διεθνές και ενωσιακό επίπεδο γενιές θεμελιωδών δικαιωμάτων και από ένα σημείο και μετά ρητά και δικαιώματα που συνδέονται με τη βιοηθική, με τη βιολογία, την ιατρική, τη βιοτεχνολογία για να γίνω ακριβέστερος. Προκύπτει   έτσι σε μία συρροή κειμένων, εθνικών, συνταγματικών, διεθνών, με τη μορφή διεθνών συμβάσεων, με κορυφαίο παράδειγμα τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της βιοϊατρικής, που είναι η γνωστή Σύμβαση του Οβιέδο (κυρώθηκε με τον ν. 2619/1998, ΦΕΚ Α ´ 132 ) που ρυθμίζουν θέματα τα οποία τα οποία εμφανίζονται  διαρκώς, με πάμπολλες ευκαιρίες. Από την άλλη μεριά βλέπουμε τις θρησκείες, τα χριστιανικά δόγματα, τις ορθόδοξες εκκλησίες, στην προκειμένη περίπτωση ας περιοριστούμε  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την  Εκκλησία της Ελλάδος, με διαφορετικό ύφος η κάθε μία, να ασχολούνται με τα θέματα αυτά με τα οποία ασχολείται η έννομη τάξη όλων των επιπέδων.

 Το  2001 στην αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος, της οποίας είχα την τιμή να είμαι ο γενικός εισηγητής και ο διαμορφωτής των κειμένων, εισάγονται πια ευθέως οι έννοιες αυτές στο Σύνταγμά μας. Στο άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος υπάρχει η πρόβλεψη ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Ο  νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων.»[13] . Σε διεθνές επίπεδο αναφέρθηκα ήδη στη Σύμβαση του Οβιέδο και στα πρωτόκολλά της, με τελευταίο αυτό που απαγορεύει ρητά την κλωνοποίηση και το οποίο έχει κυρωθεί διοικητικά από την Ελλάδα (Υ.Α. Αριθ.Φ.0546/1/ΑΣ 723/Μ.4898 , ΦΕΚ Α' 244). Στην δε Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε σημαντικές οδηγίες  (όπως οι 2004/23/ΕΚ και 2006/86/ΕΚ) για την ποιότητα και ασφάλεια στη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων, έχουμε κανονισμό (596/2009) που διέπει τα ζητήματα αυτά, κυρίως έχουμε μία αναλυτική διάταξη στο άρθρο 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων[14]. Αντίστοιχη αλλά πολύ πιο αναλυτική πρέπει να πω από το άρθρο 5 παρ. 5 του ελληνικού Συντάγματος. Προβλέπεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη σωματική και διανοητική του ακεραιότητα. Στο πεδίο της ιατρικής και της βιολογίας πρέπει να τηρούνται ιδίως τα εξής: Πρώτον, η ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση του ενδιαφερομένου, σύμφωνα με τις λεπτομερέστερες διατάξεις που ορίζονται από τον νόμο. Άρα υιοθετεί την αντίληψη της Σύμβασης του Οβιέδο του Συμβουλίου της Ευρώπης όπως συνήθως συμβαίνει. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αξιακά επηρεάζει την ενωσιακή νομοθεσία. Δεύτερον, η απαγόρευση των ευγονικών πρακτικών, ιδίως όσων αποσκοπούν στην επιλογή των προσώπων. Τρίτον, η απαγόρευση της μετατροπής του ανθρωπίνου σώματος και αυτών των ίδιων των μερών του σε πηγή κέρδους. Τέταρτον, η απαγόρευση της αναπαραγωγικής κλωνοποίησης των ανθρωπίνων όντων που προβλέπεται ούτως ή άλλως και στο πρωτόκολλο που ανέφερα  της Σύμβασης του Οβιέδο. Άρα βλέπουμε τη συσχέτιση και τη συνάφεια των εθνικών συνταγματικών ρυθμίσεων,  του Διεθνούς Δικαίου, με πρωτοπόρο στον δικό μας γεωγραφικό χώρο το Συμβούλιο της Ευρώπης και  του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Όποιος έχει απορίες για τα μεγάλα θέματα που αφορούν την αξία του ανθρώπου, την προστασία της ζωής, αλλά και ειδικότερα θέματα που έχουν σχέση με τη νομική αλλαγή φύλου,  την άμβλωση, την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την τεχνητή γονιμοποίηση και όλα τα συναφή ζητήματα, την κρυοσυντήρηση γαμετών, την τύχη των πλεοναζόντων γονιμοποιημένων ωαρίων, την παρένθετη μητρότητα, τις μεταμοσχεύσεις, την έννοια του εγκεφαλικού θανάτου, την ευθανασία, τις γενετικές θεραπείες, τις έρευνες για το ανθρώπινο γονιδίωμα, τις θεραπευτικές παρεμβάσεις αρχίζοντας από τη μετάγγιση αίματος σε ανηλίκους χωρίς συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα, όπως συμβαίνει με τους μάρτυρες του Ιεχωβά, πρέπει βεβαίως να ξεκινήσει από την  κοινή  νομοθεσία που έχει λεπτομερέστερες ρυθμίσεις πριν αναχθεί στο Σύνταγμα. Η αναγωγή στο Σύνταγμα καλύπτει κενά της κοινής νομοθεσίας ή είναι απολύτως αναγκαία όταν τίθενται ζητήματα αμφισβήτησης της συνταγματικότητας της κοινής νομοθεσίας  ή της συμβατότητας της  με το Διεθνές Δίκαιο και το Ενωσιακό Δίκαιο, οπότε  και πρέπει να αναχθούμε σε υπέρτερο κανόνα Δικαίου μέσα από το μηχανισμό του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας ή  της συμβατότητας με το Διεθνές και το Ενωσιακό Δίκαιο.

Στον Αστικό μας Κώδικα στα άρθρα 1456 και επόμενα, δίνονται  σαφείς απαντήσεις για την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, τη μεταφορά των γαμετών και των γονιμοποιημένων ωαρίων και την τύχη τους, την τεχνητή γονιμοποίηση μετά τον θάνατο του συζύγου, την παρένθετη κυοφορία, το επίπεδο πληροφόρησης που  πρέπει να έχουν το τέκνο και οι γονείς γύρω από τα θέματα αυτά. Στον Ποινικό Κώδικα, στο άρθρο 304 θα βρούμε την απάντηση για το τι γίνεται με τη διακοπή της κύησης, με το κλασικό θέμα της άμβλωσης που ταλανίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και δικαστικά και πολιτικά και κοινωνικά. Θα βρούμε την απάντηση για τη σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού, για την ανθρωποκτονία κατά απαίτηση και τη συμμετοχή σε αυτοκτονία, για την παιδοκτονία. Ενώ σε ειδικούς νόμους, όπως ο νόμος 4491/2007, βρίσκουμε την απάντηση για τα χαρακτηριστικά φύλου,  τη δικαστική αναγνώριση ταυτότητας φύλου και  τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου, ζητήματα τα οποία έχουν λυθεί με τη μορφή συγκεκριμένων ρητών απαντήσεων που αποτελούν ισχύον Δίκαιο.

Από την άλλη μεριά ο προβληματισμός ο θεολογικός, ο εκκλησιαστικός, γύρω από τα θέματα αυτά και υπό τις δύο εκδοχές που εξετάζουμε τώρα για τις ανάγκες της συζήτησής μας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Ελλάδος,  εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει τέτοιου είδους κανονιστική πληρότητα και ευθύτητα, δεν μπορεί να δίνει τέτοιες ρητές απαντήσεις, γιατί η προσέγγιση είναι θεολογική, είναι μία προσέγγιση εντός του εκκλησιαστικού σώματος,  μία προσέγγιση ποιμαντική, άρα αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις σχέσεις του πιστού με τον πνευματικό του. Πρόκειται για  απαντήσεις  εξατομικευμένες,  απαντήσεις που δίδονται σπανίως  κατά ακρίβεια και συνήθως  κατ’ οικονομία. Πρόκειται για   απαντήσεις οι οποίες  πολλές φορές –θα μου επιτρέψετε να πω  με πολύ μεγάλο σεβασμό– υποδηλώνουν αμηχανία, μία προτίμηση του εκκλησιαστικού λόγου στο να μην υπήρχε το πρόβλημα, να μην είχε τεθεί το ζήτημα  αυτό.  Αλλά τα προβλήματα αυτά υπάρχουν. Υπάρχει πάντα το πρόβλημα της άμβλωσης, αιώνιο πρόβλημα, υπάρχει πάντα το πρόβλημα της αυτοκτονίας, τα αρχαϊκά προβλήματα στα οποία αναφέρθηκα, αλλά και όλα τα άλλα τα οποία έχουν τεθεί και τα οποία περιλαμβάνονται   στον αναρτημένο στο διαδίκτυο κατάλογο των θεμάτων που έχουν απασχολήσει την Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, της οποίας προεδρεύει ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος:  Ηθική της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ηθική της ευθανασίας, νομικές ρυθμίσεις για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, χαρτογράφηση του ανθρωπίνου γονιδιώματος, ηθική των μεταμοσχεύσεων[15].

Θα έλεγα ότι είναι ζητήματα στα οποία διατυπώνεται  μία τοποθέτηση γενική, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί  με την κανονιστική σαφήνεια και την πρακτικότητα των απαντήσεων που δίνει η έννομη τάξη, γιατί η έννομη τάξη μπορεί να υφίσταται τις επιρροές που φέρει  μέσα του ο νομοθέτης και προέρχονται από την ιστορία, την  παράδοση, τις αξιακές και ιδεολογικές αντιφάσεις και τις αβεβαιότητες των πεποιθήσεων, αλλά καταλήγει σε έναν κανόνα Δικαίου.

Στη θεολογική, ακριβέστερα στην εκκλησιαστική προσέγγιση κυριαρχεί, αν ερμηνεύω σωστά τα κείμενα, μία αρνητική αντίληψη για τη νομική αλλαγή φύλου, μία σαφώς αρνητική τοποθέτηση στα ζητήματα του συμφώνου συμβίωσης και του γάμου των ομοφύλων, η διαρκής καταδίκη της άμβλωσης, μία θετική αλλά με επιφυλάξεις αντίληψη για την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, το ίδιο και για όλα τα συναφή ζητήματα, για την κρυοσυντήρηση γαμετών ή γονιμοποιημένων ωαρίων, για την τύχη των πλεοναζόντων γονιμοποιημένων ωαρίων ( την  είδαμε και σε σχέση με τα νέας τεχνολογίας εμβόλια), για την παρένθετη μητρότητα. Θετική στάση για τις μεταμοσχεύσεις, τη δωρεά οργάνων, τη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου. Αρνητική  φυσικά για την ευθανασία, διλημματική για τις γενετικές θεραπείες, ακόμα και για την έρευνα στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Θετική για τη μετάγγιση αίματος και για τις θεραπευτικές παρεμβάσεις σε ανηλίκους χωρίς συναίνεση του ασκούντος τη γονική μέριμνα (αυτό πρακτικά  αφορά  του μάρτυρες του Ιεχωβά). Θετική, αλλά με ισχυρές αντιστάσεις την περίοδο της πανδημίας, για τον εμβολιασμό, ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε ότι ακόμα και για απλά θέματα, όπως η χρήση της μάσκας, υπήρξε προβληματισμός ο οποίος ξεπερνούσε τα όρια  του κρατικού προβληματισμού, ο οποίος έπρεπε να καταλήξει σε μία ρύθμιση.

Πριν από λίγους μήνες, στις 20 Οκτωβρίου 2023, συγκλήθηκε το 1ο Συνέδριο Βιοηθικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου με γενικό θέμα «Βιοηθική μεταξύ δικαιώματος και ευθύνης» με προεξάρχοντα τον σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κ. Μακάριο, διδάκτορα  βιοηθικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, αγαπητό και εκλεκτό φίλο και συνομιλητή. Τα συμπεράσματα τα οποία εξήχθησαν[16] ξεκινούν από τη θεολογική αντίληψη για τον «σεβασμό στην ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου πριν από τη γέννηση, κατά τη διάρκεια του βίου του και μετά το θάνατο». Στη συνέχεια αναδεικνύεται το ζήτημα των δικαιωμάτων. Σύμφωνα  με τα συμπεράσματα, στον χώρο της βιοηθικής γίνεται συχνά λόγος για δικαιώματα-  και στον χώρο του Συντάγματος και του Ενωσιακού και του Διεθνούς Δικαίου γίνεται διαρκώς λόγος για δικαιώματα παντού και πάντα- «αλλά σπανίως για ευθύνες». Εδώ μας θυμίζει το κείμενο ότι υπογραμμίζεται και μάλιστα έντονα από την πατερική και νηπτική θεολογία, η παραίτηση του ανθρώπου από τα δικαιώματά του, αφού αυτός πρέπει να εμπνέεται από το παράδειγμα του Χριστού που «αυτομειώθηκε, αυτοελαττώθηκε, αυτοταπεινώθηκε και σταυρώθηκε εκουσίως αναμάρτητος ον,  εκκένωσε εαυτόν για να σώσει τον κόσμο».

Άρα το πρόβλημα εντοπίζεται σε αυτήν καθ´εαυτήν την  έννοια του δικαιώματος. Η έννοια του δικαιώματος - μας λέει το κείμενο των συμπερασμάτων - στην ορθόδοξη θεολογία αποτελεί «αυθεντική έκφραση ήθους ευθύνης και άρα το ήθος της ευθύνης παραπέμπει στο φρόνιμα της θυσίας». Στη συνέχεια διατυπώνεται σαφής θέση υπέρ του εμβολιασμού, τονίζεται η αλληλεξάρτηση σωματικής και ψυχικής υγείας, άρα δεν είναι δυνατόν «να παραθεωρούνται οι φιλάνθρωπες αξίες της παράδοσής μας, η διακονική προσφορά και η μακρά πείρα της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση των εν ανάγκαις» και η ορθόδοξη θεολογία -τονίζεται-  δεν επιζητεί να επινοήσει επιχειρήματα τα οποία θα επικυρώνουν τις αποφάσεις της. Κατά  την Εκκλησία το μεγάλο ζητούμενο για τον κάθε άνθρωπο, συνεπώς και για τον επιστήμονα είναι η κοινωνία με τον Θεό. Στον πυρήνα της ορθόδοξης πνευματικότητας - κατά το κείμενο των συμπερασμάτων - βρίσκεται η «εκκοπή του ιδίου θελήματος», δηλαδή η παραίτηση από το ατομικό δικαίωμα χάριν της αγάπης, «αυτό είναι το νόημα της αληθεστάτης ελευθερίας, γιατί έχουμε τη δωρεά του κατ’ εικόνα, αλλά πρέπει να αποκτήσουμε την προοπτική του καθ’ ομοίωση. Άρα πρέπει να οδηγηθούμε στην αιώνια καταξίωση του προσώπου, δηλαδή στη θέωση, συνεπώς  σημασία έχουν τα δικαιώματα του Θεού, δηλαδή το «Γενηθήτω το θέλημά σου» της Κυριακής προσευχής».

Αυτή η αντίληψη περί δικαιωμάτων είναι  προφανώς  διαφορετική από την αντίληψη που εμείς «κηρύττουμε» στο Συνταγματικό Δίκαιο, στο Διεθνές Δίκαιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο Ενωσιακό Δίκαιο. Εμείς οι δάσκαλοι του Συνταγματικού Δικαίου «κηρύττουμε» το δικαίωμα, τον φιλελευθερισμό, το κράτος δικαίου, προτάσσουμε το άτομο, την προσωπικότητά του, την αξία του. Υπό  την έννοια αυτή ο συνταγματισμός είναι προϊόν ενός ιστορικού ανθρωπισμού[17].

Συνεπώς  πρέπει αυτά τα θέματα να τα θέσουμε επί τάπητος και να τα συζητήσουμε γιατί επηρεάζουν την αντίληψή μας για τη βιοηθική, αλλά και για τη δημοκρατία,  το κράτος δικαίου,  την Ιστορία, τον χρόνο. Κινούμαστε  στα δύο επίπεδα -της έννομης τάξης και της θεολογίας-  με  διαφορετικές αντιλήψεις του χρόνου. Εμείς ως νομικοί  πρέπει να διαχειριστούμε τον τρέχοντα χρόνο, έστω τον μακρύ ιστορικό χρόνο. Η άλλη προσέγγιση, η θεολογική, είναι  εσχατολογική, προσβλέπει  εις τον αιώνα.  Αλλά  νομικά  πρέπει να δώσουμε λύσεις πρακτικές, ο νόμος δεν επικοινωνεί με τα έσχατα, αλλά πρέπει να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και τις κοινωνίες του καιρού του. Ως εκ τούτου πρέπει να δούμε πώς αυτό που φαίνεται αντιφατικό, αντιθετικό, ενδεχομένως ασυμβίβαστο, μπορεί να καταστεί πεδίο γόνιμου διαλόγου με αμοιβαίο σεβασμό και αλληλοπεριχώρηση, όπως θα λέγαμε χρησιμοποιώντας έναν θεολογικό όρο. Σταματώ εδώ και σας ευχαριστώ  για την προσοχή σας.-

 

Δ. Λινός: Κύριε καθηγητά, δεν έχουμε λόγια να σας ευχαριστήσουμε για αυτή την τόσο ευχάριστη ανάλυση ενός τόσο δύσκολου θέματος και θα μου επιτρέψετε να πάω γρήγορα στις ερωτήσεις. Πολλές από αυτές, όπως θα δείτε, έχουν σχέση κυρίως με την πολιτική σας θέση. Ξεκινώ με την πρώτη ερώτηση, αναφερθήκατε στη σχέση κράτους και Εκκλησίας, εάν είστε ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πώς θα προτείνατε στην αναθεώρηση του Συντάγματος τον χωρισμό κράτους και Εκκλησίας;

Ευ. Βενιζέλος: Δεν αφορά τη βιοηθική, αλλά να δώσω μία σύντομη απάντηση ,διευκρινίζοντας ότι την αναθεωρητική πρωτοβουλία την έχει μόνο η Βουλή, συνεπώς περιττεύει να σχολιάσω την αναφορά σας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Υπάρχουν πολλά συστήματα σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, δεν θα αναφέρω κοινοτοπίες, θα πω μόνον κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό διά γυμνού οφθαλμού στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα το Σύνταγμά μας ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, οι σχέσεις είναι συνταγματικά ρυθμισμένες. Υπάρχουν όμως δύο συστήματα σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, ένα που αφορά τη σχέση ελληνικού κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου, του οποίου θέλουμε να διασφαλίσουμε τη διεθνή οντότητα, γιατί είναι εμπερίστατο και είναι εκκλησιολογικά η αφετηρία και η πρώτη αναφορά, και ένα σύστημα σχέσεων του κράτους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Επί τη βάσει αυτού του διαχωρισμού και οι κανονικές και εκκλησιολογικές σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι συνταγματικά ρυθμισμένες. Εάν θέλαμε να είμαστε απλουστευτικοί, θα μπορούσαμε να καταργήσουμε αυτές τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος οι οποίες έχουν μία ιστορική εξήγηση και να πούμε  ότι το συνταγματικό θεμέλιο των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας είναι η θρησκευτική ελευθερία. Το ισχυρότερο, το πρώτο, το πιο μαζικό υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η ορθόδοξη Εκκλησία, το πιο πολυπρόσωπο, το ιστορικά νομιμοποιημένο. Αλλά βεβαίως αυτό θα άφηνε εκτός ρύθμισης τη σχέση με το Πατριαρχείο ως οντότητα, ως νομικό πρόσωπο του Δημοσίου  Διεθνούς Δικαίου και θα άφηνε ελεύθερο στο πεδίο του Κανονικού Δικαίου και των διεκκλησιαστικών σχέσεων, των διορθοδόξων σχέσεων, τη σχέση μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για αυτό η δική μου πρόταση είναι να μη θίξουμε το  άρθρο 3, αλλά να προσθέσουμε μία ερμηνευτική δήλωση σύμφωνα με την οποία το άρθρο 3 δεν μπορεί να θεμελιώσει κανέναν περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, του άρθρου 13 δηλαδή. Η Εκκλησία της Ελλάδος όταν διαφωνεί με την πολιτεία, όταν θέλει να εκφράσει τις κοινωνικές αντιλήψεις της, όταν θέλει να γίνει παρεμβατική, δεν επικαλείται το άρθρο 3, την επικρατούσα θρησκεία, επικαλείται τη θρησκευτική της ελευθερία ή τα άλλα συνταγματικά  δικαιώματά της, όπως την προστασία της περιουσίας για παράδειγμα, των μονών και των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων στο όνομα των οποίων προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη δεκαετία του 1980[18]

Δ. Λινός: Νομίζω ότι και τη δεύτερη ερώτηση μόλις την απαντήσατε, εκτός εάν θέλετε να προσθέσετε. Πώς θα αναδιατυπώνατε το άρθρο 3 του Συντάγματος στην επόμενη αναθεώρησή του σύμφωνα με την ευχαριστηριακή εκκλησιολογία του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα;

Ευ. Βενιζέλος: Νομίζω ότι έδωσα την απάντηση. Πιστεύω ότι πρέπει να ενταχθεί μία ερμηνευτική δήλωση, το προτείνω εδώ και πολλά χρόνια αυτό, η οποία να προβλέπει ότι το άρθρο 3 δεν μπορεί να θεμελιώσει περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας και έτσι τα έχουμε καλύψει όλα. Δεν αναφέρομαι εδώ στο άρθρο 18 για τα περιουσιακά δικαιώματα των πρεσβυγενών Πατριαρχείων και ορισμένων σταυροπηγιακών και πατριαρχικών μονών, δεν αναφέρομαι στο άρθρο 105 Σ. για το Άγιον Όρος, προσπαθώ να μιλήσω όσο γίνεται πιο υπαινικτικά. Πιστεύω λοιπόν ότι υπάρχουν λύσεις και αυτή η πρότασή μου έχει ευρύτερη αποδοχή.

Δ. Λινός: Η επόμενη ερώτηση έχει ως εξής, αναφερθήκατε στη βιοηθική ως μία συνεχή συζήτηση. Θα θέλατε να σχολιάσετε εάν έγινε αυτή η συζήτηση στην πρόταση του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος στο πρόσφατο νομοσχέδιο για τον πολιτικό γάμο των ομοφύλων; Ήταν αμηχανία των συγγραφέων όπως αναφέρεται;

Ευ. Βενιζέλος: Η συζήτηση για τον γάμο των ομοφύλων διεξήχθη νομίζω. Διεξήχθη αρκετά διεξοδικά και έντονα και η Ελλάδα έκανε μία επιλογή η οποία θα είναι σε λίγα χρόνια η κρατούσα απολύτως στον χώρο του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρότι μέχρι τώρα δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία πανευρωπαϊκή συναίνεση πλήρης, σύμφωνα με  το κριτήριο που χρησιμοποιεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπάρχουν περιθώρια διακριτικής ευχέρειας, υπάρχει margin of appreciation, όπως λέει το ΕΔΔΑ, στα κράτη μέλη. Έκανε η Ελλάδα την πιο προωθημένη επιλογή, αλλά στην προωθημένη αυτή επιλογή θα καταλήξουν όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης ή πάντως τα συντριπτικά περισσότερα, δεν έχω την ίδια αξίωση για την Τουρκία, για το Αζερμπαϊτζάν. Άρα νομίζω ότι ο λόγος ο εκκλησιαστικός ακούστηκε, δεν έγινε αποδεκτός από τη Βουλή. Επελέγη  μία άλλη λύση, αλλά δεν νομίζω ότι η Εκκλησία της Ελλάδος πρέπει να διεκδικεί την αποδοχή του δόγματός της και των ηθικών και βιοηθικών αντιλήψεών της από τους πιστούς της μέσω κρατικού καταναγκασμού. Συνιστά αδυναμία της Εκκλησίας να αφήνει να φανεί ότι δεν μπορεί η ίδια να πείσει τους πιστούς της θεολογικά ή ποιμαντικά ή αξιακά και ότι θέλει αυτό να είναι ρυθμισμένο και επιβεβλημένο κρατικά. Το κράτος παρέχει μία δυνατότητα γάμου ομοφύλων, ρυθμίζει ένα δικαίωμα, δεν υποχρεώνει κανέναν να κάνει την επιλογή αυτή. Το τι επιλογή κάνει ο καθένας είναι ζήτημα προσωπικής ηθικής του, είναι ζήτημα ενδεχομένως συμμετοχής του σε μία ευχαριστιακή κοινότητα, σε μία θρησκεία. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν το ένα και κάποιοι να πιστεύουν το άλλο. Εμείς λέμε, η Ορθοδοξία είναι η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς με βαθμούς ενεργού συμμετοχής, γιατί υπάρχει και μία Ορθοδοξία η οποία, καλώς ή κακώς, αυτή είναι η πραγματικότητα, είναι opt-in opt-out, κάποιοι μετέχουν κάπου, δεν μετέχουν κάπου αλλού, αποδέχονται κάποιες αντιλήψεις, δεν αποδέχονται κάποιες άλλες. Αλλά γιατί η Εκκλησία  να μη νιώθει την αυτοπεποίθηση και την αυτάρκεια της δικής της θρησκευτικής ελευθερίας και του δικού της θεόπνευστου κύρους και να θέλει το κύρος του κράτους και των καταναγκαστικών μηχανισμών του μονοπωλίου της νόμιμης βίας που διαθέτει το κράτος; Ο καθένας ας κινείται στο πεδίο του, στη σφαίρα του και η Εκκλησία ας πείσει τους πιστούς της.

Από εκεί και πέρα, εάν η Εκκλησία χειριστεί ορισμένα μεγάλα ποιμαντικά διλήμματα, για παράδειγμα το βάπτισμα όσο είναι νήπια  παιδιών που θα υιοθετηθούν από ομόφυλα ζευγάρια ή που θα έρθουν γεννημένα με παρένθετη κυοφορία από άλλη χώρα στην οποία αυτό επιτρέπεται, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά τις ποιμαντικές της επιλογές και είναι δικό της θέμα για το πώς θα αντιδράσει η κοινωνία ή πώς θα αντιδράσει η κοινωνία των πιστών, η Εκκλησία δηλαδή, το Σώμα των πιστών ως Σώμα Χριστού. Θα μπορούσε να γίνει η μία ή η άλλη επιλογή. Είδα ότι τέθηκε το θέμα του νηπιοβαπτισμού, αλλά αποσύρθηκε  στη συνέχεια από τη δημόσια συζήτηση. Αυτές είναι λύσεις οι οποίες νομίζω ότι θα δοθούν κατ’ οικονομία,  πάντα έχει  το μεγαλείο της αγάπης, της γενναιοδωρίας και της ποιμαντικής μέριμνας να το κάνει αυτό  η Εκκλησία. Έχει αυτή την καταπληκτική ευχέρεια που δεν την έχει το κράτος και η κρατική δικαιοσύνη, γιατί στην κρατική δικαιοσύνη τα περιθώρια της επιείκειας και μάλιστα της εξατομικευμένης επιείκειας είναι πολύ περιορισμένα, είναι σχεδόν μηδενικά, αντίθετα στην ποιμαντική της η Εκκλησία έχει αυτό το τεράστιο μεγαλείο.

Δ. Λινός: Μία σχετική ερώτηση έχει ως εξής, οι αρνητικές στάσεις της Εκκλησίας σε πολλά θέματα βιοηθικής δεν εκφράζουν απαραίτητα όλο το Σώμα της Εκκλησίας, αλλά κυρίως των αξιωματούχων της. Πρέπει η πολιτεία να λαμβάνει υπόψη μόνο τη γνώμη των αξιωματούχων;

Ευ. Βενιζέλος: Όχι, νομίζω ότι η πολιτεία ακούει φυσικά τη διοικούσα Εκκλησία, ακούει τον Αρχιεπίσκοπο και τη Σύνοδο, ακούει αυτούς που εκφράζουν την Εκκλησία επισήμως, αλλά ακούει εντέλει  τους πολίτες της, οι οποίοι ψηφίζουν και οι οποίοι αποφασίζουν και οι οποίοι αναδεικνύουν τα όργανα της δημοκρατικής και φιλελεύθερης πολιτείας, οι οποίοι είναι κατά τεκμήριο και κατά πλειοψηφία ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά ο καθένας από αυτούς κάνει τις επιλογές του ως πολίτης. Πριν λίγες ημέρες παρουσιάστηκε μία έρευνα αξιών που οργάνωσε η διαΝΕΟσις και πραγματοποίησε η Metron Analysis στο Forum των Δελφών και μετείχα στην παρουσίαση και είδα ότι στο ερώτημα, «εάν έχετε μία στιγμή προσωπικής ή οικογενειακής ανάγκης, καταφεύγετε στο Θεό, προσεύχεστε;» Ένα συγκλονιστικά μεγάλο ποσοστό 82% απαντά θετικά. Βέβαια η ερώτηση δεν είναι η τεχνικά αυστηρή ερώτηση εάν πιστεύετε στην Ανάσταση, που στις αμερικανικές έρευνες δείχνει ποιοι αποδέχονται τη βασική  επαγγελία, αλλά είναι σημαντική η αναγωγή στο Θεό, η μεταφυσική αγωνία, η προσωπική και η αδιαμεσολάβητη σχέση με το Θεό. Αυτοί οι άνθρωποι, που μετέχουν στο  82%, βεβαίως έχουν τις δικές τους ηθικές επιλογές. Εκεί μέσα υπάρχουν πολλές γυναίκες που έχουν κάνει άμβλωση, εκεί υπάρχουν άνθρωποι που έχουν παρανομήσει και που έχουν παραβιάσει και τις ηθικές επιταγές, εκεί μέσα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν μία πολύ χαλαρή σχέση με αυτό που λέγεται εκκλησιαστική πρακτική και δεν είναι φιλακόλουθοι, πηγαίνουν σπανίως. Υπάρχουν υποκριτές και λιγότερο υποκριτές, υπάρχουν αυθεντικοί και τελείως κίβδηλοι, αλλά πάντως είναι ένα Σώμα και αυτό, ένα δημοσκοπικό Σώμα. Δεν λέω ότι είναι το εκκλησιαστικό Σώμα, ότι είναι το Corpus Mysticum αυτό, όχι, αλλά είναι ένα δημοσκοπικό εύρημα.

Δ. Λινός: Που μπορεί, κύριε καθηγητά, τελικά να είναι αυτοί οι πραγματικοί φίλοι του Χριστού, αλλά αυτό είναι άλλο να το συζητήσουμε.

Ευ. Βενιζέλος: Αυτό θα το πουν αυτοί που έχουν τη μέγιστη εξουσία να ευλογούν και να αγιάζουν και να λύνουν τους δεσμούς και, ως εκ τούτου, έχουν την ευκαιρία να συγχωρούν την ύστατη στιγμή, δηλαδή τη στιγμή της εξόδιας ακολουθίας.

Δ. Λινός: Μία τελευταία ερώτηση, η συνταγματική και χριστιανική αντίληψη συγκρούονται στο Σύνταγμα της Ελλάδος; Παραδείγματος χάρη, ποια είναι η γνώμη σας για τη συνεχιζόμενη θρησκευτική ορκωμοσία των βουλευτών, όταν ο ίδιος ο Χριστός έχει πει «μη ομόσαι όλως», ή στην Παλαιά Διαθήκη, «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»;

Ευ. Βενιζέλος: Υπάρχουν συνταγματικοί τύποι οι οποίοι είναι έντονα επηρεασμένοι από μία χριστιανική αντίληψη. Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας, των μελών της κυβέρνησης και των βουλευτών είναι ένα τέτοιο δείγμα, αλλά τώρα πια έχουν λυθεί τα θέματα αυτά, δηλαδή αντί για το λεγόμενο θρησκευτικό όρκο έχουμε πολιτική διαβεβαίωση. Δεν έχει συμβεί αυτό ακόμα στο επίπεδο του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά στο επίπεδο των υπουργών και των βουλευτών συμβαίνει συχνά-πυκνά και το βλέπουμε. Από την άλλη μεριά, τελούνται σύντομες ακολουθίες πριν την ορκωμοσία των βουλευτών, του πρωθυπουργού και των υπουργών. Η Εκκλησία μπορεί να πει η ίδια ότι απέχει από τις διαδικασίες αυτές, από τις ακολουθίες αυτές, η ίδια θα κρίνει εάν θα βάλει «ευλογητός» ή δεν θα βάλει, όπως έκρινε ότι πρέπει να γιορτάσει την Κυριακή της Ορθοδοξίας χωρίς την παρουσία της πολιτείας στη Μονή Πετράκη, αλλά έκανε τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών την επόμενη ημέρα.

Δ. Λινός: No comments. Κύριε καθηγητά, σας ευχαριστούμε πάρα-πάρα πολύ για αυτή τη θαυμάσια επικοινωνία που είχαμε.

Ευ. Βενιζέλος: Εγώ ευχαριστώ. Σας συγχαίρω για την πρωτοβουλία αυτή και εύχομαι καλή συνέχεια,  να είστε καλά.

Δ. Λινός: Σας ευχαριστούμε πολύ, καλό απόγευμα σε όλους.

***

 

* Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.

** Εισήγηση που αναπτύχθηκε και διάλογος διεξήχθη στις 18.4.2024 στη διαδικτυακή σειρά των μαθημάτων με γενικό θέμα «Υγεία και Θρησκεία» που οργανώνει και συντονίζει ο καθηγητής Χειρουργικής  Δημ. Λινός, εθελοντής ιερέας ( https://healthandreligion.gr)

 

Υποσημειώσεις:

 

[1] Ενδεικτικά, Saul Newman, Political Theology. A Critical Introduction (Polity 2019).

[2] Ενδεικτικά, N. Aroney and I. Leigh (Ed’s), Christianity and Constitutionalism (OUP 2022)

[3] Eνδεικτικά για το επίπεδο της διεθνούς συζήτησης, Effy Vayena, ‘Machina non deus: being in charge of AI’ (2024) 403:10427, The Lancet, 606

[4] Ο ορισμός που παραθέτει η Ελληνική Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής είναι προσιτός στο <https://bioethics.gr/news-142/ti-einai-h-bioh8ikh-3041>

[5] Ενδεικτικά παραπέμπω στον ορισμό που παραθέτει στον διαδικτυακό τόπο του το Berman Institute of Bioethics του Johns Hopkins University <https://bioethics.jhu.edu/about/what-is-bioethics/>).

[6] Ενδεικτικά στα ελληνικά, Θ. Τροκάνας, Ανθρώπινη αναπαραγωγή (εκδόσεις Σάκκουλα 2011), 52 με περισσότερες αναφορές

[7] ο.π, σελ. 56

[8] Τ. Βιδάλης, Βιοδίκαιο (πρώτος τόμος 2007, δεύτερος τόμος 2017)

[9] Βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία τη θεμελιώδη μελέτη του Β. Σκουρή, Σύνταγμα και Ηθική. Οι κανόνες της ηθικής στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο (εκδόσεις Σάκκουλα 2024)

[10] <https://www.coe.int/en/web/bioethics/european-court-of-human-rights>

[11] Stéphanie Hennette Vauchez,  'EU Law and Bioethics', in Marise Cremona (ed.), New Technologies and EU Law (Oxford, 2017; online edn, Oxford Academic) 20 July 2017

[12] Sandrine Baume, ‘Emancipation from the Legal Order: Carl Schmitt and Hans Kelsen on the Use and Misuse of the Miracle Analogy’, (2022) 46:1 The Political Science Reviewer

[13] Ενδεικτικά, Βασιλική Χρήστου, ‘Άρθρο 5 παρ. 5’ σε: Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ´άρθρο (ΣύνταγμαWatch 2023) < https://www.syntagmawatch.gr/to-syntagma-mou/syntagma-kata-arthro-ermineia/>

[14] Ενδεικτικά, Β. Σκουρής (-Α. Καϊδατζής), Συνθήκη της Λισσαβώνας (εκδόσεις Σάκκουλα 2020) 2094

[15] <https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/bioethics/bioethics.htm>

[16] <https://fosfanariou.gr/index.php/2023/10/24/porismata-protou-synedriou-bioithikis-ecum-patr/>

[17]  Είναι εξαιρετικά σημαντικές οι αναφορές που περιλαμβάνονται στην  Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού  Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τήν έναρξη  των εργασιών του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου των  Αρχόντων  του  Οικουμενικού  Πατριαρχείου με  θέμα «Προστασία της  θρησκευτικής  ελευθερίας , της  δημοκρατίας και των  δικαιωμάτων του  ανθρώπου » (Αθήνα ,  26 – 28 Μαΐου 2024) . Παραθέτω μια χαρακτηριστική αναφορά: «Ὀφείλομεν νά κατανοήσωμεν ὁριστικῶς, ὅτι ἐάν ἀπορρίπτωμεν συλλήβδην τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαρνούμεθα ἕν σημαντικόν τμῆμα τῆς ἰδικῆς μας ἀνθρωπιστικῆς παραδόσεως. Προφανέστατα, ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύει τήν Ἀλήθειάν της ὅταν στηρίζῃ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ὅταν συμπλέῃ μέ ἐθνικιστικά ἰδεολογήματα.» . Καθώς και το απερίφραστο συμπέρασμα : « Πέραν πάσης ἀμφιβολίας, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν μίαν πολύ σημαντικήν πολιτικήν κατάκτησιν, ἡ ὁποία ὡδήγησεν εἰς ἕνα ἀνθρωπινότερον κόσμον. Οὐδεμία συζήτησις περί τῶν κανονιστικῶν θεμελίων τῆς παγκοσμίου κοινωνίας δύναται νά ἀγνοήσῃ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σήμερον λάβαρον τῆς ἀνοικτῆς κοινωνίας καί σύμβολον τῶν ἀγώνων καί τῶν ἐλπίδων δι᾿ ἕνα δικαιότερον κόσμον. Εἶναι βέβαιον, ὅτι θά παραμείνουν καί εἰς τό μέλλον ἕν ἐκ τῶν μεγάλων θεμάτων διά τήν ἀνθρωπότητα, μία διαχρονική ἔκφρασις τοῦ ἀνθρωπισμοῦ… ἡ συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χῶρος ἀναδείξεως τῆς ὀρθῆς σχέσεώς της μέ τήν πολιτικήν. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτικήν ἐν τῇ στενῇ σημασίᾳ τοῦ ὅρου, ἡ μαρτυρία της εἶναι οὐσιαστικῶς καί διαχρονικῶς πολιτική. Ἀγωνίζεται κατά τῆς φαλκιδεύσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἰς τάς ποικίλας ὄψεις της, στιγματίζει τόν ρατσισμόν, τάς διακρίσεις, τάς συγχρόνους μορφάς δουλείας, ἀνθίσταται εἰς τάς δυνάμεις καί τάς τάσεις πού ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν καί τήν εἰρήνην, προάγει τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης καί τοῦ διαλόγου, τῆς συγκλίσεως καί τῆς συνεργασίας. Ἡ ἔνστασις ὅτι αὐτή ἡ παρέμβασις ἐμπλέκει τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν ἀμφισημίαν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ὅτι ἡ χριστιανική μαρτυρία μετατρέπεται εἰς πολιτικήν πρᾶξιν, στερεῖται θεολογικῆς βάσεως καί εἶναι ἔνδειξις ἐξασθενήσεως τοῦ αἰσθητηρίου διά τήν σημασίαν τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων.»

[18] Αναλυτικότερη παρουσίαση στο βιβλίο μου, Oι σχέσεις κράτους και εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες (Επίκεντρο 2000) και στις μελέτες μου που περιλαμβάνονται στο ακόλουθο ψηφιακό κατάλογο: <https://www.evenizelos.gr/books-studies/studies/sxeseis-kratous-kai-ekklisias.html>

 

18.4.2024 Ευ. Βενιζέλος, Χριστιανική και συνταγματική αντίληψη ως προς τη Βιοηθική from Evangelos Venizelos on Vimeo.

10-11.6.2025: Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975

Περισσότερα …

16-18.3.2025 Η Ελλάδα Μετά VIII: Η Ευρώπη, η Ελλάδα και ο καταιγισμός των νέων προκλήσεων. Αναζητώντας πλαίσιο αναφοράς

Περισσότερα …

12-14 Μαΐου 2024: Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης (1974-2024)



Σχετικό link https://ekyklos.gr/ev/849-12-14-maiou-2024-i-kampyli-tis-metapolitefsis-1974-2024.html 

2.5.2023, Ch. Dallara - Ευ. Βενιζέλος: "Ελληνική κρίση: Μαθήματα για το μέλλον"

https://ekyklos.gr/ev/839-ch-dallara-ev-venizelos.html 

Περισσότερα …

Ευ. Βενιζέλος, Μικρή εισαγωγή στο Σύνταγμα και στο Συνταγματικό Δίκαιο, ebook

Περισσότερα …

Πρακτικά του συνεδρίου "Δικαιοσύνη: Η μεταρρύθμιση μιας εξουσίας και η αφύπνιση μιας ιδέας", ebook, 2022

Περισσότερα …

23.9.2020 Ο Παύλος Τσίμας συζητά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο | Η Ελλάδα Μετά IV: Μετά (; ) την πανδημία 

https://vimeo.com/461294009

6.6.2019 Αποχαιρετιστήρια ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην Ολομέλεια της Βουλής

https://vimeo.com/340635035

13.2.2019, Ευ. Βενιζέλος Βουλή: Οδηγούμε τη χώρα σε θεσμική εκκρεμότητα, κολοσσιαίων διαστάσεων

https://vimeo.com/316987085

20.12.2018, Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» 

https://vimeo.com/307841169

8.3.2018, Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί της πρότασης της ΝΔ για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης 

https://vimeo.com/259154972 

21.2.2018, Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου για την υπόθεση Novartis | "Πάρτε το σχετικό"

https://vimeo.com/256864375