Χανιά, 30.8.2024
Ευάγγελος Βενιζέλος
Ταραγμένα Βαλκάνια. Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο σήμερα*
Σας ευχαριστώ κύριε Παπαδάκη που θυμηθήκατε την παλιά μας συνεργασία για την εγκαθίδρυση του ιδρύματος και την έναρξη της λειτουργίας του και χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι σε αυτό το ειδυλλιακό και ιστορικά φορτισμένο περιβάλλον, στις Μουρνιές, μιλώντας με τόσο εκλεκτούς συνομιλητές, με την αγαπητή μου φίλη και συνάδελφο, τη Ντόρα Μπακογιάννη και τον Κώστα Υφαντή, εκλεκτό συνάδελφο στο Πανεπιστήμιο που τον γνωρίζω από τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και φυσικά ο οικοδεσπότης, είναι και επιστημονικά έγκυρος συνομιλητής και μας διευκόλυνε πολύ με την εισαγωγική του ομιλία και την υπενθύμιση των γεγονότων και των καταστάσεων που συνδέονται με την εξωτερική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου και ειδικότερα με τα Βαλκάνια. Μετά από τρεις εισηγήσεις ο δικός μου ρόλος είναι πολύ εύκολος, μπορώ να είμαι πιο επιλεκτικός και αφαιρετικός.
Δεν έχουμε μία εποχή Ελευθερίου Βενιζέλου, έχουμε πολλές εποχές, είναι άλλος ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την άφιξή του στην Ελλάδα μέχρι και τον εθνικό διχασμό, άλλος ο Ελευθέριος Βενιζέλος μέσα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μικρασιατική εκστρατεία και τη Συνθήκη των Σεβρών και βέβαια άλλος ο Βενιζέλος μετά τη Λοζάνη, τόσο πριν όσο και μετά τον σχηματισμό της τελευταίας κυβέρνησής του το 1928-1932.
Σε όλες όμως αυτές τις εποχές υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε μελετήσει πάρα πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος: η αναγνώριση της ανεξαρτησίας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1827, επιτεύχθηκε μετά από τη στρατιωτική ήττα της Επανάστασης και επειδή ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων και η απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων ήταν θετική για τη δημιουργία ενός μικρού κράτους σε αυτή την πλευρά της Ευρώπης, των Βαλκανίων, υπό το δόγμα που είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ότι χρειάζεται ένα νέο κράτος, έστω μικρό, με ζωτική βούληση, με élan vital, το οποίο σε συνδυασμό με την παρακμάζουσα οθωμανική αυτοκρατορία θα ανακόπτει την κάθοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες, στη Μεσόγειο. Η πρόσδεση της Ελλάδος στο άρμα της Μεγάλης Βρετανίας, της μεγάλης ναυτικής και αποικιακής δύναμης, δεν είναι μία απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν στην πραγματικότητα ο καταστατικός λόγος δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Το δεύτερο ιστορικό φαινόμενο που είχε βιώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι η Κρήτη, είναι η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία και πώς αυτή οδηγήθηκε με επιτυχία στην ένωση με την Ελλάδα μέσα από τη διαχείριση των διεθνών συσχετισμών και των μειονοτικών ζητημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεσαι τις μειονότητες όταν είσαι ένα κράτος αλυτρωτικό, στην πραγματικότητα, αναθεωρητικό, που θέλει τροποποίηση των υφισταμένων συνόρων, αλλαγή ακόμα και των υφισταμένων κρατικών σχημάτων, για να επιτευχθούν μεγάλοι εθνικοί στόχοι, πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικός. Για αυτό η εξωτερική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι απολύτως συνδεδεμένη με τη μειονοτική πολιτική του, που και αυτή διακρίνεται σε δύο πολύ μεγάλες φάσεις: είναι διαφορετική η μειονοτική πολιτική πριν τη Λοζάνη και διαφορετική μετά, γιατί έχει μεσολαβήσει το καταλυτικό γεγονός που είναι η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Κάτι που με τα σημερινά δεδομένα είναι απολύτως αντίθετο στο Διεθνές Δίκαιο.
Αλλά γιατί η Ελλάδα αποχωρίζεται από τα Βαλκάνια και ακολουθεί μία μοίρα διαφορετική εντέλει δυτική, ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Όχι μόνο λόγω της έκβασης του εμφυλίου πολέμου που ήταν το πρώτο θερμά επεισόδιο του ψυχρού πολέμου αλλά και γιατί μέσα από την ετερογονία των σκοπών, χάρη στη Μικρασιατική Καταστροφή, στην υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και την ομογενοποίηση του πληθυσμού και της εθνικής ταυτότητας, δεν έχει τα μειονοτικά προβλήματα που έχουν πολλές γειτονικές χώρες οι οποίες εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να έχουν μία αμφισβητούμενη κρατικότητα, ακριβώς επειδή δεν έχουν λύσει τα προβλήματα της εθνοτικής, ταυτοτικής δηλαδή ομοιογένειας του πληθυσμού τους, η κάθε μία από αυτές.
Όταν κατέρρευσε η Γιουγκοσλαβία, μαζί με την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης και ταυτόχρονα κατέρρευσε και το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αλβανία, το καθεστώς Χότζα, η μεγάλη συζήτηση διεθνώς για τα Βαλκάνια, ήταν ότι αυτά, μία ευρωπαϊκή περιοχή, επέστρεψαν στα δεδομένα που υπήρχαν όχι πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο και την εγκαθίδρυση του σιδηρού παραπετάσματος, αλλά την ιστορική στιγμή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι έχουμε ξαφνικά μία επιστροφή στα γεωπολιτικά δεδομένα που είχαμε λησμονήσει και τα οποία οδήγησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα για τους λόγους που ακούσατε. Με πολύ μεγάλη ενάργεια εξήγησαν και η κα. Μπακογιάννη και ο κ. Υφαντής ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει μπορέσει να παίξει τον ρόλο της ως περιφερειακή δύναμη, όχι ως διεθνής αλλά ως περιφερειακή δύναμη. Τέτοια δύναμη είναι και η Τουρκία και ίσως πολλές φορές αποτελεσματικότερη από τη δική της οπτική γωνία από ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν δεν έχει παίξει αυτόν της τον ρόλο στα Βαλκάνια, παρότι τον ανέλαβε όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και όταν τέθηκαν πάμπολλα προβλήματα, νομικά με την αναγνώριση των νέων κρατών αλλά και στρατιωτικά, αμυντικά, προβλήματα ασφάλειας.
Άρα το πρόβλημα των Βαλκανίων είναι κατά βάθος ένα πρόβλημα ευρωπαϊκής ασφάλειας και θα παραμείνει τέτοιο. Αυτή τη στιγμή παγκόσμιες προτεραιότητες είναι βεβαίως η Ουκρανία και η Μέση Ανατολή, δεν είναι τα Βαλκάνια. Τα ζητήματα αυτά δεν τα συνδέουμε συνήθως με τα βαλκανικά αλλά πρέπει να τα συνδέσουμε, όπως και οι αμερικανοκινεζικές σχέσεις και στο πλαίσιο αυτό και οι ευρωκινεζικές σχέσεις, συνδέονται με τα Βαλκάνια. Στα Βαλκάνια υπάρχει πρόβλημα αξιόπιστης ευρωπαϊκής παρουσίας αλλά υπάρχει και πρόβλημα αυτοτελούς βρετανικής παρουσίας μετά το Brexit, διότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να επιδιώκει να έχει έντονη παρουσία στα Βαλκάνια, ανταγωνιζόμενο με τη Γερμανία που έχει ατύπως την πρωτοβουλία των κινήσεων της ΕΕ στα Βαλκάνια. Αλλά βεβαίως έχουμε και έντονη ρωσική, κινεζική παρουσία και τουρκική παρουσία στα Βαλκάνια.
Τα Βαλκάνια λοιπόν, παρότι έχουμε την ένταξη δέκα βαλκανικών κρατών στο ΝΑΤΟ, δεν έχουν ενσωματωθεί στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και το πρόβλημά τους είναι πάρα πολύ απλά αυτό: ότι τόσα χρόνια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία ενσωμάτωσης στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και είναι προφανές ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ όσων χωρών εντάχθηκαν δεν αρκεί για να διασφαλισθεί αυτό. Η Σερβία δεν θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, είναι μία χώρα που δηλώνει ουδέτερη και είναι σε πολλά θέματα ένα πεδίο έντονης ρωσικής επιρροής. Το Μαυροβούνιο όταν εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ οδηγήθηκε στα όρια της διάλυσής του. Το Κόσοβο δεν έχει μία ολοκληρωμένη κρατικότητα, δεν έχει πλήρως αναγνωρισθεί, δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Η Βοσνία Ερζεγοβίνη η οποία είναι θύμα και των τεχνικών προβλημάτων που έχει το Σύνταγμά της, η πολιτειακή της υπόσταση, δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Άρα δεν σημαίνει αυτό που πιστεύουμε η ένταξη στο ΝΑΤΟ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βόρεια Μακεδονία η οποία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Η Βόρεια Μακεδονία πρέπει να σας θυμίσω ότι είχε στείλει σχεδόν το σύνολο των πενιχρών στρατιωτικών δυνάμεών της στο Αφγανιστάν, μετείχε δηλαδή στη μεγαλύτερη Νατοϊκή αποστολή ( με το σχήμα της ISAF ) εκτός των εδαφικών ορίων της συμμαχίας. Η δε μεγάλη υπόσχεση της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι έχουμε συμβάλλει στο να αποδοθεί το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας και στη Βόρεια Μακεδονία και στην Αλβανία, παρότι υπήρχαν εκκρεμότητες, με κορυφαία τη μη κύρωση και επικύρωση της συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που είχε επιτύχει η κα. Μπακογιάννη το 2009 με την τότε αλβανική κυβέρνηση η οποία αμφισβητήθηκε από την τότε σοσιαλιστική αντιπολίτευση του Ε. Ράμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλαμε στη συνέχεια να διασώσουμε τη συμφωνία αυτή, αποδεχόμενοι την τεχνική επανεξέταση επί του αυτού νομικού πλαισίου. Το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας θα ήταν και αντιφατικό να το έχει η τότε ΠΓΔΜ και να μην το έχει η Αλβανία, αλλά τι σημαίνει πρακτικά το καθεστώς αυτό; Τι σημαίνει ακόμα και η δεδηλωμένη φιλοαμερικανική προτίμηση; Το γεγονός δηλαδή ότι οι χώρες αυτές δηλώνουν στην πλειονότητά τους κατά βάση στρατηγικοί εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών και δευτερευόντως υποψήφιες προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες.
Το πρόβλημα είναι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αυτή τη στιγμή, ενόψει και των αμερικανικών εκλογών και του ενδεχομένου επανεκλογής Τραμπ, αντιμετωπίζει το υπαρξιακό της πρόβλημα που είναι το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Προτεραιότητά της δεν είναι τα Βαλκάνια, προτεραιότητά της είναι ο εαυτός της, είναι η βαθιά συνείδηση ότι από την τελευταία φάση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την προεδρία του Γούντροου Ουίλσον, το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και του μεγάλου ευρωπαϊκού πολέμου που ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κατέστη πρόβλημα ευρωαμερικανικό, αλλιώς δεν μπορούσε να λυθεί. Και πού κατέληξε αυτό; Επί 100 και πλέον χρόνια, 110 χρόνια τώρα, το πρόβλημα να παραμένει ίδιο, να παραμένει ευρωατλαντικό και όταν ακαίρως ευκαίρως η ρωσική πλευρά αυτή τη στιγμή υπενθυμίζει το ενδεχόμενο μίας πυρηνικής σύγκρουσης, έστω τακτικού χαρακτήρα, η Ευρώπη συνειδητοποιεί ότι είναι μία περιορισμένη, μικρή, περιφερειακή δύναμη σε πυρηνικό επίπεδο, διότι οι κεφαλές που διαθέτει, ακόμα και εάν προστεθούν οι βρετανικές, με τις γαλλικές να είναι εθνική υπόθεση και όχι ΝΑΤΟϊκή, ενώ οι βρετανικές είναι μία ΝΑΤΟϊκή τουλάχιστον υπόθεση, δεν αρκούν για να προστατευθεί η Ευρώπη με μία πυρηνική ομπρέλα αποτροπής. Άρα το πρόβλημά της είναι υπαρξιακό, βαθύ και στην πραγματικότητα δεν έχει την αξιοπιστία να μιλήσει με τα βαλκανικά κράτη. Για να τους πει τι; Ότι τους προσφέρει μία ένταξη που δεν την προσφέρει πραγματικά; Ότι τους προσφέρει μία αμυντική υποστήριξη που πολύ δύσκολα μπορεί να τους προσφέρει χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Άρα έχουμε πρόβλημα παικτών στα Βαλκάνια και αυτό τι μας διδάσκει για να μη μακρηγορώ; Ότι πρέπει όταν μιλάμε για οτιδήποτε να έχουμε μία ρεαλιστική αίσθηση του πεδίου, του συσχετισμού των δυνάμεων. Αυτό είχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, απόλυτη πραγματιστική αίσθηση του πεδίου, του συσχετισμού των δυνάμεων, είχε σαφείς πολιτικές συμμαχιών με κόστος, διότι δεν πρόδωσε τις συμμαχίες του, τις δήλωσε και τις υπηρέτησε με τεράστιο εσωτερικό κόστος και από την άλλη μεριά είχε μία σύλληψη για το πώς θα λειτουργήσουν αυτά, με άξονα την πολιτική μειονοτήτων την οποία εφήρμοσε παντού, στην Κρήτη, στην Ελλάδα, στην Ιωνία. Την εφήρμοσε με τρόπο που ακόμα και τώρα είναι αντικείμενο έρευνας. Ας μη ξεχνάμε επιπλέον ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος «κατηγορείται» ακόμα και σήμερα για πολλά πράγματα, για τη Βόρειο Ήπειρο, για την Κύπρο, για τα Δωδεκάνησα. Αλλά δείτε πόσο άδικο είναι αυτό και πόσο μίζερη είναι αυτή η προσέγγιση και μη ιστορική, διότι η Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε και δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα των Σεβρών που ήταν εάν θέλετε και μία νομική ψευδαίσθηση, αναφέρομαι στην Ελλάδα με τα εδάφη που απέκτησε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την ταυτότητα που απέκτησε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Βεβαίως απέκτησε και τη στρατηγική της κατεύθυνση με σαφήνεια ως μία χώρα δυτική, εις πείσμα των επιλογών ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Ο εμφύλιος πόλεμος θα μπορούσε να έχει άλλη κατάληξη και η Ελλάδα να μην είναι αυτό που είναι τώρα και το θεωρούμε αυτονόητο.
Αγωνιστήκαμε την περίοδο της οικονομικής κρίσης να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη, στο ευρώ, στη Δύση, στη δημοκρατία, να διαφυλάξει δηλαδή το κεκτημένο της που είναι το κεκτημένο του έθνους, το κεκτημένο του λαού της, αλλά αυτό είναι ένα κεκτημένο το οποίο είναι ευρωπαϊκό, δυτικό, και είναι ένα κεκτημένο όχι μόνον χρηματοοικονομικό, αναπτυξιακό με όλα τα προβλήματα και τις ανισότητες, αλλά είναι και ένα κεκτημένο θεσμικό, ένα κεκτημένο που αφορά τη δημοκρατία, τη φιλελεύθερη δημοκρατία η οποία είναι πάντα η επικράτειά μας, γιατί είμαστε πατριώτες, αλλά δεν είμαστε πατριώτες μόνο και πρωτίστως ως Ελληνίδες και Έλληνες αλλά είμαστε και ως δημοκράτες και ως οπαδοί του κράτους δικαίου, ως πιστοί προστάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρά τα προβλήματα τα οποία υπάρχουν.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πολλές φορές το θυσίαζε ακόμα και αυτό χάρη του μεγάλου στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης, της εδαφικής ολοκλήρωσης. Για να υποστηρίξει την εδαφική ολοκλήρωση αποδέχθηκε το ρίσκο αυτού που ονομάζω σύγκρουση των ολοκληρώσεων, γιατί η Ελλάδα ολοκληρώθηκε εδαφικά, εθνικά, θυσιάζοντας κατά περιόδους τη θεσμική ολοκλήρωσή της. Έχανε βαθμούς δημοκρατίας και κράτους δικαίου για να υποστηριχθούν οι μεγάλοι εθνικοί στόχοι και πλήρωνε και τις συνέπειες στο πεδίο της αναπτυξιακής ολοκλήρωσης, η οποία μπορεί να καθυστερούσε. Γιατί ο πόλεμος πάντα προκαλεί μία οικονομική κρίση, έχει αναπτυξιακές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά όταν έχεις έναν στόχο στον οποίο προσηλώνεσαι γιατί έχεις μία στρατηγική θεώρηση και όχι μία συγκυριακή ή επιμερισμένη θεώρηση, μπορείς να αφήσεις πίσω σου ένα ιστορικό αποτέλεσμα.
Ό,τι και να πουν για τον Ελευθέριο Βενιζέλο –ασκούν δριμεία κριτική στη βιβλιογραφία ακόμα και τώρα– είναι αυτός που συγκρότησε το έθνος και ακολουθεί μία γραμμή, ένα νοητό σχήμα το οποίο ξεκινά από την παραμονή της Επανάστασης του 1821 και φθάνει σε εμάς με το ερωτηματικό εάν έχουμε την αντοχή, την αξιοσύνη και πρωτίστως τη βούληση να υπερασπισθούμε μία εθνική στρατηγική η οποία έχει νόημα. Έχουμε ακόμα προβλήματα, έχουμε εκκρεμότητες που τις ξέρετε όλοι και όλες πάρα πολύ καλά, για τις οποίες δεν συζητούμε με τον τρόπο που πρέπει, δεν υπάρχει το πλαίσιο αυτής της δημόσιας συζήτησης. Ενώ υπάρχει μία υπολανθάνουσα ευρύτατη εθνική συναίνεση αυτή δεν μπορεί να διατυπωθεί ρητά, γιατί οι μικρές κομματικές σκοπιμότητες δεν το επιτρέπουν να διατυπωθεί ρητά ,παρότι όλοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη και τον κίνδυνο. Αυτό το βλέπουμε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στο Κυπριακό στη βαλκανική πολιτική. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει βρεθεί να έχει πρόβλημα με την Αλβανία, πρόβλημα ξανά με τη Βόρεια Μακεδονία και βεβαίως έχουμε και τα γενικά προβλήματα των Δυτικών Βαλκανίων, που είναι πρωτίστως το Κόσοβο και η Βοσνία Ερζεγοβίνη.
Μήπως από πίσω βρίσκεται αυτό που ανέφερε η Ντόρα Μπακογιάννη προηγουμένως, εμείς είμαστε της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας! Είμαι επιφυλακτικός στην αποδοχή αυτής της ερμηνείας . Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δεν προσαγορεύεται Παναγιώτατος επειδή η Θεσσαλονίκη είναι η συμβασιλεύουσα του Βυζαντίου, αλλά επειδή ήταν βικάριος του Πάπα, γιατί το Νότιο Ιλλυρικό με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη ανήκε στην Εκκλησία της Ρώμης, άρα ήταν του δυτικού τμήματος και βεβαίως η γραμμή η πραγματική την οποία βιώνουμε ακόμα και τώρα είναι η γραμμή της μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ζούμε τα απόνερα της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ζούμε τις απώτερες επιπτώσεις του ανατολικού ζητήματος όσο και εάν αυτό φαίνεται παράδοξο στις ημέρες μας. Για αυτό αν μη τι άλλο έχουμε πολιτική, δημοκρατική, εθνική υποχρέωση να κατανοούμε τα θέματα αυτά ή εν πάση περιπτώσει να τα μελετούμε με το βάθος, την ψυχραιμία και την ειλικρίνεια που απαιτείται και συγχαίρω πραγματικά το Ίδρυμα που μας προσέφερε μία τέτοια ευκαιρία σήμερα το βράδυ.-
* Ομιλία σε ομότιτλη εκδήλωση που οργάνωσε στις 30 Αυγούστου 2024 , στις Μουρνιές Χανίων, τόπο γέννησης του Ελευθερίου Βενιζέλου και για να τιμήσει την 160 επέτειο από αυτήν ,το Ίδρυμα «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος με την υποστήριξη της Περιφερειακής Ενότητας Χανίων και του Δήμου Χανίων. Ομιλητές: Ντόρα Μπακογιάννη, βουλευτής Χανίων, πρ. υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος, πρ. αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, πρ. υπουργός Εξωτερικών, καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Κώστας Υφαντής, Καθηγητής Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου. Συντονιστής Νικόλαος Παπαδάκης-Παπαδής, γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» . Σύντομους χαιρετισμούς απηύθυναν οι συνδιοργανωτές: Νικόλαος Καλογερής, Αντιπεριφερειάρχης Χανίων & Παναγιώτης Σημανδηράκης, Δήμαρχος Χανίων













