Τρίτη 11 Μαΐου 2015
Ομιλία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου στην προσυνεδριακή εκδήλωση
των συνδικαλιστικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ του ιδιωτικού τομέα. (12/5/2015)
Φίλες και φίλοι, χαίρομαι πραγματικά γιατί μου δίνεται η ευκαιρία λίγες εβδομάδες πριν το συνέδριό μας να απευθύνομαι στους εκπροσώπους των εργαζομένων και μάλιστα των εργαζομένων στον ιδιωτικό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Χαίρομαι γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να απευθύνομαι σε στελέχη που έχουν δώσει τη ζωή τους ολόκληρη, την αγωνία τους και τον αγώνα τους στην υπόθεση του ΠΑΣΟΚ, της χώρας, της Δημοκρατικής Παράταξης.
Χαίρομαι γιατί η παρουσία σας σήμερα εδώ με κάνει να ελπίζω πως το συνέδριο μπορεί να αποδώσει πολιτικούς καρπούς. Πήρα την απόφαση όπως προβλέπει το καταστατικό του ΠΑΣΟΚ να συγκαλέσω αυτό το έκτακτο συνέδριο, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα τη λήξη της θητείας μου ως Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, γιατί θέλω να ξεκινήσει μια μεγάλη ενσυνείδητη πολιτική διαδικασία ανανέωσης και επαναπροσδιορισμού του πολιτικού μας χώρου.
Γιατί θέλω να αναδειχθεί μια νέα γενιά στην ηγεσία, γιατί θέλω να υπάρξουν οι άνθρωποι εκείνοι που θα πάρουν επάνω τους την ευθύνη για την ανασύνθεση του χώρου, για τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς του, για να δώσουν ξανά νόημα σε αυτό που λέγεται Δημοκρατία, Σοσιαλισμός, Πρόοδος, Κεντροαριστερά, γι΄ αυτό που λέγεται Δημοκρατική Παράταξη με ότι αυτό σημαίνει ιστορικά στην Ελλάδα.
Και θέλω να ελπίζω ότι και η δική σας συμβολή, η συμβολή δηλαδή των ανθρώπων που είναι μέσα στην παραγωγή μέσα στην οικονομία, θα είναι καθοριστική, θα είναι σημαντική σε κάθε περίπτωση, γιατί μπορούμε να ξαναπαίξουμε έναν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Βεβαίως για να υπάρξουμε ως κόμμα, ως παράταξη, ως χώρος, ως πολιτικά στελέχη, πρέπει να υπάρχει η χώρα, πρέπει να υπάρχει ο τόπος, πρέπει να υπάρχει η πατρίδα.
Και είναι αλήθεια πράγματι ότι κάναμε αυτό το βασικό λάθος που ειπώθηκε προηγουμένως, είπαμε την αλήθεια, προσηλωθήκαμε στην αλήθεια, αντικρούσαμε κάθε δημαγωγία, κάθε λαϊκισμό, πικράναμε ανθρώπους όχι μόνο με τις πολιτικές μας και με τις αποφάσεις μας, αλλά και γιατί δεν συνεχίσαμε να εξωραΐζουμε καταστάσεις και να λέμε λόγια που ηχούν πολύ φιλικά, πολύ γοητευτικά στα αφτιά των ανθρώπων.
Είπα χθες σε μια τηλεοπτική συζήτηση που είχα ότι αποδεικνύεται πολιτικό σφάλμα μεγάλου μεγέθους το γεγονός ότι δεν δραματοποιήσαμε τις καταστάσεις, ότι βάλαμε το κεφάλι κάτω και δουλέψαμε, αναλάβαμε ευθύνες, λάβαμε δύσκολες αποφάσεις και προσπαθήσαμε αυτό να το κάνουμε με ουσιαστικό τρόπο προς όφελος της χώρας, γιατί δε θέλαμε να νοιώσουν οι Έλληνες πολίτες, να νοιώσει η ελληνική κοινωνία, ότι διακυβεύονται μείζονα αγαθά, δηλαδή η ίδια η υπόσταση της ελληνικής οικονομίας, η ίδια η υπόσταση των θεσμών μας.
Και αποδεικνύεται ότι έτσι πήγαν λάθος μηνύματα στους ανθρώπους. Το πρώτο λάθος μήνυμα είναι αυτό που δυστυχώς έχει εμπεδωθεί στις συνειδήσεις μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας, πως δεν είναι η κρίση που έφερε το μνημόνιο, τα μέτρα, τις θυσίες, την ύφεση, την ανεργία, αλλά είναι το μνημόνιο αυτό που τα προκάλεσε όλα αυτά.
Λες κι εμείς ξυπνήσαμε μια μέρα το 2010 και αποφασίσαμε να κάνουμε τη ρήξη με το παρελθόν, να γίνουμε από προοδευτικοί συντηρητικοί, να γίνουμε από ευχάριστοι δυσάρεστοι, να γίνουμε από δημοφιλείς αντιδημοφιλείς.
Ενώ βέβαια η αλήθεια είναι πως η κρίση σοβούσε, πως η κρίση είχε ξεσπάσει στη χώρα πολύ νωρίτερα, η αλήθεια είναι πως δεν είχαμε το δίλημμα ανάμεσα είναι μια καλή και μια κακή επιλογή, αλλά το δίλημμα ανάμεσα σε μια κακή επιλογή και την απόλυτη καταστροφή.
Το δεύτερο εσφαλμένο μήνυμα που έχουμε στείλει και πράγματι έχουμε μεγάλη ευθύνη γι΄ αυτό, είναι ότι από ένα σημείο και μετά, από τότε που η χώρα μπήκε στις ράγες μιας προσαρμογής και έφθασε να έχει πρωτογενές πλεόνασμα, θετικό ρυθμό ανάπτυξης, δημιουργήσαμε την εντύπωση μιας υπερβολικής ασφάλειας και βεβαιότητας στην ελληνική κοινωνία, στον κάθε πολίτη.
Του δώσαμε την εντύπωση ότι μπορεί να κάνει και άλλες επιλογές, ότι μπορεί χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τις θυσίες του και τα επιτεύγματα των θυσιών αυτών να δοκιμάσει κι άλλες λύσεις, λύσεις από τις οποίες δεν έχει να χάσει, λύσεις από τις οποίες δεν τίθεται σε αμφιβολία τίποτα από όσα έχουμε πετύχει, λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να του φέρουν κάτι καλύτερο απλά και μόνον επειδή κάποιος αλλάζει το ύφος της διαπραγμάτευσης ή επικαλείται πολιτικά ή ιδεολογικά επιχειρήματα.
Είναι πολλοί αυτοί που πίστεψαν ότι οι επιλογές του ελληνικού λαού στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ήταν επιλογές που μπορούσαν να πάνε μόνον προς το καλό ή προς το καλύτερο, πως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος υποχώρησης, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να καταστραφεί το σημαντικό αλλά εύθραυστο οικοδόμημα που είχε κατασκευάσει ο ελληνικός λαός με πέντε χρόνια προσπαθειών.
Λέγαμε τότε, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε ακροατήριο, αυτό αποδεικνύεται, ότι "όσα πετύχαμε ως έθνος αγωνιζόμενοι πέντε χρόνια, μπορούν να καταστραφούν μέσα σε πέντε μέρες". Φυσικά μπορεί κάποιος να καθυστερήσει ελαφρώς την καταστροφή, μπορεί οι πέντε μέρες να γίνουν τέσσερις μήνες.
Για να το πετύχει αυτό πρέπει να αρχίσει σιγά-σιγά να υπαναχωρεί σε σχέση με τις αλόγιστες προεκλογικές του υποσχέσεις. Εάν πράγματι αρχίζει σιγά-σιγά να ξεχνάει αυτά που υποσχέθηκε, τότε μειώνει την ταχύτητα με την οποία θα προσκρούσει η χώρα δυστυχώς στο αδιέξοδο. Γιατί αν επέμενε εξ αρχής σε όλα όσα ειπώθηκαν, ψέματα και ψευδαισθήσεις, προεκλογικά, αυτό που είχα πει "αρκούν πέντε μέρες" θα επαληθευόταν.
Ευτυχώς δεν επαληθεύτηκε, επειδή άρχισε να γίνεται κάποια υπαναχώρηση, αλλά η υπαναχώρηση αυτή δεν είναι πλήρης, δεν είναι ολοκληρωμένη, δεν είναι οριστική, δεν την έχουμε δει να παίρνει σάρκα και οστά κι έτσι κερδίζουμε ή χάνουμε αντίστοιχα χρόνο, χωρίς να υπάρχει καμία λύση για τη χώρα.
Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Έχουν περάσει 100 και πλέον μέρες από τις εκλογές, από το σχηματισμό της νέας Κυβέρνησης, μιας Κυβέρνησης ετερόκλητης, τερατώδους από πλευράς πολιτικού χαρακτήρα, μιας Κυβέρνησης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Εθνικολαϊκιστικής Ακροδεξιάς, γιατί περί αυτού πρόκειται, η οποία έχει προγραμματική και αξιακή συνάφεια.
Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά κόμματα τα οποία συνεργάζονται εξ ανάγκης σε μία προγραμματική βάση, πρόκειται για ένα μόρφωμα που αλληλοτροφοδοτείται από τους δύο παράγοντές του και βεβαίως αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για το περιβάλλον που δημιουργείται στους θεσμούς, στη λειτουργία της Δημοκρατίας, στη λειτουργία της Βουλής.
Κι έχει επίσης πολύ μεγάλη σχέση με άλλες πολιτικές, πέραν της οικονομικής πολιτικής, όπως είναι η εξωτερική πολιτική, η πολιτική των θεσμών, η πολιτική για το μεταναστευτικό, θέματα τα οποία συνδέονται με αξίες πολύ σημαντικές για κάθε προοδευτικό δημοκράτη πολίτη, πέρα από το τι πιστεύουμε εμείς ως εκφραστές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχουν δηλαδή ζητήματα Δημοκρατίας, ζητήματα κράτους δικαίου, τα οποία είναι πάρα πολύ σοβαρά.
Φτάσαμε λοιπόν μετά από 100 και πλέον μέρες σε ένα σημείο το οποίο αξίζει να το αξιολογήσουμε. Τι έχει συμβεί, υπάρχει κάτι που έχει πάει καλύτερα στη χώρα, έχει βελτιωθεί η ζωή των πολιτών, έχει γίνει η ελληνική οικονομία δυναμικότερη, έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με τα μακροοικονομικά, τα δημοσιονομικά δεδομένα, τις προοπτικές απασχόλησης, τις επενδύσεις, το κλίμα αισιοδοξίας;
Δυστυχώς, ναι, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, όλα προς το χειρότερο. Έχουμε χάσει όλα μας τα πλεονεκτήματα. Αμφισβητείται το πρωτογενές πλεόνασμα ... και τι θα πει για τον πολίτη το πρωτογενές πλεόνασμα; Ότι έχουμε ένα ισχυρό επιχείρημα για να μπορέσουμε να αλλάξουμε φάση, να περάσουμε σε μια φάση μετά το μνημόνιο, να επανέλθουμε στην ομαλότητα, να δημιουργήσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης ανάκαμψης ανάπτυξης επανακατάκτησης του εδάφους που έχουμε χάσει.
Η χώρα δειλά-δειλά είχε περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, χάνεται κι αυτό, ο ρυθμός ανάπτυξης σύμφωνα με τις καλύτερες προγνώσεις θα είναι 0,5% αλλά μπορεί κι αυτό να χαθεί τις επόμενες εβδομάδες. Έχουμε ακόμη θετικό ισοζύγιο απασχόλησης, ευτυχώς, δηλαδή σταδιακή μικρή μείωση της ανεργίας, αλλά μείωση κι αυτό είναι η κεκτημένη ταχύτητα των προσπαθειών μας των προηγούμενων ετών.
Αλλά φυσικά ποιος να επενδύσει, ποιος να δημιουργήσει δουλειές, ποιος να μιλήσει στην ψυχή και στο μυαλό των ανέργων και ιδίως των ανέργων νέων που είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, γιατί αυτό είναι το πραγματικό δράμα αυτό είναι το μαλακό υπογάστριο.
Και πως θα δώσεις απάντηση σε όλους αυτούς που περιμένουν να βρουν μια αξιοπρεπή δουλειά; Πως θα τους δώσεις απάντηση αν δεν τους δώσεις οικονομικό κλίμα, αναπτυξιακές προοπτικές, επενδυτικές ευκαιρίες; Εάν δεν τους μιλήσεις με έναν πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο; Δεν μπορείς να αρκείσαι στα επιδόματα ανεργίας, δεν μπορείς να αρκείσαι σε πολιτικές οι οποίες έχουν απλώς προνοιακό χαρακτήρα.
Δεν μπορείς να υπόσχεσαι ότι υπάρχει μία προοπτική πρόσληψης στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα όλων αυτών των ανθρώπων που ψάχνουν να αξιοποιήσουν τα προσόντα τους, να βρουν μια θέση κάτω από τον ήλιο της πατρίδας, να νοιώσουν ότι είναι εντεταγμένοι στον παραγωγικό μηχανισμό, ότι συμβάλουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ότι μπορούν να κάνουν τον δικό τους προσωπικό και οικογενειακό σχεδιασμό.
Αυτή είναι η κατάσταση. Οι τράπεζες σε μια κατάσταση μόνιμης καχεξίας, οι καταθέσεις διαρρέουν, η εξάρτησή μας από τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος και του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας του ELA είναι απόλυτη.
Και «χαιρόμαστε» επειδή περνάει κάθε εβδομάδα με μία επικοινωνιακή πρακτική η οποία είναι παιδαριώδης, πρωτόγονη, δηλαδή τις πρώτες μέρες της εβδομάδας έχουμε ένα κλίμα αισιοδοξίας, γύρω στην Πέμπτη αρχίζει να διαφαίνεται το πρόβλημα, την Παρασκευή είμαστε κοντά στη ρήξη. Το Σάββατο η κατάσταση είναι απελπιστική, την Κυριακή συγκροτείται πάντα μία σύσκεψη υπό την Προεδρία του κ. Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου, εκπέμπεται ένα μήνυμα αισιοδοξίας ή ένα μήνυμα εκβιασμού ότι αν δεν μας δώσουν αυτό θα κάνουμε κάτι το εξαιρετικά επιθετικό.
Και είδαμε ότι ώδινεν όρος και έτεκεν μυν χθες στο Eurogroup που εξέδωσε μία ανακοίνωση μετά από μια τυπική ολιγόλεπτη συζήτηση, στην οποία δεν πήραν καν μέρος οι Υπουργοί, μια ανακοίνωση η οποία όπως είπαμε είναι από τυπική έως ανησυχητική, γιατί τι είναι αυτό που μας λέει;
Αυτό που μας λέει είναι ότι επί μήνες ολόκληρους μέχρι πριν από λίγες μέρες δεν υπήρχε καμία διαπραγμάτευση. Είχε κατασκευαστεί εσωτερικά ο μύθος μιας δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης και μαθαίνουμε τώρα ότι δεν υπήρχε ούτε καν με την τεχνική έννοια του όρου διαπραγμάτευση, ώστε να υπάρξει μετά και το πολιτικό σκέλος της διαπραγμάτευσης.
Μαθαίνουμε τώρα, εκ των υστέρων, ότι χάσαμε εβδομάδες επί εβδομάδων, ότι καμία από τις δημιουργικές ασάφειες της απόφασης της 20ης Φεβρουαρίου του Eurogroup δεν έγινε πραγματική προσπάθεια να αποσαφηνιστεί προς όφελος της χώρας.
Ότι τόσο καιρό ακούμε για μια σκληρή διαπραγμάτευση με τους έξω, ενώ στην πραγματικότητα γίνεται μία σκληρή μικροκομματική διαπραγμάτευση με τους μέσα, γιατί δεν υπάρχει συσχετισμός στην Κοινοβουλευτική Ομάδα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, γιατί δεν υπάρχει συσχετισμός στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Πληροφορούμεθα λοιπόν ότι πριν από λίγες μόνο μέρες, όταν υποβαθμίστηκε ο κ. Βαρουφάκης, άρχισε κάποια αξιοπρεπής συζήτηση, ότι έχουν γίνει κάποια βήματα, ότι απομένει ένα χάσμα που πρέπει να γεφυρωθεί και όλα αυτά αφορούν τι;
Όλα αυτά αφορούν την τρέχουσα αξιολόγηση του ισχύοντος προγράμματος, την 5η αξιολόγηση του δευτέρου μνημονίου. Δηλαδή όλα αυτά αφορούν το ερώτημα θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τις δόσεις. Τις δόσεις του 2014 και τις λίγες δόσεις που εκκρεμούν μόνο από το ΔΝΤ για το 2015 και από το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Θυμηθείτε πως ξεκίνησε αυτή η καμπύλη των συνεχών αλλαγών και παλινωδιών. Μας έλεγε ο κ. Τσίπρας, μόλις ορκίστηκε η κυβέρνησή του, δεν θέλουμε τις δόσεις. Δεν θέλουμε αυτές τις κακές φθηνές δόσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με επιτόκιο 0,8%. Θα πάρουμε μόνο τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών που ανήκουν στο ευρωσύστημα από το χαρτοφυλάκιό τους ελληνικών ομολόγων. Α λα καρτ.
Του θύμισα ότι αυτά τα κέρδη 1 δισεκατομμύριο 900 εκατομμύρια πράγματι μας τα δίνουν, επειδή προσωπικά τους τα ζήτησα και τα πήρα ένα ξημέρωμα από 21 προς 22 Φεβρουαρίου του 2012, όταν προσπαθούσαμε να διαμορφώσουμε τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους και να καταλήξουμε στο σχήμα του κουρέματος, όταν έγινε η πολύ μεγάλη παρέμβαση στο χρέος. Η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ στα χρονικά της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας.
Μετά μας λέγανε δεν θα υπογράψουμε με τίποτα την παράταση του άθλιου μνημονίου. Θέλουμε ένα δικό μας πρόγραμμα γέφυρα, το οποίο θα χρηματοδοτείται μόνο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσα από το ELA και την αγορά εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου από τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα παίρνουν λεφτά από τη Φραγκφούρτη, ή από την Τράπεζα της Ελλάδος, για να χρηματοδοτούν τις ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, στεγνώνοντας την δική τους ρευστότητα.
Και η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος είναι κρίσιμη όχι μόνο για την ασφάλεια των καταθέσεων και τη λειτουργία της οικονομίας, γιατί εάν δεν έχεις καταθέσεις, δεν έχεις χορηγήσεις. Άρα δεν έχεις αίμα στην πραγματική οικονομία, αλλά επιπλέον θα δημιουργούν ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα αιμομικτικής σχέσης με το δημόσιο που θέτει σε αμφιβολία την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Και όταν λέω των τραπεζών, εννοώ των τραπεζών. Εννοώ θεσμών που ανήκουν στην εθνική οικονομία. Δεν εννοώ των τραπεζιτών. Δεν εννοώ των μετόχων. Δεν εννοώ των ιδιωτών. Δεν εννοώ των κερδοσκόπων. Εννοώ κάτι που αφορά μόνο το γενικό συμφέρον, μόνο τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας.
Προσέξτε τώρα, δεν θέλουμε τις δόσεις. Δεν θέλουμε παράταση. Μετά θέλουμε τις δόσεις πάση θυσία, διότι καταστρεφόμαστε και εάν δεν μας δώσετε τις δόσεις θα οδηγηθούμε σε ρήξη, ή θα πάμε σε δημοψήφισμα και στη συνέχεια ενώ δεν θέλουμε παράταση, κατηγορούμε την προηγούμενη κυβέρνηση γιατί δεν υπέγραψε εξάμηνη παράταση, αλλά μόνο δίμηνη παράταση, που έχει νομικό χαρακτήρα για να μπορούμε να συζητάμε και για να στηριζόμαστε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Δηλαδή η αντιμνημονιακή κυβέρνηση κατηγορεί την προηγούμενη κυβέρνηση γιατί δεν άφησε τη χώρα βαθύτερα μέσα στο μνημόνιο, μόνο με υποχρεώσεις χωρίς δάνειο, γιατί το δάνειο έχει τελειώσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Δεκεμβρίου του 2014.
Και αφού τα λένε όλα αυτά, υπογράφουν μόνοι τους τετράμηνη παράταση ερήμην της Βουλής, χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, χωρίς ενημέρωση της Βουλής, αλλά ξέχασαν να ζητήσουν και να πάρουν τη χρηματοδότηση.
Και τώρα ο νέος διαπραγματευτής ο κ. Τσακαλώτος, κατηγορεί ευγενικά τον κ. Βαρουφάκη γιατί δεν ζήτησε και δεν πήρε τη χρηματοδότηση, ενώ επιπλέον τους πήραν πίσω τα 11 δις του ΤΧΣ τα οποία τα έχει πλέον ο ευρωπαϊκός μηχανισμός, ο ESM μόνο για τις τράπεζες, γιατί βλέπει ότι υπάρχουν νέες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Άρα δεν τα έχει για τις ανάγκες του δημοσίου.
Άρα κατέρρευσε το σχήμα που εμείς είχαμε ετοιμάσει, γιατί αυτά τα 11 δις θα χρηματοδοτούσαν την προληπτική πιστωτική γραμμή. Και τι εμπόδιζε τον κ. Τσίπρα να κάνει αυτό που του είπα; Να πάει στις 27 Ιανουαρίου να διαπραγματευτεί πολιτικά με το δικό του ύφος, με τα δικά του επιχειρήματα, να προσθέσει κόκκινες γραμμές, αλλά να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα και το στόχο.
Να έχει ως στόχο 28 Φεβρουαρίου μια ολοκληρωμένη συμφωνία και για την καταβολή των περασμένων δόσεων, αλλά και για την οριστική έξοδο από το μνημόνιο και τη μετάβαση στην προληπτική πιστωτική γραμμή με την υποστήριξη και το αποθεματικό των 11 δις που υπήρχαν στα χέρια των ελληνικών θεσμών, όπως είναι το ΤΧΣ.
Πληροφορούμαστε ακόμη από την ανακοίνωση του Eurogroup, ότι δεν υπάρχει ούτε καν έναρξη της συζήτησης για όσα πρέπει να γίνουν για την περίοδο μετά την 30η Ιουνίου, γιατί φυσικά όλα αυτά ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφορούν την περίοδο της παράτασης του προγράμματος, τους τέσσερις μήνες που τελειώνουν, στις 30 Ιουνίου.
Δεν έχει ανοίξει καμία συζήτηση για ένα νέο ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Μετά τις 30 Ιουνίου υπάρχουν μόνο οι δόσεις που περισσεύουν από το ΔΝΤ με τους δικούς του κανόνες, με τους δικούς του όρους, με την δική του λογική η οποία βεβαίως είναι μια λογική η οποία πρέπει να εκτιμάται από εμάς και σε σχέση με προηγούμενα ιστορικά δεδομένα τα οποία έχουμε ζήσει και με τα οποία δεν θέλουμε να έχουμε καμία σχέση.
Γιατί πιστεύουμε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα σε άλλο επίπεδο διαβίωσης, σε άλλο επίπεδο προοπτικών και σε άλλο επίπεδο ασφάλειας, γιατί δεν θέλουμε η Ελλάδα να γίνει μια χώρα της περιφέρειας, μια χώρα του Τρίτου Κόσμου, ούτε καν μια από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής που έχουν συνεχείς κρίσεις χρηματοοικονομικές, κοινωνικές, ή θεσμικές.
Αυτή είναι η κατάσταση. Δηλαδή δεν έχουμε ούτε λύση μέχρι τις 30 Ιουνίου, ούτε πλαίσιο για μετά τις 30 Ιουνίου και ζήσαμε επίσης χθες μια σκηνή η οποία στην πραγματικότητα ήταν η ευγενική και soft εκδοχή των Καννών του κ. Τσίπρα. Γιατί τους αντιστρέψανε όλοι οι υπουργοί, οι οποίοι προφανώς είχαν προσυνεννοηθεί πολιτικά, την ιστορία του δημοψηφίσματος.
Διότι του είπαν εντάξει, θέλετε να κάνετε δημοψήφισμα; Κάντε το δημοψήφισμα, αλλά φυσικά κάντε το πριν τη συμφωνία. Κάντε το πριν τις δόσεις και εάν το κάνετε εκ των πραγμάτων το ερώτημα που τίθεται είναι η σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη, η θέση της μέσα στο ευρώ, άρα εάν θέλετε εσείς μόνοι σας να θέσετε υπό αμφισβήτηση το επίπεδο ζωής σας, το νόμισμά σας, τις προοπτικές σας.
Αν εσείς μόνοι σας θέλετε αφού ζήσατε την εσωτερική υποτίμηση λόγω ύφεσης, να ζήσετε και την εξωτερική υποτίμηση λόγω αλλαγής νομίσματος, κάντε το. Δεν θα σας παρεμποδίσουμε εμείς. Αλλά ξέρετε εννοούν πως μπορεί κι εμείς να κάνουμε εκλογές, μπορεί και τα δικά μας Κοινοβούλια να ψηφίσουν διαφορετικά.
Μπορεί κάποια χώρα να πει όπως έχει πει ήδη η Φιλανδία, θα κάνουμε και εμείς δημοψήφισμα για το εάν θα δοθεί άλλο πρόγραμμα στην Ελλάδα. Και είναι να απορεί κανείς, δεν καταλαβαίνουν την αντιμετώπιση, δεν καταλαβαίνουν την αντιστροφή του εκβιασμού, της απειλής, του μηνύματος;
Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτά τα επιχειρήματα είναι όλα αντιστρέψιμα επιχειρήματα; Γιατί όταν επικαλείσαι τη Δημοκρατία απευθυνόμενος σε χώρες που έχουν δημοκρατικούς θεσμούς, μπορούν και αυτές ανά πάσα στιγμή να επικαλούνται τα δικά τους κοινοβούλια, τις δικές τους εκλογές, τα δικά τους συμφέροντα;
Όπως και να το κάνεις κάθε λίγο και λιγάκι σε μία Κοινότητα 28 κρατών-μελών, σε μία Ευρωζώνη 19 κρατών-μελών θα έχεις εκλογές κι αν δεν έχεις εθνικές εκλογές θα έχεις περιφερειακές, θα έχεις στις ομοσπονδιακές οντότητες, θα έχεις κάτι, θα έχεις πολιτικές κρίσης, θα έχεις μεγάλα θέματα.
Όπως ανοίγει τώρα το μεγάλο θέμα της ίδιας της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της ίδιας της υπόστασης του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω της Σκοτίας, θέματα τα οποία αφορούν προφανώς την παγκόσμια οικονομία.
Άρα τι έχει συμβεί μετά από 100 και πλέον μέρες, που βρισκόμαστε; Βρισκόμαστε στο απόλυτο στρατηγικό κενό και είναι πραγματικά να λυπάται κανείς διότι ο ελληνικός λαός προφανώς δε θέλει να βρεθεί αντιμέτωπος με παρόμοια διλήμματα, ούτε είναι δυνατόν να έχεις έναν Πρωθυπουργό ο οποίος λέει επίσημα ότι «ξέρετε δεν έχω λόγο να κάνω εκλογές, νοιώθω τόσο δυνατός, είμαι τόσο αλαζονικός ως Πρωθυπουργός, ώστε βλέποντας τις δημοσκοπήσεις θεωρώ βέβαιη την ενίσχυση της εκλογικής μου δύναμης, άρα παρέλκει η διαδικασία των εκλογών, αλλά μπορεί να κάνω δημοψήφισμα».
Δε βλέπει ότι στις δημοσκοπήσεις έχει απαντήσει προκαταβολικά ο ελληνικός λαός σε όλα τα πιθανά ερωτήματα, γιατί ο ελληνικός λαός θέλει την παραμονή της χώρας στο ευρώ, γιατί ο ελληνικός λαός θέλει ασφάλεια, θέλει σοβαρότητα, θέλει βελτίωση του πλαισίου, άρα θέλει να υπάρχει ένα πλαίσιο, θέλει μια συμφωνία και θέλει μια συμφωνία η οποία ει δυνατόν να είναι καλύτερη και πάντως σε καμία περίπτωση δε θέλει μία συμφωνία χειρότερη.
Γι΄ αυτό αναφέρθηκα χθες στο περιβόητο email Χαρδούβελη και είπα ας το κρατήσουμε αυτό στο αρχείο μας, γιατί όταν θα φτάσουμε στη συμφωνία θα αξιολογήσουμε.
Αλλά βλέποντας τις συνεχείς και συστηματικές διαρροές στα μέσα ενημέρωσης, φοβούμαι ότι το email Χαρδούβελη που εμπεριείχε τις δικές μας κόκκινες γραμμές και που το περιεχόμενό του πρέπει να διαβαστεί πραγματικά και όχι μυθολογικά, θα φαίνεται ως μια χαρούμενη παιδική εκδρομή σε σχέση με το τρενάκι του τρόμου που σε λίγο θα έρθει με μια σειρά από μέτρα που δεν υπήρχε λόγος να πάρει η χώρα και τα παίρνει τώρα επειδή μόνοι μας, δηλαδή η Κυβέρνηση, επιδείνωσε την κατάσταση τους τελευταίους τρεις μήνες.
Άρα αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε.
Και αυτό σημαίνει αγαπητές μου και αγαπητοί μου ότι οι μέρες από τώρα έως το συνέδριό μας, που αρχίζει στις 5 Ιουνίου, θα είναι μέρες ενδιαφέρουσες και πυκνές σε πολιτικές εξελίξεις.
Και φυσικά εμείς πρέπει ταυτόχρονα με την προσυνεδριακή διαδικασία και την εσωτερική μας συζήτηση, να έχουμε το μυαλό μας στραμμένο και την προσοχή μας προς αυτά τα μεγάλα θέματα που αφορούν τη χώρα και φυσικά σε πολλά άλλα πέραν των όσων αναφέρθηκα, που αφορούν την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας και άμυνας, το μεταναστευτικό, τους θεσμούς, όλο το πλέγμα της κυβερνητικής πολιτικής.
Και είμαστε σε ετοιμότητα. Είμαστε σε ετοιμότητα γιατί πράγματι λειτουργούμε ως εγγυητές της σταθερότητας όχι της κυβερνητικής, της εθνικής, της στρατηγικής σταθερότητας. Το λέω σε σας, γιατί ξέρω ότι το πιστεύετε και συμμερίζεστε την άποψή μου.
Είναι βέβαιο ότι θα δικαιωθούμε και το λέω κι ας με συγχωρήσουν όσοι διαφωνούν μαζί μας. Θα δικαιωθούμε είτε επειδή θα καταστεί σαφές πως δεν υπήρχε άλλη πολιτική και ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσχωρήσει στην πολιτική μας, αφού κέρδισε τις εκλογές μέσα από μια αλυσίδα ψεμάτων, ωμών ψεμάτων. Είτε επειδή δε θα προσχωρήσει στην πολιτική μας και η χώρα θα συγκρουστεί με το αδιέξοδο.
Δε θέλουμε να δικαιωθούμε μέσα από μία εθνική περιπέτεια, θέλουμε να δικαιωθούμε επειδή θα ζητήσουν κάποιοι συγνώμη όχι από μας, αλλά από τον ελληνικό λαό για ψέματα, δημαγωγίες, λαϊκισμούς, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις, οι οποίες όμως παρήγαγαν ένα πολιτικό αποτέλεσμα. Ένα πολιτικό αποτέλεσμα εις βάρος του ΠΑΣΟΚ πρωτίστως.
Αλλά θα μου επιτρέψετε να πω ότι γι΄ αυτό φταίμε κι εμείς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι και στη δεκαετία του ΄80 και στη δεκαετία του ΄90 και στη δεκαετία του 2000. Καλλιεργήσαμε νοοτροπίες, αντιλήψεις, συμπεριφορές, προσδοκίες.
Δημιουργήσαμε μια αίσθηση κεκτημένων δικαιωμάτων, δημιουργήσαμε τη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν αμφισβητείται, ότι όλα θα πηγαίνουν μόνον προς το καλύτερο, ότι θα υπάρχει πάντα μια πολιτική γενναίων παροχών, ότι δε θα περάσουμε ποτέ από μία φάση κρίσης, αμφισβήτησης, ότι δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε.
Και αυτό μας έφερε σε σύγκρουση με τους εαυτούς μας, μας έφερε σε μια κατάσταση αμφιθυμίας, η οποία ακόμη υπάρχει σε κάποιους κύκλους και στο εσωτερικό της μικρότερης, της πολύ μικρότερης παράταξής μας κι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να το συζητήσουμε με ευθύτητα στο συνέδριό μας.
Και βεβαίως υπάρχουν οι άνθρωποι που κατέφυγαν στο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θεωρούν ότι εκεί υπάρχει το αυθεντικό παλιό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ΄70, της δεκαετίας του ΄80, με όλες τις προσδοκίες, όλες τις πρακτικές. Και βλέπουμε ότι οι πρακτικές αυτές είναι οι παλαιοκομματικές πρακτικές των χειρότερων όψεων της μεταπολίτευσης, που την καταγγέλλει ο κ. Τσίπρας και ταυτόχρονα την ονειρεύεται και την επιθυμεί.
Και αυτό αφορά και την πολιτική διαπραγμάτευση. Όπως έβαλε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πολιτικά τη χώρα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, όπως έβαλε πολιτικά ο Κωνσταντίνος Σημίτης τη χώρα στην ΟΝΕ, έτσι και αυτός να λύσει πολιτικά το πρόβλημά του τρίτου μνημονίου και της χρηματοδότησης!
Συγκρίνουμε τώρα την Ελλάδα του 1980 έξι χρόνια μετά τη δικτατορία, μέσα σε μία Νότια Ευρώπη που έβγαινε από δικτατορίες και την πολιτική λογική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τότε, που καταλάβαινε ότι λειτουργεί σταθεροποιητικά για τις νέες Δημοκρατίες, με την κατάσταση του 2015, με τους σκληρούς συσχετισμούς στην Ευρωζώνη, με τους παγκόσμιους συσχετισμούς.
Ή συγκρίνουμε το πώς μπήκε η Ελλάδα στην ΟΝΕ το 2000-2001 σε φυσική μορφή του ευρώ, λέγοντας μόνοι μας ότι παραποιήσαμε τα στοιχεία, ενώ έχω πει πολλές φορές ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ανάγκη να βάλει την Ελλάδα, γιατί είχε καλύτερα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά στοιχεία από την Ιταλία και μόνον η είσοδος της Ελλάδας θα διασφάλιζε την είσοδο της Ιταλίας, που είναι μία από τις εφτά μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και χωρίς τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία δεν υπήρχε Ευρωζώνη.
Τόσο απλά είναι τα πράγματα, αλλά όταν κανείς φαντασιώνεται ότι θα ξαναζήσει τη μεταπολίτευση που καταγγέλλει και αυτό γίνεται αποδεκτό από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, βεβαίως πρέπει να ανασκουμπωθούμε για να ξαναμιλήσουμε στο όνομα της αλήθειας.
Αυτό μας έμεινε στο κάτω-κάτω. Θεωρούμε ότι δεν πρέπει να παίξουμε ένα ρόλο κυβερνητικό, μα δε θέλουμε να παίξουμε ένα ρόλο κυβερνητικό, άλλοι αμφιταλαντεύονται μεταξύ μιας ήπιας αντιπολίτευσης και μίας συμβουλευτικής συμπολίτευσης, άλλοι.
Εμείς έχουμε μια καθαρή γραμμή, έχουμε τη γραμμή της αλήθειας. Το «κρατάμε ψηλά την αλήθεια» ως η συνέχεια του «κρατάμε ψηλά την ευθύνη» σημαίνει πάρα πολλά. Δε θέλησε ο ελληνικός λαός στις εκλογές να έχουμε την ευθύνη, αλλά κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει το δικαίωμα να λέμε την αλήθεια.
Και επίσης κανείς δε θα μας κάνει να ξεχάσουμε ότι εφαρμόσαμε μία πολιτική στο πλαίσιο των επιλογών που έκανε ο ελληνικός λαός το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, δημοκρατικών επιλογών στο μέσον της κρίσης και εν γνώσει των συνεπειών της κρίσης.
Αυτά είναι λοιπόν τα μεγάλα θέματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τώρα, αυτά είναι τα θέματα τα οποία θα συζητήσουμε, γιατί από αυτά εξαρτάται ο λόγος η ταυτότητα και η προοπτική του χώρου. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε για το μέλλον της παράταξης, ανεξάρτητα από τα μεγάλα διλήμματα για το μέλλον της χώρας και σε αυτά πρέπει να τοποθετηθούμε.
Ακούω τις γελοιότητες ότι «το ΠΑΣΟΚ έκανε δεξιά στροφή από τότε που συνεργάστηκε με τη Νέα Δημοκρατία». Από πότε; Όταν το ζήτησε μόνο του στις αρχές του Ιουνίου του 2011, προσφέροντας την Πρωθυπουργία; Όταν αυτό κατέστη επιβεβλημένο λόγω της όξυνσης της κρίσης το Νοέμβριο του 2011, μαζί με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό μάλιστα τη στιγμή εκείνη;
Όταν έγινε τον Ιούνιο του 2012 μετά από εκλογές επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δε θέλησε να πάρει μέρος σε μια Κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας κι επειδή όλοι συμπεριλαμβανομένης και της ΔΗΜΑΡ μας οδήγησαν στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου για να «σκυλεύσουν» πάνω στο ΠΑΣΟΚ; Και ποιοι προσχώρησαν στη στρατηγική ποιου; Το ΠΑΣΟΚ στη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας και της ΔΗΜΑΡ ή η ΔΗΜΑΡ και η Νέα Δημοκρατία στη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ;
Και εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει η υποχρέωσή μας να μετέχουμε σε ένα δημοκρατικό τόξο που υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου σε σχέση με το φασισμό και το ναζισμό; Υπάρχει. Δεν υπάρχει η υποχρέωσή μας να μιλάμε καθαρά με όρους ευρωπαϊκούς προοδευτικούς σοσιαλδημοκρατικούς; Υπάρχει.
Γιατί πρέπει να αφήσουμε το γήπεδο της Δημοκρατίας, το γήπεδο της Ευρώπης, το γήπεδο των προοδευτικών αντιλήψεων σε άλλους; Δεν το αφήνουμε, είναι ένα γήπεδο δικό μας, στο οποίο εμείς καλούμαστε να ανασυγκροτήσουμε, να αναστήσουμε αν θέλετε την παράταξή μας, με τη μαγιά που υπάρχει.
Και η μαγιά αυτή είστε εσείς, είναι όλοι όσοι θα πάρουν μέρος στις προσυνεδριακές διαδικασίες. Είναι δική μου υποχρέωση να εναποθέσω στα χέρια του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ το μέλλον της παράταξης και είναι υποχρέωση των μελών και των στελεχών της παράταξης που θα εκπροσωπηθούν στο συνέδριο.
Γιατί οι σύνεδροι είναι αυτοί που συγκροτούν το Σώμα της παράταξης, να ανταποκριθούν στην πρόσκληση αυτή και να μου πουν καθαρά τι είναι αυτό που θέλουν, τι τους εκφράζει, τι είναι αυτό που τους εκφράζει πολιτικά ιδεολογικά αξιακά αισθητικά ιστορικά ηθικά.
Και πρέπει η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και ο Πρόεδρός του και η Κεντρική του Επιτροπή και όλα τα όργανά του να πάρουν το μήνυμα αυτό και να κάνουν τις προσπάθειες, χωρίς αναβολές, χωρίς δισταγμούς, χωρίς αμφιθυμίες, με γενναιοδωρία, με ανοιχτή διάθεση.
Γιατί μόνον έτσι μπορούμε να δώσουμε μία προοπτική και να κρατήσουμε και τις ισορροπίες του πολιτικού συστήματος δηλαδή της Δημοκρατίας στον τόπο μας κι αυτός είναι ένας ρόλος εξαιρετικά σημαντικός για το ΠΑΣΟΚ, για τη Δημοκρατική Παράταξη, για το χώρο, για το κίνημα, για όλους εμάς που εκφραζόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην πολιτική δημοκρατική ζωή της χώρας.
Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν θέλω να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας, για τη διάθεσή σας, για την πρωτοβουλία σας να οργανώσετε αυτόν τον προσυνεδριακό διάλογο και να σας καλέσω να μεταφέρετε τα μηνύματα σε όσο γίνεται περισσότερους φίλους και συντρόφους, που τους θέλουμε μαζί μας χωρίς κανέναν αποκλεισμό σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια που κάνουμε.
Σας ευχαριστώ πολύ.