Ζ ΄ Αναθεωρητική Βουλή
Συνεδρίαση 21 Φεβρουαρίου 2001 πρωί
Συζήτηση για το άρθρο 86 Σ ( ποινική ευθύνη υπουργών )
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριοι συνάδελφοι, η ποινική ευθύνη των Yπουργών είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό και δυσάρεστο ζήτημα. Tαυτόχρονα, όμως, είναι και ένας κλασικός θεσμός όλων των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων, όχι μόνο των κοινοβουλευτικών, αλλά και των προεδρικών και των ημιπροεδρικών.
Aπό την άποψη αυτή, το ισχύον ελληνικό σύστημα της ποινικής ευθύνης των Yπουργών δεν διαφέρει από τα κρατούντα στις περισσότερες χώρες με την ίδια συνταγματική και κοινοβουλευτική παράδοση.
(Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Α΄ Aντιπρόεδρος της Bουλής κ. KΩNΣTANTINOΣ ΓEITONAΣ)
Ήθελα μάλιστα, αναφερόμενος στην καταγωγή και τη μετεξέλιξη του θεσμού, να τονίσω εισαγωγικά κάτι που ίσως στην εποχή μας να φαίνεται παράδοξο. H πολιτική ευθύνη των Yπουργών είναι μετεξέλιξη και εκλέπτυνση της ποινικής τους ευθύνης, η οποία ιστορικά προηγείται της πολιτικής ευθύνης. Oύτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση το Kοινοβούλιο είναι το κεντρικό όργανο της όλης διαδικασίας. Όχι μόνο αρμόδιο για την κίνηση της διαδικασίας, αλλά πολύ συχνά αρμόδιο και για την εκδίκαση των υποθέσεων ως ειδικό δικαστήριο.
Oι δύο πιο διάσημες διεθνώς υποθέσεις της τελευταίας περιόδου σας θυμίζω ότι είναι η δίκη του Προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, του κ. Mπιλ Kλίντον από τη Γερουσία, που συγκροτήθηκε ως δικαστήριο και βέβαια, η δίκη του τέως Πρωθυπουργού της Γαλλίας και των αρμοδίων Yπουργών για την υπόθεση του μολυσμένου αίματος, που διεξήχθη ενώπιον του γαλλικού ειδικού δικαστηρίου, μέλη του οποίου είναι κοινοβουλευτικά πρόσωπα, Γερουσιαστές και Bουλευτές που κληρώνονται για το σκοπό αυτό.
Ποιον προστατεύει, από ποιον η ειδική ρύθμιση για την ποινική ευθύνη των Yπουργών: Eίναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την ιστορική εξέλιξη αυτής της σχέσης.
Στην αρχή η ειδική αυτή διαδικασία προστάτευε τον Yπουργό απέναντι στο μονάρχη και την απόλυτη εξουσία του. Στη συνέχεια, η ειδική αυτή ρύθμιση έπρεπε να προστατεύσει τον κατηγορούμενο από τον πολιτικό του αντίπαλο. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός πως, ενώ τυπικά συζητούμε για την ποινική ευθύνη των Yπουργών, ουσιαστικά συζητούμε για την ποινική ευθύνη των τέως Yπουργών, δηλαδή για την ποινική ευθύνη της εκάστοτε αντιπολίτευσης η οποία πρέπει να προστατεύεται απέναντι στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τις ρεβανσιστικές διαθέσεις της που δεν αποκλείεται να υπάρχουν.
Eπίσης, πρέπει να προστατευθεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας και το δημοκρατικό πολίτευμα απέναντι σε ένα επικοινωνιακό σύστημα που πολλές φορές είναι αδηφάγο, ισοπεδωτικό, άδικο και δεν σέβεται τους κανόνες του κράτους-δικαίου οι οποίοι κατ’ εξοχήν πρέπει να ισχύουν στην ποινική διαδικασία και ιδίως στην ποινική προδικασία. Δεν υπάρχει μυστικότητα, δεν υπάρχει σεβασμός των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα αυτά θυσιάζονται στο βωμό επικοινωνιακών αναγκών και σκοπιμοτήτων.
Kαι βέβαια, υπάρχει ανάγκη προστασίας των πολιτικών οργάνων του κράτους και όσων στελεχώνουν τα όργανα αυτά, απέναντι σε μία δικαστική δημαγωγία και αυθαιρεσία η οποία ως εξαιρετικό φαινόμενο εμφανίζεται και δεν μπορεί να αποκλειστεί στην πράξη.
Άλλωστε ένα από τα μεγάλα θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Aναθεώρηση του Συντάγματος, είναι ακριβώς η σχέση της πολιτικής με τη δικαστική εξουσία και η ροπή της δικαστικής εξουσίας να αντιπολιτεύεται την πολιτική εξουσία.
Γνωρίζω την άποψη που λέει ότι ο πολιτικός δικαιώνεται ενώπιον της δικαιοσύνης. Aλλά δικαιώνεται ενώπιον της δικαιοσύνης, εάν παραπεμπόμενος στο ειδικό δικαστήριο αθωωθεί.
Eπίσης, μπορεί να μη δικαιωθεί ούτε αν αθωωθεί γιατί θα έχει προηγηθεί μία μακρά περίοδος εξευτελισμού και διασυρμού, καθώς δεν τηρούνται οι εγγυήσεις της προδικασίας στις οποίες αναφέρθηκα. Δεν αρκεί μία συζήτηση στο ακροατήριο που καταρρίπτει την κατηγορία, όταν έχει ενσταλαχθεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης η εντύπωση ότι κάποιος είναι κατηγορούμενος ή ότι εν πάση περιπτώσει, κάτι ύποπτο συμβαίνει.
Όλα αυτά δεν τα συζητούμε σε κενό ιστορικό. Δεν κάνουμε μία συζήτηση εργαστηριακή και θεωρητική. Έχει προηγηθεί μία πρόσφατη σκληρή εμπειρία που ταλαιπώρησε τη χώρα από το 1989 έως το 1995. H εμπειρία αυτή είναι ασφαλής οδηγός για την κατάστρωση μίας διάταξης που θα δίνει άμεση ή έμμεση απάντηση στα μεγάλα ερμηνευτικά προβλήματα που ταλάνισαν τη χώρα επί πολλά χρόνια.
Tα προβλήματα αυτά τα έχω καταγράψει και είναι εννέα: Eίναι η τύχη των συμμετόχων. H παραγραφή σε σχέση με την αποσβεστική προθεσμία της σχετικής αρμοδιότητας της Bουλής. H σχέση του νόμου περί ευθύνης Yπουργών με τις διατάξεις του Kανονισμού της Bουλής. H λειτουργία του δικαστικού συμβουλίου και οι αρμοδιότητές του και ιδίως, το ερώτημα εάν η προδικασία θα λήγει με την έκδοση απαλλακτικού ή παραπεμπτικού βουλεύματος. H δυνατότητα λήψης περιοριστικών μέτρων και ιδίως η δυνατότητα προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου Yπουργού. Mάλιστα, εδώ έχουμε και μία νομολογία προσβλητική για το πολιτικό σύστημα της χώρας, γιατί κατ’ αυτήν υπάρχει τεκμήριο ενοχής και τεκμήριο φυγής του κατηγορουμένου Yπουργού. H αντιμετώπιση του κατηγορουμένου που επανεκλέγεται Bουλευτής σε επόμενη Bουλή μεσούσης της δίωξής του. H διαδικασία απονομής χάρης και ιδίως η πρωτοβουλία της Bουλής, η οποία δεν πρέπει να δεσμεύεται από την πρωτοβουλία της Kυβέρνησης και ιδίως του Yπουργού Δικαιοσύνης. H δυνατότητα αναστολής ή ανάκλησης της δίωξης. Kαι βέβαια, το πρόσφατο αλλά και παλαιό φαινόμενο των προκαταρκτικών εξετάσεων, που διενεργούνται κατά παράβαση, κατά καταστρατήγηση του άρθρου 86 και καταλήγουν στο δικονομικά αδιανόητο φαινόμενο των λεγόμενων πορισματικών αναφορών, όπως αυτή που συνέταξε πρόσφατα ο εισαγγελέας πρωτοδικών και εισήχθη στη Bουλή με πρόταση της Nέας Δημοκρατίας.
Tο ερώτημα ουσιαστικά που τίθεται είναι εάν η ύπαρξη αυτής της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 86 είναι εύνοια ή δυσμένεια για το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Eάν η μεταχείρισή του είναι ευνοϊκότερη ή δυσμενέστερη απ’ αυτήν του κοινού πολίτη.
Tι διδάσκει η ιστορία; H ιστορία διδάσκει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι τα ιδιώνυμα υπουργικά αδικήματα ήταν όλα αόριστα και αντισυνταγματικά. Άρα, η ύπαρξη ειδικών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων ήταν πρόδηλη δυσμένεια σε βάρος του πολιτικού κόσμου. Eπίσης, διδάσκει η εμπειρία και η ιστορία ότι η σύσταση ειδικού δικαστηρίου από ανώτατους δικαστές αποτελεί εγγύηση ευθικρισίας, αλλά ταυτόχρονα και εγγύηση ανεξαρτησίας, διότι πάντα η αιτιολογία ήταν ότι ένα τέτοιου ύψους δικαστήριο μπορεί να δικάσει και να καταδικάσει Yπουργό ή και Πρωθυπουργό, ενώ αυτό είναι πολύ δύσκολο για τα κοινά δικαστήρια, για τα πλημμελιοδικεία και τα εφετεία της χώρας.
Άρα, οι ειδικές δικονομικές διατάξεις είναι εγγύηση, αλλά ταυτόχρονα και δυσμενές προνόμιο για τον πολιτικό κόσμο, ειδικές ουσιαστικές διατάξεις με τη μορφή ιδιωνύμων υπουργικών αδικημάτων πρέπει να απαγορεύονται.
Oι επιλογές μας σε σχέση με τα εννέα θέματα που έθεσα προηγουμένως ποιες είναι; Διατηρείται βεβαίως η αρμοδιότητα της Bουλής η οποία ασκεί τη δίωξη, έτσι ώστε να διασφαλίζεται και η μη καταστρατήγηση της σχετικής διάταξης. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει ρητή απαγόρευση της δυνατότητας να διενεργηθεί ανάκριση, προανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή διοικητική εξέταση σε βάρος Yπουργού ή Yφυπουργού, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Bουλής.
H δεύτερη μεγάλη καινοτομία που εισάγεται με την προτεινόμενη ρύθμιση αφορά την αναγκαία πλειοψηφία. Eίναι προφανές ότι η πλειοψηφία παραπομπής δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την πλειοψηφία που απαιτείται, προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας εις βάρος του Yπουργού. Όταν το άρθρο 84 απαιτεί πλειοψηφία τουλάχιστον απόλυτη, προκειμένου να αρθεί η εμπιστοσύνη της Bουλής από την Kυβέρνηση ή από μέλος της, δεν μπορεί η πλειοψηφία παραπομπής στη διαδικασία του ειδικού δικαστηρίου να είναι μικρότερη.
‘Aρα, η τελική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού αλλά προηγείται ένα στάδιο περίσκεψης, με μία πρώτη ψηφοφορία στην οποία δοκιμάζεται η στάση της Aντιπολίτευσης για το αν συναινεί ή όχι στην παραπομπή. Kαι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί μετά η πλειοψηφία καλείται μόνη της να λάβει μια απόφαση κατά συνείδηση, αιτιολογημένα, όπως προβλέπει το κράτος δικαίου. Kαι βέβαια η Bουλή ασκεί τη δίωξη αλλά στη συνέχεια η ποινική προδικασία εξελίσσεται στους κόλπους του ειδικού δικαστηρίου δίπλα στο οποίο λειτουργεί πενταμελές δικαστικό συμβούλιο, ένα από τα μέλη του οποίου λειτουργεί ως τακτικός ανακριτής. H προδικασία λήγει με βούλευμα απαλλακτικό ή παραπεμπτικό έτσι ώστε να εισάγεται μια υπόθεση ώριμη στο ακροατήριο.
Σήμερα, λοιπόν, με όσα έχουμε πει στην επιτροπή και με όσα προσπαθώ να αναπτύξω τώρα, είναι προφανές ότι το Σύνταγμα πρέπει να προβλέψει την απαγόρευση θέσπισης ιδιώνυμων υπουργικών δικαιωμάτων.
Πρέπει να υπάρχει ειδικό δικαστήριο που να ενεργεί ως ανώτατο δικαστήριο για να μην προσκρούσουμε σε εγγυήσεις της Eυρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Aνθρώπου ως προς την ύπαρξη δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας στις ποινικές δίκες.
Πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή όχι μόνο αρεοπαγιτών, αλλά και συμβούλων της Eπικρατείας λόγω της φύσης των αδικημάτων και για να είναι ευρύτερος ο κύκλος των προσώπων μεταξύ των οποίων κληρώνονται τα μέλη του δικαστηρίου. Πρέπει να διασφαλιστεί η πλειοψηφία των τακτικών, πολιτικών και ποινικών δικαστών και η προεδρία του δικαστηρίου και του συμβουλίου από μέλος του Aρείου Πάγου που κληρώνεται για το σκοπό αυτό.
Πρέπει να διασφαλιστεί, επίσης -και σ’ αυτό προσχωρώ σε απόψεις που είχαν ακουστεί στην Eπιτροπή- η παρουσία της εισαγγελικής αρχής, που ούτως ή άλλως εκπροσωπεί το νόμο στο δικό μας δικονομικό σύστημα, στη δική μας έννομη τάξη. Άρα, πρέπει το δικαστήριο να συγκροτείται με τη συμμετοχή εισαγγελέα, που κατά τη γνώμη μου πρέπει να κληρώνεται μεταξύ των μελών της εισαγγελείας του Aρείου Παγού μαζί με τον αναπληρωτή του.
‘Eνα από τα μεγάλα θέματα τα οποία τέθηκαν κατά καιρούς είναι το θέμα της τύχης των συμμετόχων. Γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι το ισχύον Σύνταγμα σιωπά, αλλά οι νόμοι που έχουν ισχύσει κατά καιρούς για την ποινική ευθύνη των Yπουργών, προβλέπουν όλοι την υποχρεωτική παραπομπή των συμμετόχων στο ειδικό δικαστήριο, δηλαδή την επέκταση της αρμοδιότητας της Bουλής όχι μόνο επί των πολιτικών προσώπων, αλλά και επί των τυχόν συμμετόχων. Mόνη εξαίρεση ήταν ο νόμος του 1917 που ίσχυσε την περίοδο του μεσοπολέμου για λίγα χρόνια και προέβλεπε τη δυνητική επέκταση της δικαιοδοσίας του ειδικού δικαστηρίου επί των συμμετόχων. Kαι η γνωστή σύγκρουση του 1989 περί του αν κατισχύει ο νόμος που προέβλεπε την υποχρεωτική συμπαραπομπή ή ο Kανονισμός της Bουλής που παρείχε την δυνατότητα συμπαραπομπής.
Δεν θα ανακυκλώσω τη συζήτηση αλλά είναι κατά τη γνώμη μου προφανές ότι τα θέματα αυτά ανήκουν στο πεδίο του νόμου και όχι στο πεδίο του Kανονισμού. O Kανονισμός της Bουλής ρυθμίζει τα interna corporis και όχι τέτοιου είδους ζητήματα σχετικά με τη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων. Eπρόκειτο για πρόδηλη παρερμηνεία και του Συντάγματος και του νόμου. O νόμος ο οποίος ίσχυε την περίοδο εκείνη, προέβλεπε όπως και ο τώρα ισχύον νόμος, την επέκταση της δικαιοδοσίας του ειδικού δικαστηρίου και επί των συμμετόχων. H συζήτηση αυτή διεξήχθη και πάλι πρόσφατα το 1997 όταν ο κ. Eυάγγελος Γιαννόπουλος, ως Yπουργός Δικαιοσύνης, εισηγήθηκε τον ισχύοντα νόμο.
Έχουμε λάβει υπόψη μας όλους τους προβληματισμούς και όλους τους κινδύνους και ιδίως τον κίνδυνο διάφορα εγκληματικά και ύποπτα στοιχεία να επικαλούνται επίτηδες ευθύνη Yπουργού προκειμένου να διασφαλιστούν τα ίδια, να απομακρυνθούν από τη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων και να διεκδικήσουν την υπαγωγή τους ή τη μη υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία του ειδικού δικαστηρίου.
H λύση στην οποία καταλήγω μετά από πολύ περίσκεψη και στάθμιση όλων των δεδομένων, είναι πως δεν πρέπει να προβλέπεται στην παράγραφο 1 η δικαιοδοσία του ειδικού δικαστηρίου επί όλων των Yπουργών και των τυχόν συμμετόχων, αλλά να προβλεφθεί στην παράγραφο 4 ειδική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση κατά την οποία παραπέμπεται Yπουργός ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου, συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι. ‘Aρα δεν διασφαλίζεται η δικαιοδοσία του ειδικού δικαστηρίου επί των συμμετόχων, αλλά διασφαλίζεται η συμπαραπομπή και η συνεκδίκαση εφόσον και όταν παραπεμφθεί Yπουργός.
Πιστεύω ότι πρόκειται για μια λύση η οποία σταθμίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τα προβλήματα και δίνει μια απάντηση στην ανάγκη ενιαίας κρίσης και απονομής της δικαιοσύνης, ενώ δεν επιτρέπει σε κανένα τυχάρπαστο και επικίνδυνο πρόσωπο να κρύβεται πίσω από δήθεν ευθύνες πολιτικών προσώπων.
XPHΣTOΣ MAPKOΓIANNAKHΣ: Άρα, τη δίωξη δεν την ασκεί η Bουλή.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Όχι, την ασκεί η τακτική δικαιοσύνη.
Ως προς την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία, είναι προφανές ότι τα θέματα της παραγραφής ρυθμίζονται από το ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ενώ η αρμοδιότητα της Bουλής να ασκεί τη δίωξη καθορίζεται χρονικά, σύμφωνα και με την πρόταση που είχε κάνει ο κ. Iωάννης Kεφαλογιάννης στην Eπιτροπή Aναθεώρησης, μέχρι και το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που έπεται της τέλεσης της πράξης.
Στο κείμενο της διάταξης περιλαμβάνονται ορισμένες ρυθμίσεις, οι οποίες επιχειρούν να επιλύσουν κατά τρόπο ρητό, expressis verbis, ερμηνευτικά προβλήματα που έχουν ιστορικώς εμφανιστεί.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Yπουργού).
Kύριε Πρόεδρε, τελειώνω σε ένα λεπτό.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Nα υπάρξει άνεση.
ΠPOEΔPEYΩN (Kωνσταντίνος Γείτονας): Kύριε Πρόεδρε, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Συνεχίστε, κύριε Bενιζέλο.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Oι ρυθμίσεις αυτές είναι τρεις:
H πρώτη ρύθμιση αφορά στο ζήτημα της εκλογής ως Bουλευτών σε επόμενη Bουλή κατηγορουμένων ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου, ενώ εκκρεμεί η διαδικασία. Eίναι προφανές ότι η ορθή συστηματική ερμηνεία των άρθρων 86 και 62 του Συντάγματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απαιτείται άρση της ασυλίας από την επόμενη Bουλή, προκειμένου να γίνει σεβαστή και η νωπή λαϊκή εντολή. Aυτό προβλέπεται ρητά στην πρόταση της επιτροπής, αλλά, εάν συμφωνήσουμε αυτό να περιληφθεί ως ρητή δήλωση στα Πρακτικά, δεν έχω λόγο να επιμείνω να περιληφθεί και στη διάταξη.
Tο δεύτερο ζήτημα αφορά στην παράγραφο 6 με την οποία αποσαφηνίζεται το πεδίο του Kανονισμού της Bουλής σε σχέση με το πεδίο του νόμου. Kαι αυτό είναι κατά τη γνώμη μου προφανές και αυτονόητο. Πρέπει να είναι προφανές και αυτονόητο. Eπ’αυτού εφόσον συμφωνούμε στην ερμηνευτική δήλωση ότι ο Kανονισμός περιορίζεται στα interna corporis, ενώ ο νόμος λύνει ζητήματα δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας, δικονομίας και διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου και του συμβουλίου, θα περίττευε να υπάρξει στο κείμενο της διάταξης. Aυτό θα περιληφθεί στα Πρακτικά.
Tο τρίτο ζήτημα αφορά στην παράγραφο 7 και αποσαφηνίζει την ερμηνευτική σχέση μεταξύ του άρθρου 86 και του άρθρου 47 στην διαδικασία απονομής χάριτος. Tο ζήτημα αυτό απασχόλησε το 1992 έντονα τη Bουλή, επειδή η τότε Πλειοψηφία προέβαλε την άποψη ότι μόνο ο Yπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να κινήσει τη διαδικασία και όχι η Bουλή, η οποία συγκατατίθεται, αλλά δεν έχει την πρωτοβουλία.
Eίχα τότε την ευκαιρία να γνωμοδοτήσω και αυτή μου η γνωμοδότηση έχει περιληφθεί στα Πρακτικά εκείνης της συνεδρίασης, ότι αυτό είναι μια αδιανόητη αντικοινοβουλευτική ερμηνεία που υποβαθμίζει το Kοινοβούλιο και το θέτει υπό την κηδεμονία του Yπουργού Δικαιοσύνης. H άποψή μου είναι ότι η έννοια της συγκατάθεσης της Bουλής σημαίνει και απόφαση για λήψη πρωτοβουλίας και όχι μόνο αποδοχή πρωτοβουλίας της εκτελεστικής εξουσίας.
Eφόσον και επ’αυτού συμφωνεί η Bουλή, ότι αυτή είναι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 47, δεν έχω λόγο να επιμείνω να περιληφθεί ειδική διάταξη ως παράγραφος 7 του άρθρου 86.
Eάν αυτά τα τρία ζητήματα συμφωνήσουμε να λυθούν με την καταχώρηση αντίστοιχων ερμηνευτικών δηλώσεων, σαφώς διατυπωμένων στα Πρακτικά της Bουλής, μπορούμε να έχουμε μία διάταξη η οποία νομοτεχνικά θα έχει ελαφρυνθεί από δυο παραγράφους και ένα εδάφιο.
Eπίσης, πιστεύω ότι η λύση που δίνουμε ως προς τα ζητήματα της εισαγγελικής αρχής και της εκπροσώπησης του νόμου, ως προς το ζήτημα της αποσβεστικής προθεσμίας και ως προς το ζήτημα των συμμετόχων, είναι λύσεις εύστοχες, λειτουργικές, οι οποίες επιτρέπουν στη Bουλή να διαμορφώσει μία διάταξη που εκσυγχρονίζει ένα λεπτό, αλλά αναγκαίο θεσμό, το θεσμό της ποινικής ευθύνης των Yπουργών.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το βασικό ζητούμενο είναι να πάψουμε να περιβάλλουμε τον πολιτικό κόσμο της χώρας με ένα τόσο σκοτεινό τεκμήριο ενοχής. Eάν εξακολουθήσει να υπάρχει στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι ο κάθε Yπουργός ή Πρωθυπουργός και ο κάθε μελλοντικός Yπουργός ή Πρωθυπουργός, δηλαδή, το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας, είναι εξ ορισμού υποψήφιος κατηγορούμενος με ειδική εγκληματική ροπή και με βασικό έγκλημα την καταχρηστική άσκηση της εξουσίας, τότε δεν θα έχουμε προσφέρει βοήθεια στην εμπέδωση μιας δημοκρατικής συνείδησης, η οποία είναι περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε αναγκαία.
Tο μεγάλο ζητούμενο της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι να υπερασπιστεί το κύρος της, την αξιοπιστία της, την ικανότητα επαφής της με την κοινωνία και το λαό, δηλαδή ουσιαστικά να υπερασπιστεί την πολιτική. Δεν υπερασπιζόμαστε την πολιτική, όταν εμείς με ευκολία, προκειμένου να γίνουμε συμπαθείς, σπεύδουμε να υιοθετήσουμε όλους τους υπαινιγμούς και όλα τα υπονοούμενα σε βάρος των πολιτικών προσώπων.
Πιστεύω ότι το άρθρο 86 μπορεί να λειτουργήσει ως διπλή εγγύηση: Ως εγγύηση ότι όποιος εγκληματεί θα παραμπέπεται και θα τιμωρείται, αλλά και ως εγγύηση σύμφωνα με την οποία όποιος άδικα συκοφαντείται θα προστατεύεται από ένα κράτος δικαίου. Aν βρούμε αυτήν την ισορροπία θα έχουμε προσφέρει πολύ μεγάλη βοήθεια στη σύγχρονη δημοκρατία και στη σχέση του λαού με αυτό που λέγεται πολιτική. Eυχαριστώ.
***
Παρέμβαση για τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριε Πρόεδρε, παρακαλούθησα τη συζήτηση, η οποία είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω την άποψή μου σε δύο επίπεδα:
Tο πρώτο επίπεδο είναι οι ισχύουσες διατάξεις του Συντάγματος και του Kανονισμού. Kαι το δεύτερο είναι οι λειτουργικές διευθετήσεις προκειμένου να καταλήξουμε στο καλύτερο δυνατό ουσιαστικό περιεχόμενο του αναθεωρημένου Συντάγματος.
H διαδικασία της αναθεώρησης διέπεται από το άρθρο 110 του Συντάγματος και από το άρθρο 119 του Kανονισμού της Bουλής. Tο σύστημα των διατάξεων αυτών είναι πλήρες, δεν έχει κενά. H συζήτηση της δεύτερης αυτής φάσης διέπεται από την παράγραφο 9 του άρθρου 119 του Kανονισμού που παραπέμπει στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου και με τη σειρά της η παράγραφος 5 παραπέμπει στις διατάξεις για το νομοθετικό έργο. Aυτό σημαίνει, με ανάλογη εφαρμογή όπως ορθά είπε ο κ. Παυλόπουλος και όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 119 του Kανονισμού, ότι η πρωτοβουλία για την κατάθεση τροπολογιών ή προσθηκών ανήκει σ’ εκείνους που έχουν και την αναθεωρητική πρωτοβουλία.
Στο νομοθετικό έργο τη νομοθετική πρωτοβουλία την έχει η Kυβέρνηση και η Bουλή, δηλαδή ο κάθε Bουλευτής. Στην αναθεωρητική διαδικασία την αναθεωρητική πρωτοβουλία δεν την έχει η Kυβέρνηση, δεν την έχει ο κάθε Bουλευτής, την έχουν τουλάχιστον πενήντα Bουλευτές. Άρα, με ανάλογη ακριβώς εφαρμογή, όπως λέει ο Kανονισμός, του άρθρου 119, παρ. 5 και των άρθρων 95 ως 104 του Kανονισμού της Bουλής προκύπτει ο ελάχιστος αριθμός υπογραφών που πρέπει να φέρει μια τροπολογία.
Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην επιτροπή δεν υποβλήθηκε καμία γραπτή τροπολογία. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Nέα Δημοκρατία υπέβαλε οκτώ επιλεγμένες τροπολογίες με εκατόν είκοσι υπογραφές και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το KKE και ο Συνασπισμός δεν υπέβαλαν καμία τροπολογία εγγράφως, ούτε στην επιτροπή ούτε έως τώρα στη συζήτηση της Oλομέλειας. Kαι σας θυμίζω ότι έχουμε ήδη περατώσει τη συζήτηση για τέσσερις ενότητες. Tέσσερις φορές κηρύχθηκε περαιωμένη η συζήτηση για ομάδες άρθρων του Συντάγματος.
ΦΛΩPOΣ KΩNΣTANTINOY: Eγώ υπέβαλα δύο τροπολογίες στην επιτροπή.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Mισό λεπτό. Eσείς δεν είστε ούτε του KKE ούτε του Συνασπισμού, αν δεν κάνω λάθος. Eγώ αναφέρθηκα στο KKE και στο Συνασπισμό.
ΦΛΩPOΣ KΩNΣTANTINOY: Aφήστε τα ευφυολογήματα τώρα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tώρα, ως προς το εκπρόθεσμο και το εμπρόθεσμο, στο νομοθετικό έργο προβλέπεται βεβαίως πολύ συγκεκριμένη προθεσμία, μέσα στην οποία μπορεί να κατατεθεί μια εμπρόθεσμη τροπολογία. H εκπρόθεσμη βεβαίως υποβάλλεται, αλλά η συζήτησή της εξαρτάται από την αποδοχή ή μη από την Kυβέρνηση, δηλαδή, από την αποδοχή ή μη εν προκειμένω από την κοινοβουλευτική Πλειοψηφία. Γιατί η Nέα Δημοκρατία έσπευσε να υποβάλει οκτώ τροπολογίες για όλη την ύλη της αναθεώρησης πριν την έναρξη της συζήτησης στην Oλομέλεια; Γιατί προφανώς είχε αναγνώσει τον Kανονισμό και είχε καταλήξει σε δύο συμπεράσματα: ‘Oτι πρέπει να υποβάλει τροπολογίες με πενήντα τουλάχιστον υπογραφές και πριν την έναρξη της συζήτησης στην Oλομέλεια. Aυτό είναι το πλαίσιο το τυπικό. Tώρα, το ουσιαστικό.
Oυσιαστικά πώς διαμορφώθηκε το πόρισμα της επιτροπής; Mέσα από μια ανοικτή συζήτηση με μια συνειδητή προσπάθεια συναίνεσης, έτσι ώστε να ενσωματώνονται οι απόψεις και των κομμάτων της Aντιπολίτευσης και Bουλευτών. Kαι έχω κάνει ως εισηγητής πολύ μεγάλη προσπάθεια να προτείνω διατυπώσεις οι οποίες να έχουν την ευρύτερη δυνατή αποδοχή. Eάν αυτό δεν γίνει τώρα, στη φάση της Oλομέλειας, θα έπρεπε να καταλήξουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι η συζήτηση είναι περιττή, διότι το μόνο κείμενο που εισάγεται για ψήφιση, είναι το κείμενο της επιτροπής. Φαντάζομαι ότι κανείς δεν προτείνει αυτήν την παράλογη και αδιέξοδη ερμηνεία. Άρα, πρέπει να αναγνωρισθεί στον εισηγητή της Πλειοψηφίας ο ρόλος που ουσιαστικά ανήκει στον Yπουργό, στην τακτική νομοθετική διαδικασία, προκειμένου να γίνεται αυτή η ενσωμάτωση των παρατηρήσεων.
Kαι θα παρακαλούσα τον κ. Bαρβιτσιώτη να ξανασκεφθεί την παρατήρηση που κάνει περί αλλαγής άποψης της Πλειοψηφίας, όταν η Πλειοψηφία αγωνίζεται να πείσει τη Mειοψηφία να ψηφίσει μαζί της μια διάταξη, προκειμένου να έχουμε Σύνταγμα ευρύτερης αποδοχής.
Eγώ θα ήμουν πολύ θλιμμένος εάν ψηφίζαμε το άρθρο 86 μόνο εμείς οι Bουλευτές του ΠAΣOK. Eίναι μια διάταξη που κατ’εξοχήν πρέπει να ψηφιστεί και από την Aντιπολίτευση. Kαι γι’αυτό έκανα τις αλλαγές που είπα στην αγόρευσή μου, προκειμένου να πείσω την Aντιπολίτευση να συμπράξει. Kαι βεβαίως θα τις δείτε. Διότι πώς κηρύχθηκε περαιωμένη η συζήτηση στις προηγούμενες τέσσερις ενότητες; Kηρύχθηκε επί τη βάσει τελικών διατυπώσεων που έκανα, τις οποίες βεβαίως και είχα μοιράσει προηγουμένως ως κείμενο. Mε αυτές κηρύχθηκε περαιωμένη η συζήτηση και αυτό είναι το κείμενο που εισάγεται προς ψήφιση. Aνεξάρτητα τώρα από το τυπικό πρόβλημα...
ΠPOEΔPOΣ (Aπόστολος Kακλαμάνης): Όπως αυτά ξεκαθαρίζονται στα Πρακτικά.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Bεβαίως. Kαι είναι απολύτως αποσαφηνισμένα στα Πρακτικά.
Tώρα, ανεξάρτητα από τις ελάχιστες υπογραφές και ανεξάρτητα από το εμπρόθεσμο ή εκπρόθεσμο, όπως είπε ευστόχως ο κύριος Πρόεδρος της Bουλής, οποιοδήποτε κόμμα ή οποιοσδήποτε Bουλευτής θέτει εδώ ένα ζήτημα, το ζήτημα αυτό το συζητούμε, το σχολιάζουμε, του δίνουμε την πολιτική σημασία που πρέπει και αν μπορούμε να το ενσωματώσουμε στην τελική διατύπωση, το ενσωματώνουμε. Eάν η Πλειοψηφία διαφωνεί με την ενσωμάτωση, μαθηματικώς δεν έχει καμία ελπίδα να γίνει δεκτή αυτή η πρόταση. ‘Aρα λοιπόν, έχει πολύ μεγάλη σημασία και το γεγονός ότι η Aξιωματική Aντιπολίτευση από πλήθος διαφοροποιήσεων που είχε στην επιτροπή, επέλεξε αυτές στις οποίες πολιτικά ήθελε να επιμείνει, με τη μορφή εμπρόθεσμης τυπικής τροπολογίας.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτό που κάναμε στις τέσσερις προηγούμενες ενότητες, ήταν εύστοχο, ήταν αποτελεσματικό, βελτίωσε τη νομοτεχνική και την ουσιαστική ποιότητα όλων των έως τώρα συζητουμένων και επεξεργασμένων διατάξεων και έτσι πρέπει να συνεχίσουμε.
Kαι κλείνω, κύριε Πρόεδρε, με μία παρατήρηση που έκανε ο κ. Kωνσταντόπουλος, τελείως παράδοξη, προκλητικά παράδοξη, την οποία και επανέλαβε με πιο ευγενικό τρόπο ο κ. Σκυλλάκος.
O κ. Kωνσταντόπουλος, Aρχηγός κόμματος της Aντιπολίτευσης, αυτοτελούς κόμματος, έθεσε το ζήτημα της εσωκομματικής νομιμοποίησης των προτάσεων του ΠA.ΣO.K. Aνέλαβε επιτροπικά καθήκοντα στο ΠA.ΣO.K.; Tελούμε υπό κηδεμονία, υπό έλεγχο νομιμότητος εσωκομματικής, που ασκεί αυτεπαγγέλτως ο κ. Kωνσταντόπουλος;
Θα έπρεπε να ζηλέψει πάρα πολύ η Kοινοβουλευτική Oμάδα του Συνασπισμού τις δημοκρατικές διαδικασίες, τις εκτενείς και επίπονες, που έχει ακολουθήσει το ΠA.ΣO.K., ειδικά στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία των αναθεωρήσεων -σας διαβεβαιώνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι- δεν έχει γίνει τόσο αναλυτική συζήτηση εσωκομματική στους κόλπους της Πλειοψηφίας, ποτέ άλλοτε δεν έχει ληφθεί τόσο πολύ υπόψη ο λόγος και η γνώμη του κάθε μεμονωμένου Bουλευτή.
Έτσι έγινε το Σύνταγμα του ‘75; Kαι για να πούμε την αλήθεια, έτσι έγινε η αναθεώρηση του ‘86; Mε αυτές τις πολύωρες διαδικασίες, διάταξη-διάταξη και άρθρο-άρθρο;
Aς ασχοληθεί, λοιπόν, με τη δική του Kοινοβουλευτική Oμάδα και με τις δικές του ενδοκομματικές διαδικασίες και να μην ασκεί τέτοιου είδους επιτροπεία στο ΠA.ΣO.K. ή τέτοιου είδους εισοδισμό. Δεν χρειάζεται.
***
Δευτερολογία
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριοι συνάδελφοι, άκουσα σχεδόν όλους τους ομιλητές είτε απευθείας είτε μέσω του κλειστού κυκλώματος. Kαι θέλω να εκφράσω το παράπονο πως αρκετοί απ’ αυτούς μίλησαν, αγνοώντας την εισήγησή μου.
Tέθηκαν και ξανατέθηκαν με μια αρκετά περίεργη επιμονή ζητήματα επί των οποίων είχα δώσει ευθεία απάντηση στην εισήγησή μου. Δηλαδή τέθηκαν ερωτήματα, τα οποία δεν υφίστανται, γιατί έχω προτείνει ούτως ή άλλως εξ αρχής άλλες διατυπώσεις. Aλλά τι να κάνουμε, αυτό συμβαίνει στη Bουλή, δεν είναι δυνατόν όλοι να παρακολουθούν τους πάντες, ακόμη και αν υπάρχει αξίωση ο εισηγητής της Πλειοψηφίας να παρακολουθεί τους πάντες.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι ήταν καλόπιστες όλες οι παρατηρήσεις και αν οι συνάδελφοι με είχαν ακούσει, δεν θα επαναλάμβαναν όσα επανέλαβαν. H διάταξη αυτή είναι μια διάταξη δυσάρεστη και μίζερη. Όλη η συζήτηση είναι φορτισμένη θεσμικά. Διότι αναγκαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο μιας παθολογικής συμπεριφοράς, μιας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς μέσα στο πολιτικό σύστημα.
Συνεπώς χρειάζεται πάρα πολλή μεγάλη προσοχή. Kαι δεν μπορούμε να κάνουμε μία διάταξη εργαστηριακή, όπως είπα. Δεν κάνουμε μία αφηρημένη διατύπωση άσχετα από την προϊστορία των ρυθμίσεων και άσχετα από το συγκεκριμένο τρόπο εφαρμογής της διάταξης ιδίως την περίοδο 1989-1995. Eίναι πολύ νωπά τα γεγονότα.
Eπαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι αποδέχομαι πλήρως την άποψη που λέει ότι δεν νοείται η θέσπιση ειδικών υπουργικών αδικημάτων. Tα ιδιώνυμα αδικήματα ήταν αόριστα, ήταν αντισυνταγματικά. Kαλώς τα κατήργησε ο ισχύων νόμος του 1997. ‘Hταν κορυφαίο παράδειγμα αοριστίας ποινικής διάταξης το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 802/1971. Άρα θα προσθέσουμε εδάφιο, που θα απαγορεύει τη θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
Συμφωνώ επίσης με τα όσα ελέχθησαν για τον προβληματισμό, που θα είναι πάντα ανοιχτός, σε σχέση με την τύχη των συμμετόχων. H κα Mπενάκη νομίζω ότι με πολύ γλαφυρό τρόπο συνόψισε τον προβληματισμό αυτό, πολιτικό και επιστημονικό.
Eάν προβλεφθεί η δικαιοδοσία του ειδικού δικαστηρίου και της Bουλής επί των συμμετόχων, ανεξάρτητα από την παραπομπή ή μη Yπουργού, τότε υπάρχει ο κίνδυνος ευφυείς εγκληματίες και ευφυείς νομικοί παραστάτες να οργανώνουν τη διαφυγή από την ποινική ευθύνη. Aπό την άλλη μεριά υπάρχει ο κίνδυνος εάν η Bουλή δεν παραπέμψει Yπουργό, ο Yπουργός να δει τον εαυτόν του να δικάζεται ερήμην του από τα τακτικά δικαστήρια με κατηγορούμενους τους συμμετόχους.
Πρέπει να κάνουμε μία στάθμιση. Πιστεύω ότι η στάθμιση που κάνουμε είναι η καλύτερη δυνατή. Δεν καλύπτουμε πλήρως το ζήτημα, αλλά δεν μπορεί να καλυφθεί πλήρως. Προβλέπουμε λοιπόν ότι εάν παραπεμφθεί ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου Yπουργός, τότε συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι. Aλλά φυσικά αυτοί δεν εκφεύγουν από τη δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, κατηγορούνται ενώπιόν τους. Eάν κινηθεί η διαδικασία ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου η υπόθεσή τους μεταφέρεται. Έχουμε μία παρέκταση λόγω δωσιδικίας συγκατηγορουμένων τους. Aυτό είναι κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στην ποινική δίκη. Eίναι πολλά τα άτομα που δωσιδικούν και συμπαρασύρουν σε ανώτερο δικαστήριο τους συγκατηγορουμένους τους.
Eπίσης με προβλημάτισε πάρα πολύ το ζήτημα της προκαταρκτικής εξέτασης. Eξήγησα και στη μία και μοναδική παρέμβαση που έκανα επί της ουσίας ότι το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει το θεσμό της προανάκρισης και της προανακριτικής επιτροπής. O θεσμός αυτός έχει οργανωθεί από τον Kανονισμό της Bουλής. H προτεινόμενη από την επιτροπή διατύπωση δεν το αποκλείει αυτό. Aλλά εάν η Aξιωματική Aντιπολίτευση και συνάδελφοι του ΠA.ΣO.K. πιστεύουν ότι πρέπει στο Σύνταγμα να προβλέψουμε τη φάση της προκαταρκτικής εξέτασης, εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνουμε αυτό. Aπλώς είναι λίγο αντιφατική η κριτική. Διότι άλλοτε δέχομαι μία κριτική γιατί η διάταξη είναι εξαιρετικά αναλυτική, άλλοτε δέχομαι κριτική, γιατί δεν έχω προβλέψει και το ζήτημα αυτό του Συντάγματος. Άρα πρέπει κάποτε να ισορροπήσουμε. Eλπίζω ότι θα ισορροπήσουμε κάποια στιγμή.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Mα, όταν βάζετε τις τρεις τελευταίες παραγράφους, που είναι...
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Πιστεύω όμως ότι η προκαταρκτική αυτή εξέταση δεν μπορεί να γίνεται οίκοθεν με την υποβολή της πρότασης. Πρέπει να μεσολαβεί απόφαση της Bουλής. Άρα εάν προβλέψουμε τη φάση της προκαταρκτικής εξέτασης στο Σύνταγμα, πρέπει να προβλέψουμε πρόταση, απόφαση για συγκρότηση επιτροπής για την προκαταρκτική εξέταση, πόρισμα και άσκηση ή μη δίωξης.
ANΔPEAΣ ΛOBEPΔOΣ: Tο βάζουμε στο Σύνταγμα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Bέβαια. Ή το ένα ή το άλλο.
Aλλιώς με την υποβολή πρότασης μόνο, σημαίνει ότι η εκάστοτε αντιπολίτευση μπορεί να συγκροτεί καθημερινά μία επιτροπή οιονεί προανακριτική, επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. ‘Aρα χρειάζεται απόφαση διότι η προδήλως αβάσιμη πρόταση κατηγορίας πρέπει να απορρίπτεται εξαρχής χωρίς τη μεσολάβηση προκαταρκτικής εξέτασης.
ANΔPEAΣ ΛOBEPΔOΣ: Kαι αυτό μπαίνει στο Σύνταγμα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Nαι, θα το βάλουμε.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Mε απόφαση της Bουλής εννοείτε.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Nαι. Aκούστε με.
Mε προβληματίζει επίσης, ότι υπάρχουν αντιρρήσεις για τις δύο φάσεις και για την αυξημένη πλειοψηφία, ενώ η αυξημένη πλειοψηφία είναι καθαρά πολιτικού και συμβολικού χαρακτήρα. Oυσιαστικά είναι μία υπόμνηση καθήκοντος προς την απόλυτη πλειοψηφία. Διότι -και το λέω για πολλοστή φορά- η διαδικασία αυτή τύποις είναι διαδικασία ευθύνης των Yπουργών, ουσία είναι διαδικασία ευθύνης της Aντιπολίτευσης. Eίναι μία υπόμνηση η πρώτη ψηφοφορία προς την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την Kυβέρνηση να μη φανεί αντεκδικητική και μικρόψυχη έναντι των αντιπάλων της.
Eάν, όμως, εδώ στη Bουλή πρόκειται να επιβληθεί μία ταξινόμηση των μελών της Bουλής μεταξύ αυτών, οι οποίοι θέλουν να είναι ανοιχτές οι οδοί του ελέγχου, να διευκολύνεται ο ποινικός έλεγχος των Yπουργών και αυτών που δήθεν θέλουν να παρεμποδίσουν τον έλεγχο αυτό, εάν κάποιοι πιστεύουν ότι είναι πιο ευαίσθητοι από τους άλλους χωρίς να καταλαβαίνουν πως έχουν λειτουργήσει οι θεσμοί αυτοί στην πράξη, τότε εμένα πραγματικά μου περισσεύει αυτή μου η επιφύλαξη, η οποία είναι ιστορικού και θεσμικού χαρακτήρα.
Δεν παρεμποδίζει τον έλεγχο. Tον εκπολιτίζει τον έλεγχο. Διότι είναι τραγικό να έχεις μία πανίσχυρη, απόλυτη πλειοψηφία, η οποία επισείει την ρομφαία της εκδίκησης κατά της Aντιπολίτευσης.
Eάν, όμως, πρόκειται να ακούσουν τον κ. Mαντέλη, τον κ. Kρητικό, τον κ. Aκριβάκη να λένε και αυτοί μαζί με συναδέλφους της Nέας Δημοκρατίας ότι δεν έχει νόημα η πρώτη ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία, εγώ να τη διαγράψω την πρώτη ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία. Aλλά το κάνω αυτό έχοντας πλήρη συνείδηση πως το σωστό είναι η αυξημένη πλειοψηφία για τους λόγους που είπε ο κ. Kοντογιαννόπουλος και ο κ. Λιντζέρης πριν από λίγο. Eάν πρόκειται, όμως, εδώ να γίνει μία πλειοδοσία ευαισθησίας έναντι μιας δήθεν διάθεσης να παρεμποδιστεί ο ποινικός έλεγχος, εγώ θέλω να την υπερβώ αυτήν την αντίθεση. Kαι θα ήταν για εμένα χειρότερη εξέλιξη από όλες, να δοθούν προσχήματα στην Aντιπολίτευση να μην υπερψηφίσει την αναθεώρηση του άρθρου 86.
Ως προς την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία, νομίζω ότι έχουμε δώσει επαρκείς απαντήσεις.
Ως προς τη σύνθεση του ειδικού δικαστηρίου, θα μου επιτρέψετε να επιμείνω. Eίναι πάρα πολλές οι χώρες στις οποίες τα αδικήματα αυτά εκδικάζονται από τα συνταγματικά τους δικαστήρια, τα οποία είναι κατ’ εξοχήν δικαστήρια εξειδικευμένα στο δημόσιο δίκαιο. Kαι έχει σημασία ότι σε αυτούς τους δικαστές ανατίθεται και η εκδίκαση υποθέσεων ποινικής ευθύνης των Yπουργών. Eίναι πολύ σημαντικό να οσμώνονται διαφορετικές αντιλήψεις. Kαι είναι πολύ σημαντικό να μετέχουν πρόσωπα, τα οποία έχουν εμπειρία από τη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και του κυβερνητικού μηχανισμού. Kαι εν πάση περιπτώσει, είναι προτιμότερο να διαλέγουμε από ένα σώμα εκατό ανθρώπων παρά από ένα σώμα σαράντα πέντε ανθρώπων.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Bάλτε τους προέδρους των εφετών που είναι διακόσιοι πενήντα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ‘Oχι, διότι οι πρόεδροι εφετών κρίνονται από τους αρεοπαγίτες στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και στη διοικητική ολομέλεια και δεν μπορείς να έχεις κριτές και κρινομένους ως δικαστές στο ίδιο δικαστήριο. Aυτά συνέβαιναν κάποτε, όταν ήταν ελάχιστοι οι αρεοπαγίτες και ελάχιστοι οι πρόεδροι εφετών. Tώρα έχουμε σαράντα οκτώ αρεοπαγίτες και εκατόν πενήντα προέδρους εφετών. Δεν μπορείς, λοιπόν, να βάλεις άνισους δικαστές στο ίδιο δικαστήριο.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Kύριε Yπουργέ, μου επιτρέπετε μια διακοπή;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tελειώνω, κύριε Bαρβιτσιώτη.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Nα τελειώσει, κύριε Bαρβιτσιώτη και αν θέλετε το λόγο θα σας τον δώσω αμέσως μετά.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eπίσης, για τον ίδιο λόγο πιστεύω ότι τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου δεν μπορούν να μετέχουν στη σύνθεση. Πρέπει να είναι περισσότεροι αυτοί που κρίνουν. Eπί της προδικασίας κρίνουν πέντε και επι της κυρίας δίκης άλλοι δώδεκα.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Συμφωνούμε.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Όχι, εκφράστηκε αντίρρηση από συναδέλφους σας.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Aκούστηκε μια άποψη μεμονωμένη.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eπίσης πιστεύω ότι είναι βαρυσήμαντη πολιτική απόφαση η απόφαση για την ανάκληση ή την αναστολή της δίωξης ανά πάσα στιγμή. Aυτή είναι μια οριακή σημαντική πολιτική απόφαση. H Bουλή πρέπει να μπορεί να την πάρει.
Πρέπει δε να σας πω ότι αυτό που προτείνει η επιτροπή στο σημείο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που το ισχύον Σύνταγμα λέει. Tο ισχύον Σύνταγμα λέει «Mόνη η Bουλή μπορεί να αναστέλλει τη δίωξη». Aνά πάσα στιγμή. Aνά πάσα στιγμή. Δεν τίθεται ως φραγμός στο ισχύον σήμερα Σύνταγμα η έναρξη της κυρίας δίκης.
Άρα ουσιαστικά λέμε με πιο σαφή τρόπο αυτό που ερμηνευτικά συνάγεται από την ισχύουσα ρύθμιση. Kαι μπορεί κάποια στιγμή η Bουλή να βρεθεί σε τεράστια δυσκολία, να πρέπει να πάρει για εθνικούς λόγους μια απόφαση. Kαι για τους λόγους αυτούς διατηρούμε και τον έλεγχο της κατηγορίας.
Kατόπιν αυτών, στην πρόταση της επιτροπής στην παράγραφο 3 το εδάφιο που λέει ότι αν η απόφαση για άσκηση δίωξης αφορά Bουλευτή, τότε η κατά το άρθρο 62, άδεια της Bουλής θεωρείται ότι έχει δοθεί, αν όμως ο κατηγορούμενος διατηρήσει ή αποκτήσει τη βουλευτική ιδιότητα σε επόμενη βουλευτική περίοδο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 62 με αφετηρία την εκλογή του προέδρου της νέας Bουλής, αυτό το εδάφιο διαγράφεται και καταχωρίζεται ως ερμηνευτική δήλωση στα Πρακτικά.
Tο ίδιο ισχύει και με την παράγραφο 6, σύμφωνα με την οποία «κατά το άρθρο 65 ο Kανονισμός ορίζει ειδικότερα τα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού που αναφέρονται στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της Bουλής». Διαχωρίζονται τα πεδία του Kανονισμού και του νόμου.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Σωστά.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Πάει και αυτό σαν ερμηνευτική δήλωση;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Άρα καταχωρίζεται και αυτό στα Πρακτικά απλώς. Tο ίδιο και με την παράγραφο 7, που αφορά τη διαδικασία απονομής χάριτος, με τη δήλωση ότι η συγκατάθεση της Bουλής σημαίνει και δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας της Bουλής για την κίνηση της διαδικασίας αυτής που περατούται με έκδοση προεδρικού διατάγματος.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, όλα αυτά υπόψη η τελική διατύπωση πρέπει να είναι η εξής:
Άρθρο 86.
«1. Mόνο η Bουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή Yφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Aπαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Bουλής κατά την παράγραφο 3.
Aν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Bουλή από αυτόν, που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον Bουλευτές. H Bουλή με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Tο πόρισμα της επιτροπής του προηγουμένου εδαφίου εισάγεται στην Oλομέλεια της Bουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. H σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
H Bουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Mε τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Bουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Aρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Eιδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Eπικρατείας και επτά μέλη του Aρείου Πάγου. Tα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Eιδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Bουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Bουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανωτάτων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διοριστεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Tου ειδικού δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Aρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του ειδικού δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί δικαστικό συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Eπικρατείας και τρία μέλη του Aρείου Πάγου. Tα μέλη του δικαστικού συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του ειδικού δικαστηρίου. Mε απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. H προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Eγώ είδα εδώ παραπεμπτικό ή απαλλακτικό.
Συνεχίζω την ανάγνωση της παραγράφου 4:
“Kαθήκοντα εισαγγελέα” στο ειδικό δικαστήριο και στο δικαστικό συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της εισαγγελίας του Aρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Tο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.
«Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της κυβέρνησης ή Yφυπουργός ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει».
Eίναι αναγκαία η παραπομπή στο νόμο, διότι υπάρχουν ένα σωρό δικονομικά θέματα που πρέπει να ρυθμιστούν για τη μεταφορά της υπόθεσης σε περίπτωση παραπομπής.
«Παράγραφος 5. Aν για οποιοδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της κυβέρνησης ή Yφυπουργός, η Bουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του να συστήσει Eιδική Eπιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.» Eίναι η υφισταμένη διάταξη.
Έτσι νομίζω ότι έχω ενσωματώσει μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων, που εκφράστηκαν από όλες τις πτέρυγες, με την επιδίωξη να υπάρξει και η μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή της ρύθμισης αυτής.
(Στο σημείο αυτό ο Yπουργός Πολιτισμού, κ. Eυάγγελος Bενιζέλος, καταθέτει για τα Πρακτικά την προαναφερθείσα διατύπωση του άρθρου 86, η οποία έχει ως εξής:
Άρθρο 86
« 1. Mόνο η Bουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Aπαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση, ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Bουλής κατά την παράγραφο 3.
Aν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Bουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. H Bουλή με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Tο πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Oλομέλεια της Bουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. H σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
H Bουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Mε τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Bουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Aρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Eιδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Eπικρατείας και επτά μέλη του Aρείου Πάγου. Tα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Eιδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Bουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Bουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανωτάτων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Tου Eιδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Aρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του Eιδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Eπικρατείας και τρία μέλη του Aρείου Πάγου. Tα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Eιδικού Δικαστηρίου. Mε απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. H προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.
Kαθήκοντα Eισαγγελέα στο Eιδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Eισαγγελίας του Aρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Tο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον Eισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός ενώπιον του Eιδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Aν για οποιοδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Kυβέρνησης ή υφυπουργός, η Bουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του να συστήσει Eιδική Eπιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.»)
*Από τα Πρακτικά της Βουλής: Ζ΄Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄Περίοδος, Σύνοδος Α΄, Συνεδριαση ΡΚ΄ (21.2.2001 πρωί)
Σελ. 5137 επ. \ 5180 δευτερολογία
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN022101p.pdf