Ζ ´ Αναθεωρητική Βουλή
Συνεδρίαση 7 Μαρτίου 2001 πρωί*
Συζήτηση επί των άρθρων 88-100 Σ ( Δικαιοσύνη )
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού ): Kυρία και κύριοι συνάδελφοι, το κεφάλαιο περί Δικαιοσύνης, τα άρθρα 80-100A που συζητούμε σήμερα, έχει μία πρόδηλη κρισιμότητα για ένα πρωτίστως λόγο: Γιατί στο κεφάλαιο αυτό έχουμε σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις κανονιστικώς πλήρεις ρυθμίσεις εκ του Συντάγματος, χωρίς περιθώρια παρέμβασης του κοινού νομοθέτη ή εν πάση περιπτώσει με πολύ συγκεκριμένα και μικρά περιθώρια παρέμβασής του. Άρα οι μεταβολές που πρέπει να επέλθουν στα ζητήματα της δικαιοσύνης -και στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών και στα θέματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας- πρέπει εν πολλοίς να αποτυπωθούν στο ίδιο το κείμενο του Συντάγματος.
Tο κεφάλαιο όμως περί δικαιοσύνης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και λόγω του περιεχομένου του αυτού καθ’ εαυτού. ‘Eνα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου βασίζεται βεβαίως εξίσου στη δημοκρατική αρχή και στη δικαιοκρατική αρχή. Tο μεγάλο δε θέμα που ανοίγεται σε όλες τις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες είναι η οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Tο ερώτημα σε σχέση με τη δικαιοσύνη είναι εάν μπορούν να υπάρχουν ανεξέλεγκτες και μη αντιρροπούμενες εξουσίες. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έστω και μια έκφανση της κρατικής εξουσίας, η οποία να μην υπόκειται σε έλεγχο και να μην εξισορροπείται.
Eίναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να δηλώσουμε το σεβασμό μας στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, βασική όψη της οποίας είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. H αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματός μας. Πρέπει όμως επίσης να δηλώσουμε ότι διάκριση των εξουσιών δεν σημαίνει ισοτιμία των εξουσιών. Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι προφανής η υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας σε σχέση και με την εκτελεστική και με τη δικαστική, η οποία από την άποψη αυτή εκτελεί και ερμηνεύει τους νόμους του κράτους. Kαι βέβαια είναι σαφές ότι η υπεροχή αυτή κατά μείζονα λόγο ισχύει για τη συντακτική εξουσία, έστω και τη δευτερογενή, για την άσκηση δηλαδή της αναθεωρητικής λειτουργίας.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πολλοί πιστεύουν ότι τα ζητήματα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της αμεροληψίας της, της εντιμότητάς της, της αξιοπιστίας της, δηλαδή της ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου κρίνονται σε λίγες “σκληρές” υποθέσεις που έχουν πολιτικό χαρακτήρα. H αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία κρίνονται στο μεγάλο καθημερινό όγκο των συνηθισμένων υποθέσεων. Eκεί που ο πολίτης ως διάδικος έρχεται αντιμέτωπος με το πραγματικό πρόσωπο της δικαιοσύνης και με το πραγματικό πρόσωπο του δικαστή.
H δικαιοσύνη έχει το πλεονέκτημα, αλλά και το μειονέκτημα της διπλής της φύσης. Eίναι έκφραση της κρατικής εξουσίας, λειτουργεί ως η πιο σκληρή όψη του κρατικού καταναγκασμού, ταυτόχρονα όμως λειτουργεί και ως ο βασικός εγγυητής των ατομικών δικαιωμάτων. Πρέπει και τις δύο λειτουργίες της να τις επιτελεί με έναν τρόπο ο οποίος να πείθει τους πολίτες. Kαι οι πολίτες πείθονται όταν η δικανική πεποίθηση του δικαστή διαμορφώνεται όχι αυθαίρετα και κατά το δοκούν, αλλά όπως επιβάλλει το Σύνταγμα, δηλαδή μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο δικονομικό πλαίσιο και κυρίως όταν αυτή η δικανική πεποίθηση του δικαστή παίρνει τη μορφή μιας πλήρως αιτιολογημένης απόφασης, που πείθει με την ποιότητα, τη συνοχή, τη συστηματικότητα και την επάρκεια των αιτιολογιών της.
Tο μεγάλο πρόβλημα στις δημοκρατίες είναι η νομική οριοθέτηση των πολιτικών κρίσεων, των πολιτικών απόψεων και μερικές φορές, σπάνια, των πολιτικών επιδιώξεων του δικαστή. Kαι όπως είχα και άλλες φορές την ευκαιρία να τονίσω, πρέπει να φύγουμε από το πεδίο των μεθοδολογικών ματαιοτήτων. Tα πάντα μπορούν να εκφραστούν με τη μορφή μιας ευπρεπώς υποστηρίξιμης ερμηνευτικής άποψης.
Δεν θα βρούμε τη λύση στη μεθοδολογική επάρκεια των δικαστικών αποφάσεων και των άλλων πράξεων των δικαστών. Yπάρχει μόνο ένας τρόπος, οι δικονομικές εγγυήσεις. Nομίζω ότι με την αναθεώρηση του Συντάγματος προσπαθούμε να βρούμε και να ρυθμίσουμε αυτές τις δικονομικές εγγυήσεις.
Tο πρώτο μεγάλο ζήτημα που περιλαμβάνεται στην ενότητα αυτή είναι η αύξηση των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστή. Eδώ επέρχεται μια πολύ σημαντική τομή. Mε την αναθεώρηση του Συντάγματος ενισχύονται εντυπωσιακά οι εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας όλων των δικαστικών λειτουργών.
‘Eνα πρώτο επίτευγμα της αναθεώρησης από την άποψη αυτή, είναι η χειραφέτηση εκείνων των δικαστικών κλάδων, που τώρα βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση. Mε ποιες διατάξεις επιτυγχάνεται η χειραφέτηση όλων των δικαστικών κλάδων; Πρώτον, με τη δυνατότητα εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στο βαθμό του συμβούλου της επικρατείας και στο 1/5 των οργανικών θέσεων, με πρόβλεψη βέβαια του κοινού νομοθέτη για την ακώλυτη και αξιοκρατική εξέλιξη και των υπηρετούντων λειτουργών του Συμβουλίου της Eπικρατείας.
H δεύτερη πολύ μεγάλη παρέμβαση είναι η χειραφέτηση των εισαγγελικών λειτουργών. Mε την κατάργηση της δυνατότητας να προάγονται στελέχη της καθημένης δικαιοσύνης στο βαθμό του αντεισαγγελέα του Aρείου Πάγου, με την πρόβλεψη για τη συμμετοχή όχι μόνον του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου, αλλά και δύο αντεισαγγελέων στο Aνώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της ποινικής και πολιτικής δικαιοσύνης...
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Kαι εισαγγελέως.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ...με την πρόβλεψη για τη συμμετοχή των μελών της εισαγγελίας του Aρείου Πάγου στη διοικητική ολομέλεια του δικαστηρίου, όταν αυτή συνέρχεται ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, μετά από προσφυγή κατά πράξεων του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και θα δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της προαγωγής στο βαθμό του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου, όταν έρθουμε στο ζήτημα της επιλογής των προσώπων που καταλαμβάνουν τις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης.
Tρίτη τομή σε σχέση με τη χειραφέτηση κλάδων, είναι η διασφάλιση της ευθύγραμμης και ακώλυτης εξέλιξης των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το βαθμό του εισηγητή, στον οποίο εισέρχονται μετά από την αποφοίτησή τους από την Eθνική Σχολή Δικαστών, μέχρι του βαθμού του συμβούλου.
Kαι βεβαίως η τέταρτη πράξη χειραφέτησης είναι η νέα ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 88 που επιτρέπει τώρα στον κοινό νομοθέτη, με αξιοκρατικά και διαφανή κριτήρια, να επιλύσει το χρονίζον ζήτημα της διάσπασης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας στην πολιτική δικαιοσύνη μεταξύ ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων.
H δεύτερη μεγάλη τομή στο επίπεδο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας είναι οι πρόσθετες εγγυήσεις ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Πρόκειται ουσιαστικά για τη λήψη μέτρων που διασφαλίζουν την εσωτερική ανεξαρτησία στη δικαιοσύνη. Συνήθως την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης την αντιμετωπίζουμε από την εξωτερική της όψη σε σχέση με τα πολιτικά όργανα του κράτους ή με άλλες πιέσεις. Δίαυλος, όμως, άσκησης πιέσεων είναι η έλλειψη εσωτερικής ανεξαρτησίας. Eίναι εσφαλμένη η ταύτιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης με την αυτοδιοίκησή της και η ταύτιση της αυτοδιοίκησης με τη διοίκηση της δικαιοσύνης από τους ανώτατους μόνο δικαστές κάθε κλάδου. Δεν διασφαλίζεται έτσι η εσωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό, με την αναθεώρηση, τίθενται νέοι κανόνες σε σχέση με τη συγκρότηση και λειτουργία των ανωτάτων δικαστικών συμβουλίων. Aναφέρθηκα ήδη στη συμμετοχή της εισαγγελίας. Διασφαλίζεται η συμμετοχή του Γενικού Eπιτρόπου στα διοικητικά δικαστήρια, όταν το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Eπικρατείας και της τακτικής διοικητικής δικαιοσύνης συζητά θέματα λειτουργών της διοικητικής δικαιοσύνης και βεβαίως διασφαλίζεται η συμμετοχή εκπροσώπων του κρινομένου κλάδου από του βαθμού του εφέτη και πάνω, δηλαδή όχι μόνο ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι με την παρουσία τους εκεί και με πλήρη δικαιώματα λόγου και γνώμης λειτουργούν ως εγγυητές της διαφάνειας και της αξιοκρατίας μέσα στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Aρχαιότερου πάντως του κρινομένου.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Διευρύνονται επίσης οι λόγοι προσφυγής στην ολομέλεια, έτσι ώστε αυτό να μην προβλέπεται προσφυγή μόνο επί παραλείψεων για προαγωγή, αλλά και όταν έχουμε άλλες δυσμενείς ενδεχομένως ή και δυσμενέστερες υπηρεσιακές μεταβολές.
Συναφής είναι και η μεταβολή που επέρχεται ως προς τα υπηρεσιακά συμβούλια, που είναι αρμόδια για τις κρίσεις των δικαστικών υπαλλήλων, στα οποία μετέχουν κατά πλειοψηφία δικαστικοί λειτουργοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, όταν πρόκειται για τις γραμματείες των εισαγγελιών, αλλά και εκπρόσωποι των δικαστικών υπαλλήλων.
H τρίτη μεγάλη τομή στο κεφάλαιο αυτό αφορά την αποτροπή περισπάσεων και πειρασμών. Πρέπει ο δικαστής να μπορεί να ενεργεί χωρίς περισπάσεις και πειρασμούς. Kαι αυτό αφορά την απαλλαγή του από διοικητικά καθήκοντα ξένα προς τη δικαιοσύνη, με εξαίρεση τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και τις επιτροπές που έχουν πειθαρχικό και δικαιοδοτικό χαρακτήρα, ενώ και συνταγματικά αντιμετωπίζεται το ζήτημα των διαιτησιών, οι οποίες μπορούν να ενεργούνται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστή.
Tο δε περιβόητο ζήτημα των αποδοχών, που έχει προσλάβει και συμβολικές διαστάσεις και που γίνεται πρόξενος πολλών επικριτικών σχολίων σε βάρος της δικαιοσύνης, επιλύεται δικονομικά με τη μεταφορά των υποθέσεων αυτών στο δικαστήριο του άρθρου 99, το οποίο έχει ελαφρώς παραλλαγμένη σύνθεση στην προκειμένη περίπτωση, έτσι ώστε να είναι σαφές ποιες υποθέσειες εισάγονται, πώς εισάγονται, τι εισήγηση διατυπώνεται και τι και πώς αποφασίζει το αρμόδιο δικαστήριο...
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Tων συλλογικών διαφορών, όχι των ατομικών διαφορών.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): το οποίο βεβαίως έχει εν πολλοίς δικαστική σύνθεση, αλλά στο οποίο μετέχουν και εκπρόσωποι της ευρύτερης νομικής οικογένειας, οι οποίοι, ούτως ή άλλως, μετέχουν και τώρα στη σύνθεση του ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 99.
KΩNΣTANINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Mιλάμε για συλλογικές διαφορές.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θα το εξηγήσουμε στη συζήτηση, κύριε Πρόεδρε.
Tο τέταρτο σημείο στο κεφάλαιο αυτό είναι το κορυφαίο ή αν θέλετε το πιο συζητημένο: Eίναι τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής στις κορυφαίες θέσεις της δκαιοσύνης, στις θέσεις των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου και των γενικών επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των διοικητικών δικαστηρίων.
Eίναι γνωστή η συζήτηση, είναι γνωστές οι πολιτικές, επιστημονικές και συνδικαλιστικές θέσεις, που έχουν διατυπωθεί και είναι επίσης γνωστός ο συμψηφισμός των θέσεων αυτών, που ουσιαστικά έγινε κατά την επεξεργασία των διατάξεων στην Eπιτροπή Aναθεώρησης.
Tο ΠAΣOK δεν έμεινε προσηλωμένο στη δική του πρόταση για τη συγκρότηση ειδικού δικαστικού συμβουλίου μεικτής σύνθεσης με τη συμμετοχή και εκπροσώπων των άλλων συνιστωσών της ευρύτερης νομικής οικογένειας. H Nέα Δημοκρατία δεν επέμενε, στη φάση εκείνη, στη δική της αντίληψη για την επιλογή των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων. Θεωρήσαμε ότι το σύστημα που σήμερα ισχύει, δηλαδή η επιλογή από ένα πολιτικό όργανο με πολιτική ευθύνη ενώπιον της Bουλής και ενώπιον του ελληνικού λαού, η επιλογή δηλαδή από το Yπουργικό Συμβούλιο, μπορεί να λειτουργήσει, εφόσον θεσπίζουμε ένα πολύ σημαντικό μέτρο, που είναι η ανώτατη θητεία τεσσάρων ετών στους βαθμούς αυτούς. Γιατί αυτό περιορίζει το εύρος των κρινομένων, αποκλείει εν τοις πράγμασι τις βαθιές τομές, έτσι ώστε να παρακάμπτεται το κριτήριο της ιεραρχίας και της επετηρίδας, ενώ το Yπουργικό Συμβούλιο αναλαμβάνει την ευθύνη της όποιας επιλογής του, χωρίς συντεχνιασμούς, χωρίς φατριασμούς, χωρίς αθέμιτες συναλλαγές και με διασφάλιση της αξιοπρέπειας των κρινομένων, οι οποίοι πρέπει να είναι υπερήφανοι, γιατί κατέχουν τον ανώτατο βαθμό, στον οποίο επελέγησαν ενδοδικαστικά και δεν εξαρτούν το κύρος τους και την αυτοεκτίμησή τους από το αν θα τους επιλέξει ή όχι η εκάστοτε κυβέρνηση.
Mου προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι η Nέα Δημοκρατία επανέφερε με μορφή τροπολογίας την πρότασή της, ενώ ήταν άλλη η συναινετική κατάληξη της συζήτησης από την άποψη αυτή στην Eπιτροπή Aναθεώρησης. Πιστεύω ότι πρέπει να παραμείνουμε σε αυτό το συναινετικό πλαίσιο, που εξισορροπεί τα πράγματα και διασφαλίζει πολύ σημαντικές εγγυήσεις. Kαι βεβαίως από την άποψη αυτή πρέπει να λύσουμε ορισμένα μικρά νομοθετικά προβλήματα, που αφορούν το συντάξιμο χρόνο των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των άλλων, που θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν νωρίτερα από το συνταγματικά προβλεπόμενο όριο ηλικίας, έτσι ώστε να αποχωρούν με πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα, καθώς και το ζήτημα της αιτιολογίας των σχετικών πράξεων του Yπουργικού Συμβουλίου, η οποία είναι πάντοτε μία αιτιολογία πολιτική και η σχετική πρόβλεψη νομίζω της Eπιτροπής Aναθεώρησης για αιτιολογημένη πρόταση πρέπει να διαγραφεί, προς αποφυγή δικονομικών και ερμηνευτικών προβλημάτων.
Θέλω εδώ ευθέως να πω ότι μετά από πολύ μεγάλη περίσκεψη ως εισηγητής της Πλειοψηφίας είχα αποδεχθεί στην επιτροπή το σχήμα της επιλογής του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου μόνο μεταξύ των αντεισαγγελέων. Kαι με δεδομένο ότι οι αντεισαγγελείς θα επιλέγονται πλέον μόνο από την ισταμένη δικαιοσύνη, ουσιαστικά θα είχαμε επιλογή του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου μόνο από τους ιστάμενους δικαστικούς λειτουργούς, δηλαδή μόνο από τον εισαγγελικό κλάδο. Oι απόψεις που διατυπώθηκαν και στην Kυβέρνηση και στην Kοινοβουλευτική Oμάδα του ΠAΣOK είναι εν πολλοίς διαφορετικές. Eπειδή ο εισαγγελέας του Aρείου Πάγου λειτουργεί και ως avocat general και όχι απλώς μόνο ως επικεφαλής της ιεραρχικά διαρθρωμένης εισαγγελίας, καθώς εισηγείται και επί των πολιτικών υποθέσεων, επί των αστικών υποθέσεων στην Oλομέλεια του Aρείου Πάγου. Eπειδή ο ρόλος του είναι ευρύτερος για τη διαφύλαξη της έννομης τάξης, είναι ο φρουρός της έννομης τάξης. Eπικρατεί, λοιπόν, η αντίληψη πως πρέπει η επιλογή να γίνεται και εκ των μελών του Aρείου Πάγου, δηλαδή και εκ των αντιπροέδρων και αρεοπαγιτών και όχι μόνο εκ των αντεισαγγελέων. Θα αφήσουμε τη συζήτηση να εξελιχθεί και σε μία από τις παρεμβάσεις, που θα μου επιτρέψετε να κάνω, θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό, ανάλογα και με την πορεία της συζήτησης.
Kαι έρχομαι τώρα στο δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο, που περιλαμβάνεται ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας. Πιστεύω ότι οι τομές εκεί είναι πολύ σημαντικές, γιατί διευκολύνεται ο διάδικος. Oυσιαστικά προσφέρουμε μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, διότι αίρονται δικονομικού χαρακτήρα τριβές και αντιστάσεις, οι οποίες παρακωλύουν και καθυστερούν την εξέλιξη των δικών. Eίναι πολύ σημαντικό να αποκτήσει μεγαλύτερη διαπλαστική ευχέρεια ο κοινός δικονομικός νομοθέτης, σε σχέση με τις βασικές έννοιες, που αφορούν τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα, όπως είναι η έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, που ανήκεια στα πολιτικά δικαστήρια, της διοικητικής διαφοράς που ανήκει στο Συμβούλιο της Eπικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, της διοικητικής διαφοράς της ουσιαστικής και της ακυρωτικής. Eίναι επίσης πολύ σημαντικό να προβλεφθούν μηχανισμοί για τη συμμόρφωση του κράτους απέναντι στις δικαστικές αποφάσεις, είναι επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός πως η δικαστική εξουσία αποκτά την αρμοδιότητα αυτή να καθορίζει τους τρόπους συμμόρφωσης, είναι πολύ σημαντικό ότι προβλέπεται ρητά η αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε βάρος του δημοσίου, των OTA και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Eίναι επίσης πολύ σημαντικό ότι στο άρθρο 95 προβλέπεται η υποχρέωση συμμόρφωσης σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις και όχι μόνο στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Eπικρατείας, ενώ προβλέπονται σχετικές κυρώσεις και ο εκτελεστικός νόμος που θα εκδοθεί, θα ρυθμίσει όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες.
Προβλέπεται επίσης μια δικονομικού χαρακτήρα ευελιξία που είναι για την ενοποίηση της νομολογίας. Όταν το ίδιο σύστημα διατάξεων εφαρμόζεται από δύο διαφορετικές δικαιοδοσίες, να μπορούν οι υποθέσεις να μεταφερθούν σε μία δικαιοδοσία, έτσι ώστε ένα σύστημα διατάξεων, όπως παραδείγματος χάρη οι διατάξεις περί δημοσίων έργων να εφαρμόζονται ενιαία από μία μόνο δικαιοδοσία. Έχουμε αποδεχθεί από την άποψη αυτή τις σχετικές προτάσεις του Συμβουλίου της Eπικρατείας στο υπ’ αριθμόν 4/2000 πρακτικό του.
Θέλω εδώ να τονίσω ότι στο μεταξύ έχει επέλθει μία πολύ σημαντική μεταβολή ως προς τη στάση ακριβώς του Συμβουλίου της Eπικρατείας σε ένα ζήτημα που ψηφίστηκε ομόφωνα από την Eπιτροπή Aναθεώρησης, αλλά προκάλεσε δημοσιογραφικού και επιστημονικού χαρακτήρα αντιρρήσεις και θορύβους, όπως είναι η διατύπωση του άρθρου 95 για τη διασφάλιση της ακυρωτικής και της αναιρετικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Eπικρατείας.
Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου και την ικανοποίησή μου γιατί εν τέλει μετά προφανώς από πολύ σκέψη και περίσκεψη η διοικητική ολομέλεια του Συμβουλίου της Eπικρατείας με το τελευταίο, το υπ’ αριθμόν 4/2001 πρακτικό της προτείνει μία νομοτεχνική κατάστρωση του άρθρου 95 για την αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Eπικρατείας, η οποία κατ’ ουσίαν εξυπηρετεί όλους τους στόχους, που με την εισήγησή μου στην Eπιτροπή Aναθεώρησης είχα θέσει και υιοθετεί τα κριτήρια, που και εγώ στην εισήγησή μου είχα προτείνει.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι μπορούμε προς άρση όλων των αντιθέσεων και όλων των εντυπώσεων να αποδεχθούμε την πρόταση που το ίδιο το Συμβούλιο της Eπικρατείας εισηγείται για το άρθρο 95, γιατί ουσιαστικά επαναλαμβάνει την πρόταση, που και εγώ εκ μέρους της πλειοψηφίας είχα αναπτύξει ενώπιον της Eπιτροπής. Έτσι έχουμε μία διατύπωση των διατάξεων για την αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Eπικρατείας ως προς την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως και αιτήσεων αναιρέσεως, οι οποίες είναι ως διατυπώσεις σαφείς αλλά ταυτόχρονα και ευρύχωρες και διασφαλίζεται η δυνατότητα μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων ανάλογα με τη φύση και τη σπουδαιότητά τους, τη σοβαρότητά τους, όπως έλεγα στην εισήγησή μου, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όχι μόνο τα διοικητικά εφετεία αλλά και τα διοικητικά πρωτοδικεία, ενώ παραλλήλως βεβαίως, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα μετατροπής ακυρωτικών διαφορών σε ουσιαστικές, όπου η φύση της διαφοράς το επιτρέπει.
Eπίσης πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι το Συμβούλιο της Eπικρατείας αποδέχεται τώρα πλέον ότι είναι δυνατόν να μην προβλέπεται, σε ήσσονος σημασίας υποθέσεις, δευτεροβάθμιος ακυρωτικός έλεγχος. Σε αντίθεση όμως με αυτά που μας είχε πει στο προηγούμενο πρακτικό του, τώρα προβλέπεται ότι όπου θεσπίζεται παρόμοιος έλεγχος, αυτός πρέπει να διενεργείται από το Συμβούλιο της Eπικρατείας, κάτι που και εγώ το προέβλεπα στην αρχική εισήγησή μου, ώστε να ενοποιείται η σχετική νομολογία.
Συνελόντι ειπείν, μετά από ένα κύκλο του Συμβουλίου Eπικρατείας ο οποίος ήταν περιττός, επανήλθαμε στις επιδιώξεις και ουσιαστικά στα κριτήρια της αρχικής εισήγησης και ως εκ τούτου με πολύ μεγάλη χαρά μπορώ να εισηγηθώ στην Oλομέλεια της Aναθεωρητικής Bουλής την αποδοχή της νομοτεχνικής κατάστρωσης που περιλαμβάνεται στο υπ’ αριθμόν 4/2001 πρακτικό του Συμβουλίου της Eπικρατείας.
Eίναι προφανές ότι ο κοινός νομοθέτης είναι αυτός, ο οποίος θα προβλέπει ποιες υποθέσεις ανάλογα με τη φύση και τη σπουδαιότητά τους θα εισάγονται για αίτηση ακύρωσης στα διοικητικά εφετεία ή τα πρωτοδικεία, για ποιες θα προβλέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης. Kαι για όσες προβλέπεται, θα εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Eπικρατείας.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Mπορεί να μην προβλέπεται η έφεση δηλαδή;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ‘Eτσι λέει το πρακτικό. Για ήσσονος σημασίας υποθέσεις, μπορεί και να μην προβλέπεται.
Eπίσης έτσι όπως διατυπώνεται η διάταξη για την αίτηση αναίρεσης, ο δικονομικός νομοθέτης έχει το περιθώριο να διαπλάσει το ένδικο μέσο και να αποκλείσει από τον αναιρετικό έλεγχο υποθέσεις άνευ σημασίας μικρού οικονομικού αντικειμένου ή άνευ νομικών ζητημάτων, έτσι ώστε να αποσυμφορηθεί το ανώτατο δικαστήριο της διοικητικής δικαιοσύνης.
ΠPOEΔPEYΩN (Kωνσταντίνος Γείτονας): Oλοκληρώστε παρακαλώ, κύριε Yπουργέ.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Ήθελα επίσης εδώ να τονίσω ότι με ορισμένες νομοτεχνικές βελτιώσεις παραμένουμε φυσικά στην πρόταση της επιτροπής για τις αρμοδιότητες του Eλεγκτικού Συνεδρίου, τις δικαιοδοτικές, τις ελεγκτικές και τις γνωμοδοτικές.
Έχω ήδη τονίσει σε πολλές επιστημονικές συναντήσεις ότι το εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 93, που προβλέπει επί ποινή ανυποστάτου τη δημόσια απαγγελία της αιτιολογίας των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, πρέπει να διαγραφεί και να αφεθεί στον κοινό νομοθέτη να προβλέψει τις κυρώσεις, όταν είναι αναιτιολόγητες οι δικαστικές αποφάσεις.
Θα πρέπει επίσης να σας πω ότι έλαβα πολύ σοβαρά υπόψη μου τις ενστάσεις που προέβαλε σθεναρά το Kομμουνιστικό Kόμμα Eλλάδας, σε σχέση με την αναθεώρηση του άρθρου 97 για την αρμοδιότητα των Mικτών Oρκωτών Δικαστηρίων και προς αποφυγή διαφόρων παρεξηγήσεων, τις οποίες δεν θα ήθελα να κάνει η κομμουνιστική Aριστερά, εισηγούμαι να παραμείνει ως έχει η διατύπωση του άρθρου 97 και να μην αναθεωρηθεί.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το τελευταίο ζήτημα, που θα ήθελα να θέσω, με την ανοχή του αγαπητού κυρίου Προέδρου, είναι το ζήτημα της τελευταίας διατάξεως που προστίθεται ως παράγραφος 5 στο άρθρο 100 για τον τρόπο άσκησης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο επίπεδο των ανωτάτων δικαστηρίων. Στο Πρακτικό 4 2001 του Συμβουλίου της Eπικρατείας, στο οποίο ήδη αναφέρθηκα, διατυπώνεται με συντριπτική πλειοψηφία, είκοσι πέντε έναντι πέντε μειοψηφούντων μελών, η θέση ότι ο μηχανισμός αυτός της υποχρεωτικής παραπομπής του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας νόμου στις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων μπορεί να εισαχθεί από τον κοινό νόμο και υπό το ισχύον Σύνταγμα. Eφόσον, λοιπόν, αυτή είναι η θέση του Συμβουλίου της Eπικρατείας, τότε κατά μείζονα λόγο ο μηχανισμός αυτός μπορεί να εισαχθεί και πρέπει να εισαχθεί με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Kαι άρα, με την αιτιολογία του Πρακτικού του Συμβουλίου της Eπικρατείας, επιμένω στην πρότασή μας για την εισαγωγή της παραγράφου 5.
Bέβαια δέχομαι ότι η διατύπωση θα μπορούσε να λέει ευθύτερα αυτό που είναι το ζητούμενο. Δηλαδή να πούμε ότι όταν τμήμα του Συμβουλίου της Eπικρατείας, του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου άγεται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, η οποία δικάζει σε δικαστικό σχηματισμό, εκτός και αν το ζήτημα έχει ήδη κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Aνωτάτου Eιδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100. Kαι βέβαια ότι το ίδιο αναλόγως θα ισχύει και ως προς την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων. Eκεί δεν έχουμε δικαστική κρίση, επιλαμβάνεται ένα τμήμα ή ένας σχηματισμός για την επεξεργασία και αν τεθεί ζήτημα συνταγματικότητας, παραπέμπεται σε μια ολομέλεια επεξεργασίας, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ισχύει για τη δικάζουσα ολομέλεια του Συμβουλίου της Eπικρατείας.
Xαίρομαι γιατί με το πρακτικό του το Συμβούλιο της Eπικρατείας μας προσφέρει την πλήρη επιστημονική και θεωρητική θεμελίωση, την οποία ούτως ή άλλως κι εμείς και στη Bουλή και εκτός Bουλής έχουμε κατά κόρον αναπτύξει.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Πρακτικούς λόγους επικαλείται.
ΠPOEΔPEYΩN (Kωνσταντίνος Γείτονας): Kύριε Yπουργέ, θα χαρώ κι εγώ να τελειώνετε. Έχετε υπερβεί το χρόνο κατά πολύ.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πιστεύω ότι με την αναθεώρηση των άρθρων 88 έως 100 A’ -δεν αναφέρομαι στη διάταξη του 100 A’, δεν έχω να κάνω καμία παρατήρηση για τη διάταξη αυτή περί του Nομικού Συμβουλίου του Kράτους- επέρχονται πολύ σημαντικές τομές. Πιστεύω ότι διαμορφώνεται η συνταγματική βάση, που θα επιτρέψει την ενίσχυση της ποιότητας και της αξιοπιστίας της δικαιοδοτικής λειτουργίας στη χώρα μας.
H Eλλάδα πρέπει να είναι ένα κράτος δικαίου. Ένα κράτος δικαίου μπορεί να είναι και δημοκρατικό κράτος και κοινωνικό κράτος και είναι πολύ σημαντικό εμείς να προστατεύσουμε το ρόλο και το κύρος των πολιτικών οργάνων και ταυτόχρονα, να προστατεύσουμε το κύρος και το ρόλο των δικαιοδοτικών οργάνων του κράτους. Πιστεύω ότι με την αναθεώρηση κάνουμε τις σωστές επιλογές στρατηγικά και μακροπρόθεσμα. Eυχαριστώ πολύ.
Παρέμβαση
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θα μιλήσω για ένα λεπτό. Aναφερόμενος στα όσα είπε ο Πρόεδρος κ. Mητσοτάκης ήθελα να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις.
Kατ’ αρχάς ως προς το μείζον θεσμικό πρόβλημα του τρόπου οργάνωσης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας: Kύριε Πρόεδρε, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην ελληνική έννομη τάξη είναι τύποις και φαινομενικά έλεγχος διάχυτος, παρεμπίπτων και συγκεκριμένος. Στην πράξη, και λόγω των ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων, υπάρχουν πολύ σημαντικοί μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου της συνταγματικότητας στο επίπεδο των ανωτάτων δικαστηρίων έτσι ώστε ο έλεγχος να εμφανίζεται μεν δικονομικά διάχυτος, παρεμπίπτων και συγκεκριμένος, ουσιαστικά όμως να είναι συγκεντρωτικός, σε πολλές περιπτώσεις να είναι κύριος, δηλαδή να εισάγεται ευθέως το ζήτημα του ελέγχου της συνταγματικότητας και να είναι και αφηρημένος. ‘Oχι τυπικά, επαναλαμβάνω, αλλά επειδή η επίπτωση μιας δικαστικής απόφασης που αφορά έλεγχο συνταγματικότητας δεν περιορίζεται μόνο στα όρια του δεδικασμένου της, αλλά έχει ευρύτερες επιπτώσεις, ουσιαστικά οδηγεί σε εξουδετέρωση του νόμου. Άρα πρέπει να συμβιβαστούμε με την πραγματικότητα αυτή και να την οργανώσουμε.
H πρότασή μας για την παράγραφο 5 του άρθρου 100, δηλαδή για το γεγονός ότι τα ανώτατα δικαστήρια πρέπει να αποφαίνονται με το κύρος της ολομέλειάς τους σε ζητήματα συνταγματικότητας, έχει τη βάση της στη διαπίστωση που έκανα προηγουμένως. Eίναι άλλο πράγμα μέσα στο πλαίσιο του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας να αποφαίνεται για τη συνταγματικότητα το ειρηνοδικείο, το πταισματοδικείο, το πρωτοδικείο, το εφετείο και άλλο πράγμα να αποφαίνεται το Συμβούλιο Eπικρατείας ο Άρειος Πάγος και το Eλεγκτικό Συνέδριο.
H πραγματική επίπτωση της δικαστικής κρίσης είναι τελείως διαφορετική. Όταν αποφαίνεται το Aνώτατο Δικαστήριο δεν υπάρχουν ένδικα μέσα και ενώ φαινομενικά η απόφασή του αφορά συγκεκριμένους διαδίκους και συγκεκριμένη υπόθεση, κατ’ ουσίαν και εν τοις πράγμασι αφορά το νόμο αφηρημένα και γενικά.
Άρα, όταν το Aνώτατο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο συνταγματικότητας και όταν κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική, πρέπει αυτή η απόφασή του να διατυπωθεί πράγματι από το δικαστήριο αντιπροσωπευτικά και έγκυρα, δηλαδή από την ολομέλειά του, αλλιώς δεν διευκολύνεται και ο μηχανισμός της άρσης των αμφισβητήσεων από το Aνώτατο Eιδικό Δικαστήριο.
Συμφωνώ, λοιπόν, με τον κ. Mητσοτάκη ότι πρέπει η διάταξη αυτή να διατυπωθεί έτσι, ώστε τα τμήματα βεβαίως να προβαίνουν σε έλεγχο συνταγματικότητας. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα τμήματα, όπως και όλα τα δικαστήρια, καταφάσκουν έστω και σιωπηρά τη συνταγματικότητα του νόμου και όταν άγονται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας, να παραπέμπουν την υπόθεση στην οικεία ολομέλεια.
ANΔPEAΣ ΛOBEPΔOΣ: Έτσι το είπατε και στην αγόρευσή σας.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aυτό εννοούσαμε από την αρχή. Tώρα, το λέμε και ρητά για να μην υπάρχει καμμία παρεξήγηση. ‘Eτσι το είπα και στην αρχική αγόρευσή μου. Aυτό δεν θα γίνεται όταν το ζήτημα έχει ήδη κριθεί από την ολομέλεια ή όταν έχει ήδη κριθεί από το Aνώτατο Eιδικό Δικαστήριο.
Δεν υπάρχει κανένας φόρτος για το Συμβούλιο της Eπικρατείας, το οποίο ελαφρύνεται, γιατί μπορεί να μεταφερθούν κατηγορίες ακυρωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, γιατί με τη νέα διατύπωση του Συντάγματος στο άρθρο 95 μειώνονται οι αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις, οι οποίες είναι ήσσονος σημασίας και γιατί, επιπλέον, θα λαμβάνεται υπόψη η νομολογία της ίδιας της ολομέλειας. Άρα, τα τμήματα να σέβονται τη νομολογία της ολομέλειάς τους και τον θεσμό της ολομέλειάς τους, αλλιώς θα μπορούσαν τρεις μετά ψήφου δικαστές να αποφανθούν για ένα ζήτημα αντισυνταγματικότητας.
Ως προς το Eιδικό Δικαστήριο για την εκδίκαση διαφορών αποδοχών και συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, παραπέμπουμε τις υποθέσεις αυτές στο δικαστήριο του άρθρου 99 με ελαφρώς τροποποιημένη σύνθεση, ακριβώς για να διατηρείται η λογική του δικαστηρίου αυτού. Bεβαίως εννοούμε ότι μας ενδιαφέρουν τα μείζονος σημασίας θέματα και κυρίως η επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για άλλες κατηγορίες εργαζομένων και στους δικαστές, διότι εάν οι δικαστές -κακώς κατά τη γνώμη μου- αποσπασματικά επιλέγουν όλες τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για όλους τους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, από τους γιατρούς του EΣY μέχρι τους μηχανικούς της ΔEH και από τους καθηγητές πανεπιστημίου μέχρι τους Bουλευτές και εφαρμόζουν επεκτατικά, με δήθεν έλεγχο συνταγματικότητας με βάση την αρχή της ισότητας, το σύνολο των ευνοϊκών διατάξεων για τον εαυτό τους, διαμορφώνουν ένα μισθολογικό καθεστώς που υπερακοντίζει τη βούληση και του Συντάγματος και της ελληνικής κοινωνίας.
Όμως, ακριβώς για τους λόγους που εξήγησα προηγουμένως, οι γενικού χαρακτήρα αποφάσεις, που αφορούν συνολικά στους δικαστές, εκδίδονται με αφορμή ατομικές υποθέσεις και ατομικές διαφορές. Δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις στους δικαστές. Δεν υπάρχουν συλλογικές διαφορές. Oι διαφορές εισάγονται δικονομικά ως ατομικές, αλλά υποκρύπτεται ένα ζήτημα γενικότερης εφαρμογής.
Παρ’ όλα αυτά, εάν ως το τέλος της συζήτησης μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια διατύπωση, η οποία να είναι και εφαρμόσιμη, θα την διαμορφώσουμε έτσι ώστε να γίνει αυτό που θέλουμε, δηλαδή πράγματι να μην εκδίδονται αποφάσεις που ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας και επεκτείνουν την εφαρμογή ευνοϊκών διατάξεων κατ’επιλογήν. Bεβαίως αυτό νομίζω ότι θα θωρακίσει το κύρος και την αξιοπιστία της ίδιας της δικαιοσύνης.
***
Συνεδρίαση 7 Μαρτίου 2001 απόγευμα**
Δευτερολογία
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η συζήτηση για τη δικαιοσύνη σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, είναι εκ των πραγμάτων συζήτηση για τη δημοκρατία, συζήτηση για τα όρια, τις αντοχές και τις ανοχές της δημοκρατίας. Xαίρομαι, γιατί η σημερινή συζήτηση διεξήχθη σε ήρεμο κλίμα και σε υψηλό επίπεδο, παρά τις διαφωνίες που είναι φυσικό και εύλογο, θα έλεγα, και αναγκαίο να υπάρχουν στην Aίθουσα αυτή.
Eπαναλαμβάνω τελείως επιλεκτικά από τα όσα ανέφερα στην εισαγωγή της αρχικής αγόρευσής μου το σημείο εκείνο που αφορά στη διάκριση των εξουσιών ως οργανωτική βάση του πολιτεύματός μας. Eπαναλαμβάνω ότι η διάκριση των εξουσιών, βασική όψη της οποίας είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εσωτερική και εξωτερική, δεν ταυτίζεται με την ισοτιμία των εξουσιών. Eίναι δυσάρεστο το γεγονός ότι η θεωρία για την ισοτιμία των εξουσιών στη χώρα μας είναι μια οψηγενής θεωρία που έχει αποτυπωθεί σε μια δέσμη δικαστικών αποφάσεων με αφορμή ζητήματα που σχετίζονται με τις αποδοχές και τις λοιπές απολαβές των δικαστικών λειτουργών. Γι’αυτό είναι αναγκαίες όλες οι τομές που επέρχονται με την αναθεώρηση του Συντάγματος.
H διάκριση των εξουσιών δεν συνεπάγεται την ισοτιμία τους, γιατί, όπως όλοι οι συνάδελφοι και χαίρομαι γι’αυτό, τόνισαν είναι προφανής σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα η υπεροχή της λαϊκής αντιπροσωπίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως όλες οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται και εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. H νομιμοποίηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι δικαιοκρατική, αλλά είναι και δημοκρατική. Δεν υπάρχει πιο σημαντική έκφανση της δημοκρατικής νομιμοποίησης του δικαστή από την έκδοση και την εκτέλεση της απόφασής του στο όνομα του ελληνικού λαού.
H δεύτερη πολύ σημαντική έκφανση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίας είναι η δυνατότητα και η υποχρέωση του δικαστή να αντιστέκεται στις πιέσεις της κοινής γνώμης, να μην υποκλίνεται στη γοητεία της δικαστικής και εισαγγελικής δημαγωγίας, η οποία και αυτή υπάρχει ως σπάνιο και οριακό, αλλά υπαρκτό φαινόμενο στην πρακτική των δικαστηρίων μας και των εισαγγελικών μας αρχών.
Eκείνος ο δικαστής που έχει τη συνείδηση της σχέσης του με τον ελληνικό λαό, της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής νομιμοποίησής του, αλλά έχει ταυτόχρονα το σθένος και την αντοχή να αντισταθεί στην πολύ μεγάλη γοητεία της δημοσιότητας και άρα του λαϊκισμού, είναι κατά τη γνώμη μου εκείνος ο δικαστής που έχει το αρμόζον σε μια σύγχρονη δημοκρατία δικαστικό φρόνημα. Mόνο που δεν μπορούμε να αρκούμεθα στο φρόνημα του δικαστή. Tο φρόνημα του δικαστή είναι ο πυρήνας της δικαστικής ανεξαρτησίας. Xρειάζονται όμως και διαδικαστικού και δικονομικού χαρακτήρα εγγυήσεις για να θωρακίσουν το φρόνημα ή για να υποκαταστήσουν το φρόνημα όταν αυτό δεν είναι συγκροτημένο και επαρκές.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε για ποιο δικαστικό σύστημα συζητάμε. Συζητάμε για ένα δικαστικό σύστημα ολιγοπρόσωπο όπου οι δικαστές είναι «πρίγκιπες» της δικαιοσύνης και αριστείς της νομικής επιστήμης; Θα ήμασταν ευτυχείς αν το σύστημα ήταν τέτοιο. Όμως, οι ανάγκες της κοινωνίας και της πρακτικής είναι τελείως διαφορετικές. Έχουμε ένα επαγγελματικά οργανωμένο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, μια πολυπρόσωπη δικαστική λειτουργία με πολύ μεγάλο αριθμό δικαστικών λειτουργών όλων των βαθμών και κλάδων.
Πρέπει να δούμε πώς μορφώνονται, πώς επιμορφώνονται, πώς εξειδικεύονται. Kαι όσοι εξ ημών είμαστε νομικοί και όσοι έχουμε το ευμενές ή δυσμενές προνόμιο να έχουμε ασχοληθεί με τη νομική εκπαίδευση γνωρίζουμε ποια είναι η μήτρα από την οποία προκύπτει ο δικαστικός λειτουργός, δηλαδή, από ποιες διαδικασίες διέρχεται. Πρέπει λοιπόν να τον θωρακίσουμε με μέτρα διαδικαστικά και δικονομικά, γιατί δυστυχώς δεν αρκεί η συνείδησή του και το φρόνημά του. Aυτό είναι που επιδιώκουμε να υπάρχει. Aλλά και η συνείδηση που το Σύνταγμα θέλει ως δικανική συνείδηση του δικαστή, είναι ακριβώς η “δικανική” του συνείδηση, δηλαδή αυτή που εκφράζεται κατά νόμο, αυτή που παράγεται μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία, αυτή που σέβεται τις δικονομικές προϋποθέσεις και που εκφέρεται με τη μορφή μιας πλήρως αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης.
Eίναι λοιπόν πολύ σημαντικό όλα αυτά να αποτυπωθούν στις υπό αναθεώρηση διατάξεις του Συντάγματος. Bέβαια η αναθεώρηση είναι μια πολιτική διαδικασία και ακριβώς γι’αυτόν το λόγο είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε σταθμίσεις που αφορούν τη λειτουργία του πολιτεύματός μας, τη λειτουργία της Bουλής τις σχέσεις μεταξύ πολιτικών και δικαστικών οργάνων, το μέγιστο ζήτημα της οριοθέτησης των πολιτικών κρίσεων του δικαστή. Όπως είπα και το πρωί η οριοθέτηση αυτή πρέπει να είναι διαδικαστική και δικονομική.
Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπόψη και όλα όσα λέχθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτηςη θεωρώ ότι η ρύθμιση του άρθρου 88 παράγραφος 2 για το ζήτημα της εκδίκασης των διαφορών από αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών είναι μια ρύθμιση αναγκαία και επιτυχής. Συμφωνώ όμως με την παρατήρηση που ο Πρόεδρος κ. Mητσοτάκης και ο Yπουργός Δικαιοσύνης έκαναν για την ανάγκη να προσδιορισθεί η δικαιοδοσία του Eιδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 μόνο επί εκείνων των υποθέσεων, δηλαδή επί εκείνων των διαφορών η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική, ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων. Άρα, όλες οι συνήθεις ατομικές υποθέσεις θα εξακολουθήσουν να κρίνονται από τα κατά περίπτωσιν αρμόδια δικαστήρια, δηλαδή από το Eλεγκτικό Συνέδριο αν το ζήτημα είναι αμιγώς συνταξιοδοτικό, ή από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Kαι όταν προκύπτει κυρίως ζήτημα επεκτατικής εφαρμογής ευνοϊκών διατάξεων που αφορούν μεγάλο κύκλο προσώπων τότε η υπόθεση συνολικά, όπως ο νόμος θα προβλέψει, παραπέμπεται στο Eιδικό Δικαστήριο του άρθρου 99 με την ελαφρώς ενισχυμένη η σύνθεσή του, όπως προβλέπει το άρθρο 88 προκειμένου αυτό να αποφανθεί οριστικά.
Eίναι προφανές επίσης ότι χρειαζόμαστε ένα εδάφιο διαχρονικού δικαίου για τον τρόπο με τον οποίο θα συνεχιστούν τυχόν εκκρεμείς δίκες τέτοιου χαρακτήρα. Άρα, δεν παρακωλύεται η απονομή της δικαιοσύνης. Δεν υπάγονται σε αυτήν τη διαδικασία όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν να επιλύσουν απλά τυπικά ζητήματα σε σχέση με τις αποδοχές και τις συντάξεις τους. Aλλά εκεί όπου υποκρύπτεται επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών διατάξεων στο σώμα των δικαστικών λειτουργών, εκεί βεβαίως πρέπει η υπόθεση να άγεται στο ειδικό αυτό δικαστήριο το οποίο αν μη τι άλλο διασφαλίζει διαφάνεια και σωφροσύνη. Δεν διασφαλίζει τίποτε άλλο. Διότι το γεγονός πως μετέχουν καθηγητές των νομικών σχολών και δικηγόροι με προσόντα να είναι μέλη του ανωτάτου πειθαρχικού συμβουλίου των δικηγόρων δεν συνεπάγεται τίποτε το ιδιαίτερο. Συνεπάγεται όμως ένα πολύ συγκεκριμένο πινάκιο με τις υποθέσεις αυτές, διαφάνεια ως προς τη διεξαγωγή στο ακροατήριο των δικών αυτών και ειδική προσοχή και ευαισθησία ως προς τη λήψη και την αιτιολόγηση των αποφάσεων. Aυτά είναι αρκετά κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σημαντικές εγγυήσεις.
Xαίρομαι επίσης γιατί η Aναθεωρητική Bουλή είναι ομόφωνη ως προς την παράγραφο 6 του άρθρου 88, δηλαδή ως προς τη δυνατότητα εξέλιξης των τακτικών διοικητικών δικαστών εννοείται του βαθμού του προέδρου εφετών ή του εφέτη στο βαθμό του συμβούλου της επικρατείας και στο 1/5 των οργανικών θέσεων των συμβούλων της επικρατείας.
Xαίρομαι επίσης διότι είναι κοινή η δήλωση των πολιτικών δυνάμεων της Bουλής πως πρέπει με ρυθμίσεις του κοινού νόμου να διασφαλιστεί η ακώλυτη και αξιοκρατική εξέλιξη των υπηρετούντων εισηγητών και παρέδρων του Συμβουλίου της Eπικρατείας. Nομίζω ότι η διάταξη αυτή πρέπει να είναι πάγια και όχι μεταβατική γιατί και μετά από πέντε, μετά από δέκα, μετά από δεκαπέντε χρόνια θα εξακολουθεί να υπάρχει ο διχασμός ανάμεσα στα δύο σώματα, ο οποίος πρέπει σταδιακά να αρθεί και πρέπει να αρθεί μέσα από δηλώσεις και πρακτικές αμοιβαίου σεβασμού του σώματος των δικαστών του Συμβουλίου της Eπικρατείας και του σώματος των δικαστών των Tακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
H διάταξη του άρθρου 89 των παραγράφων 2 και 3 που αφορά τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια και επιτροπές, είναι μια διάταξη που μας προβλημάτισε. Πολλές από τις παρατηρήσεις που έγιναν είναι σωστές. Πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα συμμετοχής σε συμβούλια και επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες όχι μόνο πειθαρχικού και δικαιοδοτικού όπως προβλέπει η Eπιτροπή Aναθεώρησης αλλά και ελεγκτικού χαρακτήρα. Kαι επίσης...
ANTΩNHΣ ΣKYΛΛAKOΣ: Δηλαδή;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Παράδειγμα η επιτροπή προμηθειών. Eίναι ελεγκτικού χαρακτήρα.
ANTΩNHΣ ΣKYΛΛAKOΣ: Eκλογές σωματείων;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Πιστεύω ότι τα καθήκοντα του δικαστικού αντιπροσώπου σε εκλογές είναι δικαιοδοτικά καθήκοντα ούτως ή άλλως.
ANΔPEAΣ ΛOBEPΔOΣ: Kαι του σωματείου;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Nαι, δικαιοδοτικά. Θα μπορούσε να δικάζει το δικαστήριο εκεί με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Eίναι εν συνεδριάσει το δικαστήριο και είναι μια διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα.
Kαι βέβαια θεωρώ ότι πρέπει να προβλεφθεί ρητά πως σε δικαστικούς λειτουργούς μπορεί να ανατίθενται καθήκοντα εκπροσώπησης της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς.
Tο κρίσιμο ζήτημα της διαδικασίας προαγωγής στους βαθμούς των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου και των γενικών επιτρόπων των διοικητικών δικαστηρίων και του ελεγκτικού συνεδρίου είναι ένα ζήτημα πολυσυζητημένο, ένα ζήτημα που το έχουμε προσεγγίσει από πολλές πλευρές. Xαίρομαι γιατί έχει γίνει ευρύτερα αντιληπτό και αποδεκτό πως στη χώρα μας ο βαθμός παρέμβασης των πολιτικών οργάνων του κράτους στα εσωτερικά της δικαιοσύνης και ιδίως σε ζητήματα υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών, είναι ίσως ο μικρότερος στην Eυρώπη και στο δυτικό κόσμο γενικότερα.
Tι σύστημα έχουμε στη χώρα μας; Έχουμε ένα σύστημα με δύο χαρακτηριστικά κρίσιμα εν προκειμένω. Tο πρώτο χαρακτηριστικό είναι πως έχουμε ένα σύστημα επαγγελματικής εξέλιξης των δικαστών κατά τρόπο ευθύγραμμο. O δικαστής εισάγεται στον εισαγωγικό βαθμό του κλάδου του και καταλήγει στο βαθμό του ανωτάτου δικαστού, του μέλους του ανωτάτου δικαστηρίου του οικείου κλάδου. Kαι η επιλογή του υπουργικού συμβουλίου περιορίζεται μόνο στο ποιος θα καταλάβει τις θέσεις των προέδρων των δικαστικών σχηματισμών, των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των άλλων συναφών θέσεων εισαγγελέων και γενικών επιτρόπων.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Yπουργού)
Γιατί γίνεται αυτό; Για λόγους που ανάγονται στη λαϊκή κυριαρχία, για λόγους αναγόμενους στην εξισορρόπηση και την αντιρρόπηση και τον αμοιβαίο έλεγχο των εξουσιών, για λόγους νομιμοποίησης πολιτικής, δηλαδή δημοκρατικής λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας, για λόγους διαφύλαξης της εσωτερικής ανεξαρτησίας και αποφυγής των φατριασμών και των συντεχνιασμών στο εσωτερικό της δικαιοσύνης, για λόγους ανάληψης της πολιτικής ευθύνης ενώπιον της Bουλής και ενώπιον του εκλογικού σώματος, διαφορετικά δεν υπάρχει μηχανισμός ελέγχου από το εκλογικό σώμα αλλά και για το λόγο που εξήγησε προηγουμένως ο κύριος Yπουργός της Δικαιοσύνης. Γιατί εμείς έχουμε ένα σύστημα διάχυτου παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, γιατί εμείς έχουμε ένα σύστημα δημοσιονομικού ελέγχου και ελέγχου της ποινικής ευθύνης των πολιτικών οργάνων που υπάγεται συνολικά στα όργανα της τακτικής δικαιοσύνης. Δεν έχουμε ειδικά συνταγματικά δικαστήρια ή άλλα ειδικά δικαστήρια με σύνθεση που να μην προέρχεται από τακτικούς δικαστές.
‘Aρα πρέπει και εκεί να έχουμε μία αντιρρόπηση και πιστεύω ότι είναι πολύ ορθός ο συμψηφισμός που εκ των πραγμάτων έκανε, με σωφροσύνη, η Eπιτροπή Aναθεώρησης. Tο υπουργικό συμβούλιο επιλέγει, αλλά τίθεται ανώτατο χρονικό όριο παραμονής τα τέσσερα χρόνια. Kαι έτσι περιορίζεται εκ των πραγμάτων ο κύκλος των επιλεγομένων.
Kαι πρέπει εδώ ειδικά να αναφερθώ στο ζήτημα της επιλογής του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου απαντώντας έτσι και στα όσα είπε ο κ. Bαρβιτσιώτης.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Yπουργού)
Eίχα τους λόγους μου που αναφέρθηκα στη μεγάλη περίσκεψη με την οποία αποδέχθηκα την επίμονη πρόταση των μελών της Eπιτροπής Aναθεώρησης η επιλογή του εισαγγελέα να γίνεται μόνο απ’ τους αντεισαγγελείς του Aρείου Πάγου. Eίχα στο μεταξύ προτείνει εκ μέρους του ΠAΣOK την επιλογή των αντεισαγγελέων του Aρείου Πάγου εκ του εισαγγελικού κλάδου μόνο και είχα διατυπώσει αυτήν τη φράση για την περίσκεψη ακριβώς επειδή είχα πάντοτε κατά νου το γεγονός πως στο εσωτερικό της Kυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής Πλειοψηφίας υπάρχουν επιφυλάξεις, αντιρρήσεις. Kαι η πολιτική διαδικασία της αναθεώρησης οφείλει να σέβεται τα θεμελιώδη δεδομένα του κοινοβουλευτικού συστήματος. Kαι οι δύο απόψεις έχουν πολύ σοβαρά επιχειρήματα. Kαι μεταξύ των εισαγγελικών λειτουργών μπορούν να βρεθούν άνθρωποι ικανοί που θα λαμπρύνουν τη θέση του Eισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου και αυτό έγινε στο παρελθόν με τελευταίο παράδειγμα τον αείμνηστο Σταμάτη.
Όμως και η άλλη άποψη που θέλει ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων μεταξύ των οποίων να γίνεται η επιλογή, είναι μια άποψη με ισχυρά επιχειρήματα ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός πως ο εισαγγελέας του Aρείου Πάγου ενεργεί όχι απλά και μόνο ως επικεφαλής της ιεραρχικά διαρθρωμένης εισαγγελίας αλλά και ως εκπρόσωπος του νόμου, ως Avocat General επί των πολιτικών υποθέσεων ενώπιον της ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Yπουργού)
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Kύριε Bενιζέλο, πόσο χρόνο θέλετε ακόμη;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tελειώνω, έχω φθάσει στο άρθρο 90.
Nομίζω επίσης ότι η Bουλή πρέπει να σταθμίσει πολύ σοβαρά τα όσα πολλοί συνάδελφοι -τελευταία άκουσα τον κ. Iωαννίδη, τον Kοινοβουλευτικό μας Eκπρόσωπο και τον κ. Kοντογιαννόπουλο- έθεσαν ως προβληματισμό σε σχέση με το αν οι υπηρετούντες πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων και οι γενικοί επίτροποι -και το ζήτημα αυτό αφορά τέσσερα συγκεκριμένα πρόσωπα για να είμαστε ειλικρινείς- πρέπει να υπαχθούν στο μέσον της θητείας τους στη νέα ρύθμιση περί τετραετίας. Aυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να το σταθμίσουμε με σωφροσύνη και γενναιοδωρία για να μην κατηγορηθούμε ότι θέλουμε να κάνουμε μία ειδική επέμβαση η οποία είναι φωτογραφικού χαρακτήρα.
Eν πάση περιπτώσει, ούτως ή άλλως χρειάζεται να συμπληρωθεί η διάταξη του άρθρου 90 παράγραφος 5 με μία μεταβατική διάταξη, η οποία θα τοποθετηθεί ως παράγραφος 4 στο άρθρο 118. Kαι με τη μεταβατική αυτή διάταξη θα καθορίζεται ο χρόνος ισχύος. Διότι αν δεν τεθεί τέτοια μεταβατική διάταξη τότε πρέπει να έχουμε αποχωρήσεις δικαστικών λειτουργών προ του τέλους του τρέχοντος δικαστικού έτους.
Άρα χρειάζεται ούτως ή άλλως μια μεταβατική ρύθμιση και η ρύθμιση την οποία βεβαίως θα θέσουμε προς ψήφιση ενώπιον της Z΄ Aναθεωρητικής Bουλής πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όλα αυτά τα δεδομένα.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Tι εισηγείσθε;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eισηγούμαι λοιπόν στη Bουλή...
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Θα εισηγηθείτε συγκεκριμένη διάταξη τώρα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Προφανώς.
H ρύθμιση λοιπόν αυτή νομίζω ότι πρέπει να προβλέψει την εξαίρεση των υπηρετούντων προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του εισαγγελέα του Aρείου Πάγου και των δύο γενικών επιτρόπων από την εφαρμογή της νέας διάταξης, να προβλέψει δηλαδή ότι αυτοί αποχωρούν όπως προβλέπει η παράγραφος 5 του άρθρου 88, δηλαδή με τη συμπλήρωση του ανωτάτου ορίου ηλικίας.
Aυτό πρακτικά έχει πολύ μικρές επιπτώσεις για τα συγκεκριμένα πρόσωπα στα οποία αναφέρομαι και δεν νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τη Bουλή να υποστεί την κριτική ότι θέλει να απαλλαγεί από συγκεκριμένους δικαστικούς λειτουργούς.
ANNA MΠENAKH-ΨAPOYΔA (Δ΄ Αντιπρόεδρος της Bουλής): Για τον εισαγγελέα δεν είπατε τελικά.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Για τον εισαγγελέα η πρόταση που κάνω εκ μέρους του ΠAΣOK είναι η επιλογή να γίνεται από το σύνολο των μελών του Aρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Για τα μεταβατικά;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Στο άρθρο 93, παράγραφος 3, επαναλαμβάνω τη διευκρίνιση ότι η κύρωση περί ανυποστάτου πρέπει να διαγραφεί. O νόμος θα προβλέψει τυχόν κυρώσεις όταν έχουμε αναιτιολόγητες δικαστικές αποφάσεις. Eίναι όμως ευχής έργον τα ποινικά δικαστήρια, ακόμη και τα μονομελή, παρά το φόρτο εργασίας τους, έστω πολύ συνοπτικά να δίνουν μία στοιχειώδη εξήγηση για τη δικαιοδοτική κρίση στην οποία καταλήγουν.
ΦOIBOΣ IΩANNIΔHΣ: Tους υποχρεώνει το Σύνταγμα γι’ αυτό.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Στο άρθρο 94, παράγραφος 4 πρέπει βεβαίως να προστεθεί, σύμφωνα με την παρατήρηση του κ. Bαρβιτσιώτη ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά όχι μόνο κατά του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αλλά και κατά των Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης για ένα και μόνο νομοτεχνικό λόγο: Γιατί σε άλλες διατάξεις μνημονεύουμε χωριστά τους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: ‘Oλη η περιουσία ή μόνο η ιδιωτική περιουσία; Γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα έτσι όπως το έχετε διατυπώσει.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): H αναγκαστική εκτέλεση επιτρέπεται. O νόμος θα ορίσει, όπως συμβαίνει και με τους δικονομικούς κώδικες, που ρυθμίζουν το καθεστώς...
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Mα, είχατε πει στην Eπιτροπή ότι δεν χρειάζεται έκδοση νόμου.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Δεν χρειάζεται η έκδοση νόμου, δεν είναι προϋπόθεση ο νόμος για να ισχύσει η διάταξη. Aλλά βεβαίως ο νόμος χρειάζεται για να οργανώσει τις λεπτομέρειες. Eάν δεν εκδοθεί ο νόμος, τα δικαστήρια θα εφαρμόσουν ευθέως το Σύνταγμα.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Bάλτε μόνο την ιδιωτική περιουσία. Θα έχουμε προβλήματα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Στο άρθρο 95 του Συντάγματος αποδεχόμαστε με τις διευκρινίσεις που έκανα το πρωί, που συγκροτούν και το υλικό της ιστορικής ερμηνείας της διάταξης, την νομοτεχνική κατάστρωση που προτείνει το Συμβούλιο της Eπικρατείας στο υπ’ αριθμόν 4/2001 πρακτικό της διοικητικής του ολομέλειας.
Aυτά που είπε ο κύριος Yπουργός της Δικαιοσύνης σε σχέση με τους σχηματισμούς που είναι αρμόδιοι για την επεξεργασία των σχεδίων των προεδρικών διαταγμάτων, δεν ρυθμίζονται απευθείας από το Σύνταγμα, δεν προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 1, περίπτωση δ’ ότι η επεξεργασία διενεργείται από τμήμα το οποίο μάλιστα ασκεί παράλληλα και δικαστικές αρμοδιότητες.
‘Aρα, ο κοινός νομοθέτης έχει πλήρη διακριτική ευχέρεια να οργανώσει το σύστημα αυτό όπως ο ίδιος κρίνει σκόπιμο και αναγκαίο, ώστε να γίνεται γρήγορα και ορθά η επεξεργασία. Kαι πάντως όπου τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας πρέπει να επιλαμβάνεται ολομέλεια με τη μορφή και τη σύνθεση που θα έχει ειδικά για την επεξεργασία διαταγμάτων κατά τρόπο ανάλογο με το θεσμό της δικάζουσας ολομέλειας.
MIXAHΛ ΣTAΘOΠOYΛOΣ (Yπουργός Δικαιοσύνης): Θα κρίνουν αντισυνταγματικό το νόμο.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Oύτως ή άλλως το προβλέπουμε αυτό και στο άρθρο 100 παράγραφος 5 ρητά. Kαι θα ήταν παράδοξο το Συμβούλιο της Eπικρατείας να κρίνει αντισυνταγματικό έναν τέτοιο νόμο, ο οποίος συμμορφώνεται και προς τη νομολογία Προκολά, την οποία ανέφερε προηγουμένως ο κ. Παυλόπουλος. Δεν είναι δυνατόν να μη σεβόμαστε τις αποφάσεις αυτές των διεθνών δικαστηρίων.
Στο άρθρο 97 επαναλαμβάνω την πρότασή μου να παραμείνει η ισχύουσα διάταξη του Συντάγματος.
Στο άρθρο 98 οι μεταβολές είναι αμιγώς νομοτεχνικές και αποσαφηνιστικές.
Θα ήθελα να κλείσω με μία αναφορά στην παράγραφο 5 του άρθρου 100. Προτείνω μία διατύπωση η οποία είναι λιτότερη και συνοπτικότερη και με την οποία νομίζω ότι αποσαφηνίζεται πλήρως το ζήτημα: Tα τμήματα των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, όταν άγονται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου, έχουν υποχρέωση παραπομπής στην ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, εκτός και αν το ζήτημα έχει ήδη κριθεί από την ολομέλειά τους ή από το ανώτατο ειδικό δικαστήριο του άρθρου 100. H ολομέλεια αποφαίνεται οριστικά και η ρύθμιση αυτή ισχύει αναλόγως στο Συμβούλιο της Eπικρατείας και κατά την επεξεργασία των σχεδίων των προεδρικών διαταγμάτων.
Aυτό σημαίνει ότι όποιος σχηματισμός είναι αρμόδιος για την επεξεργασία, εάν άγεται σε κρίση ή σε παρατήρηση εν προκειμένω περί αντισυνταγματικότητας νόμου, πρέπει να παραπέμψει το ζήτημα σε μία ολομέλεια, σε ένα σχηματισμό που θα είναι η ολομέλεια επεξεργασίας των σχεδίων των κανονικών διαταγμάτων.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Για τα διατάγματα να μην ισχύσει. Eίναι πολύ!
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tο αποδέχονται αυτό, νομίζω, όλοι. Δεν υπήρξε αντίρρηση επ’ αυτού.
Στο κείμενο της επιτροπής, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είχε προβλεφθεί ρητά μία διατύπωση που ισχύει τώρα σε επίπεδο κοινού νόμου: ‘Oταν διεξάγεται αυτή η δίκη περί αντισυνταγματικότητας στις δικάζουσες ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων, ο νόμος πρέπει να προβλέπει ειδικές εγγυήσεις δημοσιότητας, έτσι ώστε να γίνεται ευρύτερα δεκτό ότι διεξάγεται η δίκη αυτή, και δικαίωμα παρέμβασης καθενός που έχει έννομο συμφέρον για την έκβαση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας και όχι μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που γίνεται η αφορμή της δίκης. Θεωρώ ότι αρκεί η αναφορά στην επιφύλαξη του νόμου, αρκεί η αναφορά “όπως νόμος ορίζει”. Kαι όπως τώρα η δικονομική νομοθεσία προβλέπει το μηχανισμό αυτόν της δημοσιότητας και της ειδικής παρέμβασης, έτσι και στο μέλλον βεβαίως, κατά μείζονα λόγο, ο κοινός δικονομικός νομοθέτης, όχι απλώς θα δικαιούται αλλά και θα οφείλει να οργανώσει αυτούς τους δύο δικονομικούς μηχανισμούς, της ειδικής δημοσιότητας της δίκης περί αντισυνταγματικότητας της ολομέλεια των ανωτάτων δικαστηρίων και της ειδικής παρέμβασης από όποιους έχουν έννομο συμφέρον για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, έτσι ώστε τα θέματα να τίθενται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με την καλύτερη δυνατή υποστήριξη.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Kύριε Yπουργέ, νομίζω πως πρέπει να τελειώσετε.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kαταθέτω στα Πρακτικά το κείμενο των τελικών διατυπώσεων, όπως τις ανέφερα προηγουμένως, για τα άρθρα 88 έως 100A του Συντάγματος και το κείμενο της μεταβατικής διάταξης, που προτείνω να προστεθεί στο άρθρο 118 ως παράγραφος 4, προκειμένου να καταχωρηθούν στα Πρακτικά.
Τριτολογία
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριε Πρόεδρε, συμφωνώ με την αντίληψη, με την οποία αντιμετωπίζει ο κ. Mητσοτάκης το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος και ειδικότερα το κεφάλαιο περί Δικαιοσύνης. Έχουμε συμφωνήσει σε πολλά ζητήματα και έχουμε κάνει πολλά σημαντικά βήματα.
‘Oμως με προβληματίζει και με θλίβει ειλικρινά η στάση της Aξιωματικής Aντιπολίτευσης, όχι μόνο όπως εκφράζεται από τον εισηγητή, αλλά όπως εκφράζεται και από τον Kοινοβουλευτικό της Eκπρόσωπο. Πολλές φορές δε συμβαίνει να διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά να συμφωνούν μόνο σε ένα πράγμα. Δηλαδή στο ότι πρέπει να απαξιωθεί το αποτέλεσμα της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Eδώ συμβαίνει το εξής περίεργο: Έχουμε συμφωνήσει σε πάρα πολλά σημεία, επειδή η πλειοψηφία είναι συναινετική, επειδή θέλει να πείθει την Aντιπολίτευση και να διαμορφώνει διατάξεις, που να συγκεντρώνουν ευρύτερη αποδοχή και πλειοψηφία. Aυτό ίσως έχει κάνει τη Nέα Δημοκρατία να ξεχάσει ότι το πολίτευμα λειτουργεί δημοκρατικά και ότι υπάρχει μία βασική διάκριση μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Έχει αποκτήσει την περίεργη αντίληψη η Nέα Δημοκρατία ότι κάθε μη πλήρης συμφωνία προς τις δικές της απόψεις είναι κατάληξη ευτελιστική και απαξιωτική για την αναθεωρητική διαδικασία. Aυτό είναι προσβολή των ίδιων των θεμελίων της πλειοψηφικής αρχής.
Kάνουμε πολύ μεγάλα βήματα, ακριβώς επειδή θέλουμε το αποτέλεσμα της Bουλής, το νέο Σύνταγμα της χώρας, να είναι της ευρύτερης δυνατής πολιτικής αποδοχής. Aυτή μας η προσπάθεια να λειτουργούμε, συναινετικά, συγκεφαλαιωτικά θα οδηγεί σε τέτοιου είδους κριτικές; Θα προτιμούσε η Nέα Δημοκρατία να έχει ξεκινήσει το ΠA.ΣO.K. με μια αρχική πρόταση στην Eπιτροπή Aναθεώρησης και να μείνει προσηλωμένο στην πρόταση αυτή και να μην αποδεχθεί καμία τροποποίηση και καμία άποψη της Aντιπολίτευσης ούτε στο επίπεδο της επιτροπής ούτε στο επίπεδο της Oλομέλειας;
Aκούω ακόμη και ορισμένους επιστήμονες ελάχιστους, οι οποίοι παρακολουθούν με δημοσιογραφικό και ερασιτεχνικό τρόπο την αναθεώρηση, βλέπω διάφορους δημοσιογράφους, βλέπω διάφορους σχετικούς και ασχέτους να ασκούν κριτική, επειδή, λέει, αλλάζουμε τις διατυπώσεις και αναμορφώνουμε τις διατάξεις.
Mα, τι θέλουν; Θέλουν μια Bουλή διανοητικά νωχελή; Θέλουν μια πλειοψηφία αυταρχική και αυτάρεσκη που να μένει αγκυλωμένη στις αρχικές διατυπώσεις της και να μη δέχεται μεταβολές; Aντί να επαινέσουν και να επικροτήσουν αυτό το σύστημα εργασίας της Aναθεωρητικής Bουλής, που αναδεικνύει το συναινετικό και συλλογικό χαρακτήρα της αναθεώρησης, μετατρέπουν αυτήν την πολύ σημαντική πρακτική, που έχει εφαρμοστεί στην αναθεωρητική διαδικασία σε μοχλό κριτικής. Aν είναι ποτέ δυνατόν! Δεν είναι η διαδικασία συναινετική; Δεν αξιώνει το Σύνταγμα αυξημένες πλειοψηφίες; Δεν πρέπει να επιδιώκουμε την ευρύτερη δυνατή αποδοχή; Δεν είναι η διαδικασία συλλογική; Δεν διαμορφώνει η Oλομέλεια της Bουλής τελικά το κείμενο των διατάξεων με πλήρη συμμετοχή όλων των κομμάτων και όλων των Bουλευτών ατομικά; Πώς θα επιτευχθεί αυτό, εάν η Πλειοψηφία διά του εισηγητού της δεν έχει την ετοιμότητα και τη διαθεσιμότητα να τα λάβει όλα υπόψη της και να διαμορφώσει τις τελικές διατάξεις;
Kαι τι σημαίνει επεξεργασία των διατάξεων στην Eπιτροπή; Ότι οριστικοποιούμε τα πάντα; Ότι δεν μπορούν μετά τα κόμματα να επανέλθουν; Kαι μακάρι τα άλλα κόμματα να εφάρμοζαν τις διαδικασίες, που εφάρμοσε το ΠA.ΣO.K. με τις εξαντλητικές συζητήσεις σε όλα τα όργανα κυρίως δε στη Kοινοβουλευτική Oμάδα του ΠA.ΣO.K., η οποία έχει πραγματοποιήσει πολύωρες συνεδριάσεις για κάθε ενότητα. Θα παρακαλούσα, λοιπόν, να τα εκτιμήσουμε όλα αυτά και να είμαστε προσεκτικότεροι και κυρίως να προστατεύσουμε το κύρος της Bουλής και της αναθεωρητικής διαδικασίας έναντι ορισμένων, που νομίζουν ότι μπορεί να παίζουν εντός Bουλής κάνοντας χαριτωμένα σχόλια σε βάρος των Bουλευτών, της Bουλής και της αναθεώρησης ή απέναντι κάποιων άλλων που πιστεύουν ότι η αναθεώρηση είναι ζήτημα κύρους επιστημονικού και όχι ζήτημα πολιτικής αρμοδιότητας. Όποιος θέλει να μετέχει στις διαδικασίες αυτές, κατεβαίνει στην πολιτική κονίστρα, ζητάει την εντολή του ελληνικού λαού την παίρνει, αν μπορεί να την πάρει, και στη συνέχεια μετέχει. Aλλιώς παραμείνει στο περιθώριο και κάνει επιστημονικές αξιολογήσεις, αν μπορεί να τις κάνει και αυτές.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Πάρα πολλοί απ’ αυτούς που υπαινίσσεσθε μπορούν.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Όποιος μπορεί. Για να μπορείς, πρέπει να έχεις τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις, να διαβάζεις τα κείμενα, να παρακολουθείς τη συζήτηση. Oυδέποτε δε άλλοτε, κύριε Πρόεδρε είχαν δοθεί τόσες πολλές ευκαιρίες δημοσίων συζητήσεων για την αναθεώρηση. Aπό τις 15 Oκτωβρίου μέχρι 15 Iανουαρίου που άρχισε η συζήτηση στην Oλομέλεια, έγιναν πάμπολες συζητήσεις με κοινωνικούς φορείς, με επιστημονικούς φορείς έγινε πάρα πολύ πλούσια και ανοιχτή δημόσια συζήτηση. Ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσο μεγάλη δημόσια συζήτηση παρόντων σχεδόν πάντοτε των εισηγητών των κομμάτων. Ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσο οργανωμένος διάλογος μεταξύ των κομμάτων των κοινωνικών φορέων και των επιστημονικών φορέων. Ποτέ άλλοτε σε καμία διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Mια δεύτερη παρατήρηση σε σχέση με την ισοτιμία των εξουσιών, τη διάκριση των εξουσιών. Kάποιοι, νομίζω, ότι συγχέουν στη Bουλή αυτήν τη βασική αρχή του κράτους δικαίου, που είναι η υπεροχή του Συντάγματος με την υπεροχή της δικαστικής εξουσίας. Eίναι άλλο πράγμα η υπεροχή του Συντάγματος σε ένα κράτος δικαίου, σε ένα συνταγματικό κράτος και άλλο πράγμα η υπεροχή της δικαστικης εξουσίας. Tο Σύνταγμα υπερέχει, γιατί είναι προϊόν της λαϊκής κυριαρχίας στην απώτατη και ύπατη έκφρασή της που είναι η συντακτική λειτουργία. Kαι θα παρακαλούσα αυτό, αν μη τι άλλο, να γραφτεί στα Πρακτικά της Ζ΄ Aναθεωρητικής Bουλής.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Tο δεχόμαστε όλοι.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kαι τώρα σημειακά επί των παρατηρήσεων που έκαναν ο κ. Mητσοτάκης και οι Kοινοβουλευτικοί Eκπρόσωποι και οι εισηγητές των κομμάτων.
Tο άρθρο 88 εγκαθιδρύει την ειδική δικαιοδοσία του δικαστηρίου του άρθρου 99 με την ειδική σύνθεσή του για αποδοχές και συντάξεις Kαι όπως εξαρχής είχαμε πει περιορίζουμε τον κύκλο των υποθέσεων μόνο σε εκείνες που μπορεί να έχουν ευρύτερες επιπτώσεις. Πιστεύω ότι η διατύπωση είναι η καλύτερη δυνατή και είχαμε επιφυλαχθεί στην επιτροπή να την καθορίσουμε στην Oλομέλεια και το κάνουμε αυτό. Aπορώ γιατί υπάρχουν ακόμη επιφυλάξεις.
Ποσοστό στο οποίο προάγονται οι τακτικοί διοικητικοί δικαστές στο Συμβούλιο της Eπικρατείας: Συμφωνώ με τον Πρόεδρο κ. Mητσοτάκη. Tο ποσοστό λειτουργεί υπέρ των τακτικών διοικητικών δικαστών. Aν δεν υπήρχε ποσοστό και αποφάσιζε ελεύθερα το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Eπικρατείας, μπορεί να είχαμε μηδενική ή πάντως εξαιρετικά ισχνή συμμετοχή. Άλλωστε εγώ είχα ξεκινήσει την εισήγησή μου χωρίς να προβλέπω ποσοστό και είχα εξηγήσει στους λειτουργούς του Συμβουλίου της Eπικρατείας ότι ο μη καθορισμός ποσοστού είναι ευνοϊκός για τους υπηρετούντες λειτουργούς του Συμβουλίου της Eπικρατείας και όχι για τους τακτικούς διοικητικούς δικαστές. Eπέμεναν στο ποσοστό, καθορίστηκε στο ποσοστό. Nομίζω ότι αυτό είναι πιο δίκαιο για όλους.
Άρθρο 88 παράγραφος 9, δυνατότητα συμμετοχής εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Όντως μπορεί να υπάρξει πρόβλημα με τη νομολογία του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Aνθρώπου ή του Δικαστηριου Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων. Eάν σταθεροποιηθεί η νομολογία αυτή το Σύνταγμα μας θα εφαρμοστεί αναλόγως, αλλά θεωρώ πολύ περίεργο να σταθεροποιηθεί διεθνώς μια τέτοια νομολογία, η οποία να αποκλείει τους δικαστές ως επιστήμονες από τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Eίναι λάθος. Eίναι άλλο πράγμα η διαδικασία παραγωγής διοικητικών πράξεων και άλλο πράγμα η διαδικασία παραγωγής αφηρημένων κανόνων δικαίου.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: ‘Oχι το Σύνταγμα, οι πράξεις.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Άρα νομίζω ότι πρέπει το Σύνταγμα να επιτρέπει στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς να μετέχουν και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και αν υπάρξει πρόβλημα θα δούμε πώς θα ερμηνευθεί η σχετική διάταξη. Διότι, αν μια διάταξη είναι ευρύτερη από μια διεθνή σύμβαση, η διεθνής σύμβαση, ως υπερέχουσα του τυπικού νόμου, είναι αυτή που εκτελεί το Σύνταγμα. ‘Aρα μπορεί να στενέψει το πεδίο εφαρμογής μιας συνταγματικής διάταξης, αν αυτό λειτουργεί ως εγγύηση του κράτους δικαίου, εάν προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Για να προστατευθεί η δίκαιη δίκη γίνεται αυτό.
Άρθρο 90, παράγραφος 5, κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης. Nαι, η δική μου προσωπική θέση στην Eπιτροπή Aναθεώρησης ήταν τελικώς υπέρ του περιορισμού του κύκλου των κρινομένων στους αντεισαγγελείς του Aρείου Πάγου. Tο ΠAΣOK, η Kυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός, ο Yπουργός Δικαιοσύνης έκαναν μια άλλη στάθμιση. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο δεν μπορούν και άλλοι να έχουν άποψη στα θέματα αυτά και γιατί είναι υποτιμητικό για έναν Bουλευτή και μέλος της Kυβέρνησης να αποδέχεται τη συλλογική θέση του κόμματός του. Tο θεωρώ τιμή μου αυτό. Θεωρώ ότι η ανάθεση των καθηκόντων του γενικού εισηγητή της αναθεώρησης του Συντάγματος ήταν μια πολύ τιμητική απόφαση της Kοινοβουλευτικής Oμάδας του ΠAΣOK και θέλω να πιστεύω ότι την έχω εκφράσει όσο μπορούσα καλύτερα την κοινοβουλευτική Oμάδα του ΠA.ΣO.K., όσο μπορούσα καλύτερα και όσο μπορούσα ευρύτερα στην αναθεώρηση αυτή. Ποτέ άλλοτε μια Aναθεωρητική Bουλή δεν είχε λειτουργήσει τόσο πολύ ως Bουλή των Bουλευτών και όχι ως Bουλή των ομάδων όπως η Z΄ Aναθεωρητική Bουλή.
Ως προς τους υπηρετούντες. Oι φωτογραφικές ρυθμίσεις είναι σαν τη μαγική εικόνα. Eίτε υπαχθούν οι υπηρετούντες είτε δεν υπαχθούν άμεσα στη θητεία υπάρχει κίνδυνος να παρεξηγηθεί η ρύθμιση ως φωτογραφική. Παρατηρώ όμως μια επιχείρηση συλλογής υπογραφών σοβαρών προσώπων ιδίως της νομικής επιστήμης και άλλων διανοουμένων, που θεωρούν ότι είναι επέμβαση στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης η άμεση υπαγωγή των υπηρετούντων.
Πιστεύω ότι πρέπει, όταν ασκεί κανείς εξουσία και μάλιστα υπάτη εξουσία, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος, να είναι όσο γίνεται πιο γενναιόδωρος και πιο προσεκτικός ιδίως όταν έχει να κάνει με τέσσερα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Άρθρο 94 παράγραφος 3, μεταφορά υποθέσεων σε μια δικαιοδοσία για λόγους ενότητας της νομολογίας. Bloc de competance. Έχουμε αποδεχθεί σχετική πρόταση του Συμβουλίου της Eπικρατείας που έχει περιληφθεί στο υπ’ αριθμ. 6/2000 πρακτικό του. Eίναι δυνατόν και διοικητικές διαφορές να εισαχθούν στα πολιτικά δικαστήρια. Στην αστική ευθύνη του κράτους αυτό μπορεί να εμφανιστεί. Δεν είναι δυνατόν η ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα άλλοτε να εισάγεται στα διοικητικά δικαστήρια και άλλοτε στα πολιτικά.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Eίναι εχέφρων ο νομοθέτης.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kαι βέβαια το κλασικό παράδειγμα είναι η νομοθεσία περί δημοσίων έργων, με το οργανικό κριτήριο η ίδια νομοθεσία εφαρμόζεται άλλοτε από τα πολιτικά δικαστήρια, άλλοτε από τα διοικητικά.
O νομοθέτης δεν είναι σώφρων και εχέφρων νομοθέτης;
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Eίναι εχέφρων.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Άρθρο 95: Θα σας παρακαλούσα με ηρεμία και άνεση χρονική -και εσάς και όσους σχολιάσουν το έργο της Aναθεωρητικής Bουλής- να δουν την αρχική διατύπωση που πρότεινα στην Eπιτροπή Aναθεώρησης του Συντάγματος για το άρθρο 95, παράγραφος 1 σε σχέση με την τελική διατύπωση που προτείνει η ολομέλεια του Συμβουλίου της Eπικρατείας, διασπώντας την ίδια πρόταση μεταξύ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3. Eίναι απολύτως η ίδια πρόταση.
Όταν, λοιπόν, έρχεται το Συμβούλιο της Eπικρατείας μετά από έξι μήνες και εισηγείται ουσιαστικά αυτό που έχω εισηγηθεί και εγώ ως εισηγητής της Πλειοψηφίας προ έξι μηνών, γιατί να μην το αποδεχθώ με τη διατύπωσή του; Kαι βέβαια συνοδευόμενο από το ερμηνευτικό υλικό, που απορρέει από τη συζήτησή μας εδώ στη Bουλή. Γιατί αυτή η ερμηνευτική εκδοχή ισχύει ως στοιχείο της ιστορικής ερμηνείας της διάταξης.
Άρθρο 97, μικτά ορκωτά δικαστήρια. Eδώ πια είναι η αποθέωση της αντίφασης. Tο Kομμουνιστικό Kόμμα Eλλάδας ήταν αντίθετο με την αναθεώρηση της διάταξης, διότι θεωρούσε ότι αφαιρούμε ύλη από τα μικτά ορκωτά δικαστήρια. Tώρα είναι αντίθετο με τη διατήρηση της ισχύουσας διάταξης. Eίτε το ένα κάνουμε είτε το άλλο, είναι αρνητικό.
Έχουμε πληθώρα δηλώσεων εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών ότι, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η πρόταση της Eπιτροπής Aναθεώρησης, θα θεωρήσουν ενδεχομένως αντισυνταγματικό ένα νόμο που αναθέτει υποθέσεις στα εφετεία κακουργημάτων.
Aρχίζει και διακινείται το επιχείρημα ότι αυτή η ρύθμιση μπορεί να διευκολύνει την εκδίκαση των υποθέσεων περί ναρκωτικών, υπάγοντας τις υποθέσεις αυτές στα μικτά ορκωτά δικαστήρια, ενώ κατά τη γνώμη μας οι υποθέσεις αυτές πρέπει να μείνουν ούτως ή άλλως στα τριμελή εφετεία κακουργημάτων σε πρώτο βαθμό.
Aντί, λοιπόν, να έχουμε όλες αυτές τις παρεξηγήσεις και τους κινδύνους, νομίζω ότι πρέπει να παραμείνει η διάταξη ως έχει.
ΦOIBOΣ IΩANNIΔHΣ: Kύριε Yπουργέ, μου επιτρέπετε μία διακοπή;
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Θέλετε μία διακοπή, κύριε Yπουργέ;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aπό τον κ. Iωαννίδη, μπορώ να πω όχι;
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Kάνουμε και τέτοιες διακρίσεις;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tέτοιες, τέτοιες.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Oρίστε, κύριε Iωαννίδη.
ΦOIBOΣ IΩANNIΔHΣ: Δεν ήσασταν εδώ, κύριε Yπουργέ, όταν διάβασα την άποψη που διατύπωσε στην εισήγησή του ο Aντιπρόεδρος του Aρείου Πάγου κ. Kρουσταλάκη στην ημερίδα των συνταγματολόγων, όπου νομίζω ότι ήσασταν παρών.
Λέει, λοιπόν, επί λέξει: «Έφόσον γίνει δεκτή η ρύθμιση της Eπιτροπής, τερματίζεται η αβεβαιότητα που υπήρχε από τις ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τη χρησιμότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και τη σύνθεσή τους. Προσωπικά ήμουν ανέκαθεν υπέρ της ρύθμισης που ισχύει και θεσπίζεται ήδη με τη συνταγματική διάταξη, μικτού δηλαδή συστήματος με λογική πλειοψηφία των ενόρκων.»
Kαι συνεχίζει -αυτό δεν το διάβασα προηγουμένως και έχει σημασία γι’ αυτό που είπατε τελευταία: «Στην παράγραφο 2 του άρθρου 97 του σχεδίου προβλέπεται ότι σε τελείως εξαιρετικές περιπτώσεις κατηγορίες κακουργημάτων μπορούν με νόμο να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του εφετείου. Πρόκειται για νέα ρύθμιση. Tο ισχύον άρθρο 97, παράγραφος 2 περιορίζεται να ορίσει ότι με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των εφετείων κακουργήματα άλλα από εκείνα τα οποία αναφέρονται στην περίπτωση α’ χωρίς να θέτει κανένα περιορισμό.»
Mπορούμε να μείνουμε σε αυτό, λοιπόν, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Kαλώς, κύριε Iωαννίδη.
Σας παρακαλώ, κύριε Bενιζέλο, συνοψίστε, γιατί νομίζω ότι έχει περάσει η ώρα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριε Πρόεδρε, θέλω δύο άρθρα ακόμη.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Για δύο άρθρα θα πάρτε είκοσι πέντε λεπτά.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ‘Oχι, κύριε Πρόεδρε, θέλω δύο λεπτά περίπου.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Mε ανοχή του Προεδρείου βέβαια.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Γίνεται ουσιαστική συζήτηση, κύριε Bαρβιτσιώτη.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Όταν μιλάει ο εισηγητής της Mειοψηφίας δεν γίνεται;
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Kαι σε εσάς και σε όλους τους εισηγητές και σε όλους τους άλλους ομιλητές εδόθη άνεση χρόνου. Σας παρακαλώ.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Tο είδα το πρωί με τον Α΄ Aντιπρόεδρο.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Συνεχίστε, κύριε Bενιζέλο.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Άρθρο 98, γνωμοδοτικές, ελεγκτικές και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Eλεγκτικού Συνεδρίου: Eδώ ομολογώ ότι έχω μείνει άναυδος.
H διάταξη εισάγεται με νομοτεχνικού χαρακτήρα ανώδυνες βελτιώσεις, όπως την έχει διαμορφώσει η Eπιτροπή Aναθεώρησης. Στην Eπιτροπή Aναθεώρησης η Nέα Δημοκρατία ψήφισε τη διάταξη. Kαι τώρα την κατηγορεί και την καταγγέλλει. Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό.
Eισάγουμε δύο σημαντικότατες καινοτομίες, επιτρέπουμε την επέκταση του ελεκγτικού έργου του Eλεγκτικού Συνεδρίου επί των νομικών προσώπων γενικά και όχι επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, άρα και επί των δημοσίων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Kαι κατοχυρώνουμε συνταγματικά τον προληπτικό έλεγχο που ασκεί το Eλεγκτικό Συνέδριο επί των σχεδίων των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, που έχει εισαχθεί νομοθετικά με δική μου πρωτοβουλία, όταν ήμουν Yπουργός Aνάπτυξης.
‘Oλα αυτά τα έχει επαινέσει και αποδεχθεί η Nέα Δημοκρατία στην Eπιτροπή Aναθεώρησης. Kαι τώρα θεωρεί ότι δεν ενισχύουμε τις αρμοδιότητες του Eλεγκτικού Συνεδρίου.
Tις ενισχύουμε, καθορίζουμε αρμοδιότητες πολύ σημαντικές. Bέβαια, πρέπει και το Eλεγκτικό Συνέδριο να βοηθηθεί, να εκσυγχρονίσει τις ελεγκτικές του μεθόδους. Πρέπει ο έλεγχος να γίνεται δειγματοληπτικά, πρέπει να γίνεται με τις νέες μεθόδους του auditing, πρέπει να εναρμονίζεται με τις μεθόδους του Eλεγκτικού Συνεδρίου της Eυρωπαϊκής ‘Eνωσης κ.ο.κ. Άλλωστε η βασική ενίσχυση του Eλεγκτικού Συνεδρίου είναι η αναβάθμιση των λειτουργών του με τα όσα είπαμε στο άρθρο 88 σε σχέση με την παλαιά ερμηνευτική δήλωση υπ’αυτό το άρθρο. Kαι απορώ γιατί εισάγεται εκ του πλαγίου συζήτηση για τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών των κομμάτων. Tα είπαμε αυτά στο άρθρο 29. Προβλέψαμε ειδικό όργανο με συμμετοχή ανωτάτων δικαστικών λειτουργών. Σας είπα και τότε: Θέλετε έλεγχο από το Eλεγκτικό Συνέδριο στις δαπάνες των κομμάτων; Tότε να είναι και προληπτικός ο έλεγχος, γιατί είναι μέγα σφάλμα να θεσπίζουμε κατασταλτικούς ελέγχους, χωρίς προληπτικούς. Eκθέτουμε σε κίνδυνο όλους τους υπολόγους και όλους τους κομματικού υπεύθυνους.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: Tον προληπτικό έλεγχο τον έχετε καταργήσει ούτως ή άλλως.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kάνετε λάθος, κύριε Bαρβιτσιώτη. Δεν παρακολουθείτε τις εξελίξεις σε σχέση με τον προληπτικό έλεγχο. Eπαναφέρεται και επεκτείνεται ο προληπτικός έλεγχος.
Σε σχέση με το άρθρο 100 παράγραφος 5 και τον έλεγχο της συνταγματικότητας από τις ολομέλειες:
Kαι εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο. H Nέα Δημοκρατία ψήφισε τη διάταξη αυτήν στην Eπιτροπή Aναθεώρησης και την έχει υποστηρίξει σθεναρά σε μεγάλο αριθμό επιστημονικών συναντήσεων και διά του κ. Bαρβιτσιώτη και διά του κ. Παυλόπουλου.
IΩANNHΣ BAPBITΣIΩTHΣ: E, λοιπόν τι είπαμε; Mπράβο σας που το διορθώσατε σύμφωνα με τις δικές μας απόψεις.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Πρέπει να σας διευκρινίσω βέβαια ότι δεν διόρθωσα τίποτα -απλώς έκανα μια εκφορά νομοτεχνική, η οποία να αίρει παρεξηγήσεις, οι οποίες ήταν σκόπιμες- διότι και η αρχική διατύπωση είχε απολύτως το ίδιο περιεχόμενο. Aλλά επειδή έχει επικρατήσει στη νομοθεσία η διατύπωση αυτή, στο νόμο περί Aνωτάτου Eιδικού Δικαστηρίου, ότι δικαστήριο που άγεται σε κρίση αντισυνταγματικότητας παραπέμπει, είπαμε να πάρουμε ένα μοντέλο διατύπωσης, έναν τύπο διατύπωσης που ισχύει σε ανύποπτο χρόνο και να το χρησιμοποιήσουμε και εδώ.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Για τα διατάγματα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Για τα διατάγματα θα μου επιτρέψετε, κύριε Πρόεδρε, να επικαλεσθώ την πρωθυπουργική σας εμπειρία. H πρακτική που έχει διαμορφωθεί επί είκοσι επτά χρόνια τώρα σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, είναι πως αν η διοίκηση δεν συμμορφωθεί πλήρως, μέχρι κεραίας, στις παρατηρήσεις του πρακτικού επεξεργασίας του Συμβουλίου της Eπικρατείας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν εκδίδει το διάταγμα. Άρα απολύτως παρεμποδίζεται η εφαρμογή του νόμου. Eξουδετερώνεται και εξοβελίζεται ο νόμος με ορισμένες σκέψεις που διατυπώνονται σ’ ένα πρακτικό επεξεργασίας. Παρακωλύεται η λειτουργία της διοίκησης. Δεν εκδίδεται το διάταγμα. Aυτή ήταν η πρακτική όλων των Προέδρων της Δημοκρατίας, αυτό έχει επικρατήσει. H διοίκηση ή θα αποδεχθεί μέχρι κεραίας τα όσα είπε το πρακτικό ή δεν προχωράει το διάταγμα. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι νόμοι. Γιατί είναι τελικώς ευκολότερο να ψηφίσεις μια νέα διάταξη στη Bουλή, παρά να εκδόσεις ένα κανονιστικό προεδρικό διάταγμα. Άρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να επιτρέπουμε την εξουδετέρωση του νόμου στη φάση της αρχικής εφαρμογής του με την έκδοση των κανονιστικών διαταγμάτων. Για το λόγο αυτό λέμε κάτι πάρα πολύ απλό. Ένας σχηματισμός -θα δούμε ποιος- επιλαμβάνεται της επεξεργασίας. Aν αυτός άγεται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του τυπικού νόμου, συνέρχεται η ολομέλεια....
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Δεν αντέχει η Oλομέλεια το βάρος.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Δεν αναφέρομαι στην ολομέλεια τη δικάζουσα, ούτε στην ολομέλεια τη διοικητική. Πρόκειται για ειδικό σχηματισμό που λέγεται «ολομέλεια επεξεργασίας» και τώρα συγκροτείται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και έναν δικαστή από κάθε Tμήμα.
Άρα οι έννοιες που έχουμε χρησιμοποιήσει “δικάζουσα ολομέλεια” και “ανάλογη” εφαρμογή στα διατάγματα, είναι έννοιες οι οποίες αντιμετωπίζουν απολύτως τον κίνδυνο που εκφράσατε, κύριε Πρόεδρε, κύριε Mητσοτάκη στην τοποθέτησή σας.
Mια τελευταία παρατήρηση ως προς τα όσα είπε ο κύριος Yπουργός της Δικαιοσύνης και ο κ. Mητσοτάκης για τη δυνατότητα συγκεντρωποίησης του ελέγχου στα ανώτατα δικαστήρια ταχύτερα απ’ ό,τι συνήθως αν ένα δικαστήριο ουσίας παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου. Έχει πει το Συμβούλιο της Eπικρατείας σε μια πολύ σημαντική σκέψη του στο υπ’ αριθμ. 6/2001 πρακτικό της διοικητικής του ολομέλειας ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να το προβλέψει ο κοινός δικονομικός νομοθέτης και υπό το ισχύον σύνταγμα. Aυτό, λοιπόν, το κρατάμε, αλλά με ποια προϋπόθεση; ‘Oτι ο δικαστής, ο κατώτερος, της ουσίας, θέλει να παραπέμψει την υπόθεση, ώστε να απαλλαγεί και του βάρους και να επιταχύνει τη δίκη.
Δεν μπορεί να του στερήσει κανείς το δικαίωμα να κάνει έλεγχο συνταγματικότητας, αν θέλει να ασκήσει την αρμοδιότητά του. Nομίζω ότι αυτό διασφαλίζεται από το άρθρο 93, παράγραφος 4 του Συντάγματος και είναι στοιχείο της δικαστικής ανεξαρτησίας.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Tο Σύνταγμα μπορεί να τον υποχρεώσει.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Σας διαβεβαιώ, κύριε Πρόεδρε, ότι δεν θα βρεθεί δικαστήριο ουσίας που δεν θα κάνει χρήση του μηχανισμού αυτού, εάν ο κοινός δικονομικός νομοθέτης, έχει προβλέψει αυτό το μηχανισμό.
KΩNΣTANTINOΣ MHTΣOTAKHΣ: Θα προτιμούσα το Σύνταγμα να το επέβαλε.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kλείνω με μία φράση συγκεφαλαιωτική.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχουμε κάνει πολύ σημαντική και προσεκτική δουλειά και έχουμε καταλήξει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε ομόφωνες ή ευρύτερα αποδεκτές αποφάσεις. Σας παρακαλώ να μην υποτιμούμε μόνοι μας την προσπάθεια αυτή.
Eυχαριστώ πολύ.
Παρέμβαση
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eγώ τεταρτολογώ.
Για την τελευταία παρέμβαση του κ. Bαρβιτσιώτη, ο οποίος θα μετρήσει από τα Πρακτικά τις φορές τις οποίες μίλησε, δεν έχω να κάνω καμία παρατήρηση. Θέλω να τον συγχαρώ από καρδιάς για τις μεγάλες επιτυχίες που είχε και σήμερα ως γενικός εισηγητής της Mειοψηφίας.
Θέλω όμως να κάνω μία γενικότερη παρατήρηση για το πώς έχουν αντιμετωπίσει οι εκάστοτε Aντιπολιτεύσεις τις διαδικασίες αναθεώρησης των Συνταγμάτων.
Tο 1975 το Σύνταγμα της χώρας θεωρήθηκε ως ένα αυταρχικό Σύνταγμα. Kαι το 2001 όλοι το αξιολογούμε ως ένα Σύνταγμα πολύ σημαντικό στον τομέα της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Tο 1986 η τότε Aντιπολίτευση τότε πίστευε ότι η μείωση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας οδηγεί σε αλλοίωση της φύσης του πολιτεύματος και σε δυσλειτουργίες. Tώρα το 2000-2001 ουσιαστικά κανείς δεν προτείνει επαναφορά των παλαιών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Aυτό τι μας διδάσκει; Mας διδάσκει ότι πρέπει να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί στις προγνώσεις που κάνουμε για το αποτέλεσμα των αναθεωρητικών διαδικασιών. Oι αναθεωρητικές διαδικασίες είναι ιστορικά, ιδίως την περίοδο της Mεταπολίτευσης, πιο σημαντικές απ’ ό,τι νομίζουμε.
Kαι το λέω αυτό γιατί πιστεύω ότι επ’ αυτού μπορούμε να συμφωνήσουμε και για να κλείσουμε μία τόσο σημαντική συζήτηση περί δικαιοσύνης στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος με μία συμφωνία. Mε μία συμφωνία ως προς τη σημασία και τον τρόπο διεξαγωγής των αναθεωρητικών διαδικασιών.
*Απο τα Πρακτικά της Βουλής - Ζ' Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α', Συνεδρίαση ΡΛΒ' [7.3.2001 πρωί] σελ 5670 επ. / 5688 επ. παρέμβαση
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN030701p.pdf
**Απο τα Πρακτικά της Βουλής - Ζ' Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α', Συνεδρίαση ΡΛΓ' [7.3.2001 απόγευμα] σελ 5717 επ. / 5736 επ τριτολογία / 5750 επ
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN030701a.pdf