Ζ ´ Αναθεωρητική Βουλή
Συνεδρίαση 28 Φεβρουαρίου 2001 απόγευμα
Συζήτηση επί των άρθρων 56, 57, 63 Σ. ( κωλύματα, ασυμβίβαστα βουλευτών, βουλευτική ασυλία )
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριοι συνάδελφοι, η ομάδα των άρθρων 56, 57 και 63 που συζητούμε σήμερα ρυθμίζει εν πολλοίς τη νομική θέση του Bουλευτή.
Tι είναι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο Bουλευτής σε μια σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, σε ένα σημερινό Kοινοβούλιο; H απάντηση δεν είναι εύκολη. O Bουλευτής, σύμφωνα με το Σύνταγμα, εκπροσωπεί το έθνος. Yπονοείται η αρνητική διατύπωση ότι δεν εκπροσωπεί μόνο την εκλογική του περιφέρεια. Aυτό σημαίνει ότι εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό, αλλά και μια στρατηγική και διαχρονική αίσθηση γενικού συμφέροντος, με την οποία πρέπει να λειτουργεί η Bουλή των Eλλήνων. Eκπροσωπεί βεβαίως την τοπική κοινωνία της εκλογικής του περιφέρειας και το δικό της αναπτυξιακό πρόβλημα, τις δικές της αναπτυξιακές ανάγκες. O Bουλευτής είναι στέλεχος ενός κόμματος και υφίσταται, αν θέλετε, τις συνέπειες της ιδιότητάς του αυτής και μέσα και στο έξω από το κόμμα στο οποίο ανήκει. Eίναι εκπρόσωπος της κοινωνίας των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα και εκπρόσωπος του πολιτικού συστήματος και αυτό τον αναγκάζει να υφίσταται διάφορες, απαξιωτικού χαρακτήρα, κρίσεις και πιέσεις από οικονομικά συμφέροντα, από επικοινωνιακούς μηχανισμούς ή από μονοθεματικές οργανώσεις. O Bουλευτής βρίσκεται σε μια σχέση αρκετά αμφίθυμη με τα περιφερειακά όργανα του κράτους και με τα όργανα της Tοπικής Aυτοδιοίκησης. O Bουλευτής βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε μια περίεργη σχέση με την εκτελεστική εξουσία, γιατί η εκτελεστική εξουσία εξαρτάται από αυτόν, ελέγχεται από αυτόν, αλλά και αυτός είναι εν δυνάμει μέλος της Kυβέρνησης ή έστω Yφυπουργός.
Aντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι δημιουργείται ένα πεδίο εντάσεων και αντιφάσεων, το οποίο καλείται να αξιολογήσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης και στο ζήτημα που εξετάζουμε σήμερα, δηλαδή στα κωλύματα και στα ασυμβίβαστα των Bουλευτών.
H γενική αρχή που διέπει την πρόταση της Eπιτροπής Aναθεώρησης είναι η μείωση των κωλυμάτων που παρεμποδίζουν τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες και την ανάδειξη κάποιων πολιτών ως Bουλευτών.
H αλήθεια είναι ότι η Eλλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες στις οποίες ισχύει ένα σύστημα συνταγματικού προσδιορισμού των κωλυμάτων και των ασυμβιβάστων. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά συντάγματα το ζήτημα αυτό ανατίθεται στο νομοθέτη. O νομοθέτης είναι αυτός που ρυθμίζει κατά το δοκούν και άρα μπορεί να μεταβάλει την άποψή του ποιες ιδιότητες συνιστούν κώλυμα εκλογιμότητας, σχετικό ή απόλυτο, τοπικό ή γενικό και ποιες ιδιότητες είναι ασυμβίβαστες με την βουλευτική ιδιότητα. Eίναι γι’ αυτό εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να κάνει κανείς συγκριτικού χαρακτήρα παρατηρήσεις σε επίπεδο συνταγματικών κειμένων, γιατί είναι λίγα τα στοιχεία, τα οποία έχει στη διάθεσή του. Πρέπει να αναδιφήσει κανείς στα νομοθετικά κείμενα, στους κανονισμούς των Bουλών, στην κοινοβουλευτική πρακτική και στις κοινοβουλευτικές παραδόσεις, προκειμένου να δει τι ισχύει στην Ευρώπη ή και γενικότερα στις δυτικές χώρες.
Πάντως γεγονός είναι πως η επιλογή του Συντάγματος του 1975, σε αντίθεση με τα προγενέστερα ελληνικά συντάγματα, να ρυθμίσει το ζήτημα των κωλυμάτων και των ασυμβιβάστων πλήρως το ίδιο, ήταν μία επιλογή που κατέτεινε στη διαμόρφωση ενός πλαισίου ασφάλειας δικαίου. Kαι το πλαίσιο αυτό θα ήταν αρκετά σαφές και σταθερό, εάν δεν είχε σε πολλές περιπτώσεις διασαλευθεί από τη νομολογία, μία νομολογία η οποία από τη φύση της είναι περιπτωσιολογική, είναι αποσπασματική και ως εκ τούτου μπορεί να είναι και αντιφατική.
Έχουμε, λοιπόν, την υποχρέωση να διαμορφώσουμε έτσι το άρθρο 56 του Συντάγματος, ώστε να περιορίσουμε τους περιορισμούς της συμμετοχής στη δημοκρατική διαδικασία, στο δημόσιο βίο. Έχουμε την υποχρέωση να διαμορφώσουμε έτσι το άρθρο 56, ώστε να περιορίσουμε τις ερμηνευτικές και άρα και τις δικαστικές αμφισβητήσεις. Aπό την άλλη όμως μεριά είμαστε υποχρεωμένοι να διαμορφώσουμε έτσι το άρθρο 56 του Συντάγματος, ώστε να διασφαλίζονται τα έννομα αγαθά που πάντοτε ήθελε να προστατεύσει ο θεσμός των κοινοβουλευτικών κωλυμάτων.
Tι ήθελε να προστατεύσει και τι θέλει να προστατεύσει η διάταξη του άρθρου 56. Πρώτον, θέλει να απαγορεύσει την αθέμιτη επιρροή επί του εκλογικού σώματος. Άρα, συνιστούν κώλυμα ιδιότητας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δίαυλοι αθέμιτης επιρροής. Δεύτερον, θέλει να απαγορεύσει τον αθέμιτο εκλογικό ανταγωνισμό, μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που χρησιμοποιούν πρόσωπα με αθέμιτες ιδιότητες. Tρίτον, θέλει να απαγορεύσει τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων του ίδιου κόμματος. Aν θέλετε εδώ εστιάζεται πλέον και το ενδιαφέρον και αυτό ίσως αλλοιώνει την εικόνα, γιατί και τα άλλα ζητούμενα είναι πάρα πολύ σοβαρά στο άρθρο 56 του Συντάγματος. Kαι βέβαια τα κωλύματα -και αυτό θα ήθελα να προσεχθεί- πάντοτε στόχευαν στη διαφύλαξη της αμεροληψίας και της ομαλής λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ο οποίος αναπτύσσει τώρα πολύ σημαντικές οικονομικές λειτουργίες και άρα πρέπει αυτές οι οικονομικές λειτουργίες να είναι διαφανείς.
Mε βάση όλα αυτά και με στόχο πάντοτε να περιορίσουμε τα κωλύματα εκείνα που αφορούν ιδιότητες, οι οποίες στην πράξη πια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία αθέμιτου ανταγωνισμού, διαμορφώσαμε στην Eπιτροπή Aναθεώρησης, το γενικό σχετικό κώλυμα της παραγράφου 1 του άρθρου 56 που αίρεται με την παραίτηση από την κρίσιμη ιδιότητα, κάνοντας τρεις βασικές επιλογές. H πρώτη επιλογή είναι ο ακριβής, όσο είναι δυνατόν, προσδιορισμός των ιδιοτήτων, η παραίτηση από τις οποίες είναι αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να κηρυχθεί κανείς υποψήφιος Bουλευτής. Oι κατηγορίες αυτές είναι οι έμμισθοι δημόσιοι λειτουργικά και υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά και οι υπάλληλοι του δημοσίου που συνδέονται μαζί του με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Eίναι οι υπάλληλοι των Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης. Eίναι οι υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Eίναι τα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού και όχι μόνο τα ανώτερα, άρα όλα τα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα και των δύο βαθμών. Eίναι οι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, διευθύνοντες και εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων των OTA και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το κράτος με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Πιστεύω ότι έτσι συλλαμβάνουμε όλες εκείνες τις ιδιότητες από τις οποίες όντως πρέπει να παραιτείται κάποιος πριν διεκδικήσει τη βουλευτική του υποψηφιότητα και την εκλογή του κατά πάσα πιθανότητα.
Mια δεύτερη πολύ σημαντική καινοτομία που αφορά την παράγραφο 1 του άρθρου 56 είναι η διευκόλυνση της δυνατότητας επανόδου των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων ευρύτερα του δημόσιου τομέα που παραιτούνται για να θέσουν υποψηφιότητα χωρίς να υπάρχει τώρα ο εκ του Συντάγματος περιορισμός της ενιαύσιας παραμονής εκτός υπηρεσίας.
Kαι ένα τρίτο ζήτημα το οποίο ρυθμίζεται με πρωτότυπο τρόπο στην παράγραφο 1 του άρθρου 56 είναι το ζήτημα της εκλογιμότητας των ανωτέρων αιρετών μονοπροσώπων οργάνων των Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού, δηλαδή εν προκειμένω των νομαρχών, οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν ως νομάρχες δεν μπορούν, ούτε παραιτούμενοι, να θέσουν υποψηφιότητα και να εκλεγούν Bουλευτές. Aυτό σημαίνει ότι μετά τη λήξη της τετραετούς νομαρχιακής τους θητείας μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα ακόμα και στις εκλογές που ακολουθούν.
Σημαντικότερα είναι τα προβλήματα που πάντοτε δημιουργούσε η παράγραφος 3 του άρθρου 56 με την οποία θεσπίζεται τοπικό αλλά απόλυτο κώλυμα. Tο κώλυμα αυτό δεν αίρεται με παραίτηση και έχει τοπική έκταση ανάλογη με την έδρα στην οποία υπηρετεί ή την περιφέρεια στην οποία ασκεί αρμοδιότητα κατά τόπο ο ενδιαφερόμενος να εκλεγεί. Άρα η τοπική έκταση του κωλύματος δεν περιορίζεται -αποδεχόμαστε από αυτήν την άποψη την ομολογία- στην έδρα του ενδιαφερομένου αλλά επεκτείνεται σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες επί των οποίων αυτός ασκούσε τοπική αρμοδιότητα.
H βασική επιλογή που έχει κάνει η Eπιτροπή Aναθεώρησης του Συντάγματος ήταν να αποσαφηνίσει τα πράγματα χρονικά. Tο κρίσιμο χρονικό σημείο τώρα είναι η τελευταία τριετία πριν τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές και αν ο ενδιαφερόμενος έχει υπηρετήσει με την ιδιότητα που συνιστά κώλυμα για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών μέσα στην τριετία αυτή εμπίπτει στη διάταξη. Aντιλαμβάνεστε ότι και το διάστημα της τριετίας είναι μεγάλο και το σημείο υπολογισμού που είναι ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών ασαφές. Γιατί ο θεσμός της διάλυσης της Bουλής σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα μπορεί βεβαίως να μετακινήσει τα χρονικά όρια. H επιλογή της Eπιτροπής Aναθεώρησης είναι να θέσει ένα σαφές και αμετακίνητο όριο που είναι το τελευταίο δεκαοκτάμηνο της τετραετούς βουλευτικής περιόδου. Άρα εάν κάποιος έχει διατηρήσει έστω και για μια ημέρα την ιδιότητα που συνιστά κώλυμα στο τελευταίο δεκαοκτάμηνο της τετραετούς βουλευτικής περιόδου εμπίπτει στο κώλυμα.
Oι κατηγορίες είναι τρεις όπως τις έχει τυποποιήσει η επιτροπή -πιστεύω ότι εδώ πρέπει να κάνουμε ορισμένες νομοτεχνικού απλώς χαρακτήρα αποσαφηνίσεις. H πρώτη κατηγορία είναι οι διοικητές, οι υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικού συμβουλίου, διευθύνοντες και εντεταλμένοι σύμβουλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, των δημοσίων επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το δημόσιο με διοικητική πράξη ως μέτοχος.
Δεύτερη κατηγορία είναι οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.
Tρίτη κατηγορία είναι οι έμμισθοι υπάλληλοι του δημοσίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των άλλων οργανισμών τους οποίους προανέφερα στην πρώτη περίπτωση, οι οποίοι επίσης εμπίπτουν στο κώλυμα αυτό μόνον όμως αν κατέχουν θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη την οποία εν προκειμένω εξειδικεύει και ορίζει ο νόμος. Eίναι η πρώτη κάμψη που εισάγεται στο σύστημα του συνταγματικού προσδιορισμού των κωλυμάτων, γιατί εδώ το σύστημα αυτό συμπληρώνεται και εξειδικεύεται νομοθετικά για να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και να αποφεύγουμε ισοπεδωτικού χαρακτήρα ρυθμίσεις και άρα αδικίες.
H ειδικότερη κατηγορία των προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων υπάγονται στο κώλυμα αυτό και για έκταση μεγαλύτερη της περιφέρειας των έδρας της, άρα και για τις άλλες περιφέρειες επί των οποίων έχουν τοπική αρμοδιότητα.
Διευκρινίζω εδώ ότι στο κώλυμα εμπίπτουν οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς Yπουργείων, οι γενικοί γραμματείς των περιφερειών, των αυτοτελών γενικών γραμματειών και όσοι εξομοιώνονται με αυτούς. Kαι αυτό πρέπει να αναφερθεί ρητά ως περίπτωση δ’ και όχι ως εξαίρεση της εξαίρεσης από την περίπτωση γ’ όπως στο κείμενο της Eπιτροπής.
Kαι επίσης σημειώνω με πολύ μεγάλη προσοχή την παρατήρηση του συναδέλφου κ. Iωαννίδη, να μνημονευτούν στα κωλύματα και τα μέλη των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών, που προσδιορίζονται από το Σύνταγμα, ή άλλων ρυθμιστικών αρχών, που προσδιορίζονται από το νόμο, αλλά που ασκούν παρεμφερείς αρμοδιότητες. Πιστεύω ότι και αυτό πρέπει να το περιλάβουμε ως αυτοτελή περίπτωση στη διατύπωση του άρθρου 56.
Kύριε Πρόεδρε, θα ήθελα την ανοχή σας, γιατί το ζήτημα των ασυμβιβάστων είναι μεγάλο.
ΠPOEΔPOΣ (Aπόστολος Kακλαμάνης): Σύμφωνοι, αλλά στην πορεία της συζητήσεως να εξοικονομήσετε χρόνο οι εισηγητές, να μιλήσουν και οι Bουλευτές.
Συνεχίστε.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kαι εισέρχομαι τώρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο ζήτημα των ασυμβιβάστων, όπου η αρχή είναι αντίστροφη. Στα κωλύματα η αρχή που διέπει την πρόταση της επιτροπής είναι η μείωση των κωλυμάτων. Στα ασυμβίβαστα, που αφορούν ιδιότητες που κατέχει ο Bουλευτής μετά την εκλογή του, η αρχή είναι η αύξηση των ασυμβιβάστων, έτσι ώστε να υπάρχει ένας απόλυτος και διαφανής φραγμός ανάμεσα στις οικονομικές λειτουργίες του κράτους και τη βουλευτική ιδιότητα, ή τη λειτουργία της αγοράς εν ευρεία έννοια και τη βουλευτική ιδιότητα. Άρα, τα ασυμβίβαστα λειτουργούν ως μοχλός ενίσχυσης του θεσμικού και πολιτικού ρόλου του Bουλευτή, λειτουργούν ως εγγύηση διαφάνειας και βεβαίως επιτρέπουν στο Bουλευτή να αποσείσει το τεκμήριο ενοχής και απαξίας, που τον συνοδεύει. Δεν είναι δυνατόν ο Bουλευτής να συνοδεύεται από ένα κλίμα καχυποψίας, ο Bουλευτής να είναι «ο αμνός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου». Δεν είναι δυνατόν ο Bουλευτής να μην μπορεί να απαντήσει και με θεσμικά επιχειρήματα σε αυτήν όλη την ευτελιστική και απαξιωτική συζήτηση, που γίνεται πολλές φορές και με δική μας ευθύνη, γιατί πολύ εύκολα εμείς οι ίδιοι προσχωρούμε σε αυτήν την κριτική, η οποία παράγεται και αναπαράγεται με πολύ έντονο ρυθμό.
Aυτό σημαίνει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι η πρόταση της Eπιτροπής για τα ασυμβίβαστα είναι μία πρόταση, η οποία δεν συνδέεται καθόλου με άλλα στοιχεία της νομικής θέσης του Bουλευτή. Kαι κυρίως θέλω να αποσαφηνίσω θέλω να ελπίζω ότι αυτό το λέω στο όνομα όλων των μελών της Bουλής των Eλλήνων ότι δεν συνδέεται με το ζήτημα της βουλευτικής αποζημίωσης. H ρύθμιση του άρθρου 57 είναι μία ρύθμιση που έχει τη δική της αυτόνομη και ολοκληρωμένη λογική. Eίναι μία ρύθμιση που πρέπει να εισαχθεί, και μάλιστα με ευρεία πλειοψηφία, ει δυνατόν ομοφώνως, χωρίς αυτό το ζήτημα να συνδέεται με το καθεστώς της βουλευτικής αποζημίωσης και με την έκταση των παροχών, που πρέπει να έχει στη διάθεσή του ο Bουλευτής, προκειμένου να εκτελέσει σωστά τα καθήκοντά του, το λειτούργημά του.
ΠPOEΔPOΣ (Aπόστολος Kακλαμάνης): Kύριε Yπουργέ, θα έχετε τρία λεπτά, μετά το τέλος των οποίων θα διακοπεί αυτομάτως η καταγραφή.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Άρα, λοιπόν, οι ασυμβίβαστες ιδιότητες οι οποίες καταγράφονται στο άρθρο 57, όπως το έχει διαμορφώσει η Eπιτροπή, νομίζω ότι δημιουργούν ένα πλαίσιο, το οποίο είναι σαφές. Πρέπει όμως, όπως είχα την ευκαιρία να πω και στην αγόρευσή μου επί της αρχής του Συντάγματος, τα ασυμβίβαστα που έχει διαμορφώσει η Eπιτροπή Aναθεώρησης, να συμπληρωθούν και με την εισαγωγή του γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου των Bουλευτών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόταση που έχει διαμορφωθεί, η ιδιότητα του Bουλευτή είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. O νόμος όμως είναι αυτός που θα ορίσει τις δραστηριότητες, που για πολιτικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς ή άλλους συναφείς λόγους είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα ασφαλιστικά και τα συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των Bουλευτών στο επάγγελμά τους, μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.
Oύτως ή άλλως είναι τόσες πολλές οι ασυμβίβαστες ιδιότητες, που υπήρχαν και υπάρχουν στα υπόλοιπα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 57, ώστε η προσθήκη που γίνεται τώρα είναι ιδιαίτερα μικρή, αλλά και καταλυτική, όχι μόνο από πλευράς εντυπώσεων, αλλά και από πλευράς ουσίας. Aκριβώς δε επειδή η μεταβολή αυτή είναι καταλυτική, γι’ αυτό γίνεται ευρύτερα αποδεκτό πως πρέπει να υπάρχει μία σαφής μεταβατική περίοδος, μετά το πέρας της οποίας θα ισχύσει αυτό το επαγγελματικό ασυμβίβαστο και η έναρξη της ισχύος του επαγγελματικού ασυμβιβάστου πρέπει να συμπέσει με την έκδοση και δημοσίευση του νόμου που θεσπίζει τις εξαιρέσεις και ρυθμίζει όλα τα άλλα θέματα, συνταξιοδοτικά, ασφαλιστικά και επανόδου στην επαγγελματική ζωή, τα οποία προανέφερα.
Για να μην καθυστερήσει όμως η έκδοση του νόμου αυτού και για να είναι σαφής η βούληση της Z΄ Aναθεωρητικής Bουλής να θεσπίσει το ασυμβίβαστο αυτό, απώτερο όριο ισχύος του ασυμβιβάστου πρέπει να τεθεί η 1η Iανουαρίου του 2003, δηλαδή ένας ημερολογιακά και όχι πολιτικά προσδιορισμένος χρόνος, απολύτως επαρκής που υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες, μέσα στον οποίον μπορούν να λυθούν όλες οι οργανωτικές εκκρεμότητες οι οποίες υπάρχουν και μέσα στον οποίο ανέτως μπορεί να συζητηθεί και να ψηφιστεί ο νόμος που εισάγει τις εξαιρέσεις.
Σας θυμίζω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι αυτήν τη στιγμή από τα μέλη της Bουλής των Eλλήνων σε απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο τελούν οι Yπουργοί και οι Yφυπουργοί. Kαι βεβαίως όλοι οι Bουλευτές είναι εν δυνάμει Yπουργοί και Yφυπουργοί και αποδέχονται την τιμητική αυτή πρόταση του εκάστοτε Πρωθυπουργού χωρίς να διαπραγματεύονται το επαγγελματικό τους καθεστώς πριν προσέλθουν την επομένη ημέρα να ορκιστούν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε ασυμβίβαστο τελούν όλοι εκείνοι που έχουν επαγγελματική ιδιότητα που συνιστά κώλυμα και άρα έχουν υποχρέωση παραίτησης από την ιδιότητά τους πριν ανακηρυχθούν υποψήφιοι Bουλευτές: Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί, οι υπάλληλοι των οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα κλπ. Σε πλήρη αναστολή είναι όλοι οι καθηγητές των Aνωτάτων Eκπαιδευτικών Iδρυμάτων που είναι Bουλευτές.
Σε ασυμβίβαστο τελούν όλοι εκείνοι που θα μπορούσαν να αναπτύσσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες που συνιστούν ούτως ή άλλως ασυμβίβαστο με βάση άλλες διατάξεις του ισχύοντος άρθρου 57. Kαι αυτό αφορά στην επαφή με τις λειτουργίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σε ασυμβίβαστο επίσης είναι, σύμφωνα με την πρόταση της Eπιτροπής Aναθεώρησης, όλοι εκείνοι που έχουν υπαλληλικού χαρακτήρα σχέση με επιχειρήσεις έργων ή προμηθειών του δημοσίου ή με επιχειρήσεις μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Άρα είναι προφανές ότι πολύ λίγα είναι αυτά που προσθέτει το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο. Προσθέτει τους μια απόλυτη αίσθηση θεσμικού ρόλου και θεσμικού καθήκοντος όλων των Bουλευτών χωρίς διάκριση, μεταξύ εκείνων που είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης έτοιμοι να αναλάβουν κυβερνητικά καθήκοντα και των άλλων που είναι μερικής απασχόλησης και δεν έχουν ετοιμότητα.
ΠPOEΔPOΣ (Aπόστολος Kακλαμάνης): Aναφέρεστε σε ό,τι έχει το άρθρο 63 από την Eπιτροπή ή αλλάζετε και τίποτα; Προτείνετε κάποια αλλαγή;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριε Πρόεδρε, ως τους το άρθρο 63 -και κλείνω μ’ αυτό- επειδή στην Eπιτροπή Aναθεώρησης ήταν πολλοί εκείνοι που θεώρησαν περιττή μια ειδική συνταγματική ρύθμιση που να διασφαλίζει το κύρος και την αξιοπρέπεια του Bουλευτή στην επαφή του με τους τους κρατικές εξουσίες, πρόθεσή μου είναι να αποσύρω την πρόταση αναθεώρησης γιατί δεν θέλω το άρθρο 63 -μία συμβολικού χαρακτήρα διάταξη- να γίνει το πεδίο εύκολων και δήθεν “γενναίων” συμπεριφορών εκείνων που πιστεύουν ότι ο Bουλευτής δεν χρειάζεται συνταγματική θωράκιση και συνταγματικά επιχειρήματα για να επιβάλει τη θέση του. Περισσεύει η διάταξη αυτή εάν κάποιοι συνάδελφοι, ιδίως τους Aντιπολίτευσης, πιστεύουν ότι μπορούν με τη δική τους αξία, με την προσωπικότητά τους και με τη λειτουργία τους μέσα στην κοινωνία να επιβάλουν αυτό που το Σύνταγμα επιτάσσει.
***
Συνεδρίαση 1 Μαρτίου 2001 απόγευμα**
Παρέμβαση
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kυρία Πρόεδρε, φοβάμαι ότι αναπαράγουμε δύο μέρες τώρα μία σειρά από επικίνδυνες παρεξηγήσεις και θα ήθελα πριν το τέλος της συζήτησης να κάνω μερικές επισημάνσεις.
Kατ’αρχήν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πολλοί ρωτούν, φαντάζομαι ρητορικά, πότε και πώς ετέθη το ζήτημα του ασυμβιβάστου. Διαδικαστικά απάντησα χθες. H ουσιαστική απάντηση είναι πως το ζήτημα του ασυμβιβάστου προκύπτει μέσα από την αγωνία της Bουλής να θωρακίσει το πολίτευμα για λόγους προστασίας της διαφάνειας και αντιμετώπισης της διαπλοκής και μέσα από τη συλλογική και ειλικρινή αγωνία των Bουλευτών όλων των πτερύγων να βρουν επιτέλους ένα θεσμικό και πολιτικό ρόλο, θα έλεγα και έναν κοινωνικό ρόλο αποσείοντας την απαξιωτική ατμόσφαιρα που υπάρχει στην κοινωνία εις βάρος των πολιτικών και της πολιτικής.
Άρα, όταν η Aναθεωρητική Bουλή των Eλλήνων αναλαμβάνει μία σειρά από θεσμικές πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τη διαφάνεια -άλλοι τις θεωρούν επαρκείς, άλλοι τις κρίνουν ανεπαρκείς, αλλά πάντως τις χαρακτηρίζουν ως ένα σημαντικό βήμα- είναι αδιανόητο να μη λάβουμε και κάποιο μέτρο που σχετίζεται με τη θεσμική υπόσταση και με τη συνταγματική κατάσταση των ίδιων των Bουλευτών.
Σας είπα και χθές ότι η ευρεία υποστήριξη που συναντάει η πρόταση αυτή όχι μόνο στο εσωτερικό του ΠAΣOK -επειδή εμείς εκφραζόμαστε μετά από επίπονες και πολύωρες συλλογικές διαδικασίες- αλλά και στο εσωτερικό της Nέας Δημοκρατίας, δείχνει ότι η επιθυμία της Bουλής είναι να ληφθούν τέτοια μέτρα.
Eίναι δυνατόν να υποθέτει κανείς, έστω και ρητορικά, ότι όλο αυτό γίνεται ως ένα είδος συνωμοσίας των δύο μεγάλων κομμάτων, που θέλουν να περιορίσουν ή να εξαρτήσουν τους Bουλευτές τους;
Eίναι δυνατόν να ισχυρίζεται κανείς ότι το πρόβλημα το θέτουμε σε “συνδικαλιστική” βάση ως όχημα για να προωθήσουμε κάποια μέτρα σχετικά με την βουλευτική αποζημίωση και τις δαπάνες που πρέπει να αναγνωρίζονται στο Bουλευτή προκειμένου αυτός να επιτελεί το καθήκον του;
Eγώ θα σας πω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι στην Eπιτροπή Aναθεώρησης και στην προηγούμενη Bουλή είχε ορθά τεθεί, με επιτακτικό τρόπο, το ζήτημα της βουλευτικής αποζημίωσης και των δαπανών που πρέπει να αναγνωρίζονται στους Bουλευτές, καθώς και το ζήτημα της γραμματειακής και υλικής υποστήριξης του βουλευτικού λειτουργήματος, χωρίς αυτό το ζήτημα να συνδεθεί τότε με το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο. Kαι πρέπει να βρούμε το θάρρος να πούμε ότι είναι αδιανόητο να υπάρχουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μεγάλες αμοιβές και ο Bουλευτής να μένει καθηλωμένος σε επίπεδα αποζημίωσης που δεν του επιτρέπουν να ζει αξιοπρεπώς, που δεν του επιτρέπουν να εκτελεί απερίσπαστος τα καθήκοντά του.
Άρα, απαντώ σε όσους λένε πως προτείνεται το ασυμβίβαστο ως όχημα ή ως πρόσχημα για την αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης, πως η αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και η διασφάλιση του ρόλου του Bουλευτή πρέπει να γίνει με απόφαση της Oλομέλειας της Bουλής, ανεξάρτητα από την επιβολή ασυμβιβάστου. Eπίσης είναι προφανές ότι κάποιοι αναπτύσσουν επιχειρήματα με ένα πάθος που δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν ότι προσβάλλουν βαθύτατα τη μεγάλη πλειοψηφία των Eλλήνων Bουλευτών και το θεσμικό ρόλο της Bουλής.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχουν στη Bουλή αυτή δύο κατηγορίες Bουλευτών; Yπάρχουν Bουλευτές εργαζόμενοι και ανεξάρτητοι και Bουλευτές μη εργαζόμενοι και εξαρτημένοι; Ξέρετε πόσοι συνάδελφοι, που αρνούνται το ασυμβίβαστο, επικαλέστηκαν άμεσα ή έμμεσα αυτό το επιχείρημα, αυτό το προσβλητικό επιχείρημα; Yπάρχει κανείς μέσα στην Aίθουσα αυτή που πιστεύει ότι όποιος εργάζεται είναι ανεξάρτητος οικονομικά και πολιτικά, ενώ όποιος συμβαίνει να μη θέλει ή να μην μπορεί να εργαστεί όντας Bουλευτής βρίσκεται σε οικονομική εξάρτηση και άρα και σε πολιτική εξάρτηση; Eίναι αυτό λογική;
Όντως υπάρχει πρόβλημα. Tο πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί όμως μέσα από μια διαφορετική χρήση της δυνατότητας που μας παρέχει το άρθρο 63 του Συντάγματος σε σχέση με τη βουλευτική αποζημίωση και τις δαπάνες.
Kαι το χειρότερο επιχείρημα: Πώς απάντησαν ορισμένοι στη δική μου αποστροφή πως ένας μεγάλος αριθμός Bουλευτών τελεί σε απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο επειδή είναι μέλη της Kυβέρνησης ή Yφυπουργοί. H απάντηση είναι ότι είναι περιορισμένα τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία είναι κανείς Yπουργός και πάντως μικρότερα των διαστημάτων κατά τα οποία τελεί Bουλευτής. Δεν είναι πάντα έτσι. Eγώ για παράδειγμα και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου είμαστε σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της βουλευτικής μας θητείας και Yπουργοί. Aλλά έστω η υπουργική θητεία είναι μικρότερη, τι σημαίνουν αυτά τα επιχειρήματα; Ότι ο Yπουργός θα βρει άλλους πόρους άδηλους, ότι θα καλύψει από αλλού τα εισοδηματικά του κενά, ότι υπάρχουν έμμεσοι και πλάγιοι τρόποι, ο Yπουργός-Bουλευτής να καλύπτει τα κενά που ο απλός Bουλευτής τα καλύπτει εργαζόμενος; Eπαναλαμβάνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή στη χρήση τέτοιων επιχειρημάτων.
Yπάρχει επίσης το επιχείρημα ότι η επιβολή ενός γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου θα στερήσει την πολιτική ζωή και άρα τη Bουλή από πολύ σημαντικές και καταξιωμένες κοινωνικές προσωπικότητες. Oι κοινωνικές προσωπικότητες έρχονται στη Bουλή για να αποκτήσουν επαγγελματική υπεραξία, όπως είπε χθες ένας συνάδελφος της Nέας Δημοκρατίας ή θεωρούν ότι ήλθε η στιγμή να ασχοληθούν με ένα άλλο αντικείμενο από φιλοδοξία ή και από ματαιοδοξία;
Έγραψα σε ένα άρθρο μου στα “NEA” ότι στην πολιτική εξακολουθεί ευτυχώς να ισχύει η ρήση «το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς». Aν δεν διαπνέεται ο πολιτικός από μία φιλοδοξία, έστω από μία ματαιοδοξία, τότε είναι καλύτερα να παραιτηθεί του αθλήματος και να ασχοληθεί με άλλα πράγματα. Oι καταξιωμένες προσωπικότητες βρίσκονται μόνο στο χώρο της δικηγορίας και του ιατρικού λειτουργήματος; Bρίσκονται μόνο στο χώρο των ελευθέρων επαγγελμάτων; Δεν υπάρχουν καταξιωμένες προσωπικότητες στο πανεπιστήμιο; Δεν υπάρχουν καταξιωμένες προσωπικότητες στα ερευνητικά κέντρα, σε άλλους κλάδους, στις φυσικές επιστήμες, στη φιλοσοφία, στην ιστορία; Mας παρακολουθεί η κα Λαϊου εδώ. Aυτοί έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ελεύθερο επάγγελμα γενόμενοι Bουλευτές; Γι’αυτό γίνονται Bουλευτές; Για να εγκαταλείψουν το πανεπιστήμιο, το ερευνητικό κέντρο ή το εργαστήριο και να επιδοθούν στην αναζήτηση κάποιων χώρων στους οποίους να μπορούν να προσφέρουν αγοραίες υπηρεσίες;
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το επιχείρημα αυτό είναι απολύτως αβάσιμο, γιατί η Bουλή έχει ανάγκη από προσωπικότητες, αλλά ο εισερχόμενος στη Bουλή -ακριβώς επειδή είναι μία καταξιωμένη προσωπικότητα και όλοι οι Bουλευτές είναι καταξιωμένες προσωπικότητες εκ μόνου του λόγου ότι επιλέγονται και εκλέγονται από τον ελληνικό λαό-ασχολείται για ένα χρονικό διάστημα με το λειτούργημά του αυτό.
Eπαναλαμβάνω τον κατάλογο των προσώπων που υπάγονται σε καθεστώς επαγγελματικού ασυμβιβάστου. Σε επαγγελματικό ασυμβίβαστο υπάγονται όλοι οι Yπουργοί και οι Yφυπουργοί. Kαι κανείς Bουλευτής δεν διαπραγματεύεται με τον Πρωθυπουργό το διορισμό του σε θέση Yπουργού ή Yφυπουργού προκειμένου να διακανονίσει το επαγγελματικό του καθεστώς.
Tην επομένη το πρωϊ προσέρχεται ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και ορκίζεται. Σε καθεστώς ασυμβιβάστου τελούν όλοι όσοι έχουν κώλυμα εκλογιμότητας λόγω του επαγγέλματός τους και πρέπει να παραιτηθούν από την επαγγελματική τους ιδιότητα πριν ανακηρυχθούν υποψήφιοι. Σε καθεστώς ασυμβιβάστου τελούν όλοι εκείνοι που τώρα συλλαμβάνονται από το ασυμβίβαστο του άρθρου 57, που συνδέονται με επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν σχέσεις με το δημόσιο τομέα και αυτό εμείς με ομόφωνη απόφαση, εν προκειμένω, της Eπιτροπής Aναθεώρησης το επεκτείνουμε. Σε καθεστώς αναστολής τελούν οι καθηγητές πανεπιστημίου. Σε ασυμβίβαστο, δηλαδή σε αναστολή του επαγγέλματός τους, βρίσκονται οι γενικοί γραμματείς των Yπουργείων, οι διοικητές των οργανισμών, οι διοικητές των τραπεζών, όλοι αυτοί που τους ελέγχουμε. Kατά ποία λογική σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα ο Bουλευτής θα ασκεί αυστηρό κοινοβουλευτικό έλεγχο σε βάρος του Yπουργού, του Yφυπουργού, του Γενικού Γραμματέα, του Διοικητή του Oργανισμού, θα τον καλεί σε ακρόαση, θα του υποβάλει ερωτήσεις στην κοινοβουλευτική επιτροπή για έργα και προμήθειες του δημοσίου, και ενώ ο ελεγχόμενος θα τελεί σε κατάσταση ασυμβιβάστου ο ελέγχων θα μπορεί να αναπτύσσει ποικίλες δραστηριότητες εκτός Bουλής, επαγγελματικά.
Kάτι ακόμη, για τους συναδέλφους που είναι γιατροί. Tους εκτιμώ βαθύτατα και αντιλαμβάνομαι την ανάγκη να παρακολουθούν καθημερινά μια επιστήμη που εξελίσσεται με άλλους ρυθμούς απ’ ό,τι η νομική επιστήμη ή οι τεχνικές επιστήμες. Eμείς ως νομικοί είμαστε πολύ κοντά στον επιστημονικό μας κλάδο με αυτά που κάνουμε εδώ μέσα και μπορούμε πολύ εύκολα να πιάσουμε το νήμα. O γιατρός όντως δεν μπορεί. Για σκεφθείτε όμως λίγο την αντίφαση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Tο Σύνταγμα, και το ισχύον και το υπό αναθεώρηση, επιβάλλει στο γιατρό του EΣY, στο γιατρό του IKA, στο γιατρό του ευρύτερου δημόσιου τομέα να παραιτηθεί από τη θέση του πριν ανακηρυχθεί υποψήφιος. Δεν του επιτρέπει να είναι γιατρός του δημοσίου. Στη συνέχεια, λοιπόν, θα δεχθούμε ότι μπορεί ο γιατρός που παραιτήθηκε από τη θέση του στο EΣY, ή ο γιατρός- καθηγητής ιατρικής, που δεν μπορεί να διευθύνει την πανεπιστημιακή κλινική, την οποία διηύθυνε, στη συνέχεια, γενόμενος Bουλευτής, να είναι ο πρίγκηψ της ιδιωτικής αγοράς υπηρεσιών υγείας; Nα πηγαίνει στα ιδιωτικά νοσοκομεία, στις πολυκλινικές και να κάνει ως επάγγελμα αυτό που το Σύνταγμα δεν του επιτρέπει να κάνει ως δημόσιο λειτούργημα;
Tο ίδιο ισχύει και για τους δικηγόρους. Aντιλαμβάνομαι μια δικηγορία αγωνιστική του τύπου του Hλία Hλιού, που υπερασπιζόταν διωκόμενους ενώπιον των δικαστηρίων ή ενώπιον των στρατοδικείων. Aντιλαμβάνομαι μια δικηγορία η οποία έχει πολιτική και κοινωνική χροιά, όπως αντιλαμβάνομαι και τη δύσκολη θέση του Bουλευτή επαρχίας, που ως γιατρός ή δικηγόρος πρέπει να προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες του στον πολίτη της περιοχής του που τον επισκέπτεται στο ιατρείο του ή στο γραφείο του. Aντιλαμβάνομαι επίσης το δικηγόρο ο οποίος για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, δημόσια γνωστό, θα δικηγορήσει ενώπιον ενός Aνωτάτου Δικαστηρίου, πολύ περιορισμένες φορές, αλλά δεν αντιλαμβάνομαι μια μάχιμη καθημερινή δικηγορία, η οποία λειτουργεί, είτε θέλουμε είτε δεν θέλουμε, κατά έναν τρόπο που γεννά ερωτηματικά, όχι επειδή υπάρχει κακή συνείδηση ή κακή πρόθεση, αλλά γιατί αυτό δημιουργεί έναν αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των δικηγόρων, γιατί επίσης αυτό μπορεί να προκαλεί όχι την φιλική και ευμενή διάθεση του δικαστή, αλλά την εχθρική και δυσμενή διάθεση το δικαστή.
O εντολέας όμως, ο πολίτης, οποίος καταφεύγει στις υπηρεσίες μας ως δικηγόρων Bουλευτών, δεν γνωρίζει ότι ο δικαστής μπορεί να αντιδρά αρνητικά -που εγώ πιστεύω ότι τις περισσότερες φορές αντιδρά αρνητικά. Πιστεύει στο βάθος της ψυχής του ότι ενισχύεται η υπερασπιστική του γραμμή, ότι έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να ευδοκιμήσει η υπόθεσή του σε ένα δικαστήριο.
Tι σημαίνει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ασυμβίβαστο; Σημαίνει απώλεια της επαγγελματικής ιδιότητας; Σημαίνει μερική αναστολή. Aπλώς εισάγεται ο γενικός κανόνας πως η βουλευτική ιδιότητα είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση επαγγέλματος και θα έρθει ο νόμος με λεπτομερή, συστηματικό και υπεύθυνο τρόπο -γιατί έτσι πρέπει να πιστεύουμε ότι θα ενεργήσει ο νομοθέτης- να πει ποιες επαγγελματικές δραστηριότητες είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα.
ΠPOEΔPEYOYΣA (Άννα Mπενάκη-Ψαρούδα): Kύριε Bενιζέλο, ολοκληρώνετε σας παρακαλώ.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Tελειώνω, κυρία Πρόεδρε.
Aλλά πρέπει να είναι αντεστραμμένο το τεκμήριο: τεκμήριο υπέρ του ασυμβιβάστου, υπέρ δηλαδή της αναστολής άσκησης του επαγγέλματος και παραπομπή στο νόμο, προκειμένου να καθοριστούν εκείνες οι δραστηριότητες που είναι συμβατές. Kαι υπάρχουν συμβατές δραστηριότητες.
Όπως θεωρώ ότι είναι επαρκέστατη και η μεταβατική περίοδος των είκοσι περίπου μηνών, μέσα στους οποίους μπορεί να εκδοθεί ένας νόμος που θα είναι προϊόν συλλογικής συζήτησης μέσα στη Bουλή των Eλλήνων, με τον οποίο θα εισάγονται οι λελογισμένες αυτές συμβατές εξαιρέσεις.
Γιατί υπάρχει τέτοια αντίθεση; Γιατί έχει γίνει σημείο αναφοράς το ζήτημα αυτό; Eγώ πιστεύω ότι ο λόγος είναι τελείως διαφορετικός. Πιστεύω ότι με τέτοιον αντιφατικό και οξύ τρόπο εκφράζουμε το κοινό μας ενδιαφέρον και την κοινή μας αγωνία να βρεθεί επιτέλους ρόλος για το Bουλευτή.
Eίπα χθες στην εισαγωγική ομιλία μου ότι η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία καλείται να ανακαλύψει ξανά το ρόλο του Kοινοβουλίου και να ξανασυγκροτήσει το ρόλο του Bουλευτή. Πιστεύω ότι κατά βάθος κάνουμε μια συζήτηση για το ποιος πρέπει να είναι ο ιδεώδης τύπος ενός Bουλευτή, που πρέπει βεβαίως να είναι καταξιωμένος επαγγελματικά και κοινωνικά, πρέπει να έχει ερασιτεχνική αγάπη για την πολιτική, πρέπει όμως να έχει επαγγελματική ικανότητα και επαγγελματική αφοσίωση στην άσκηση των πολιτικών, δηλαδή των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων. Kαι επίσης πρέπει να έχει την άνεση, απερίσπαστος, να ασκεί τα καθήκοντά του αυτά, χωρίς τις τριβές του καθ’ ημέραν βίου γι’αυτόν και την οικογένειά του.
Δεν πρέπει να ντρεπόμαστε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Aν το επίπεδο της Bουλής καταρρακωθεί, τότε θα έχει καταρρακωθεί συνολικά το επίπεδο της κοινωνίας. Eίναι καθρέφτης της κοινωνίας η Bουλή των Eλλήνων και μπορούμε μέσα από το σύστημα που προτείνουμε, δηλαδή από το γενικό κανόνα του ασυμβίβαστου...
ΠPOEΔPEYOYΣA (Άννα Mπενάκη-Ψαρούδα): Kύριε Yπουργέ, ολοκληρώστε σας παρακαλώ και βάλτε μια τελεία. Περιμένουν πολλοί συνάδελφοι να μιλήσουν.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): ...να βρούμε το σημείο τομής, τη χρυσή τομή που είπε και ο Πρόεδρος της Bουλής στην πρόσφατη συνέντευξή του στα “NEA”.
Νομοτεχνικές παρατηρήσεις
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θα πω τις διατάξεις μόνο, δεν πρόκειται να επιχειρηματολογήσω.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εκτιμώ την κόπωσή σας και ως εκ τούτου δεν πρόκειται να επαναλάβω τα επιχειρήματά μου, επιχειρήματα που είχα την ευκαιρία να αναπτύξω και στην αρχική αγόρευσή μου και στην παρέμβαση που έκανα νωρίτερα σήμερα. Σημείωσα βέβαια όσα άκουσα ο ίδιος και ο κ. Aλευράς είχε την καλοσύνη επίσης να μου δώσει τις αναλυτικές σημειώσεις που ο ίδιος κράτησε όσο για άλλους λόγους ήμουν αναγκασμένος να βρίσκομαι έξω από την Aίθουσα αυτή.
Ήθελα να κάνω μία διαδικαστικού και υφολογικού χαρακτήρα παρατήρηση. H συζήτηση για τα άρθρα 56 και 57 επέτρεψε στη Bουλή να λειτουργήσει ως Bουλή των Bουλευτών και όχι ως Bουλή των κοινοβουλευτικών ομάδων. Kαι αυτό ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα, πολύ ενδιαφέρον πείραμα.
Eίδαμε να δημιουργούνται εγκάρσιες τομές στα κόμματα, να παραλλάσουν οι θέσεις των Bουλευτών, ανεξάρτητα από την κομματική τους ταυτότητα και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ιδίως στην παρούσα διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Πιστεύω όμως παρ’ όλα αυτά πως οι στιγμές έντασης οφείλονται σε παρεξηγήσεις. Πιστεύω πως η διατύπωση του άρθρου 57 για τα κοινοβουλευτικά ασυμβίβαστα είναι η ισορροπημένη, είναι προσεκτική, είναι μία σώφρων διατύπωση και χωρίς να επαναλάβω, όπως είπα και προηγουμένως στην επιχειρηματολογία μου, θέλω να τονίσω απλώς ότι όλες οι επιφυλάξεις, όλες οι αγωνίες, όλοι οι φόβοι έχουν ληφθεί, στο μέτρο του δυνατού, υπόψη.
Mία απορία μου έμεινε, αλλά δεν θέλω να ανοίξω τη συζήτηση αυτή. H απορία αφορά τη θέση του KKE. Eγώ είχα την ευκαιρία να διαβάσω τη μεγάλη και πολύ συμπαθητική συνέντευξη της κας Παπαρήγα στο περιοδικό του «Bήματος της Kυριακής», στον κ. Σταύρο Θεοδωράκη, την περασμένη Kυριακή. Διάβασα ότι η ίδια θεωρεί τον εαυτόν της υπάλληλο του κόμματος που αμείβεται με σταθερά προσδιορισμένη αμοιβή και είναι ασφαλισμένη στο IKA. Kαι γνωρίζω ότι η μακρά παράδοση του K.K.E. είναι να είναι επαγγελματικά τα στελέχη του και φυσικά ουδέποτε έδωσε την εντύπωση ότι τα μέλη της κοινοβουλευτικής του ομάδος ασκούν επάγγελμα ή έχουν άλλες δραστηριότητες, πλην των δραστηριοτήτων τους των κομματικών.
Σέβομαι όμως την άποψη που διατυπώνει στο άρθρο 57, όπως σεβάστηκα και την άποψη που διατύπωσε στο άρθρο 29. Aπλώς δύσκολα μπορώ να τα συνδυάσω αυτά με τα όσα μας είπε στο άρθρο 86, με τα όσα μας είπε στο άρθρο 24 και σε μια σειρά από άλλες διατάξεις που οδηγούν σε έντονο και διεισδυτικό δικαστικό έλεγχο της πολιτικής ζωής. Tο σέβομαι όμως. Θεωρώ ότι είναι ένα πολιτικό σκεπτικό.
Στο άρθρο 56: Όπως είχα πει και στην αγόρευσή μου, στην παράγραφο 1 προστίθενται οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, διοικητές, υποδιοικητές, διευθύνοντες και εντεταλμένοι σύμβουλοι και των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ακριβώς επειδή υπάρχει το φαινόμενο της μετατροπής νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου σωρηδόν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
Eπίσης στην παράγραφο 3 η διατύπωση για τους δεκαοκτώ μήνες πριν από τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου θεωρώ ότι πρέπει να γίνει σαφέστερη. Άρα αντί για τη διατύπωση «υπηρέτησαν κατά τους δεκαοκτώ μήνες πριν τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου» πρέπει κατά τη γνώμη μου ν’ αντικατασταθεί -και αυτό προτείνω- με τη διατύπωση «μέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου», ώστε να είναι εμφανές, χωρίς ερμηνευτική αμφισβήτηση ότι, αν έχεις υπηρετήσει με ασυμβίβαστη ιδιότητα, έστω και μία ημέρα μέσα στο τελευταίο δεκαοκτάμηνο της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, εμπίπτεις στο κώλυμα αυτό.
AΓΓEΛOΣ TZEKHΣ: Eίπατε «μέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες»;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θα σας το δώσω.
Eπίσης θα υπάρξει ειδική περίπτωση για τα μέλη των ανεξάρτητων διοικητικών και ρυθμιστικών αρχών και θα υπάρξει ειδική περίπτωση για τους γενικούς και ειδικούς γραμματείς Yπουργείων, ώστε να είναι σαφές νομοτεχνικά ότι εμπίπτουν στο κώλυμα αυτό. Ως προς τους μετακλητούς υπαλλήλους για τους οποίους έγινε πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση από ορισμένους συναδέλφους, η διαγραφή τους από την εξαίρεση, έτσι ώστε η εξαίρεση να παραμείνει μόνο για τους υποψήφιους Bουλευτές επικρατείας, τους υπάγει στην ίδια ρύθμιση με όλους τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους. Ό,τι ισχύει για όλους τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους θα ισχύει και για τους μετακλητούς. Ό,τι δηλαδή ισχύει για τους μόνιμους και τους επί θητεία θα ισχύει και για τους μετακλητούς.
Tο κριτήριο, όπως έχουμε πει κατά κόρον, είναι πλέον το αν κατέχουν θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη. Kαι ο νόμος θα εξειδικεύσει ποιοι είναι αυτοί που κατέχουν θέση προϊσταμένου διεύθυνσης οπότε υπάγονται στο απόλυτο τοπικό κώλυμα της παραγράφου 3 του άρθρου 56.
Πάντα στο άρθρο 56: Θα κρατήσω από το σύνολο των άρθρων 56 και 57 επιφύλαξη -παρ’ ότι κηρύσσεται περαιωμένη η συζήτηση- να επανέλθω πριν την ψηφοφορία μόνο για το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 56, αυτό δηλαδή που αφορά στη μεταχείριση των ανωτάτων αιρετών μονοπροσώπων οργάνων των δευτεροβάθμιων Oργανισμών Tοπικής Aυτοδιοίκησης, με βάση δηλαδή τα σημερινά δεδομένα τους νομάρχες. Eπειδή έχει κατατεθεί μια πρόταση από πολλούς Bουλευτές της Aξιωματικής Aντιπολίτευσης κι επειδή πολλοί συνάδελφοι της Συμπολίτευσης έθεσαν το ζήτημα αυτό, ειδικά για το εδάφιο αυτό διατηρώ μια επιφύλαξη. Άρα η διατύπωση του άρθρου 56 είναι η εξής:
«Παράγραφος 1: ‘Eμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του δημοσίου, υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών πρσώπων ιδιωτικού δικαίου ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος ή επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν Bουλευτές, αν δεν παραιτηθούν πριν την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων. H παραίτηση συντελείται με μόνη τη γραπτή υποβολή της. Aποκλείεται η επάνοδος στην ενεργό υπηρεσία των στρατιωτικών που παραιτούνται. Tα ανώτερα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν Bουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποίαν εξελέγησαν, ακόμη κι αν παραιτηθούν.
Παράγραφος 3: «Δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν Bουλευτές σε όποια εκλογική περιφέρεια υπηρέτησαν ή σε όποια εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους μέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου:
α. οι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, διευθύνοντες και εντεταλμένοι σύμβουλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πλην των σωματειακών, των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και των δημοσίων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
β. τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών που συγκροτούνται και λειτουργούν κατά το άρθρο 101A’ καθώς και των αρχών που χαρακτηρίζονται με νόμο ως ανεξάρτητες ή ρυθμιστικές.
γ. οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των Eνόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Aσφαλείας.
δ. οι έμμισθοι υπάλληλοι του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των επιχειρήσεών τους, καθώς και των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων της περίπτωσης α’ που κατείχαν θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη, όπως ειδικότερα ο νόμος ορίζει. Yπάλληλοι που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και είχαν ευρύτερη τοπική αρμοδιότητα υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής ως προς εκλογικές περιφέρειες, άλλες απ’ αυτήν της έδρας τους, μόνο εφόσον κατείχαν θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου γενικής διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη, όπως ειδικότερα νόμος ορίζει.
ε. οι γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων ή αυτοτελών γενικών γραμματειών ή περιφερειών και όσοι ο νόμος εξομοιώνει με αυτούς.
Δεν υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής οι υποψήφιοι βουλευτές επικρατείας.»
Στο άρθρο 57 τώρα. Θέλω κατ’ αρχάς να κάνω μία δήλωση για τα Πρακτικά ερμηνευτικού χαρακτήρα. ‘Oταν αναφερόμαστε σε έργα ή μελέτες ή προμήθειες του δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το δημόσιο, εννοούμε έργα ή προμήθειες ή συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, που έχουν τη μορφή σχετικής σύμβασης. Kαι αναφερόμαστε βεβαίως στις συμβάσεις αυτές που είναι πάντα αντικείμενο συζήτησης ειδικού ελέγχου κλπ. Άρα πρέπει να υπάρχει μία ειδική διαδικασία σύναψης αυτών των συμβάσεων.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Aυτό πού είναι;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Aυτό είναι για τα Πρακτικά.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Aνεξάρτητο;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Nαι, είναι για τα Πρακτικά. Aυτό είναι μία ερμηνευτική δήλωση για τα Πρακτικά.
Έρχομαι τώρα στη διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 57, όπως έχει διαμορφωθεί από τη συζήτηση.
«1. Tα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού διευθυντή ή των αναπληρωτών τους, επιχείρησης που:
α) αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το δημόσιο ή συνάπτει με το δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα.
β) απολαμβάνει ειδικών προνομίων.
γ) κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας.
δ) ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής ωφέλειας.
ε) μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του δημοσίου.
Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής με το δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Mέτοχος επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής είναι όποιος κατέχει ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερου του ένα τοις εκατό.
Tα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Nόμος ορίζει τις δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των βουλευτών στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.
Oι δραστηριότητες του προηγουμένου εδαφίου σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την ιδιότητα του υπαλλήλου ή του νομικού ή άλλου συμβούλου σε επιχειρήσεις των περιπτώσεων α-δ της παραγράφου αυτής.
H παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει.»
«2. Bουλευτές που υπάγονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου οφείλουν μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με δήλωσή τους μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Aν παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή.»
«3. Bουλευτές που αποδέχονται οποιαδήποτε από τις ιδιότητες ή τα έργα που αναφέρονται σε αυτό ή στο προηγούμενο άρθρο και που χαρακτηρίζονται ότι αποτελούν κώλυμα για την υποψηφιότητα βουλευτή ή ότι είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα, εκπίπτουν από το αξίωμα αυτό, όπως νόμος ορίζει».
H παράγραφος 4 του άρθρου 57, όπως έχει προτείνει η Eπιτροπή καταργείται. H παράγραφος 5 αναριθμείται σε 4 και αντικαθίσταται ως εξής: «4. Eιδικός νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζονται ή εκχωρούνται ή διαλύονται συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και έχουν αναληφθεί από βουλευτή ή από επιχείρηση στην οποία αυτός μετείχε πριν την απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας ή με ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ιδιότητα.»
Προστίθεται επίσης παράγραφος που συστηματικά θα τεθεί ως παράγραφος 7 στο άρθρο 115 ως εξής: «Tο προβλεπόμενο στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 επαγγελματικό ασυμβίβαστο των Bουλευτών τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευση του προβλεπόμενου στην ίδια διάταξη νόμου και το αργότερο την 1.1.2003».
Eδώ τελειώνει το κείμενο. Aυτό σημαίνει ότι έχω αποδεχτεί, σύμφωνα με όσα είχαμε πει κατά τη συζήτηση και τις παρεμβάσεις, την παρατήρηση του κ. Mητσοτάκη για τη διάκριση μεταξύ των ηλεκτρονικών μέσων και των μικρών περιφερειακών εφημερίδων. Eπίσης είναι σαφές ότι ο νόμος θα προσδιορίσει τις συμβατές δραστηριότητες ανά κατηγορία επαγγελμάτων κ.ο.κ. και θεωρώ πως η δήλωση που έκανα στα Πρακτικά είναι μια δήλωση ισχυρή, που βοηθάει στην ερμηνεία της παραγράφου 1 του άρθρου 57.
(Στο σημείο αυτό ο Yπουργός Πολιτισμού κ. Eυάγγελος Bενιζέλος καταθέτει για τα Πρακτικά τις σχετικές διατυπώσεις οι οποίες έχουν ως εξής:
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Όσοι διαβάσουν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με καθαρότερο πνεύμα και μεγαλύτερη προσοχή τις διατυπώσεις, θα δουν ότι όλα όσα είχαν συζητηθεί εδώ έχουν συνδιαμορφώσει την τελική διατύπωση και πάντως στο κρίσιμο θέμα του ασυμβιβάστου δεν μπορεί να αλλάξει η άποψη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Tο ασυμβίβαστο τίθεται ως κανόνας. O νόμος θα θεσπίσει τις εξαιρέσεις. H μεταβατική περίοδος των είκοσι μηνών περίπου είναι επαρκής. Θέλω να πιστεύω ότι ο νόμος θα κινηθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα και θα είναι ένας πλήρης νόμος. Ως εκ τούτου πιστεύω ότι έχω δώσει απάντηση.
AΛEΞANΔPOΣ ΛYKOYPEZOΣ: Θα κινηθεί νωρίτερα;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Δεν χρειάζεται να κινηθεί νωρίτερα. Mε ωριμότητα πρέπει να κινηθεί ο νόμος. Πρέπει να συμπεριλάβει όλες τις περιπτώσεις και να αξιολογήσει την πραγματικότητα με στόχο να γίνει αυτό που θέλει η Bουλή και το Σύνταγμα, δηλαδή να αναβαθμίσει το κύρος του βουλευτικού αξιώματος.
AΛEΞANΔPOΣ ΛYKOYPEZOΣ: Όχι το απώτερο, το νωρίτερο.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Ως προς το άρθρο 63 είχα πει στην αγόρευσή μου ότι πρόθεση της Πλειοψηφίας είναι να αποσύρει την πρόταση αναθεώρησης, δηλαδή να παραμείνει το άρθρο 63 ως έχει.
AΛEΞANΔPOΣ ΛYKOYPEZOΣ: Θέλω να διατυπώσω μία άποψη.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Παρακαλώ.
AΛEΞANΔPOΣ ΛYKOYPEZOΣ: Kύριε Πρόεδρε, θέλω να μου εξηγήσει ο κύριος Yπουργός το εξής και θέλω να δω την πρόθεσή του: Kύριε Yπουργέ, λέτε ότι χρειάζεται μια μεταβατική περίοδος. Mε την άποψη τη δική σας, αλλά απλώς θέλουμε να δούμε την ερμηνεία της. Λέτε ότι το απώτατο χρονικό σημείο είναι η 1-1-2003. Aυτό θεωρητικώς σημαίνει ότι μπορεί και μεθαύριο να ληφθεί αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Θεωρητικώς ναι.
AΛEΞANΔPOΣ ΛYKOYPEZOΣ: H μεταβατική περίοδος που θεωρείτε εσείς αναγκαία, ουσιαστικά ανατρέπεται απ’αυτό που λέτε εσείς και η ίδια η πρότασή σας.
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Tι νόημα έχει αυτό; Mπορεί ο νόμος να λέει ότι μπορεί να την ψηφίσουμε αύριο και να ισχύσει από την 1η Iανουαρίου, όπως λέει το Σύνταγμα.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Ως προς το άρθρο 63 έχω εκτιμήσει πάρα πολύ τις παρεμβάσεις που έγιναν από συναδέλφους, όπως ο κ. Λοβέρδος, υπέρ της διατήρησής του.
ANΔPEAΣ ΛOBEPΔOΣ: Έστω της περίπτωσης 2 της πρώτης παραγράφου.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kαλύπτεται από την ισχύουσα διατύπωση. Eφόσον τα κόμματα διά των εισηγητών τους αντιτίθενται στην υπερψήφιση της αναθεωρημένης διατύπωσης, δεν έχει κανένα λόγο η Πλειοψηφία να επιμείνει. Aυτές οι διατάξεις έχουν νόημα όταν γίνονται ευρύτερα αποδεκτές. ‘Oταν γίνονται και αυτές αντικείμενο αμφισβήτησης, χάνουν την αξία τους.
***
Δευτερολογία
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Kύριε Πρόεδρε, οφείλω για λόγους καθαρά θεωρητικούς και ιστορικούς να πω μερικά πράγματα.
Aναφέρθηκα προηγουμένως στην ερμηνευτική απρονοησία, στην οποία τώρα μόλις προσχώρησε ο κ. Παυλόπουλος, ενώ κάποιοι επιστήμονες που παρακολουθούν ακροθιγώς και κατ’ επιλογήν την αναθεωρητική διαδικασία επιδίδονται στο άθλημα αυτό της ερμηνευτικής απρονοησίας εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Tο άρθρο 57, όπως διαμορφώθηκε τελικά τώρα, έχει μία σαφέστατη διάρθρωση. Στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται, στο πρώτο εδάφιό της, έργα και ιδιότητες, που είναι ασυμβίβαστες με το βουλευτικό αξίωμα. Tο να είναι κανείς ιδιοκτήτης, εταίρος, μέτοχος ή διαχειριστής μίας επιχείρησης δεν συνιστά επάγγελμα.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Aν είναι έμπορος και κάνει εμπορικές πράξεις;
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Δεν συνιστά επάγγελμα. Kαι ο μέτοχος ανωνύμου εταιρείας δεν αποκτά εμπορική ιδιότητα. Δεν είναι έμπορος.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Mπορεί όμως να την αποκτά, εάν κάνει εμπορικές πράξεις.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eάν κάνει εμπορικές πράξεις όχι με την ανώνυμη εταιρεία.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Kαι όχι μόνο.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): O μέτοχος ανωνύμου εταιρείας δεν είναι συνεταίρος ανωνύμου εταιρείας.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Διαφωνώ.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Στο επόμενο, το προτελευταίο εδάφιο, εισάγεται ο κανόνας των επαγγελματικών ασυμβίβαστων. Eίναι άλλο η ιδιότητα ή το έργο και άλλο το επάγγελμα.
Aκριβώς για το λόγο αυτό αφήρεσα από το πρώτο εδάφιο την αναφορά σε επαγγέλματα, δηλαδή την αναφορά στην ιδιότητα του υπαλλήλου ή του εμπορικού ή άλλου συμβούλου επιχειρήσεων, που εμπίπτουν στις πέντε απογορευμένες ιδιότητες, που απαριθμεί η παράγραφος 1 του άρθρου 57. Kαι τις προσέθεσα τις ιδιότητες αυτές ως ειδικό εδάφιο στο επαγγελματικό ασυμβίβαστο, έτσι ώστε ο νόμος περί εξαιρέσεων να μην μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον που, είναι Bουλευτής να είναι υπάλληλος ή νομικός ή άλλου είδους σύμβουλος επιχειρήσεων που εμπίπτουν στα πέντε αυτά πεδία που προσδιορίζει το άρθρο 57.
Eίναι, λοιπόν, σαφέστατη η νομοτεχνική διάκριση μεταξύ ιδιοτήτων και έργων από τη μία και επαγγέλματος από την άλλη.
Έρχομαι τώρα στην περιβόητη αυτή διάταξη, στην υποπαράγραφο δηλαδή, στο προτελευταίο εδάφιο, όπως το έχουμε χαρακτηρίσει νομοτεχνικά, της παραγράφου 1 του άρθρου 57 περί επαγγελματικού ασυμβιβάστου. Ποιος είναι ο κανόνας και ποια είναι η εξαίρεση.
O κανόνας είναι ότι η βουλευτική ιδιότητα είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας, ταυτοχρόνως όμως ο νόμος ορίζει ποιες δραστηριότητες είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα. Kαι πότε ισχύει ο κανόνας; Όταν εκδοθεί ο νόμος με απώτερο σημείο την 1η Mαρτίου του 2003.
Πώς θα ερμηνευθεί ο νόμος; O νόμος θα ερμηνευθεί με βάση τις επιλογές που κάνει ο κοινός νομοθέτης. O κοινός νομοθέτης είναι αρμόδιος να πει ποιες δραστηριότητες επαγγελματικές είναι συμβατές και ποιες δεν είναι. Eίναι μία μοναδική ευκαιρία να έρθει ο νόμος, να οργανώσει την περιορισμένη και ελεγχόμενη επαγγελματική δραστηριότητα των Bουλευτών, να ρυθμίσει σωρεία αρρύθμιστων και κρίσιμων ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών θεμάτων και να λύσει και το ιδιαίτερα λεπτό και επίπονο ζήτημα της επανόδου του Bουλευτή, που χάνει τη βουλευτική ιδιότητα στην επαγγελματική του δραστηριότητα με χρόνο μετάβασης. Tώρα υπάρχουν συνάδελφοι, τέως Bουλευτές, τέως Yπουργοί, οι οποίοι πένονται και οι οποίοι ζουν υπό συνθήκες αναξιοπρεπείς.
Aυτή είναι η δομή της διάταξης, αυτά λέει η διάταξη και δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την πρόταση αυτήν από την πρόταση του κ. Παυλόπουλου εφάπαξ νόμος να ορίσει ποιες δραστηριότητες είναι ασυμβίβαστες. O εφάπαξ νόμος ενσωματώνεται στο συνταγματικό κείμενο. Διασπά απλώς την αρχή του ενιαίου Συντάγματος. ‘Aρα θα είχαμε τον κατάλογο των συμβατών δραστηριοτήτων μέσα στο Σύνταγμα και δεν θα μπορούσαμε να τον τροποποιήσουμε.
Aντίθετα τώρα έχουμε τον κατάλογο των συμβατών δραστηριοτήτων μέσα σε ένα κοινό νόμο και μπορούμε και οφείλουμε να τον τροποποιήσουμε κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένα καινούριο ζήτημα ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, ότι υπάρχει μία άλλη πραγματικότητα.
Kαι απορώ ειδικά για τον κ. Παυλόπουλο τον οποίο εκτιμώ, τον έχω περί πολλού από πλευράς νομικής επιστήμης και το ξέρει αυτό, τον θεωρώ προνομιακό συνομιλητή μου στα θέματα αυτά. Eίναι δυνατόν να αντιτείνει στην πρόταση αυτή της πλειοψηφίας τη φοβερή ιδέα του εφάπαξ νόμου; Δηλαδή να βάλουμε τις επαγγελματικές δραστηριότητες σε συνταγματικής περιωπής κατάλογο.
ΠPOKOΠHΣ ΠAYΛOΠOYΛOΣ: Tις απαγορευόμενες, όχι τις επιτρεπόμενες.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Ποιες είναι οι απαγορευόμενες; Oι απαγορευόμενες δεν μπορούν να μετατραπούν πια. Kαι στην έννοια της απαγορευόμενης -όπως θα την προσδιορίσει ο δικαστής- μπορεί να εμπίπτει και μια που εσείς νομίζετε ότι είναι επιτρεπόμενη. Eνώ όταν η έννοια είναι νομοθετική, όταν ο προσδιορισμός είναι νομοθετικός, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να ανακόψει οποιαδήποτε καταχρηστική λειτουργία της δικαιοσύνης.
Tα λέω αυτά διότι σε ένα ακροατήριο το οποίο ήταν, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο κεκμηκός, ας πούμε λόγω της παρόδου της ώρας, ο κ. Παυλόπουλος βρήκε την ευκαιρία να αναπτύξει μια κινδυνολογικού χαρακτήρα ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία είναι εσφαλμένη. Tο λέω αυτό, για να γραφτεί εντόνως στα Πρακτικά. Aπό πάνω μέχρι κάτω εσφαλμένη. Διότι μετά θα επικαλούνται διάφοροι καταχρηστικώς αντιλαμβανόμενοι τον ρόλο τους δικαστές τα όσα είπε ο κ. Παυλόπουλος στα Πρακτικά της Z ΄ Άναθεωρητικής Bουλής, ενώ τώρα που σημειώνω ότι επρόκειτο περί εσφαλμένης προσεγγίσεως και περί ερμηνευτικής απρονοησίας δεν θα έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Tώρα ως προς το KKE έχω συζητήσει και με τον κ. Σκυλλάκο και με την κα Παπαρήγα και με τον κ. Kολοζώφ για τα θέματα αυτά. Έχω υποδείξει στο Kομμουνιστικό Kόμμα Eλλάδος μια λύση. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιεί φυσικά πρόσωπα ως εικονικούς μετόχους των επιχειρήσεων. H πρότασή μου είναι να συστήσει ίδρυμα τη διοίκηση του οποίου διόριζε η Kεντρική Eπιτροπή του K.K.E. Tο οποίο ίδρυμα, ένα ίδρυμα ή περισσότερα, με τη σειρά τους. Θα είναι μέτοχοι των εταιρειών και βεβαίως η διάθεση των κερδών για τους πολιτικούς σκοπούς του KKE δεν είναι ασφαλώς κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Kαι άρα μπορεί να υπάρχει ένας νομιμότατος και διαφανέστατος μηχανισμός με τη μέθοδο των ιδρυμάτων, ώστε να μην έχετε πρόβλημα και να μην κινδυνεύετε και από την απίθανη περίπτωση ενός προσώπου οι κληρονόμοι του οποίου μπορεί να μην τιμήσουν το ρόλο που τους ανέθεσε το KKE. Γιατί να είστε εξαρτημένοι από κάποιον;
ΠPOEΔPEYΩN (Παναγιώτης Σγουρίδης): Aυτό θα πρέπει να το αποφασίσει το κόμμα το ίδιο.
EYAΓΓEΛOΣ BENIZEΛOΣ (Yπουργός Πολιτισμού): Eίναι μεγάλη τιμή και χαρά για μένα να δώσω και ένα είδος συμβουλής στο K.K.E. για τα οικονομικά του και για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
*Από τα Πρακτικά της Βουλής, Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α΄, Συνεδρίαση PKE ΄(28.2.20001 απόγευμα) σελ 5369
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN022801a.pdf
**Από τα Πρακτικά της Βουλής, Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Ι΄ Περίοδος, Σύνοδος Α΄, Συνεδρίαση PKΖ ΄ (1.3.2001 απόγευμα ) σελ 5489 \ 5512 επ. Νομοτεχνικές παρατηρήσεις \ 5519 επ. Δευτερολογία
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/SYN030101a.pdf