11 Ιουνίου 2025
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στηv τελετή λήξης του συνεδρίου «Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης και η ποιότητα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου» που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών, υπό την αιγίδα της Βουλής, και σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις και το Delphi Economic Forum, με την υποστήριξη των εκδόσεων Σακκουλα, 10-11.6.2025, στο Ζάππειο Μέγαρο
Τα πενήντα χρόνια του Συντάγματος του 1975
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία σας, προσδίδετε πολιτειακό κύρος στην πρωτοβουλία μας αυτή, τιμάτε φυσικά την επέτειο και την τιμάτε θεσμικά. Αυτή τη μεγάλη επέτειο της ψήφισης, της δημοσίευσης και της θέσης σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Επιπλέον τιμάτε και την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα των συνταγματολόγων και γενικότερα των δημοσιολόγων που σύσσωμη συγκεντρώθηκε τις δύο αυτές ημέρες, εδώ στο Ζάππειο, καθώς είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε 85 εισηγητές και εισηγήτριες ή συντονιστές και συντονίστριες που έλαβαν το λόγο, το σύνολο σχεδόν των ενεργών επιστημόνων αλλά και νομικών της πράξης, δικαστικών λειτουργών, μάχιμων δικηγόρων. Ο κορμός βέβαια είναι ο κόσμος του Συνταγματικού Δικαίου που συγκεντρώθηκε εδώ για να τιμήσει όπως ξέρει, δηλαδή ερμηνεύοντας το Σύνταγμα και συζητώντας για το συνταγματικό φαινόμενο, αυτή τη μεγάλη επέτειο.
Κύριε Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων,
σας ευχαριστώ θερμά, εκ μέρους του Κύκλου Ιδεών και των άλλων δύο συνδιοργανωτών, της διαΝΕΟσις και του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, για τη γενναιόδωρη απόφασή σας να θέσετε το συνέδριό μας υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων. Η αιγίδα που παραχώρησε η Βουλή προσέδωσε έναν χαρακτήρα θα έλεγα επίσημο στο συνέδριο αυτό, που είναι βεβαίως μία πρωτοβουλία της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών, αλλά η σχέση μας με τη Βουλή είναι μία έμπρακτη πράξη τιμής προς το όργανο του πολιτεύματος στο οποίο συμπυκνώνεται και η δημοκρατική και η κοινοβουλευτική αρχή. Η Δημοκρατία ή είναι αντιπροσωπευτική ή δεν υπάρχει, διδάσκει η Ιστορία.
Κυρία τέως Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
η συμμετοχή σας στο συνέδριο, στην τελευταία και πιο ζωντανή συζήτηση γύρω από το ερώτημα εάν υπάρχει η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, μας προσέφερε πολύ μεγάλη χαρά, τη χαρά του επιστημονικού διαλόγου αλλά και της παρουσίας σας μαζί μας στον χώρο αυτό από νωρίς.
Θεοφιλέστατε εκπρόσωπε του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος,
κυρίες και κύριοι Αντιπρόεδροι της Βουλής και Βουλευτές,
κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
επιτρέψτε μου, εκ μέρους του Κύκλου Ιδεών, να ευχαριστήσω και τη διαΝΕΟσις, τον κ. Νικολάου και την κα. Μακαντάση, και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, τον κ. Συμεών Τσομώκο και τους συνεργάτες και τις συνεργάτιδές του, κι όλους εκείνους που μας βοήθησαν να επιτύχουμε αυτό το οργανωτικό και εν τέλει επιστημονικό αποτέλεσμα. Ιδιαιτέρως επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω στο πρόσωπο του μαέστρου Λουκά Καρυτινού, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών για το καλλιτεχνικό μέρος αυτής της εκδήλωσης.
Α. Το Σύνταγμα 1975 είναι το Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης υπό τις δύο εκδοχές του όρου
Το Σύνταγμα του 1975 είναι το Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης υπό τις δύο εκδοχές του όρου, είναι το Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης ως ιστορικής στιγμής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Η ψήφιση και η θέση σε ισχύ του Συντάγματος συμβολίζει την ολοκλήρωση της μετάβασης. Αυτό είναι το μεγάλο ιστορικό και θεσμικό επίτευγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η διαδικασία θέσπισης του Συντάγματος του 1975 είναι ένα διεθνούς ενδιαφέροντος εργαστήριο άσκησης πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Η πρωτογενής συντακτική εξουσία ασκείται αρχικά ως ιστορικό γεγονός που έχει τη θεσμική μορφή της κατάρρευσης της δικτατορίας και της υπαγωγής των ενόπλων δυνάμεων υπό πολιτικό έλεγχο, υπό τον έλεγχο της μεταβατικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αυτό συμβαίνει υπό το συντριπτικό βάρος της στρατιωτικής ήττας στην Κύπρο. Αυτό το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης είναι η πρώτη νομιμοποιητική βάση του νέου συνταγματικού καθεστώτος. Η πρωτογενής συντακτική εξουσία ασκείται σταδιακά με προσωρινές συνταγματικού χαρακτήρα ρυθμίσεις που έχουν αρχικά τη νομική μορφή συντακτικών πράξεων. Ακολουθεί στις 17 Νοεμβρίου 1974 η εκλογή της πρώτης μεταδικτατορικής Βουλής που ρυθμίζει πλέον προσωρινά συνταγματικού χαρακτήρα ζητήματα με ψηφίσματα.
Η μεγάλη νομιμοποιητική στιγμή του νέου Συντάγματος είναι το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974 για τη βασιλευόμενη ή αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Η θεμελιώδης συντακτική απόφαση του εκλογικού σώματος υπέρ της αβασίλευτης μορφής του πολιτεύματος, δεσμεύει την πρωτογενή συντακτική εξουσία που κατά τα λοιπά ασκεί η Βουλή. Αυτή επιλέγει να ονομαστεί «Ε΄Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων» για να συμβολίσει την αποκατάσταση της συνέχειας με το προδικτατορικό συνταγματικό καθεστώς που έχει όμως οριστικά λήξει. Πρόκειται συνεπώς για μία σκόπιμη ρητορική υποβάθμιση σε δήθεν δευτερογενή της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας που εντούτοις ασκείται μέσω της ριζικής πολιτειακής μεταβολής από μία συντηρητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το παράδοξο, σχεδόν υβριδικό, είναι ότι η πρωτογενής συντακτική εξουσία θέτει νέο Σύνταγμα, σέβεται όμως τη συνέχεια του κράτους, κυρίως της διοίκησης, αλλά και της έννομης τάξης υπό την αίρεση της μη αντίθεσής της προς το νέο Σύνταγμα. Η κυβερνητική πλειοψηφία είναι ιδιαίτερα διστακτική στην επιβολή κυρώσεων σε όσους συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς, με την εξαίρεση των πρωταιτίων και ιδιαίτερα ευαίσθητων χώρων όπως τα πανεπιστήμια.
Το Σύνταγμα του 1975 ψηφίζεται με απούσα την τότε αντιπολίτευση που διαφωνεί με τις αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ψηφίζεται, όπως είπαμε, στις 7 Ιουνίου, δημοσιεύεται στις 9 Ιουνίου και τίθεται σε ισχύ στις 11 Ιουνίου. Σήμερα λοιπόν είναι ακριβώς η επέτειος των 50 ετών.
Στο Σύνταγμα ενσωματώνεται η συντακτική απόφαση για την Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, την οποία ουσιαστικά προβλέπει και αναμένει το άρθρο 28. Καθόλου τυχαία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποβάλλει την αίτηση ένταξης της χώρας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες στις 12 Ιουνίου 1975. Η συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καθίσταται ρητή συνταγματική πρόβλεψη μόλις με την αναθεώρηση του 2001, μετά και από την ένταξη στην Ευρωζώνη.
Το Σύνταγμα του 1975 είναι όμως και το Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης ως ιστορικής περιόδου που καταλαμβάνει 50 χρόνια, το 1/4 της συνολικής Συνταγματικής Ιστορίας της χώρας με τις εναλλαγές, τις αντιφάσεις της, με το κεκτημένο και τις παλινωδίες της.
Μια πεντηκονταετία ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, χωρίς δικτατορική εκτροπή, χωρίς πόλεμο, με μεγάλα ιστορικά επιτεύγματα. Προφανώς με ερμηνευτικές συγκρούσεις, καταγγελίες αντισυνταγματικότητας, πολιτικές κρίσεις, παραβιάσεις και καταστρατηγήσεις του Συντάγματος, εντός όμως της κοίτης του και χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση η ισχύς του. Την πεντηκονταετία τέμνει ασύμμετρα, 34 χρόνια πριν και μόλις 6 χρόνια μετά, η δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Τη θέτει υπό συνολική δοκιμασία και επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό της και όχι απλώς την επιστροφή στην κατάσταση πριν την έκρηξη της κρίσης.
Β. Το Σύνταγμα 1975, είναι Σύνταγμα τυπικό (γραπτό, κωδικοποιημένο και αυστηρό) αλλά ανθεκτικό.
Το Σύνταγμα του 1975, είναι Σύνταγμα τυπικό, γραπτό, κωδικοποιημένο και αυστηρό, αλλά ανθεκτικό. Τέσσερις αναθεωρήσεις, του 1986, του 2001, του 2008 και του 2019, συντελέστηκαν για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική Ιστορία, όπως το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει, με σεβασμό των διαδικαστικών και ουσιαστικών ορίων της αναθεώρησης και εντέλει με τις αναγκαίες συναινέσεις. Ακόμη και για την πρώτη αναθεωρητική διαδικασία του 1986 που εξελίχθηκε συγκρουσιακά, ουσιαστικά ως αντιστροφή της τελικής φάσης θέσπισης του Συντάγματος του 1975 γύρω από τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, εμφανίζεται η εκ των υστέρων αναθεωρητική συναίνεση που γεφυρώνει τις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001 ως προς το συνταγματικό καθεστώς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος όχι μόνο δεν έχει πλέον αυξημένες αρμοδιότητες από το 1986, αλλά εκλέγεται από τη Βουλή ακόμη και με σχετική πλειοψηφία χωρίς να απειλείται διάλυση της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής με πλειοψηφία 180 επί 300 βουλευτών.
Δεύτερον, το Σύνταγμα διαμορφώθηκε ως ζωντανό Σύνταγμα, ως νομολογικό Σύνταγμα μέσα από την εξελικτική του ερμηνεία, κυρίως τη δικαστική που ανέδειξε τεράστια κανονιστικά κοιτάσματα, μη ορατά διά γυμνού οφθαλμού.
Τρίτον, πολλές άτυπες συνταγματικές μεταβολές επήλθαν μέσω της νομολογίας και της σύμφωνης με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ερμηνείας του Συντάγματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας και το άρθρο 14 παρ. 9 περί του περιβόητου βασικού μετόχου.
Εγκαταστάθηκαν συνταγματικές πρακτικές, κοινοβουλευτικές και ρυθμιστικές, δηλαδή σχετικές με τις ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου, που τείνουν στην ανάδειξη συνταγματικών συνθηκών (συνταγματικών συμβάσεων, συνθηκών του πολιτεύματος όπως λέγαμε παλαιότερα). Για παράδειγμα ο διορισμός, κατά το άρθρο 37, Πρωθυπουργού που δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα, η αποδοχή από τους Προέδρους της Δημοκρατίας όλων των προτάσεων που υπέβαλαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις για διάλυση της Βουλής προς ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, η αποδοχή από τους Προέδρους όλων των προτάσεων έκδοσης Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου που υπέβαλαν τα εκάστοτε Υπουργικά Συμβούλια, τόσο σε περιόδους κρίσης όσο και σε περιόδους κανονικότητας.
Κυρίως το Σύνταγμα του 1975 απέδειξε ότι διαθέτει την πολιτική ευρυχωρία που απαιτείται, καθώς υποδέχθηκε την εναλλαγή κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και κυβερνήσεων με διαφορετικές αντιλήψεις, ενέταξε τις προγραμματικές τους επιλογές στο πλαίσιό του και τις οριοθέτησε, διασφαλίζοντας την ισχύ του και μέσα από τις παραβιάσεις του, περιλαμβανομένων και των καταστρατηγήσεων του, καθώς λειτούργησαν οι προβλεπόμενοι από το ίδιο το Σύνταγμα μηχανισμοί δικαστικού και πολιτικού, ιδίως κοινοβουλευτικού, ελέγχου της συνταγματικότητας, έστω και με πολιτικά ή επιστημονικά αμφισβητούμενα αποτελέσματα.
Επιπλέον, η αντοχή και η ανθεκτικότητα ενός εθνικού τυπικού, δηλαδή γραπτού και αυστηρού, Συντάγματος αποδεικνύεται όταν αυτό χάνει το μονοπώλιο της υπεροχής του, επειδή το κράτος χάνει σταδιακά βαθμούς κυριαρχίας και καλείται να συνυπάρξει με άλλα συστήματα κανόνων δικαίου που ανήκουν σε άλλες έννομες τάξεις και διεκδικούν τη δική τους υπεροχή και τη δική τους προτεραιότητα εφαρμογής, διαθέτοντας και δικά τους συστήματα δικαστικού ελέγχου. Αυτό συμβαίνει με το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανθεκτικότητα του εθνικού μας Συντάγματος διασφαλίστηκε μέσα από τον τρόπο που η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων διαχειρίζεται τη μεγάλη αυτή πρόκληση της σχετικοποίησης του συνταγματικού φαινομένου που είναι παρακολούθημα της σχετικοποίησης της κρατικής κυριαρχίας. Η ελληνική νομολογία κινούμενη εντέλει με προσοχή και σωφροσύνη, ακολουθεί στην πράξη το θεωρητικό σχήμα της αλληλοπεριχώρησης των εννόμων τάξεων, παράγοντας ως κανονιστικό αποτέλεσμα αυτό που ονομάζω «επαυξημένο Σύνταγμα», αυτό που προσφέρει σε κάθε επίδικη περίπτωση τη μέγιστη προστασία της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Το επαυξημένο Σύνταγμα είναι ένα εθνικό Σύνταγμα που αντί να φιλονικεί ερμηνευτικά με τις άλλες έννομες τάξεις, αφομοιώνει ερμηνευτικά τη συνεισφορά τους. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης εκπληρώνεται μόνο μέσα από αυτή τη διεργασία που διασφαλίζει την ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τον διεθνή δικαστικό έλεγχο των συμπεριφορών, νομοθετικών, διοικητικών και δικαστικών, που την υποβαθμίζουν.
Γ. Το Σύνταγμα υποδέχθηκε με επιτυχία την αλληλουχία των κρίσεων της πεντηκονταετίας
Οι κρίσεις ήταν και προκλήσεις δικανικές, πάντως προκλήσεις ερμηνευτικές, ακόμη και όταν τα ζητήματα ρυθμίζονταν από δέσμες συνταγματικών διατάξεων μη υποκείμενες σε δικαστικό έλεγχο, καθώς στην ελληνική συνταγματική τάξη δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο αρμόδιο για συνταγματικές διαφορές σχετικές με το οργανωτικό μέρος και τη λειτουργία του πολιτεύματος. Ιδιαίτερη προφανώς σημασία έχει η αλυσίδα των κρίσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας. Η οικονομική κρίση και η περίοδος των μνημονίων ήταν περίοδος σύγκρουσης της κοινωνίας με το πολιτικό σύστημα, αμφισβήτησης του κεκτημένου της Μεταπολίτευσης, υπερέντασης σε σχέση με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
Ακολουθεί, όπως σε όλο τον κόσμο, η υγειονομική κρίση της πανδημίας που παράγει την αντίστοιχη νομολογία, έπεται η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και τώρα ζούμε τη γεωπολιτική κρίση, κρίση ανασφάλειας και αβεβαιότητας που αφορά την ίδια τη Δύση ως ιστορική και στρατηγική οντότητα.
Το Σύνταγμα καλείται πλέον να απαντήσει στις συνεχείς και πολυεπίπεδες προκλήσεις μίας διαρκούς και μεγάλης πολυκρίσης (perma mega polycrisis). Κανονικότητα και έκτακτες συνθήκες, ενίοτε συνθήκες εξαίρεσης, συνυπάρχουν και εναλλάσσονται.
Μάλιστα η ελληνική οικονομική κρίση λειτούργησε ως εργαστήριο εισδοχής της έννοιας της κρίσης στο θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο δεν υπήρχε. Χωρίς, συνεπώς, «Το εργαστήριον η Ελλάς» δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση με νομικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία οι προκλήσεις της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και τώρα της κρίσης ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Δ. Η καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων
Την πεντηκονταετία της ισχύος του Συντάγματος, και ιδίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης, το κανονιστικό του περιεχόμενο κρίθηκε πρωτίστως στην καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Αυτός ανέδειξε δύο σημεία:
Πρώτον, τον δικαστικό έλεγχο της αιτιολογίας του νόμου και,
δεύτερον, την έντονη χρήση της αρχής της αναλογικότητας και της έννοιας του γενικού συμφέροντος. Τίθεται πλέον το ερώτημα εάν η νομολογιακή διαχείριση των δύο αυτών εννοιών μπορεί να υποκαταστήσει όλο το εγγυητικό περιεχόμενο του Συντάγματος στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Ε. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό
Σήμερα λοιπόν που γιορτάζουμε τα 50 χρόνια του ελληνικού Συντάγματος, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, δεν παρεμπόδισε ούτε παρεμποδίζει το Σύνταγμα κάποια αναγκαία μεταρρύθμιση, αντιθέτως το Σύνταγμα επιστέγασε πολλές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν νομοθετικά επειδή υπήρξε πολιτική βούληση και ανελήφθη το πολιτικό κόστος.
Το Σύνταγμα λειτούργησε ως θεσμικό σκάφος επί του οποίου η χώρα διήλθε την ταραγμένη θάλασσα πάμπολλων κρίσεων που δεν παροξύνθηκαν λόγω του Συντάγματος, αλλά αντιθέτως, άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα, εντάχθηκαν στο πλαίσιό του και απέδειξαν την ανθεκτικότητά του.
Η λεγόμενη συνταγματική μηχανική που εξηγείται ιστορικά κυρίως από το σύνδρομο της αποστασίας, από την εμπειρία του 1965 και από τη θεσμική δυσπιστία που αυτή προκάλεσε, ευθύνεται για πολλές επιμέρους δυσλειτουργίες, με εξαίρεση όμως τη διάλυση της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία που ίσχυε μέχρι το 2019, η συνταγματική μηχανική δεν επιτάχυνε ούτε εκβίασε πολιτικές εξελίξεις.Η τωρινή πρόβλεψη για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, υφίσταται και την αντίστροφη κριτική ότι ενισχύει ακόμη περισσότερο τη μονοπρόσωπη εξουσία του Πρωθυπουργού που είναι αρχηγός της αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015 που θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική και θεσμική κατάρρευση, δεν αποτράπηκε από κάποιο θεσμικό αντίβαρο της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος παρακολούθησε όμως σιωπηλή, λίγες ημέρες μετά, η ψήφος κατά του τρίτου Μνημονίου να μετατρέπεται σε συμφωνία για ένα νέο Μνημόνιο.
Στ. Έχει αναπτυχθεί ένας ελληνικός συνταγματικός πατριωτισμός ;
Το ερώτημα, μετά από 50 χρόνια ισχύος του Συντάγματος του 1975, έχει αναπτυχθεί ένας ελληνικός συνταγματικός πατριωτισμός, αυτός που επιτάσσει το άρθρο 120 το οποίο προβλέπει στην παράγραφο 4 ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων; Έστω υπάρχει μία διάχυτη κοινωνική και λαϊκή μέριμνα για το Σύνταγμα και την τήρησή του;
Η στάση της κοινωνίας είναι αντιφατική, είναι συχνό φαινόμενο η επίκληση του Συντάγματος, η προβολή ισχυρισμού αντισυνταγματικότητας, όχι μόνο δικανικά αλλά και κοινοβουλευτικά ή ως αντίδραση της κοινωνίας των πολιτών. Η επίκληση του Συντάγματος, η αναγωγή στο Σύνταγμα λόγω κρίσης του νόμου συνιστά σοβαρό σύμπτωμα κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά συνιστά επιβεβαίωση της σημασίας του Συντάγματος, κατά τον τρόπο βέβαια αυτό το Σύνταγμα καλείται διαρκώς να ισορροπεί μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας.
Ενώ συμβαίνει αυτό, εμφανίζεται το παράλληλο και αντιφατικό φαινόμενο της υποτίμησης του Συντάγματος επιστημονικά. Αυτή εκκινεί από κειμενολογικές κριτικές, καταλήγει όμως σε υποτίμηση του κανονιστικού περιεχομένου. Άλλωστε μπορεί να υπάρχουν συνταγματικές προβλέψεις τυχαίες, φαινομενικά περιττές ή απλώς ρητορικές, που αποκτούν κάποια στιγμή κρίσιμο κανονιστικό περιεχόμενο.
Στο μεταξύ το επαυξημένο Σύνταγμα ακολουθεί το δικό του κειμενολογικό και κανονιστικό ρυθμό μέσα από τον ρυθμιστικό πληθωρισμό στο πεδίο του πρωτογενούς και ιδίως του παραγωγού Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών συμβάσεων. Ακόμη και μέσα από την διαρκή επεκτατικότητα της εξελικτικής ερμηνείας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το Δικαστήριο του Στρασβούργου.
Ζ. Οι προϋποθέσεις της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος
Γιορτάζουμε τα 50 χρόνια του Συντάγματος ενώ έχει πολιτικά ανοίξει η συζήτηση για την επόμενη αναθεώρησή του. Σεβόμενοι το Σύνταγμα και την ηλικία στην οποία έφθασε οφείλουμε να θυμόμαστε ποιες είναι οι προϋποθέσεις μίας σοβαρής συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Πρώτον, η απάντηση στο ερώτημα εάν μπορούν να διαμορφωθούν οι όροι της αναγκαίας αναθεωρητικής συναίνεσης, δηλαδή των αυξημένων πλειοψηφιών στην πρώτη και τη δεύτερη Βουλή.
Δεύτερον, η απάντηση στην ερώτηση αν υπάρχει κάποια αδήριτη ανάγκη αναθεώρησης του εθνικού Συντάγματος ή αν κάποιες σκέψεις περί αναθεώρησης συνιστούν ψευδαίσθηση ή μικρομεγαλισμό.
Τρίτον, η υποχρέωσή μας να έχουμε επίγνωση των ορίων αναθεώρησης του επαυξημένου Συντάγματος που τίθενται από άλλες έννομες τάξεις στις οποίες μετέχει η Ελλάδα.
Τέταρτον, η υποχρέωσή μας πριν οποιαδήποτε αναθεωρητική πρωτοβουλία να αξιολογήσουμε το ισχύον Σύνταγμα και την εφαρμογή του και να εντοπίσουμε συστηματικές παραβιάσεις και αναξιοποίητα κοιτάσματα.
Πέμπτον, η υποχρέωσή μας να μη λησμονούμε, όπως είπα, ότι η αναθεώρηση κινείται πάντα μεταξύ συγκυρίας και ιστορίας. Προφανώς επηρεάζεται ως πολιτική διαδικασία από τη συγκυρία, κρίνεται όμως εντέλει ιστορικά. Ο αναθεωρητικός οίστρος είναι συνήθως το προοίμιο του συνταγματικού λαϊκισμού.
Υπάρχουν αναμφίβολα μεγάλες οικουμενικές προκλήσεις που ζητούν έναν νέο συνταγματισμό ως κίνημα και τελικά ως κεκτημένο. Αναφέρομαι στα προφανή:
-την κλιματική κρίση και την ανάγκη οικουμενικής κλιματικής αλληλεγγύης που αφορά το δικαίωμα των ερχόμενων γενεών στην επιβίωση,
-την τεχνητή νοημοσύνη και την ανάδυση του ψηφιακού συνταγματισμού,
-τις βιοτεχνολογικές εξελίξεις και τις σύστοιχες βιοηθικές προκλήσεις που ζητούν πλέον απαντήσεις από το λεγόμενο Βιο-Σύνταγμα.
Τέτοιας εμβέλειας θέματα δεν μπορούν προφανώς να ρυθμιστούν στο επίπεδο του εθνικού Συντάγματος μίας μεσαίου μεγέθους χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι άλλωστε προ πολλού αντικείμενο ρύθμισης στο πεδίο του επαυξημένου Συντάγματος που ισχύει στην Ελλάδα.
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
ο εορτασμός της πεντηκονταετίας του ισχύοντος Συντάγματος με ένα συνέδριο επιστημονικής αποτίμησης, συγκριτικής στάθμισης, ιστορικής αναψηλάφησης, τοποθέτησης του Συντάγματος στα σημερινά συμφραζόμενά του, είναι ουσιώδης εορτασμός αλλά όχι ο εξωραϊσμός της συνταγματικής μας δημοκρατίας. Επιπλέον καλούμαστε και στην Ελλάδα να χειριστούμε μία εποχή όχι απλώς υπονόμευσης αλλά και απροκάλυπτης αμφισβήτησης του κύρους, της αποτελεσματικότητας, της νομιμοποίησης και εντέλει της σημασίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς αποχωρίζονται ανιστόρητα οι δύο ιστορικοί πυλώνες της, η ευρωπαϊκή και η αμερικανική αντίληψη περί φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Γιορτάζοντας τα 50 χρόνια της ελληνικής συνταγματικής δημοκρατίας, που για πολλούς από εμάς της δικής μου γενιάς είναι όλη μας η ζωή, οφείλουμε να προστατεύσουμε το κεκτημένο της, που συγκροτείται εντός του πλαισίου της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και διά αυτής, εντός του πλαισίου της δυτικής δημοκρατίας που μπορεί μόνο όταν σέβεται τον εαυτό της να αξιώνει οικουμενικό κύρος.
Σας ευχαριστώ -